Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3928/89

ΣτΕ 3928/1989


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3928/1989

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Επειδή από το Πολεοδομικό Γραφείο Αργυρούπολης χορηγήθηκε στο ΓΠ η οικοδομική άδεια 84/1989 για την ανέγερση τριώροφης οικοδομής με υπόγειο, πυλωτή και δώμα σε οικόπεδο που βρίσκεται στην οδό Λασιθίου 89, στη Γλυφάδα (οικοδομικό τετράγωνο 315). Η άδεια αυτή αναθεωρήθηκε αρχικώς με την πράξη 134/04-04-1989 του παραπάνω Πολεοδομικού Γραφείου για την προσαρμογή σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 1772/1988 ύστερα από έλεγχο από αισθητικής απόψεως της οικείας επιτροπής αρχιτεκτονικού ελέγχου (πρακτικό 20/31-03-1989) και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε για δεύτερη φορά με βάση νέα αρχιτεκτονικά σχέδια με την πράξη 333/14-06-1989 του ίδιου Πολεοδομικού Γραφείου, με την οποία μεταβλήθηκε, μεταξύ άλλων, η θέση της οικοδομής που προέβλεπαν η οικοδομική άδεια και η αρχική πράξη αναθεώρησης. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες, από τους οποίους ο πρώτος φέρεται ως επικαρπωτής και ο δεύτερος ως ψιλός κύριος ακινήτου που συνορεύει με το παραπάνω οικόπεδο, ζητούν παραδεκτώς να ακυρωθεί η δεύτερη από τις προαναφερόμενες πράξεις αναθεώρησης (333/14-06-1989).

 

Επειδή με το από 20-11-1989 δικόγραφο, ορθώς ερμηνευόμενο, παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη για να υποστηρίξει το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης ο προαναφερόμενος δικαιούχος της αδείας ΓΠ. Η παρέμβαση αυτή, η οποία έχει κατατεθεί στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 20-11-1989 και, όπως προκύπτει από τα σχετικά αποδεικτικά που προσκομίζει ο παρεμβαίνων, κοινοποιήθηκε στους κύριους διαδίκους στις 21-11-1989, δηλαδή έξι πλήρεις ημέρες πριν από την συζήτηση της υπόθεσης (28-11-1989), ασκείται παραδεκτώς, ο δε ισχυρισμός που προέβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αιτούντων στο ακροατήριο και επαναλαμβάνεται στο υπόμνημα των τελευταίων προς το Δικαστήριο ότι η παρέμβαση κοινοποιήθηκε εκπρόθεσμα διότι για τον υπολογισμό της σχετικής εξαήμερης προθεσμίας που τάσσεται από το νόμο λαμβάνονται υπόψη μόνο οι εργάσιμες ημέρες και, συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με τον ισχυρισμό αυτό, δεν πρέπει να συνυπολογισθούν η 25η και 26η Νοεμβρίου (Σάββατο και Κυριακή), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 49 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΦΕΚ 8/Α/1989) - παράγραφος 2 του άρθρου 49 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 (ΦΕΚ 229/Α/1973), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του νόμου [Ν] 702/1977 (ΦΕΚ 268/Α/1977) - στην προθεσμία των έξι πλήρων ημερών που ορίζεται στη διάταξη αυτή για την κατάθεση και την κοινοποίηση της παρέμβασης συνυπολογίζονται και οι μη εργάσιμες ημέρες που παρεμβάλλονται μεταξύ της έναρξης και της λήξης του εξαημέρου (ΣτΕ 2482/1982).

