Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2319/99

ΣτΕ 2319/1999


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2319/1999

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε'

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28-04-1999 με την εξής σύνθεση: Σ. Σαρηβαλάσης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σ. Ρίζος, Α. Θεοφιλοπούλου, Σύμβουλοι, Μ. Καραμανώφ, Αικατερίνη Χριστοφορίδου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μαντζουράνης.

 

Δια να δικάσει την από 10-04-1996 αίτηση:

 

των: 1) Σωματείου με την επωνυμία Σύλλογος Διπλωματούχων Μηχανικών Πιερίας, που εδρεύει στην Κατερίνη, οδός Παναγή Τσαλδάρη, αριθμός 18, 2) Περιφερειακού Τμήματος Πιερίας της Ένωσης Ελλήνων Τεχνολόγων Μηχανικών, που εδρεύει στην Κατερίνη, οδός Γεωργάκη Ολυμπίου, αριθμός 1 και 3) Νομαρχιακής Επιτροπής Πιερίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας που εδρεύει στην Κατερίνη, οδός Βότση, αριθμός 9, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Χρήστο Παπαδημητρίου (αριθμός μητρώου 3672), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πιερίας, η οποία δεν παρέστη.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες ζητούν να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 21/168/1996 απόφαση του Νομάρχη Πιερίας (ΦΕΚ 131/Δ/1996) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Στη δίκη παρέστησαν: 1) ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την Β. Δούσκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και

 

2) ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με τον Ηλία Δροσογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή Συμβούλου Σ. Ρίζου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρων των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου και,

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (αριθμοί γραμματίων 1952005-6/1996 και 3120220, 7346491/1996).

 

2. Επειδή, με την ως άνω αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθμόν 21/168/1996 αποφάσεως του (κατά το άρθρο 4 του νόμου 2218/1994) αιρετού Νομάρχου Πιερίας (ΦΕΚ 131/Δ/1996), με την οποία ενεκρίθη η τροποποίηση των χρήσεων γης του σχεδίου πόλεως Κατερίνης, ούτως ώστε να επιτρέπεται η παραμονή επ' αόριστον σε όλες τις πολεοδομικές ενότητες της πόλεως των υφισταμένων συνεργείων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Η προσβαλλόμενη απόφαση αποδέχθηκε εν προκειμένω τις μνημονευόμενες στην παράγραφο 6 του προοιμίου της υπ' αριθμόν 197/1994 και 292/28-12-1994 γνωμοδοτήσεις του δημοτικού συμβουλίου Κατερίνης, με τις οποίες, κατ' αποδοχή αιτήματος του συλλόγου επισκευαστών οχημάτων νομού Πιερίας, προτάθηκε η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, ώστε να παραμείνουν τα ως άνω συνεργεία στις θέσεις τους, έστω κι αν οι χρήσεις αυτές αντίκεινται στις ρυθμίσεις των ισχυουσών για την πόλη πολεοδομικών μελετών.

 

3. Επειδή, η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την 377/1997 απόφαση του Τμήματος για να κριθούν ορισμένα συνταγματικής φύσεως ζητήματα. Με την 3441/1998 απόφασή της η Ολομέλεια έκρινε ότι με το νόμο 2218/1994, με τον οποίο ιδρύθηκαν οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις ως Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως β' βαθμού δεν περιορίζονται οι αρμοδιότητες του Κράτους (και δη των περιφερειακών του υπηρεσιών) σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει αντίθεση του νόμου αυτού (και των τροποποιητικών αυτού νόμων 2240/1994 και 2307/1995) προς τις διατάξεις 101 και 102 του Συντάγματος. Περαιτέρω εκρίθη ότι θα εξετάζεται εκάστοτε in concreto αν συγκεκριμένη αρμοδιότητα από τις μεταφερόμενες στις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις ανήκει σε εκείνες οι οποίες επιτρέπεται κατά το Σύνταγμα να μεταφέρονται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως β' βαθμού (νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις) ή σε εκείνες οι οποίες ανατίθενται από το Σύνταγμα στο Κράτος ως αποκλειστικές του αρμοδιότητες (κεντρική ή περιφερειακή διοίκηση). Μετά την κρίση των ως άνω ζητημάτων η υπόθεση αναπέμφθηκε στο Ε' Τμήμα για τελική εκδίκαση.

