Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 10/88

ΣτΕ 10/1988


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 10/1988

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συγκείμενο εκ των μελών αυτού Θ. Κουρουσοπούλου, Προέδρου, Μ. Δεκλερή, Κ. Μ. Χαλαζωνίτη, Δ. Μαργαρίτη, Π. Αθανασοπούλου, Α. Μαρίνου, Τ. Κουνδούρου, Α. Φαρμάκη, Χ. Μακρίδη, Γ. Κοσμά, Γ. Δεληγιάννη, Ν. Παπαδημητρίου, Ν. Παραρά, Συμβούλων της Επικρατείας, Κ. Μενουδάκου και Αικατερίνη Συγγούνα, Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Συνεδρίασε δημόσια εν τω ακροατηρίω του τη 11-12-1987, παρούσης και της Γραμματέως του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σ. Κεχαγιά, δια να επιλύσει το δια της υπ' αριθμόν 2294/1987 αποφάσεως του Δ' Τμήματος παραπεμφθέν ενώπιον αυτής μείζονος σπουδαιότητος και γενικότερης σημασίας ζήτημα, προκύψαν εκ της από 01-06-1986 αιτήσεως:

 

της __________ συζύγου __________, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός __________, παραστάσης δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου (Αριθμός Μητρώου 643/1987), τον οποίον διόρισε εις το ακροατήριον,

 

κατά του Δήμου Αμαρουσίου, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Θ. Παπαδοπούλου (Αριθμός Μητρώου 1007/1987), δυνάμει αποφάσεως του Δημάρχου,

 

και των παρεμβαινόντων

 

1. __________, επιχειρηματία, κατοίκου Αθηνών, οδός __________, παραστάντος δια των πληρεξουσίων του δικηγόρων Π. Τσαλκάνη (Αριθμός Μητρώου 899/1987) και Ιωάννη Ξυδόπουλου (Αριθμός Μητρώου 717/1987), τους οποίους διόρισε επ' ακροατηρίου,

 

2. Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου εδρεύοντος εν Αθήναις και επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας αριθμός 4, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου Ροντήρη (Αριθμός Μητρώου 982/1987), δυνάμει πληρεξουσίου,

 

Εις την δίκην παρέστη Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων δια του Ευτύχιου Κουρογένη, Συμβούλου της Διοικήσεως,

 

περί ακυρώσεως της υπ' αριθμόν 750/1986 πράξεως αναθεωρήσεως της υπ' αριθμόν 128/1983 οικοδομικής αδείας του Προϊσταμένου των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Αμαρουσίου.

 

Άκουσε τον Εισηγητή, Συμβούλου της Επικρατείας, Π. Παραρά, αναγνόντος και αναπτύξαντος την έκθεση αυτού.

 

Άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσης, αναπτύξαντος και προφορικώς τους λόγους της υπό κρίσιν αιτήσεως και αιτησάμενου την παραδοχή αυτής και του πληρεξουσίου του καθ' ου η αίτησις Δήμου και των πληρεξουσίων των παρεμβαινόντων και του αντιπροσώπου του Υπουργού αιτησαμένων την απόρριψη ταύτης.

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

Επειδή, δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, δια την οποίαν κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη (υπ' αριθμούς 8784049 και 8784051 του έτους 1986 διπλότυπου εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολον (υπ' αριθμούς 91009 και 1295255 του έτους 1986 γραμμάτια παραβόλου), ζητείται, εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, η ακύρωσις της υπ' αριθμόν 750/1986 οικοδομικής αδείας, εκδοθείσης υπό του Προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Αμαρουσίου, με την οποία αναθεωρήθηκε, με αποδοχή ευνοϊκότερων όρων, η προγενεστέρα υπ' αριθμόν 128/1983 οικοδομική άδεια δια της οποίας είχε επιτραπεί εις τον Βασίλειον Αναγνωστόπουλο η κατασκευή τετραωρόφου οικοδομής με pilotis επί ακινήτου παρά τις οδούς Πλούταρχου και Κνωσού, εις το Αμαρούσιο Αττικής, και ακριβώς όπισθεν της οικοδομής της αιτούσης.

 

Επειδή, η υπόθεσις εισήχθη εις την Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου κατόπιν της υπ' αριθμόν 2294/1987 αποφάσεώς του Δ' Τμήματος, δια της οποίας παραπέμφθηκε προς επίλυσιν, λόγω σπουδαιότητος, το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 παράγραφος 3 του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985).

