1453/10

ΑΠ 1453/2010


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1453/2010

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Δημήτριο Μαζαράκη και Κωνσταντίνο Τσόλα, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 03-03-2010, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1, 2. Χ2, 3. Χ3, κατοίκων δ.δ. ___________ Δήμου ___________ και 4. Χ4, κατοίκου ___________, οι οποίοι, εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κουρουνιώτη.

 

Της αναιρεσίβλητης: Ψ, κατοίκου δ.δ. ___________, Δήμου ___________, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νίκο Παπανδρινόπουλο.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 01-06-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαλιάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 42/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 82/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17-06-2008 αίτησή τους και με τους από 27-01-2010 πρόσθετους λόγους.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Τσόλας ανάγνωσε την από 17-02-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατ' αποδοχή των αναφερόμενων στο σκεπτικό λόγων της. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1012 και 1013 του Αστικού Κώδικα προκύπτει, ότι, αν ακίνητο στερείται της αναγκαίας προς κοινόχρηστο δρόμο διόδου, τότε ο κύριός του δικαιούται να απαιτήσει δίοδο από τους κυρίους των όμορων προς το ακίνητό του ακινήτων με καταβολή ανάλογης αποζημίωσης. Ως ακίνητο στερούμενο την αναγκαία δίοδο προς την οδό θεωρείται εκείνο που στερείται κάθε επικοινωνία με δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό, αναγκαία για την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίησή του, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και εκείνο που έχει μεν δίοδο, πλην όμως αυτή εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες του, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ακίνητο αστικό ή αγροτικό, οικοδομημένο εν μέρει ή ασκεπή χώρο, εντός ή εκτός σχεδίου. Η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του δικαιώματος για τη χρήση της, όπως και η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί, καθορίζονται με δικαστική απόφαση.

 

Σκοπός του νόμου είναι η απόκτηση της αναγκαίας διόδου, υπό τη μορφή εμπράγματης δουλείας οδού, ώστε με τη λειτουργία της το περίκλειστο ακίνητο να έχει στο εξής ικανή πρόσβαση σε κοινόχρηστο δρόμο και να γίνεται πλέον ανεμπόδιστα η κατά προορισμό οικονομική του εκμετάλλευση. Σε περίπτωση, επομένως, που μεταξύ του περίκλειστου και του κοινόχρηστου δρόμου παρεμβάλλονται περισσότερα από ένα ακίνητα, τότε, για να εκπληρώνεται ο προαναφερόμενος σκοπός, (με την παροχή της αναγκαίας διόδου από το περίκλειστο έως τον κοινόχρηστο δρόμο), και, επομένως, να είναι από το λόγο αυτό σύννομο το σχετικό αίτημα της αγωγής, πρέπει να ενάγονται ως αναγκαίοι ομόδικοι όλοι οι παρεμβαλλόμενοι ιδιοκτήτες των ακινήτων, είτε από κοινού, είτε με χωριστές αγωγές, οι οποίες όμως στην τελευταία αυτήν περίπτωση αναγκαίως συνεκδικάζονται. Διαφορετικά υπάρχει αδυναμία διεξαγωγής της δίκης με μερικούς μόνο από αυτούς (Άρειος Πάγος 935/2003). Μόνη εξαίρεση μπορεί να αποτελέσει η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο ενάγων παραλείπει την εναγωγή ενδιάμεσου ιδιοκτήτη, επειδή με νόμιμο τρόπο έχει εξασφαλίσει το δια μέσου του συγκεκριμένου ακινήτου δικαίωμα διέλευσης, έστω και με τη μορφή περιορισμένης προσωπικής δουλείας.

 

Περαιτέρω, δεν είναι δυνατή η κατά το προαναφερόμενο άρθρο 1012 του Αστικού Κώδικα σύσταση δουλείας διόδου σε κοινόχρηστα (άρθρο 967 του Αστικού Κώδικα), καθώς και σε ακίνητα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών (άρθρο 966 του Αστικού Κώδικα). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 967 του Αστικού Κώδικα, πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους. Εκτός όμως από τα πράγματα που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό κοινόχρηστα είναι και τα δημόσια δάση και άλση εφόσον δεν είναι πράγματα ειδικής χρήσης. Ένα δάσος, ενόψει της ειδικής συνταγματικής προστασίας των δασών (άρθρο 24), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου. Είναι είτε ιδιόχρηστο, όταν εξυπηρετεί, κυρίως, τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε κοινόχρηστο, όταν είναι ελεύθερη η χρήση του από το κοινό.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 967 και 970 του Αστικού Κώδικα, σε κοινόχρηστα πράγματα μπορούν να παραχωρηθούν με παραχώρηση της αρχής, κατά τους όρους του νόμου, ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα, εφόσον με τα δικαιώματα αυτά εξυπηρετείται ή δεν αναιρείται η κοινή χρήση, πάντως όχι με τη μορφή δουλείας. Άρα ούτε με την κατ' άρθρο 1012 του Αστικού Κώδικα σύσταση αναγκαστικής δουλείας (Άρειος Πάγος 30/2008).

