Νόμος 3144/03 - Άρθρο 18

Άρθρο 18


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Ο χρόνος ασφάλισης στο Ταμείο Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών του ιπτάμενου προσωπικού του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας, που κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του απασχολείται στην αεροδιακομιδή ασθενών, υπολογίζεται στο διπλάσιο, εφόσον κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας αυτής έχουν πραγματοποιηθεί τουλάχιστον πενήντα (50) ώρες πτήσης για κάθε έτος που αναγνωρίζεται.

 

Ο αριθμός των ωρών πτήσης βεβαιώνεται από το Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας.

 

Η αναγνώριση πραγματοποιείται με το ποσό της εισφοράς ελεύθερου επαγγελματία, που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

 

Η εξόφληση της οφειλής γίνεται είτε εφάπαξ εντός τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης περί αναγνώρισης είτε σε εξήντα (60) ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 61 του νόμου 2676/1999 (ΦΕΚ 1/Α/1999).

 

Η ανωτέρω ρύθμιση καταλαμβάνει και όσους ασφαλισμένους κατά τη δημοσίευση του παρόντος έχουν πραγματοποιήσει τις ως άνω προβλεπόμενες ώρες πτήσης ετησίως.

 

2. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οικονομίας και Οικονομικών δύνανται να διατίθενται ποσά για δαπάνες εκπαίδευσης, για μεν τους υπαλλήλους της γενικής γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε βάρος του Λογαριασμού Βελτίωσης Κοινωνικής Ασφάλισης, για δε τους υπαλλήλους των Ασφαλιστικών Οργανισμών σε βάρος των προϋπολογισμών τους.

 

Οι κοινές αποφάσεις 414/22-05-2002 και 430/22-05-2002 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχουν εφαρμογή και για τους υπαλλήλους των Ασφαλιστικών Οργανισμών, η δε σχετική δαπάνη βαρύνει τους προϋπολογισμούς τους.

 

3. Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951 (ΦΕΚ 179/Α/1951) αντικαθίσταται ως εξής:

 

{3. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών μετέχει άνευ ψήφου ως Κυβερνητικός Επίτροπος ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, αναπληρούμενος από τον Ειδικό Γραμματέα του ίδιου Υπουργείου ή τον γενικό διευθυντή της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του ίδιου Υπουργείου, διοριζόμενος με τριετή θητεία από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.}

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 37 του νόμου 3518/2006 (ΦΕΚ 272/Α/2006).

 

4. Η προβλεπόμενη από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 10 του νόμου 3050/2002 (ΦΕΚ 214/Α/2002) προθεσμία υποβολής αίτησης για τη συμπλήρωση του αριθμού ημερών ασφάλισης του εδαφίου β του άρθρου 1 του βασιλικού διατάγματος [ΒΔ] 649/1968 (ΦΕΚ 232/Α/1968) καταργείται από της ισχύος της.

 

5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του νόμου 2434/1996 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{3. Η προβλεπόμενη από την παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ασφαλιστική κάλυψη αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και λήγει με την ανάληψη εργασίας ή με τη συνταξιοδότησή τους από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό.}

 

6. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 18 του νόμου [Ν] 2458/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και για τον κλάδο παροχών ασθένειας σε είδος, υπάγονται οι άνεργοι που δεν είναι ασφαλισμένοι σε οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό και παρακολουθούν συγχρηματοδοτούμενα ή μη από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο Προγράμματα Επαγγελματικής Κατάρτισης και για όλη τη διάρκεια των προγραμμάτων αυτών.}

 

7. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 9 του νόμου 3050/2002 αντικαθίστανται από τότε που ίσχυσαν ως ακολούθως:

 

{1. α) Επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι που ασκούν επαγγελματική ή βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα σε πόλεις, χωριά ή οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων σύμφωνα με την απογραφή του έτους 2001 υπάγονται από 01-01-2003 στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών, εφόσον ο μέσος όρος των εισοδημάτων των τριών τελευταίων ετών από επαγγελματική ή βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα, όπως προκύπτουν από το εκκαθαριστικό της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας υπερβαίνει το 500πλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.

 

β) Επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι των ανωτέρω περιοχών που ασκούν παράλληλα και αγροτική δραστηριότητα υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών, εφόσον το 50% και πλέον του μέσου όρου των εισοδημάτων, όπως προκύπτουν από το εκκαθαριστικό της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, των τριών τελευταίων ετών από αγροτική και επαγγελματική ή βιοτεχνική ή εμπορική απασχόληση, προέρχεται από επαγγελματική ή βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα και υπερβαίνει το 500πλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη.

 

γ) Για επαγγελματίες, βιοτέχνες και εμπόρους των εδαφίων α και β που συμπληρώνουν τριετία από την έναρξη επαγγέλματος ή με έναρξη επαγγέλματος μετά την 01-01-2003 για την υποχρεωτική ή μη υπαγωγή στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών. Λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα των τριών πρώτων ετών από την έναρξη επαγγέλματος, όπως προκύπτουν από το εκκαθαριστικό της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας. Για τα τρία πρώτα χρόνια η ασφάλιση στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών είναι προαιρετική, σύμφωνα με τις διατάξεις του στ' εδαφίου.

 

δ) Στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών υπάγονται τα μέλη των ομόρρυθμων εταιρειών, ετερόρρυθμων εταιρειών, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης των ανωτέρω περιοχών, των οποίων ο σκοπός τους συνιστά επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα, καθώς και τα μέλη Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμων εταιρειών που είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 5% τουλάχιστον.