 

Επειδή, εις την δίκην παρεμβαίνει νομοτύπως ο __________, υπέρ του οποίου εκδόθηκε η άδεια, έχων έννομο συμφέρον προς διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, καθώς και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, προδήλως ενδιαφερόμενον (βλέπε άρθρο 4 του νόμου 1486/1984 (ΦΕΚ 161/Α/1984), που αντικατέστησε το άρθρο 4 του από 27-11-1926 προεδρικού διατάγματος, περί κωδικοποιήσεως των περί Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος διατάξεων) δια την τήρηση των πολεοδομικών διατάξεων και την οικιστική διαμόρφωση των χώρων κατά τρόπον εξυπηρετούντα, από απόψεως λειτουργικότητας και περιβάλλοντος, τους κατοίκους (παράβαλε και ΣτΕ 4576/1977).

 

Επειδή, κατά τον χρόνον εκδόσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας (1983), εις την επίδικη περιοχήν ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερον σύστημα με συντελεστή δομήσεως των οικοπέδων αρχικώς 1,60 (βλέπε το από [ΒΔ] 31-01-1970 βασιλικό διάταγμα περί τροποποιήσεως και επεκτάσεως των ρυμοτομικών σχεδίων Αμαρουσίου και Χαλανδρίου κ.λ.π, (ΦΕΚ 21/Δ/1970), άρθρα 5 και 6), ο οποίος εν συνεχεία μειώθηκε σε 1,20 με μέγιστον αριθμόν ορόφων 5 και μέγιστον ύψος των κτιρίων 17 m (βλέπε από 29-07-1978 (ΦΕΚ 389/Δ/1978), ως και της [ΠΔ] 10-10-1979 (ΦΕΚ 618/Α/1979) προεδρικά διατάγματα, άρθρον 2, όπου ορίζονται οι ρυθμίσεις του IV τομέως, όπου και τα επίδικα ακίνητα). Επί του συστήματος λοιπόν ισχύουν συμπληρωματικώς και οι συναφείς με αυτό διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός), όπου ορίζονταν τα εξής:

 

{Άρθρο 6 παράγραφος 1.

 

Εκ της θέσεως των κτιρίων ως προς τα όρια των οικοπέδων διακρίνονται τα ακόλουθα συστήματα δομήσεως:

 

α) ...

δ) Πανταχόθεν ελεύθερον σύστημα, καθ' ο τα επί των οικοπέδων ανεγειρόμενα κτίρια ουδενός των ορίων του οικοπέδου εφάπτονται.

 

Άρθρο 34 παράγραφος 1.

 

Η μεγίστη καλυπτόμενη υπό του κτιρίου επιφάνεια παντός εν γένει οικοπέδου ισούται το πολύ προς τα 0,40 της όλης επιφανείας αυτού.

 

Παράγραφος 2.

 

Ειδικές διατάξεις καθορίζουσες εις οιανδήποτε περιοχήν του πανταχόθεν ελευθέρου συστήματος ποσοστά καλύψεως μεγαλύτερα των δια του παρόντος καθοριζομένων παύουν ισχύουσες από της ισχύος του παρόντος.

 

Παράγραφος 3.

 

Ειδικές διατάξεις καθορίζουσες εις οιανδήποτε περιοχήν του πανταχόθεν ελευθέρου συστήματος ποσοστά καλύψεως μικρότερα των δια του παρόντος καθοριζομένων εξακολουθούν ισχύουσες.

 

Άρθρο 38 παράγραφος 1.

 

Το κτίριον κατά την κυρία όψιν αυτού τοποθετείται εις απόσταση από της ρυμοτομικής γραμμής τουλάχιστον ίση προς το πλάτος του προκηπίου.

 

Παράγραφος 2.

 

Όταν εις το ρυμοτομικό σχέδιον ή τον ειδικό κανονισμόν δεν καθορίζεται προκήπιο, ως γραμμή δομήσεως θεωρείται η απέχουσα 4 m από της ρυμοτομικής γραμμής.

 

Παράγραφος 3.

