Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 819/2002
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Δημήτριο Σουλτανιά και Νικόλαο Γεωργίλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 01-04-2002, με την παρουσία και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:
1) Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία Α. Α. - Χ. Μ. ΟΕ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα,
2) Ι. Α. του Μ., κατοίκου Αθηνών,
3) Χ. Μ. του Θ., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής,
4) Μ. Α. του Ι., κατοίκου Αθηνών, και
5) Μ. χήρας Μ. Π., το γένος Ν. Σ., κατοίκου Χολαργού Αττικής.
Από αυτούς ο μεν δεύτερος παραστάθηκε στο ακροατήριο για τον εαυτό του ατομικά και ως εκπρόσωπος της πρώτης και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο αυτών τον Φραγκίσκο Βαρθαλίτη, οι δε τρίτος, τέταρτος και πέμπτη εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των αναιρεσιβλήτων:
1) Α. θυγατέρας Δ. Κ.,
2) Δ. Κ. του Α. και
3) Ε. συζύγου Δ. Κ., κατοίκων Αθηνών,
οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεμιστοκλή Σταυριανό.
Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 05-10-1992 αγωγή που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3769/1993, προδικαστική, 9629/1999 (η οποία ανακάλεσε την προηγουμένη κατά το μέρος της που αναφέρεται στο σκεπτικό της), του ίδιου δικαστηρίου και 2646/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 06-06-2001 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Γκιάφης ανάγνωσε την από 11-03-2002 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
Ι. Στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, καθ' όσο μέρος στρέφεται κατά των δεύτερου και τρίτης αναιρεσιβλήτων και κατά τον από τον αριθμό 14 περίπτωση γ του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πρώτο, μέρος δεύτερο, λόγο αυτής, τον και μοναδικό που αφορά αυτούς τους διαδίκους, αναφέρονται, κατ' ορθή εκτίμησή της, τα ακόλουθα: Αυτοί οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν, με το ίδιο δικόγραφο της αγωγής της πρώτης αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσειόντων, αγωγή αποζημιώσεως από αδικοπραξία επίσης κατά των αναιρεσειόντων, η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με απόφαση του αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Οι ίδιοι δε κατ' εκείνης της αποφάσεως άσκησαν έφεση, που με την προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση έγινε δεκτή τυπικά και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν. Δεδομένου δε ότι, όπως προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, πρωτοβάθμια αυτοί οι ενάγοντες είχαν παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής και το αγωγικό δικαίωμα, η έφεση έπρεπε να απορριφθεί τυπικά ως απαράδεκτη, το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της εφέσεως. Ενόψει ωστόσο του ότι η απόρριψη της εφέσεως κατ' ουσίαν δεν είναι για τους αναιρεσείοντες επιβλαβέστερη της απορρίψεως του ίδιου ένδικου μέσου τυπικά, η αίτηση αναιρέσεως κατά το ως άνω μέρος της είναι απορριπτέα για έλλειψη έννομου συμφέροντος των αναιρεσειόντων στην άσκησή της (άρθρο 68 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
ΙΙ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' ορθή εκτίμησή της, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Στις αρχές Νοεμβρίου 1991 η εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσείουσα ομόρρυθμη εταιρία, με εταίρους τους εναγομένους που είναι οι ήδη λοιποί αναιρεσείοντες, για την εκ μέρους της ανέγερση οικοδομής σε οικόπεδο επί οδού των Αθηνών, προέστησε εργατοτεχνίτες για την υπηρεσία της διευθετήσεως οικοδομικής ξυλείας και σιδερένιων πλεγμάτων για σκυρόδεμα εκτός των ορίων της οικοδομής, αυτοί δε κατά την εκτέλεση αυτής της υπηρεσίας τοποθέτησαν τη μεν ξυλεία κατά σωρούς επί του προ του ως άνω ακινήτου πεζοδρομίου, καθιστώντας έτσι αδύνατη τη χρήση του από τους πεζούς, τα δε πλέγματα, μήκους 5 m, πλάτους 2 m και ύψους 8 cm, επί του οδοστρώματος, που, σημειωτέον, είχε πλάτος 5 m, με τα μήκη τους παραλλήλως και πλησίον του πεζοδρομίου. Τη νύκτα και ειδικότερα ώρα 20:15 της 09-11-1991 η ανήλικη, 16 ετών, ενάγουσα και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη βάδισε επί του ως άνω πεζοδρομίου και, όταν πλησίασε