 

Επειδή, όπως κρίθηκε με την απόφαση 3926/1989 του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οικοδομική άδεια 84/1989 του Πολεοδομικού Γραφείου Αργυρούπολης που χορηγήθηκε στον παρεμβαίνοντα αντικαταστάθηκε εξ υπαρχής από την αναφερόμενη σε προηγούμενη σκέψη πράξη 134/04-04-1989 του ίδιου Πολεοδομικού Γραφείου, με την οποία αναθεωρήθηκε η παραπάνω άδεια, και στη συνέχεια η πράξη αυτή αναθεώρησης, όπως επίσης κρίθηκε με την απόφαση 3927/1989 του Δικαστηρίου, αντικαταστάθηκε και αυτή εξ υπαρχής από την ήδη προσβαλλόμενη πράξη. Με τα δεδομένα αυτά ο λόγος ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νομίμως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη εφόσον η οικοδομική άδεια και η προαναφερόμενη αρχική πράξη αναθεώρησης δεν έχουν ανακληθεί ούτε έχει θιγεί η ισχύς τους, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη εκδοχή ότι οι προγενέστερες αυτές πράξεις, δηλαδή η άδεια και η πρώτη πράξη αναθεώρησης, εξακολουθούν να ισχύουν.

 

Επειδή περαιτέρω προβάλλεται ότι μη νομίμως αναθεωρήθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη η παραπάνω οικοδομική άδεια διότι κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης αυτής η ισχύς της αδείας είχε ανασταλεί με απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (82/1989). Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως διότι η παραπάνω απόφαση, με την οποία η Επιτροπή Αναστολών του Δικαστηρίου δεν ανέστειλε, πάντως, την ισχύ της αδείας, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες, αλλά την υλική εκτέλεσή της, δεν εμπόδιζε την αναθεώρηση της οικοδομικής αυτής αδείας (παράβαλε ΣτΕ 2208/1982), όσα αναφέρονται του γεγονότος ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, πριν εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη η άδεια είχε ήδη αντικατασταθεί εξ υπαρχής από προγενέστερη πράξη αναθεώρησης (134/04-04-1989).

 

Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης μπορεί καταρχήν να τροποποιεί τις πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλλει υφιστάμενους όρους δόμησης των σχεδίων πόλεων, αλλά πρέπει η εισαγόμενη ρύθμιση να βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να επέρχεται με τις νέες πολεοδομικές ρυθμίσεις επιδείνωση των όρων διαβίωσης, δηλαδή υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρησης, εξάλλου, της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να σταθμίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον (ΣτΕ Ολομέλεια 1159/1989, 3468/1989 κ.α.).

 

Επειδή, εξάλλου, το ρυμοτομικό σχέδιο επεκτάθηκε στην περιοχή Πυρναρί - όπου βρίσκεται το οικόπεδο, το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη πράξη - με το από 11-05-1960 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 66/Δ/1960), με το οποίο καθορίστηκαν και οι όροι δόμησης των οικοπέδων που βρίσκονται στην περιοχή αυτή και, συγκεκριμένα, ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ως οικοδομικό σύστημα:

 

{το των πανταχόθεν ελευθέρων οικοδομών, με πλάγιες και οπίσθιες ακάλυπτες αποστάσεις του οικοπέδου 2 m} (άρθρο 4 παράγραφος 1).

 

Περαιτέρω, για τις περιοχές, στις οποίες ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης ο προϊσχύων Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (νομοθετικό διάταγμα 8/1973 (ΦΕΚ 124/Α/1973)) προέβλεπε στην παράγραφο 3 του άρθρου 38 ότι:

 

{η ελαχίστη απόστασις του κτιρίου από των πλαγίων και οπισθίων ορίων του οικοπέδου ισούται προς 0,3Η ένθα Η το κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 35 αντιστοιχούν εις τον συντελεστή δομήσεως του οικοπέδου μέγιστον ύψος του κτιρίου μετρούμενο από της νομίμου αφετηρίας. Η ως άνω απόστασις εφαρμοζόμενη από της στάθμης του εδάφους δεν δύναται να είναι μικρότερα της υπό των ειδικών διατάξεων καθοριζομένης ως ελαχίστης και πάντως ουχί μικροτέρα των 2,50 m},

 

ενώ η παράγραφος 4 του άρθρου αυτού όριζε ότι:

 

{ειδικές διατάξεις καθορίζουσες εις οιανδήποτε περιοχήν του πανταχόθεν ελευθέρου συστήματος ως ελάχιστη απόσταση του κτιρίου από των πλαγίων και οπισθίου ορίου του οικοπέδου μικροτέρα των 2,50 m παύουν ισχύουσες από της ισχύος του παρόντος.}