 

Τέλος, ο από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε, σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό, το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ συνέβαινε το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, τα οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, κατ' άρθρο 561 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη με την απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Αμαλιάδας από 01-06-2004 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 66/01-06-2004) αγωγή της, ισχυρίστηκε, ότι είναι κυρία του περιγραφόμενου ακινήτου (ελαιοστασίου), το οποίο βρίσκεται στη θέση ___________ του Δήμου ___________ . Ότι το εν λόγω ακίνητό της είναι περίκλειστο, καθόσον μεταξύ αυτού και της επαρχιακής οδού ___________ - ___________, η οποία διέρχεται προς δυσμάς σε σχέση με αυτό και με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, μεσολαβούν δύο ακίνητα, που περιγράφονται στην αγωγή λεπτομερώς κατά θέση, έκταση και όρια, εκ των οποίων το ένα ανήκει στη συγκυριότητα των δύο πρώτων εναγομένων, και το άλλο, το οποίο αποτελεί δασική έκταση, ανήκει στο τρίτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ότι μοναδικό τρόπο επικοινωνίας του ακινήτου της με την ως άνω επαρχιακή οδό αποτελεί μία δίοδος πλάτους 0,50 m περίπου, η οποία κατά τα πρώτα 65 περίπου m του μήκους της κείται εντός και κατά μήκος της νότιας πλευράς του ακινήτου των δύο πρώτων εναγομένων και κατά τα υπόλοιπα 20 περίπου m του μήκους της διέρχεται μέσα από δασική έκταση της κυριότητας του τρίτου εναγομένου. Ότι η ίδια (ενάγουσα) και ο άμεσος δικαιοπάροχος και πατέρας της ΑΑ, από εξηκονταετίας και πλέον, χρησιμοποιούσαν το τμήμα της ως άνω διόδου που έχει μήκος 65 m και πλάτος 0,50 m και διέρχεται, κατά τα ανωτέρω, μέσα από ακίνητο των δύο πρώτων εναγομένων, με διάνοια δικαιούχων δουλείας διόδου, για να μεταβαίνουν από την επαρχιακή οδό ___________ - ___________ προς την παραπάνω ιδιοκτησία τους. Ότι πλέον η ως άνω δίοδος, πλάτους 0,50 m, είναι ανεπαρκής για την εξυπηρέτηση και εκμετάλλευση του περίκλειστου ελαιοστασίου της, καθώς είναι αδύνατο να διέρχονται από αυτήν ελκυστήρες για την καλλιέργειά του και φορτηγά οχήματα για τη μεταφορά του ελαιοκάρπου. Γι' αυτό η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί το δικαίωμα της πραγματικής δουλείας διελεύσεως διαμέσου της προαναφερόμενης διόδου, διαστάσεων 0,50 x 65 m, και να υποχρεωθούν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι να της παραχωρήσουν από το ακίνητό τους μια εδαφική λωρίδα μήκους 65 m και πλάτους 3,5 m κείμενη προς βορρά της ήδη υπάρχουσας, αντί καταβολής ανάλογης αποζημίωσης, ούτως ώστε το πλάτος της να φτάσει τα 4 m, προκειμένου αυτή (ενάγουσα) να μπορεί να διέρχεται από την εν λόγω δίοδο και με τροχοφόρα (γεωργικούς ελκυστήρες, ρυμουλκά και φορτηγά) για την καλύτερη εξυπηρέτηση και εκμετάλλευση του ακινήτου της.