 

4. Επειδή, νομίμως χωρεί η συζήτηση και χωρίς την παράσταση της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Πιερίας, καθ' όσον σε αυτήν κοινοποιήθηκε η πράξη του Προέδρου του Ε' Τμήματος περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου καθώς και η ως άνω αναπεμπτική απόφαση της Ολομέλειας (βλέπε τα από 24-12-1998 αποδεικτικά επιδόσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή).

 

5. Επειδή, στο άρθρο 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής:

 

{1. ...

 

2. Η χωροταξική αναδιάρθρωσις της Χώρας, η διαμόρφωσις, η ανάπτυξις, η πολεοδόμηση και η επέκτασις των πόλεων και των οικιστικών περιοχών, τελεί υπό την ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους επί τω τέλει της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλλιτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως.}

 

Εξ άλλου στο άρθρο 101 του Συντάγματος ορίζεται ότι:

 

{1. Η διοίκησις του Κράτους οργανώνεται κατά το αποκεντρωτικό σύστημα.

 

3. Τα περιφερειακά κρατικά όργανα έχουν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα επί των υποθέσεων της περιφέρειας των...},

 

στο δε άρθρο 102 ότι:

 

{1. Η διοίκησις των τοπικών υποθέσεων ανήκει εις τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, των οποίων την πρώτην βαθμίδα αποτελούν οι δήμοι και οι κοινότητες. Οι λοιπές βαθμίδες ορίζονται δια νόμου

 

2. ...

 

3. ...

 

5. Το Κράτος ασκεί εποπτεία επί των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως...}

 

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Το ισχύον Σύνταγμα εκκινεί από την σαφή διάκριση μεταξύ Κράτους και οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως. Το Κράτος έχει κατ' αρχήν γενική αρμοδιότητα διοικήσεως των υποθέσεων της χώρας, σε αυτήν δε περιλαμβάνεται και η εποπτεία επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, των οποίων η αρμοδιότητα περιορίζεται στη διοίκηση των υποθέσεων που έχουν τοπικό χαρακτήρα, και ανακύπτουν στα χωρικά τους πλαίσια, χωρίς να έχουν επιρροή στη λοιπή χώρα ή στα εθνικά συμφέροντα. Ειδικότερα δε με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος ανατίθεται ευθέως στο Κράτος η αρμοδιότητα της χωροταξίας και της πολεοδομίας για όλο τον εθνικό χώρο, προκειμένου να επιτευχθεί κατά τρόπο ενιαίο η ορθολογική ανάπτυξη των οικισμών και η καλλίτερη δυνατή διαβίωση των ανθρώπων. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο χωροταξικός και ο πολεοδομικός σχεδιασμός, στον οποίο προδήλως δεν περιλαμβάνεται και η εφαρμογή του σχεδίου (πράξεις αναλογισμού, πράξεις εφαρμογής, έκδοση οικοδομικών αδειών) ανατίθεται αποκλειστικώς στο Κράτος (βλέπε ΣτΕ 563/1979, 2774/1998, ΠΕ 2/1996, 508/1997), το οποίο, κατά μεν την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, οφείλει να θεσπίζει εκάστοτε το πλαίσιο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τα αντικείμενα αυτά, κατά την άσκηση δε της διοικητικής του λειτουργίας (κεντρικής ή περιφερειακής) υποχρεούται να καταρτίζει τα κατά την επιστήμη της χωροταξίας και πολεοδομίας ενδεικνυόμενα σχέδια (χωροταξικά σχέδια και σχέδια πόλεων). Την αποστολή του αυτή υποχρεούται το Κράτος να εκπληρώνει βάσει ορθολογικών και επιστημονικών κριτηρίων, αποκλείοντας επιρροές εκ μέρους ιδιωτικών συμφερόντων, και χρησιμοποιώντας ενιαίο κριτήριο, που αποκλείει τον κίνδυνο διασπάσεως της ενότητος του σχεδιασμού στο χώρο. Στην κεντρική όμως Διοίκηση επιφυλάσσεται, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 5935/1996, 2009/1997, 2775/1998, 3692/1998 και ΠΕ 491/1996, 377/1997 κ.ά.) η αρμοδιότητα καταρτίσεως των πολεοδομικών σχεδίων που είναι δυνατόν να θίξουν ευπαθή οικοσυστήματα ή που αφορούν παραδοσιακούς οικισμούς, αρμοδιότητα που πρέπει να ασκείται με Προεδρικά Διατάγματα. Δεν είναι συνεπώς επιτρεπτό στο Κράτος να μεταβιβάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο (δηλαδή είτε με τυπικό νόμο είτε με κανονιστικές διοικητικές πράξεις) την άσκηση όλων ή μερικών από τις αρμοδιότητες του αυτές στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως οιουδήποτε βαθμού (α' ή β' βαθμίδας, δήμους, κοινότητες, νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις), οι οποίες άλλωστε δεν θα ηδύναντο να χαρακτηρισθούν ως τοπικές υποθέσεις κατά το άρθρο 102 παράγραφος 1Α του Συντάγματος. Διότι από τη φύση τους οι σχεδιασμοί αυτοί, αφορώντες την μορφή των οικισμών και έχοντες ποικίλες επιδράσεις στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον έχουν σημασία που δεν περιορίζεται στον χώρο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά εκτείνεται σε ολόκληρο τον εθνικό χώρο.