 

Η ελαχίστη απόστασις του κτιρίου από των πλαγίων και οπισθίων ορίων του οικοπέδου ισούται προς 0,3 Η, ένθα Η το κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 35 αντιστοιχούν εις τον συντελεστή δομήσεως του οικοπέδου μέγιστον ύψος του κτιρίου, μετρούμενο από της νομίμου αφετηρίας. Η ως άνω απόστασις, εφαρμοζόμενη από της στάθμης του εδάφους, δεν δύναται να είναι μικροτέρα της υπό των ειδικών διατάξεων καθοριζομένης ως ελαχίστης και πάντως ουχί μικροτέρα των 2,50 m.}

 

Εν συνεχεία, δημοσιεύθηκε ο νόμος 1577/1985, Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985), του οποίου η ισχύς άρχισε από τις 18-02-1986 (άρθρο 35), δι' αυτού δε καταργήθηκαν (άρθρο 31) οι παρατεθείσες διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1973, ως και τα διάφορα οικοδομικά συστήματα που μέχρι τότε ίσχυαν, και ετέθησαν οι ακόλουθοι γενικοί κανόνες:

 

{Άρθρο 8 παράγραφος 1

 

Μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου ορίζεται το 70% της επιφάνειάς του. Γενικές και ειδικές διατάξεις που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, μικρότερα ή μεγαλύτερα ποσοστά κάλυψης, κατά τον κανόνα ή κατά παρέκκλιση, παύουν να ισχύουν από την δημοσίευση του νόμου αυτού... Εφεξής, κατά την έγκριση, επέκταση ή αναθεώρηση ρυμοτομικών σχεδίων, μπορεί να ορίζεται ποσοστό κάλυψις μικρότερο από 70%...

 

Άρθρο 9 παράγραφος 1.

 

Το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ=3+0,10 Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης, ή το μέγιστο επιτρεπόμενο, σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός).

 

Παράγραφος 2.

 

Κατ' εξαίρεση από την προηγουμένη παράγραφο, κατά την έγκριση, επέκταση, ή αναθεώρηση σχεδίων πόλεων, είναι δυνατό να καθορίζονται περιορισμοί για τη θέση του κτιρίου σε σχέση με τα όρια του οικοπέδου, εφόσον αιτιολογούνται από την αντίστοιχη μελέτη της περιοχής.

 

Παράγραφος 3 (προστεθείσα υπό μορφήν τροπολογίας κατά την συζήτησιν του νομοσχεδίου εις την Βουλή).

 

Σε περίπτωση που υπάρχει σε όμορο οικόπεδο κτίριο κατοικίας που είχε ανεγερθεί, πριν από την ισχύ του νόμου αυτού, σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο και όταν η απόσταση αυτή είναι μικρότερη από την απόσταση Δ της παραγράφου 1 του κτιρίου που πρόκειται να ανεγερθεί, τότε αυτό τοποθετείται σε απόσταση τουλάχιστον 2.5 m από το κοινό όριο, και σε όσο τμήμα προβάλλεται στο κοινό όριο η απέχουσα όψη του κτιρίου που προϋφίσταται. Τα παραπάνω ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται, στο προς οικοδόμηση οικόπεδο, κτίριο με διάσταση τουλάχιστον 8 m, διαφορετικά ισχύει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού...

 

Παράγραφος 7.

 

Το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος του κτιρίου ορίζεται σε συνάρτηση με τον επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης της περιοχής ως εξής: ... για συντελεστή δόμησης έως και 1.2 ύψος 18 m...

 

Παράγραφος 8.

 

Γενικές και ειδικές διατάξεις που θεσπίζουν μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος διαφορετικό από το προβλεπόμενο στην προηγούμενη παράγραφο καταργούνται... Εφεξής, κατά την έγκριση, επέκταση ή αναθεώρηση σχεδίων πόλεων, είναι δυνατό να καθορίζονται ύψη κτιρίων μικρότερα από τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.

 

Άρθρο 28 παράγραφος 1.

 

Οι διατάξεις του πολεοδομικού κανονισμού (άρθρα 2 έως και 25 του παρόντος) ισχύουν για τις περιοχές εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου.}

 

Όπως προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις του νέου νόμου 1577/1985 για τις περιοχές που ευρίσκονται εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, αφ' ενός μεν τίθεται ως γενικός κανών ότι οι ανεγειρόμενες οικοδομές επιτρέπεται να καλύπτουν μέχρι το 70% της επιφανείας του οικοπέδου, παρέχεται δε απλώς η ευχέρεια σε ρυμοτομικά σχέδια που θα εκδοθούν μετά την ισχύ του νόμου αυτού να προβλεφθεί ποσοστόν καλύψεως μικρότερο του 70%.