 

Παράλληλα, με τις παραγράφους 10 και επόμενες του ίδιου άρθρου 38 ο προϊσχύων Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός θέσπιζε εξαιρέσεις από τον παραπάνω βασικό κανόνα της τήρησης υποχρεωτικών ακάλυπτων αποστάσεων, ορισμένων διαστάσεων, μεταξύ του κτιρίου και των ορίων του οικοπέδου, παρέχοντας τη δυνατότητα τοποθέτησης του κτιρίου σε επαφή με το όριο ή τήρησης ακάλυπτης απόστασης μικρότερης από την κατά κανόνα οριζόμενη, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανέγερση κτιρίου με κύρια όψη οκτώ μέτρα και βάθος δώδεκα μέτρα σε μειονεκτικά οικόπεδα, στα οποία δεν θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν οι διαστάσεις αυτές με την τήρηση των κατά τον κανόνα προβλεπόμενων υποχρεωτικών ακάλυπτων αποστάσεων.

 

Συγκεκριμένα, η παράγραφος 10 του άρθρου αυτού προέβλεπε ότι:

 

{κατά την εφαρμογήν των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 δύναται όπως το μήκος της κυρίας όψεως του κτιρίου και καθ' όλον το δυνάμενο να κατασκευασθεί ύψος αυτού μη είναι μικρότερο των 8 m επιτρεπομένης της ελαττώσεως του πλάτους των πλαγίων ακαλύπτων τμημάτων του οικοπέδου προς εξασφάλιση του ως άνω μήκους των 8 m ...}

 

και η επόμενη παράγραφος 11 ότι:

 

{εάν κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 10 το απομένον συνολικόν πλάτος των πλαγίων ακαλύπτων τμημάτων του οικοπέδου είναι μικρότερο του 1 m επιτρέπεται η επαφή του κτιρίου προς αμφότερα τα πλάγια όρια του οικοπέδου. Εάν το αυτό συνολικόν πλάτος είναι μέχρι και 3 m επιτρέπεται η επαφή του κτιρίου μόνον προς το εν οιοδήποτε εκ των πλαγίων ορίων του οικοπέδου. Εάν το αυτό ως άνω συνολικόν πλάτος είναι μεγαλύτερο των 3 m τότε το κτίριον οφείλει να ισαπέχει των πλαγίων ορίων του οικοπέδου.}

 

Εξάλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ήδη ισχύοντος νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985) προβλέπεται ότι:

 

{το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ = 3 + 0,10 Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης, ή το μέγιστο επιτρεπόμενο σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός)}

 

ενώ στο εδάφιο α' της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου 9, όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1988), ορίζεται ότι:

 

{σε περίπτωση που υπάρχει σε όμορο οικόπεδο μη ειδικό κτίριο και έχει ανεγερθεί μετά την ένταξη της περιοχής σε σχέδιο, με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την ισχύ του νόμου 1577/1985, σε περιοχή που ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης και σε απόσταση από το κοινό όριο ίση μη μεγαλύτερη του 1.00 m, τότε το υπό ανέγερση κτίριο τοποθετείται υποχρεωτικώς σε απόσταση τουλάχιστον Δ από το κοινό όριο, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού. Εάν στο οικοδομήσιμο τμήμα του οικοπέδου δεν εξασφαλίζεται, εξ αιτίας της υποχρέωσης αυτής, διάσταση κτιρίου τουλάχιστον 9.00 m, το κτίριο τοποθετείται σε απόσταση από το κοινό όριο τουλάχιστον ίση με αυτή του προϋπάρχοντος στο όμορο οικόπεδο κτιρίου, εφ' όσον η απόσταση αυτή είναι μικρότερη από Δ. Την ίδια απόσταση οφείλει να τηρεί και αυτό (προϋπάρχον) σε περίπτωση επέκτασης ή εκ νέου κατασκευής του. Αν και στην περίπτωση αυτή δεν εξασφαλίζεται κτίριο με διάσταση τουλάχιστον 9.00 m έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.}

 

Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις του εδαφίου α' της παραγράφου 3, όπως αντικαταστάθηκε, του άρθρου 9 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, με το πρώτο υπό-εδάφιο του εδαφίου αυτού θεσπίζεται ο κανόνας της ανοικοδόμησης του κτιρίου σε υποχρεωτική απόσταση από το όριο του οικοπέδου, οριζόμενη από τη σχέση Δ =3+0,10Η, όπως αυτή προσδιορίζεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 9, όταν στο όμορο οικόπεδο έχει ανεγερθεί μη ειδικό κτίριο σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις που αφορούσαν τις περιοχές όπου ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης. Ο οικοδομικός αυτός κανόνας αποβλέπει να παραμείνει ακάλυπτη μεταξύ των δύο οικοδομών η εδαφική εκείνη λωρίδα, η οποία κρίνεται απαραίτητη για να εξασφαλισθεί επαρκής ηλιασμός, φωτισμός και αερισμός σε κτίρια που είχαν ανεγερθεί με την προοπτική ότι η αρτίωση της ακάλυπτης εδαφικής λωρίδας θα γίνει με την τήρηση υποχρεωτικής απόστασης και από τη μελλοντική γειτονική οικοδομή (βλέπε ΣτΕ, Ολομέλεια 1159/1989, 3468/1989). Με τα επόμενα υπό-εδάφια, όμως, του ίδιου εδαφίου α' θεσπίζονται εξαιρέσεις από τον παραπάνω κανόνα προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανέγερση κτιρίου με διάσταση εννέα μέτρων, σε μειονεκτικά οικόπεδα. Ειδικότερα, με το δεύτερο υπό-εδάφιο προβλέπεται ότι αν με την τήρηση της απόστασης Δ δεν εξασφαλίζεται κτίριο με τέτοια διάσταση (9 m) η οικοδομή μπορεί να τοποθετηθεί σε μειωμένη απόσταση από το όριο του οικοπέδου και, συγκεκριμένα, σε απόσταση ίση με την τυχόν μικρότερη από την απόσταση Δ ακάλυπτη λωρίδα που έχει αφεθεί μεταξύ του ορίου αυτού και της οικοδομής που έχει ανεγερθεί στο όμορο οικόπεδο. Κατά την έννοια δε του προαναφερόμενου υπό-εδαφίου, η απόσταση που προβλέπεται σε αυτό απαιτείται να εξασφαλίζεται σε κάθε τμήμα του ανεγειρόμενου κτιρίου από οποιοδήποτε σημείο του κοινού ορίου και, συνεπώς, σε περίπτωση οικοπέδου, του οποίου η ίδια πλευρά συνορεύει με περισσότερα ακίνητα και σε ένα μόνο από αυτά υπάρχει οικοδομή που κατασκευάστηκε με βάση το προϋφιστάμενο πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης, το ανεγειρόμενο στο οικόπεδο αυτό νέο κτίριο πρέπει να τοποθετείται σε τέτοια θέση ώστε όχι μόνο το τμήμα του που προβάλλει στο κοινό όριο με το οικοδομημένο γειτονικό ακίνητο αλλά κάθε τμήμα του να τηρεί την παραπάνω απόσταση από οποιοδήποτε σημείο του κοινού αυτού ορίου.

 