 

6. Επειδή, με το άρθρο 1 του αναγκαστικού νόμου 314/1968 (ΦΕΚ 47/Α/1968) προβλέφθηκε, υπό προϋποθέσεις η δυνατότητα εγκρίσεως, τροποποιήσεως κ.λ.π. του σχεδίου πόλεως με απόφαση του νομάρχου. Με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983) παρεσχέθη στη διοίκηση η εξουσιοδότηση για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, με τα οποία θα μεταβιβαζόταν στους νομάρχες, υπό προϋποθέσεις και περιορισμούς, η αρμοδιότητα τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως. Βάσει των διατάξεων αυτών εξεδόθη το προεδρικό διάταγμα 183/1986 (ΦΕΚ 70/Α/1986) με τίτλο έγκριση τροποποιήσεων σχεδίων πόλεων και καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησης από τους νομάρχες. Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 εδάφιο α αυτού προβλέπεται αρμοδιότητα των νομαρχών για έγκριση τροποποιήσεων σχεδίων πόλεων άνω των 20.000 κατοίκων. Οι διατάξεις όμως αυτές είχαν υπ' όψει τους, ως εκ του χρόνου εκδόσεώς των, τους νομάρχες ως όργανα της περιφερειακής διοικήσεως του Κράτους, που είχε ως χώρο αναφοράς τον νομό. Ως εκ τούτου ήταν σύμφωνες με τις παρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες κατά τα εκτεθέντα αναθέτουν στο κράτος την αποστολή του πολεοδομικού σχεδιασμού. Μετά την ισχύ όμως του νόμου 2218/1994, βάσει του οποίου ο νομάρχης έπαυσε να είναι όργανο του κράτους και κατέστη όργανο οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως β' βαθμού (της νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως), οι διατάξεις αυτές είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, καθ' όσον, όπως ήδη εξετέθη, οι αρμοδιότητες της χωροταξίας και της πολεοδομίας πρέπει να ασκούνται αποκλειστικώς από την κρατική διοίκηση (κεντρική ή περιφερειακή).

 

7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλεως Κατερίνης, εξεδόθη από τον Νομάρχη Πιερίας, ο οποίος είχε εκλεγεί ως όργανο της νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως βάσει των διατάξεων του νόμου 2218/1994 και δεν ήταν πλέον περιφερειακό όργανο του Κράτους. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα η απόφαση αυτή είναι ακυρωτέα ως εκδοθείσα από αναρμόδιο, κατά το Σύνταγμα όργανο.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

 

Ακυρώνει την υπ' αριθμόν 21/168/1996 απόφαση του Νομάρχου Πιερίας (ΦΕΚ 131/Δ/1996).

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο και στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Πιερίας, κατ' ισομοιρία, την δικαστική δαπάνη του αιτούντος ανερχόμενη σε 56.000 δραχμές.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 24-05-1999 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 05-07-1999.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.