 

Επίσης (η ενάγουσα) ζήτησε να υποχρεωθεί το τρίτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να της παραχωρήσει, αντί καταβολής ανάλογης αποζημίωσης, εδαφική λωρίδα πλάτους 4 m σε συνέχεια της προαναφερόμενης διόδου και προς τα ανατολικά της τελευταίας, προκειμένου και πάλι να διέρχεται από αυτήν πεζή και με τροχοφόρα μέσα από και προς το περίκλειστο ακίνητό της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την 42/2005 οριστική απόφασή του, αφενός απέρριψε την αγωγή περί αναγνωρίσεως του δικαιώματος της πραγματικής δουλείας διόδου ως αόριστη, για το λόγο ότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν, ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι αμφισβητούν το επικαλούμενο δικαίωμα της ενάγουσας, ώστε να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της (για την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής), αφετέρου απέρριψε την αγωγή παροχής διόδου ως μη νόμιμη κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την αιτιολογία ότι δεν είναι δυνατή η, κατ' άρθρο 1012 του Αστικού Κώδικα, σύσταση δουλείας σε κοινόχρηστα και κατά τα λοιπά δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως ουσιαστικώς βάσιμη, μόνο κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του πρώτου εναγομένου ΑΑ, (τον οποίο δέχθηκε ως αποκλειστικό κύριο του πρώτου ακινήτου), υποχρεώνοντας αυτόν να παραχωρήσει από το ακίνητό του εδαφική λωρίδα πλάτους 2,50 m, ώστε το συνολικό πλάτος της διόδου, μήκους 65 m, να ανέλθει στα 3 m.

 

Κατά της απόφασης αυτής ο πρώτος εναγόμενος, στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν οι αναιρεσείοντες, λόγω του κατά τη διάρκεια της δίκης επισυμβάντος θανάτου του άσκησε την από 12-8-2005 (αριθμός έκθεσης 29/2005) έφεσή του, παραπονούμενος, εκτός των άλλων, για τη μη απόρριψη της ένδικης αγωγής ως μη νόμιμης και ως προς αυτόν, αφού, μετά την απόρριψή της ως μη νόμιμης ως προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, δε θα εξασφαλιζόταν (και αν διαπλατυνόταν η δίοδος) η επικοινωνία του δεσπόζοντος ακινήτου με την ως άνω επαρχιακή οδό ___________ - ___________ . Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, που δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε, ότι το ακίνητο (ελαιοστάσιο) της ενάγουσας, που βρίσκεται στη θέση ___________ της κτηματικής περιφέρειας ___________ του Δήμου ___________, επικοινωνεί με την προς δυσμάς του διερχόμενη κοινοτική οδό ___________ - ___________, διαμέσου μιας διόδου μήκους 90 περίπου μέτρων και πλάτους 0,50 m, η οποία διέρχεται κατά το ανατολικό τμήμα της, μήκους 20 m περίπου, μέσα από τη δημόσια δασική έκταση, που βρίσκεται σε επαφή με τη δυτική πλευρά του ακινήτου της ενάγουσας, ενώ κατά το υπόλοιπο (δυτικό) τμήμα της, μήκους 70 m περίπου, διέρχεται κατά μήκος της νότιας πλευράς του ακινήτου που ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα του πρώτου εναγομένου ΑΑ. Επίσης, δέχθηκε ότι η ως άνω δίοδος, της οποίας η ενάγουσα κάνει χρήση από το 1975 και μέχρι την άσκηση της αγωγής, δεν είναι επαρκής, λόγου του πλάτους της (0,50 m), για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ως άνω ακινήτου της και ότι, συνεπώς, υπάρχει ανάγκη διαπλατύνσεως της κατά 2.50 m, ώστε να είναι εφικτή η διέλευση και μηχανοκίνητων μέσων (τρακτέρ). Απέρριψε δε το σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος - πρώτου εναγομένου περί απορρίψεως της ένδικης αγωγής λόγω μη δυνατότητας συστάσεως δουλείας διόδου δια μέσου της παρεμβαλλόμενης (μεταξύ του ακινήτου της ενάγουσας και αυτού) δασικής έκτασης, με την αιτιολογία ότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου ___________/12-03-1999 έγγραφο το Δασαρχείο Αμαλιάδας έχει εγκρίνει τη διαπλάτυνση της ήδη υπάρχουσας διόδου μέχρι πλάτους 3,5 m για τη διέλευση της ενάγουσας από το ακίνητό της διαμέσου της δημόσιας δασικής έκτασης προς τον δημοτικό δρόμο ___________ - ___________ . Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε, ότι η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατ' ουσίαν ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος και πρέπει να υποχρεωθεί να παραχωρήσει από την ιδιοκτησία του εδαφική λωρίδα πλάτους 2,50 m, ώστε η ήδη υπάρχουσα δίοδος να διαπλατυνθεί προς βορρά φθάνοντας σε πλάτος τα 3 m, και, στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση, επικυρώνοντας την εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Με το να αποφανθεί έτσι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1012, 1013 του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι, κατά τις παραδοχές του, μεταξύ του ακινήτου της ενάγουσας και του αρχικώς εναγομένου ΑΑ παρεμβάλλεται δημόσια δασική έκταση σε βάρος της οποίας, όπως προεκτέθηκε, δεν είναι δυνατή η παραχώρηση διόδου κατ' άρθρο 1012 του Αστικού Κώδικα και, κατά συνέπεια, εφόσον η αγωγή, (στο δικόγραφο της οποίας δεν γινόταν καμία αναφορά ότι η ενάγουσα- αναιρεσείουσα είχε εξασφαλίσει με νόμιμο τρόπο δια μέσου της συγκεκριμένης δασικής έκτασης δικαίωμα διέλευσης), απερρίφθη ως μη νόμιμη ως προς το Ελληνικό Δημόσιο έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη και ως προς τον αρχικώς πρώτο εναγόμενο, αφού η αιτούμενη δίοδος δε συνδέει το περίκλειστο ακίνητο με την οδό και, άρα, δεν είναι η κατά την έννοια του νόμου αναγκαία. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, όπως συμπληρώνεται από τον πρώτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, καθώς και ο πέμπτος λόγος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της παραβίασης των πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων είναι βάσιμοι.

