Νόμος 4210/13 - Άρθρο 16

Άρθρο 16: Αναστολή της αργίας


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 103 του Υπαλληλικού Κώδικα (νόμος 3528/2007), όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 3 της υποπαραγράφου Ζ.3. του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012 λήγει μετά τη φράση αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

 

{4. Εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις περιπτώσεις β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 1, η οποία δεν έχει αρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 και δεν έχει επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό συμβούλιο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχισή της. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει μετά την ανωτέρω γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, την υπηρεσιακή απόδοση του υπαλλήλου και το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αργίας, συνεκτιμώντας την τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαρών οικονομικών, κοινωνικών ή οικογενειακών λόγων, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του υπαλλήλου στα καθήκοντά του ή τη μετακίνησή του σύμφωνα με το άρθρο 66. Την αναστολή της αργίας μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή του προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση της ως άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν αφενός οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις και αφετέρου στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαροί οικονομικοί, κοινωνικοί ή οικογενειακοί λόγοι.

 

Το αίτημα του υπαλλήλου διαβιβάζεται άμεσα στο πειθαρχικό συμβούλιο. Το εν λόγω συμβούλιο γνωμοδοτεί, σε κάθε περίπτωση υποβολής σχετικού αιτήματος, από τους κατά νόμο δικαιούμενους το αργότερο εντός προθεσμίας 30 ημερών από την περιέλευση σε αυτό του εν λόγω αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει και χωρίς τη γνωμοδότηση. Μέχρι την τυχόν έκδοση απόφασης αναστολής της αργίας ο υπάλληλος παραμένει σε αργία.

 

Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου παραπτώματος από τον υπάλληλο.}

 

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 107 του νόμου [Ν] 3584/2007, όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 3 της υποπαραγράφου Ζ.3. του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012, λήγει μετά τη φράση αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης, και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

 

{4. Εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις περιπτώσεις β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 1, η οποία δεν έχει αρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, και δεν έχει επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό συμβούλιο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχισή της. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει μετά την ανωτέρω γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, την υπηρεσιακή απόδοση του υπαλλήλου και το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αργίας, συνεκτιμώντας την τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαρών οικονομικών, κοινωνικών ή οικογενειακών λόγων, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του υπαλλήλου στα καθήκοντά του ή τη μετακίνησή του σύμφωνα με το άρθρο 66. Την αναστολή της αργίας, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή του προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση της ως άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν αφενός οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις και αφετέρου στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαροί οικονομικοί, κοινωνικοί ή οικογενειακοί λόγοι.

 

Το αίτημα του υπαλλήλου διαβιβάζεται άμεσα στο πειθαρχικό συμβούλιο. Το εν λόγω συμβούλιο γνωμοδοτεί, σε κάθε περίπτωση υποβολής σχετικού αιτήματος, από τους κατά νόμο δικαιούμενους το αργότερο εντός προθεσμίας 30 ημερών από την περιέλευση σε αυτό του εν λόγω αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει και χωρίς τη γνωμοδότηση. Μέχρι την τυχόν έκδοση απόφασης αναστολής της αργίας ο υπάλληλος παραμένει σε αργία.

 

Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου παραπτώματος από τον υπάλληλο.}

 

3. Στο τέλος του εδαφίου 6 της υποπαραγράφου Ζ.3 του νόμου 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α/2012) όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος ως εξής:

 

{Αρμόδιο όργανο για την έκδοση της πράξης αναστολής της αργίας στις αμέσως προηγούμενες περιπτώσεις, εφόσον οι οικείες κάθε φορά διατάξεις δεν ορίζουν διαφορετικά, είναι εκείνο που κατά νόμον εκδίδει την απόφαση θέσης του υπαλλήλου σε αργία.}

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του νόμου 4325/2015 (ΦΕΚ 47/Α/2015).

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.