 

Αφ' ετέρου δε καταργήθηκε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα, όπως άλλωστε και τα άλλα οικοδομικά συστήματα, και ορίσθηκε ότι το κτίριο τοποθετείται εφεξής ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο, σε περίπτωση δε που δεν εφάπτεται με τα πλάγια και οπίσθια όρια (άρα, κατ' αρχήν, δύναται και να εφάπτεται), τότε πρέπει να αφεθεί απόσταση ίση με το 3+0,10 Χ Η, όπου Η το ύψος του κτιρίου, εφ' όσον εξαντλείται ο συντελεστής δομήσεως, ή το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος. Κατ' εξαίρεση, όμως, των ανωτέρω, οσάκις στο όμορο οικόπεδο υπάρχει ήδη κτίριο που υποχρεωτικώς απέχει από το κοινό όριο, όπως συνέβαινε στο πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως, τότε το επί τη βάσει των νέων αυτών διατάξεων ανεγειρόμενο κτίριο πρέπει να απέχει τουλάχιστον 2.50 m από το κοινό όριο, εφ' όσον η ήδη αφεθείσα απόσταση εις το όμορο ακίνητο είναι μικρότερη από την απόσταση που θα έπρεπε άλλως, να αφεθεί από το κοινόν όριον κατά την ανέγερση του νέου κτιρίου, η δέσμευσις όμως αυτή ισχύει μόνον κατά το τμήμα του κοινού ορίου στο οποίο προβάλλεται ή όψη του προϋφιστάμενου κτιρίου.

 

Από τα προεκτεθέντα καθίσταται σαφές, ότι για τα μετά την ισχύ του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (1986) ανεγειρόμενα κτίρια, σε περιοχές όπου ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα, ισχύουν ήδη σαφώς ευνοϊκότεροι όροι δομήσεως, αφού τα κτίρια αυτά δύνανται: α) να καλύψουν μέχρι το 70% της επιφανείας του οικοπέδου (ενώ πρότερον μόνον μέχρι το 40%), β) να τοποθετηθούν και μέχρι τα πλάγια και οπίσθια όρια του οικοπέδου, υπό προϋποθέσεις δε δύνανται να απέχουν το πολύ 2.5 m από τα όρια αυτά.

 

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου, η μετ' αναθεώρηση εκδοθείσα και ήδη προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια εξεδόθη την 30-4-1986, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Ενώ, λοιπόν, εάν εφαρμόζονταν οι προγενέστερες διατάξεις του ΓΟΚ 1973, το κτίριον του παρεμβαίνοντος θα απείχε από το κοινόν όριον με το όμορο ακίνητο της αιτούσης, όπου από ετών υπάρχει κτισμένη κατοικία, 0,3 Χ 17 = 5,10 m (βλέπε άρθρο 38 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1973), ήδη απέχει, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη πράξη, μόνον 2.5 m, δοθέντος ότι το προϋφιστάμενο κτίριο της αιτούσης, είναι ήδη τοποθετημένο σε απόσταση 2.5 m από το κοινό όριο, αυτή δε η απόσταση είναι μικρότερη από την απόσταση που θα έπρεπε, κατά τον κανόνα, να αφήσει ο παρεμβαίνων, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, ήτοι 3+0,10 x 18 = 4,80 m (βλέπε άρθρο 9 παράγραφος 1 του νόμου 1577/1985). Συνεπώς, μετ' εννόμου συμφέροντος διώκεται η ακύρωσις της προσβαλλομένης πράξεως και λόγω της τελικώς αφεθείσης υπό του παρεμβαίνοντος ελάσσονος αποστάσεως από το κοινόν όριον και διότι το κτίριον του τελευταίου επεκτάθηκε, το πρώτον, και επί της ανατολικής πλευράς του ακινήτου της αιτούσης, πράγμα που δεν θα ήταν δυνατόν με την εφαρμογήν των προγενεστέρων διατάξεων.

 

Επειδή, εις το άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής:

 

{Παράγραφος 1.