 

2. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

 

3. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 579 παράγραφοι 1 και 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση υποβάλλεται και με τις προτάσεις του αναιρεσείοντος που έχουν κατατεθεί έως την παραμονή της συζήτησης, όπως επιβάλλεται και στην περίπτωση της αυτοτελούς αίτησης, για την ταυτότητα του νομικού λόγου.

 

Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 579 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζεται και στην περίπτωση εκούσιας ή αναγκαστικής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, η οποία με την επικύρωσή της από το Εφετείο θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρούμενη απόφαση (Ολομέλεια Αρείου Πάγου 11/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τις από 02-03-2010 προτάσεις τους που κατατέθηκαν, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέως σ' αυτές, στις 02-03-2010, υποβάλλουν αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκούσια εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης, η οποία επικυρώθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο και, συνακόλουθα, ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, και συγκεκριμένα ζητούν να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να παύσει να κάνει χρήση της παραχωρηθείσης διόδου και να τους καταβάλει το συνολικό ποσό των 729 ευρώ σε εξόφληση των εξόδων των από 11-10-2008 και 09-10-2008 επιταγών προς εκτέλεση, κάτω από πρώτο απόγραφο εκτελεστού της πρωτόδικης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και για τη δικαστική δαπάνη των ίδιων αποφάσεων. Το αίτημα επαναφοράς ως προς το πρώτο σκέλος του είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι δεν μπορεί να ζητηθεί επαναφορά στην περίπτωση αναίρεσης διαπλαστικών αποφάσεων, όπως είναι και εκείνη που διατάσσει την παροχή διόδου σύμφωνα με τα άρθρα 1012 και 1013 του Αστικού Κώδικα. Ως προς το δεύτερο σκέλος του είναι νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 579 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προπαρατέθηκε, και πρέπει να γίνει δεκτό κατ' ουσίαν, αφού, όπως προκύπτει προαποδεικτικώς, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους αναιρεσείοντες από 23-10-2008 απόδειξη, αυτοί κατέβαλαν σε εκούσια εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης που ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και της τελευταίας αυτής απόφασης, στο ΒΒ, ο οποίος ενεργούσε κατ' εντολή και για λογαριασμό της αναιρεσίβλητης, το συνολικό ποσό των 729 ευρώ σε εξόφληση των εξόδων των από 11-10-2008 και 09-10-2008 επιταγών προς εκτέλεση, κάτω από πρώτο απόγραφο εκτελεστού της πρωτόδικης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και για τη δικαστική δαπάνη των ίδιων αποφάσεων. Το ποσό αυτό πρέπει να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να καταβάλει στους αναιρεσείοντες, κατ' ίσο μέρος στον καθένα (άρθρο 180 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης, αφότου αυτή θα καταστεί υπερήμερη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 του Αστικού Κώδικα, γιατί ο γενεσιουργός λόγος της εναντίον της απαίτησης, για την απόδοση του αμέσως πιο πάνω ποσού, είναι η αναίρεση της απόφασης που εκτελέστηκε.

 

Για τους λόγους αυτούς

 

Αναιρεί την 82/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, που δίκασε ως Εφετείο.

 

Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

 

Δέχεται εν μέρει το αίτημα των αναιρεσειόντων περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη αυτών κατάσταση.

 

Υποχρεώνει την αναιρεσίβλητη να καταβάλει στους αναιρεσείοντες, κατ' ίσο μέρος στον καθένα, το ποσό των επτακοσίων είκοσι εννέα (729) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25-05-2010.

 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15-10-2010.

 

Η Αντιπρόεδρος

Η Γραμματέας

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.