Περαιτέρω, η ρύθμιση του παραπάνω δεύτερου υπό-εδαφίου, με το οποίο ο νομοθέτης αποβλέπει να καταστήσει δυνατή την ανέγερση κτιρίων με διάσταση εννέα μέτρων, την οποία έκρινε απαραίτητη για να διασφαλίζεται η λειτουργικότητά τους, δεν είναι δυσμενέστερη για το φυσικό και το οικιστικό περιβάλλον σε σχέση με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς και, συνεπώς, δεν έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, αυτού και ο προϊσχύων Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός περιείχε αντίστοιχη ρύθμιση, δηλαδή κατ' εξαίρεση επέτρεπε για τα μειονεκτικά οικόπεδα την τήρηση πλάγιων ακάλυπτων αποστάσεων μειωμένων σε σχέση με εκείνες που προέβλεπε κατά κανόνα. Και ναι μεν με τις προγενέστερες αυτές διατάξεις θεσπίστηκε η παραπάνω εξαίρεση για την ανέγερση κτιρίου με κύρια όψη μήκους οκτώ μέτρων ενώ το προαναφερόμενο υπό-εδάφιο του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού αποβλέπει στην εξασφάλιση κτιρίου με διάσταση 9 m, η διαφοροποίηση, όμως, αυτή δεν είναι κρίσιμη (από την εξεταζόμενη άποψη) ενόψει και του ότι σύμφωνα με το υπό-εδάφιο αυτό η απόσταση της οικοδομής από το όριο δεν μπορεί, πάντως, να είναι μικρότερη από την ακάλυπτη απόσταση που έχει αφεθεί στο όμορο ακίνητο, ενώ οι σχετικές διατάξεις του προϊσχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του έτους 1973 δεν θέσπιζαν τέτοιο περιορισμό.

 

Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις το τελευταίο υπό-εδάφιο του παραπάνω εδαφίου α' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού επιτρέπει, κατά παραπομπή στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, την ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου σε μειονεκτικά οικόπεδα δηλαδή την ανέγερση του και σε επαφή με τα όρια του οικοπέδου. Η ρύθμιση, όμως, αυτή, κατά το μέρος που αφορά οικόπεδα, στα οποία, σύμφωνα με τις προγενέστερες διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού έτους 1973 το κτίριο όφειλε να ισαπέχει από τα πλάγια όρια του οικοπέδου δηλαδή οικόπεδα, στα οποία ήταν υποχρεωτική η τήρηση ακάλυπτων αποστάσεων από αμφότερα τα πλάγια όρια, έστω και μειωμένων σε σχέση με τις κατά κανόνα οριζόμενες στις διατάξεις εκείνες, έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος διότι συνεπάγεται επιδείνωση των όρων διαβίωσης και υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος, αφού έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται δυσμενέστερες οι συνθήκες ηλιασμού, φωτισμού και αερισμού κτιρίων που είχαν ανεγερθεί με την προοπτική ότι στο γειτονικό ακίνητο θα παρέμενε υποχρεωτικώς ακάλυπτη εδαφική λωρίδα μεταξύ του κοινού ορίου και της οικοδομής που θα κατασκευαζόταν στο ακίνητο αυτό (παράβαλε ΣτΕ 1096/1988, 3935/1988 και 731/1989).

 

Επειδή στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το οικόπεδο του παρεμβαίνοντος, το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, συνορεύει κατά την ανατολική πλευρά του με δύο ακίνητα και, συγκεκριμένα, με το ακίνητο των αιτούντων, στο οποίο έχει ανεγερθεί οικοδομή σε απόσταση 4,10 m από το κοινό όριο με βάση το προϋφιστάμενο πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης, και με ένα ακόμη ακίνητο, και κατά τη δυτική πλευρά του συνορεύει με ακίνητο στο οποίο επίσης έχει ανεγερθεί οικοδομή με βάση το προϋφιστάμενο πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης. Το οικόπεδο αυτό του παρεμβαίνοντος έχει πρόσωπο 14.05 m και δεν θα μπορούσε να ανεγερθεί σε αυτό οικοδομή πλάτους εννέα μέτρων αν τηρούσε την προβλεπόμενη από το πρώτο υπό-εδάφιο του εδαφίου α' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, κατά παραπομπή στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, ακάλυπτη απόσταση Δ από τα πλάγια όρια του οικοπέδου.