 

Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωσιν του Κράτους. Το Κράτος υποχρεούται να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα προς διαφύλαξη αυτού...

 

Παράγραφος 2.

 

Η χωροταξική αναδιάρθρωσις της Χώρας, η διαμόρφωσις, η ανάπτυξις, η πολεοδόμηση και η επέκτασις των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών, τελεί υπό την ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, επί τω τέλει της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλλιτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως.}

 

Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 24 θεσπίζονται, μέσα στα πλαίσια της υπό της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου προβλεπομένης προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, τα κριτήρια της χωροταξικής αναδιαρθρώσεως της Χώρας, της πολεοδομικής αναπτύξεως των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών, που είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλισις των καλλιτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων. Για την τήρηση δε των παραπάνω κριτηρίων, κατά την άσκηση της συναφούς ρυθμιστικής αρμοδιότητας του Κράτους, επιβάλλεται σ' αυτό η λήψη μέτρων που συντελούν στην αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος προς τον σκοπόν της βελτιώσεως της ποιότητας της ζωής, πάντως δε απαγορεύεται η λήψη μέτρων που επιφέρουν την επιδείνωσή του. Τούτο σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης δύναται να τροποποιεί, οσάκις, το κρίνει σκόπιμον, τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλλει τους ήδη υφισταμένους όρους δομήσεως των σχεδίων πόλεων, και δη είτε με γενική ρύθμιση (γενικό οικοδομικό κανονισμό) είτε με μερικότερη ρύθμιση, όπως είναι η τροποποίηση συγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, μόνον όμως υπό την έννοια ότι δια της εισαγομένης νέας ρυθμίσεως θα βελτιώνονται ακόμη περισσότερον οι συνθήκες διαβιώσεως των κατοίκων. Συνεπώς, περιεχόμενον των νέων τούτων ρυθμίσεων, προκειμένου περί οικισμών που έχουν εγκεκριμένο σχέδιον πόλεως, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι η επιδείνωσις του υφισταμένου φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος και, άρα, οι τροποποιήσεις των οικοδομικών κανονισμών και των σχεδίων πόλεως που λαμβάνουν χώραν μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975, δέον να μη συνεπάγονται υποβάθμιση του περιβάλλοντος τούτου, ήτοι μείωση των ελευθέρων χώρων, του πρασίνου κ.λ.π. (πολεοδομικό κεκτημένο). Η τήρησις δε του συνταγματικού τούτου κριτηρίου υπόκειται εις τον οριακό έλεγχο του δικαστού, ο οποίος σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να κρίνει αν απ' αυτή υποβαθμίζεται ή όχι το περιβάλλον, οφείλει να σταθμίσει την ρύθμιση αυτή αυτοτελώς και σε συνάρτηση προς το σύνολον της εισαγομένης νέας ρυθμίσεως.

 

Επειδή, εν όψει των στην προηγουμένη σκέψη εκτεθέντων, οι παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 8 παράγραφος 1 και 9 παράγραφος 3 του νόμου 1577/1985, που τελούν σε στενό σύνδεσμο μεταξύ τους, ευρίσκονται σε αντίθεση με τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, διότι από την γενομένη με αυτές ρύθμιση, σε συνδυασμό και με τις άλλες διατάξεις του νόμου τούτου, δεν προκύπτει ότι τηρήθηκαν τα ανωτέρω κριτήρια του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, ως επιβαλλόταν, αφού, δια της αυξήσεως κατά 30% της δυναμένης να καλυφθεί επιφανείας των οικοπέδων, και της παρεχομένης ελευθερίας στον ιδιοκτήτη να τοποθετεί το κτίριον και μέχρι των πλαγίων και οπισθίων ορίων του οικοπέδου του, μειώνονται οι ελεύθεροι (ακάλυπτοι) χώροι μαζί με το αντίστοιχο σ' αυτούς πράσινο και καθίστανται δυσμενέστερες οι συνθήκες φωτισμού, ηλιασμού, αερισμού κ.λ.π. όλων των οικοδομημένων ακινήτων, ήτοι επέρχεται επιδείνωσις των όρων διαβιώσεως των κατοίκων που είχαν διαμορφώθηκε υπό τη ήδη τροποποιημένο καθεστώς του πανταχόθεν ελευθέρου συστήματος.