 

ε) Οι ιδιοκτήτες έως και επτά (7) ενοικιαζόμενων δωματίων σε όλη την Επικράτεια εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών, εφόσον εργάζονται ή απασχολούνται ή λαμβάνουν σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο.

 

Οι ιδιοκτήτες άνω των οκτώ (8) ενοικιαζόμενων δωματίων σε πόλεις, χωριά ή οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, σύμφωνα με την απογραφή του έτους 2001, υπάγονται από 01-01-2003 στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών εφόσον ο μέσος όρος των εισοδημάτων των τριών τελευταίων ετών από τη δραστηριότητα αυτή, όπως Προκύπτουν από το εκκαθαριστικό της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, υπερβαίνει το 500πλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.

 

στ) Τα πρόσωπα των ανωτέρω εδαφίων που εξαιρούνται από την ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών μπορούν να ασφαλίζονται στον Οργανισμό αυτόν προαιρετικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των νομοθετικών διαταγμάτων [Ν] 4435/1964 (ΦΕΚ 217/Α/1964) και [Ν] 4521/1966 (ΦΕΚ 135/Α/1966), όπως ισχύουν. Επαγγελματίες,βιοτέχνες και έμποροι άνω των 60 ετών κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, ασφαλισμένοι ήδη στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων, μπορούν να εξαιρεθούν από την ασφάλιση στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών με αίτησή τους που υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών. Τα πρόσωπα αυτά συνεχίζουν την ασφάλισή τους στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων.

 

2. Έμποροι με άσκηση επαγγέλματος σε πόλεις, χωριά ή οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, οι οποίοι ασφαλίστηκαν στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων και έχουν καταβάλει ή θα καταβάλλουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, λογίζονται ότι καλώς ασφαλίσθηκαν στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων. Ο χρόνος αυτός λογίζεται χρόνος ασφάλισης στονΟργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων και συνυπολογίζεται με τον υπόλοιπο χρόνο στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης του άρθρου 13 του νόμου 2458/1997 (ΦΕΚ 15/Α/1997), όπως ισχύει.}

 

8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 9 του νόμου 3050/2002 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως ακολούθως:

 

{3. Επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι, που ασκούν επαγγελματική ή βιοτεχνική δραστηριότητα σε πόλεις,χωριά ή οικισμούς άνω των 1.000 κατοίκων στους νομούς Αττικής, Βοιωτίας, Εύβοιας, Κορινθίας, Αχαΐας και Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την απογραφή του έτους 2001, εξακολουθούν να υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών. Επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι, που ασκούν επαγγελματική ή βιοτεχνική δραστηριότητα σε περιοχές κάτω των 1.000 κατοίκων στους νομούς που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο, υπάγονται από 01-01-2003 στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών βάσει εισοδηματικών κριτηρίων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα εδάφια α, β και γ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

 

Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών με τις διατάξεις του άρθρου 137 του νόμου [Ν] 2071/1992 (ΦΕΚ 123/Α/1992) συνεχίζουν την ασφάλισή τους στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών.}

 

9. Επαγγελματίες και βιοτέχνες της πρώην Κοινότητας Βάρδας Νομού Ηλείας σημερινό Δημοτικό Διαμέρισμα Βάρδας του Δήμου Βουπρασίας Νομού Ηλείας που έχουν κάνει έναρξη της επαγγελματικής τους δραστηριότητας πριν από την ισχύ του νόμου [Ν] 2071/1992, εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών Ταμείου Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος και απαλλάσσονται της υποχρέωσης καταβολής στον Οργανισμό αυτόν εισφορών, εφόσον είναι ασφαλισμένοι στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων και υποβάλουν αίτηση εξαίρεσης εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από τη δημοσίευση του παρόντος.

 

Αξιώσεις του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών - Ταμείου Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος κατά αυτών για καταβολή εισφορών μετά των νομίμων προσαυξήσεων παραγράφονται, κάθε δε προς τούτο εκκρεμής δίκη καταργείται. Τυχόν καταβληθείσες εισφορές δεν αναζητούνται.

 

10. Οι καθυστερούμενες από τα αστικά και υπεραστικά Κοινά Ταμεία Εισπράξεων Λεωφορείων και τους δημοτικούς οργανισμούς και δημοτικές επιχειρήσεις που εκτελούν συγκοινωνιακό έργο ασφαλιστικές εισφορές χρονικής περιόδου απασχόλησης μέχρι και την 31-12-2002 από κύριες ασφαλιστικές εισφορές προς το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τους οργανισμούς, ταμεία και λογαριασμούς των οποίων οι εισφορές εισπράττονται ή συν-εισπράττονται από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (για κύρια και επικουρική ασφάλιση) εξοφλούνται σε εκατόν είκοσι (120) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς υποχρέωση προκαταβολής, διαγραφομένων των αναλογούντων σε αυτές πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων, λοιπών επιβαρύνσεων, δικαστικών εξόδων, εξόδων και δικαιωμάτων εκτέλεσης κ.λ.π.

 

Προϋπόθεση για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή είναι η υποβολή σχετικής αίτησης και η προσκόμιση όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών για έλεγχο στο αρμόδιο υποκατάστημα Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Στην παρούσα ρύθμιση υπάγονται και όσα Κοινά Ταμεία Εισπράξεων Λεωφορείων έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2676/1999, για το μέρος των εισφορών που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί.

 

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

 

11. Η προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του νόμου 3050/2002 παρατείνεται μέχρι 30-06-2003.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.