 

Εξάλλου, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη πράξη, η ανεγειρόμενη οικοδομή του παρεμβαίνοντος, κατά το μέρος που προβάλλει στο τμήμα του ανατολικού ορίου του οικοπέδου που αποτελεί κοινό όριο με το ακίνητο των αιτούντων, τοποθετείται σε απόσταση 4,10 m από το όριο αυτό, δηλαδή, σε απόσταση ίση με την πλάγια ακάλυπτη απόσταση του τελευταίου αυτού ακινήτου, ενώ εφάπτεται με το συνεχόμενο τμήμα του παραπάνω ανατολικού ορίου από το σημείο ακριβώς, στο οποίο τελειώνει το κοινό όριο με το ακίνητο, προς το οποίο επίσης συνορεύει κατά την ανατολική του πλευρά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, το οικόπεδο του παρεμβαίνοντος και το οποίο βρίσκεται βορείως του ακινήτου των αιτούντων . Με τον τρόπο αυτό, η οικοδομή εφάπτεται στο όριο με το ακίνητο των αιτούντων σε ένα μόνο σημείο, στη βορειοδυτική γωνία του ακινήτου αυτού, δηλαδή στο σημείο, στο οποίο συναντώνται τα όρια των προαναφερόμενων τριών ακινήτων. Με τα παραπάνω δεδομένα, και ενόψει των όσων διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που επιτρέπει την τήρηση της προαναφερόμενης απόστασης των 4.10 m αντί της κατά τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό απόστασης Δ, είναι νόμιμη, διότι βρίσκει έρεισμα στη διάταξη του δεύτερου υπό-εδαφίου του εδαφίου α' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του νομοθετήματος αυτού, η οποία συνάδει προς το Σύνταγμα, και, συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο. Η πράξη, όμως, αυτή, κατά το μέρος που προβλέπει την επέκταση της οικοδομής έως το προαναφερόμενο σημείο του κοινού ορίου με το ακίνητο των αιτούντων, εκδόθηκε κατά παράβαση του δευτέρου αυτού υπό-εδαφίου κατά το οποίο, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη, η απόσταση που προβλέπεται στη διάταξη αυτή θα έπρεπε να εξασφαλίζεται από οποιοδήποτε σημείο του κοινού ορίου για κάθε τμήμα της οικοδομής του παρεμβαίνοντος δηλαδή όχι μόνο για το τμήμα της που προβάλλει στο κοινό αυτό όριο αλλά και για εκείνο που προβάλλει στο όριο με το προαναφερόμενο τρίτο ακίνητο, ανεξαρτήτως αν σε σχέση με το όριο προς το τελευταίο αυτό ακίνητο, που δεν είχε οικοδομηθεί με βάση το προϋφιστάμενο πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης, ήταν καταρχήν επιτρεπτή η ελεύθερη τοποθέτηση της οικοδομής με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Διότι, μόνο με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η τήρηση της υποχρεωτικής απόστασης της οικοδομής του παρεμβαίνοντος από κάθε σημείο του οικοπέδου των αιτούντων.

 

Τέλος, κατά το μέρος αυτό η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να βρει έρεισμα στη διάταξη του τελευταίου υπό-εδαφίου του παραπάνω εδαφίου α' αν και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του αφού με την τήρηση και των μειωμένων αποστάσεων που προβλέπει το δεύτερο υπό-εδάφιο δεν ήταν δυνατό, ενόψει του πλάτους του οικοπέδου, να ανεγερθεί κτίριο με διάσταση εννέα μέτρων, δεδομένου ότι, όπως επίσης αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική κατά το μέρος που αφορά οικόπεδα, στα οποία, σύμφωνα με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, το κτίριο όφειλε να ισαπέχει από τα πλάγια όρια του οικοπέδου, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, κατά την οποία στο οικόπεδο του παρεμβαίνοντος, ενόψει του μήκους του προσώπου του (14,05 m), θα μπορούσε να ανεγερθεί, με βάση τις διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του έτους 1973, οικοδομή πλάτους 8 m με υποχρεωτική τήρηση ακάλυπτων αποστάσεων προς αμφότερα τα πλάγια όρια του οικοπέδου, συνολικού πλάτους 6,05 m.

 

Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη από την παραπάνω άποψη και για το λόγο αυτό, τον οποίο βασίμως προβάλλουν οι αιτούντες, καθίσταται ακυρωτέα. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να απορριφθεί η παρέμβαση.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

 

Απορρίπτει την παρέμβαση.

 

Ακυρώνει, σύμφωνα με το σκεπτικό, την πράξη 333/04-06-1989.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.