 

Η επιδείνωση δε αυτή δεν αναιρείται εκ του ότι δεν μεταβάλλεται ο συντελεστής δομήσεως, που αναφέρεται σε διαφορετικό όρο δομήσεως. Κατά συνέπειαν, ειδικά ως προς την επίδικη περίπτωση δεν δύνανται να εφαρμοσθούν, ως αντισυνταγματικές, οι ως άνω διατάξεις του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (παράβαλε και ΣτΕ 1876/1980, 3732/1980). Αν και κατά την γνώμη δύο μελών του δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, προς την άποψη των οποίων συντάχθηκαν και οι δύο πάρεδροι, όπως προκύπτει και από άλλες διατάξεις του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, δι' αυτού ουδόλως μεταβάλλονται οι ισχύοντες συντελεστές δομήσεως, παράλληλα καθιερώνεται και συντελεστής κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως και δεν είναι πλέον δυνατή η ανέγερσις βοηθητικών κτισμάτων εις τον ακάλυπτο χώρο, ενώ, εξ ετέρου, η επέκτασις της ανεγειρόμενης οικοδομής δεν δύναται να φθάσει μέχρι τα όρια του οικοπέδου, εφ' όσον προϋπάρχει διπλανό κτίσμα και καθ' ο μέρος προβάλλεται τούτο εις το κοινό όριο. Εν όψει, λοιπόν, των ευνοϊκών αυτών δια το περιβάλλον δεδομένων, που πρέπει να συνεκτιμηθούν, οι ειδικότερες ρυθμίσεις της επιμάχου διατάξεως του άρθρου 9 παράγραφος 3 του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού δεν υπερβαίνουν το υπό των ως άνω συνταγματικών διατάξεων τιθέμενο πλαίσιον και δεν δύνανται να ελεγχθούν υπό του ακυρωτικού δικαστού. Περαιτέρω, οι ως άνω μειοψηφούντες, εις τους οποίους προσετέθησαν και άλλα δύο μέλη του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, θεωρούν ότι, για τους προεκτεθέντες λόγους οι οποίοι κατατείνουν εις την διασφάλιση καλυτέρων όρων διαβιώσεως των κατοίκων, ούτε και οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 οποίες του νόμου 1577/1985 είναι αντίθετες με το Σύνταγμα, στις οποίες άλλωστε, ρητώς ορίζεται ότι η κάλυψις κατά 70% της επιφανείας του οικοπέδου είναι το ανώτατον όριον, μεταγενέστερα ρυμοτομικά σχέδια δύναται να προβλέπουν κατώτερα ποσοστά καλύψεως, ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε περιοχής.

 

Επειδή, εν όψει των προεκτεθέντων ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως, δια του οποίου προβάλλεται ότι η επίδικος οικοδομική άδεια είναι μη νόμιμος διότι στηρίζεται εις τις ως άνω διατάξεις του νόμου 1577/1985 οι οποίες παραβιάζουν το άρθρο 24 του Συντάγματος, είναι βάσιμος και, μη συντρέχοντος λόγου αναπομπής της υποθέσεως εις το Δ' Τμήμα, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίσιν αίτησις, απορριπτομένων των ασκηθεισών παρεμβάσεων.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την υπό κρίσιν αίτηση.

 

Ακυρώνει την υπ' αριθμόν 750/1986 οικοδομική άδεια, εκδοθείσα υπό του Προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Αμαρουσίου, κατά τα στο αιτιολογικό.

 

Απορρίπτει τις ασκηθείσες παρεμβάσεις.

 

Διατάσσει την επιστροφήν του κατατεθέντος παραβόλου και

 

Επιβάλλει, δια την δικαστική δαπάνη της αιτούσης, εις βάρος μεν του Δήμου Αμαρουσίου δραχμές 19.800 (9000+10.800), εις βάρος του παρεμβάντος __________ 14.400 (9000+5400) και εις βάρος του επίσης παρεμβάντος Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος έτερες δραχμές 5.400.

 

Εκρίθη και αποφασίσθηκε εν Αθήναις τη 22-12-1987 και τη 23-12-1987, δημοσιεύθηκε δ' αυτόθι εν δημοσία συνεδριάσει τη 08-01-1988.

 

Ο Πρόεδρος

Η Γραμματεύς

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.