το προαναφερόμενο οικόπεδο, αντιλαμβανόμενη ότι λόγω της ξυλείας αδυνατούσε πια να βαδίζει πάνω στο πεζοδρόμιο, αναγκάστηκε να κατεβεί στο οδόστρωμα και να κινηθεί προς το χώρο όπου είχαν εναποτεθεί τα πλέγματα, τα οποία εξαιτίας του από τη νύκτα σκότους, της ελλείψεως εκεί τεχνικού φωτισμού και της κατά μήκος των πλεγμάτων και κοντά τους σταθμεύσεως αυτοκινήτων, δεν της ήταν ορατά. Έτσι δε κινούμενη εισήλθε στον ως άνω χώρο και προσέκρουσε στα πλέγματα, οπότε, χάνοντας την ισορροπία της, κατέπεσε επ' αυτών. Από δε την πτώση της υπέστη κάταγμα κάτω γνάθου δεξιά και γενειακής χώρας, στρέβλωση της οδοντοστοιχίας και σοβαρές εκδορές σε διάφορα μέρη του σώματός της, για τον τραυματισμό της δε αυτόν νοσηλεύθηκε αυθημερόν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών και από 20-12-1991 έως 26-12-1991 στο Θεραπευτήριο Ευαγγελισμός. Από την ως άνω σωματική βλάβη υπέστη αυτή περιουσιακή ζημία ποσού 300.000 δραχμών ως ισόποση δαπάνη απαιτούμενη για ορθοδοντική εργασία, καθώς και ηθική βλάβη, για την οποία εύλογη ήταν η χρηματική ικανοποίηση εκ ποσού 5.000.000 δραχμών. Οι ζημίες δε αυτές προήλθαν, κατ' αιτιώδη συνάφεια, από την προαναφερόμενη συμπεριφορά των προμνημονευόμενων εργατοτεχνιτών, η οποία, ενόψει και του ότι αυτοί, μετά την τοποθέτηση των πλεγμάτων πάνω στο οδόστρωμα, παρέλειψαν να λάβουν τα απαραίτητα προς αποφυγή τέτοιων ατυχημάτων μέτρα, που συνίστανται στην τοποθέτηση πρόσφορων σημείων προς επισήμανση της θέσεως των πλεγμάτων ή ακόμη και εμποδίων στην από εκεί διέλευση πεζών, ήταν παράνομη και υπαίτια, προερχόμενη ειδικότερα από αμέλειά τους, μη καταβολή δηλαδή της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές. Τα δε περιστατικά, που θεμελίωναν την ένσταση των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στον τραυματισμό της, δηλαδή ότι αυτή, πριν εισέλθει στο χώρο όπου βρίσκονταν τα πλέγματα, δεν έλεγξε με επιμέλεια και προσοχή, όπως όφειλε και μπορούσε, κατά πόσο ήταν ή δεν ήταν δυνατή η διέλευσή της από τον ως άνω χώρο, με συνέπεια να προσκρούσει στα πλέγματα και να καταπέσει πάνω σ' αυτά, με περαιτέρω αποτέλεσμα να τραυματιστεί, δεν αποδείχθηκαν.
Ακολούθως το Εφετείο, απέρριψε ως αναπόδεικτη και εντεύθεν κατ' ουσίαν αβάσιμη την προαναφερόμενη ένσταση και, κάνοντας δεκτή την αγωγή, υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, καθένας εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των (300.000 + 5.000.000 =) 5.300.000 δραχμών ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία. Έτσι το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση εξ αιτίας αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, αφού εξέθεσε σε εκείνη χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα, που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα ή μη και που ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 297 εδάφιο α, 298, 299, 300, 914, 922, 926, 929 και 932 εδάφια α και β του Αστικού Κώδικα και 22 του [Π] Εμπορικού Νόμου, τις οποίες και εφάρμοσε, και γι' αυτό ο περί των αντιθέτων και από τον αριθμό 19 του άρθρου άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεύτερος, μέρος δεύτερο, και δεύτερος, μέρος πέμπτο, λόγοι της αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Από την περιλαμβανόμενη δε στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση του Εφετείου, ότι στο πόρισμά του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων, τα έγγραφα που είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει νομίμως οι διάδικοι, καθώς και από το όλο περιεχόμενο εκείνης της αποφάσεως καθίσταται αδίστακτα βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις και το 552/28-04-1991 πιστοποιητικό του Δήμου Αθηναίων περί πληρωμής των νόμιμων τελών καταλήψεως του προαναφερόμενου πεζοδρομίου για τις ανάγκες της ανεγέρσεως της προμνημονευόμενης οικοδομής, το οποίο οι εναγόμενοι του είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει νομίμως. Συνεπώς ο από τον αριθμό 11 περίπτωση γ' του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεύτερος, μέρος πρώτο, λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με το δεύτερο δε, μέρος τρίτο, λόγο της αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 εδάφιο β' του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προβάλλεται, κατ' ορθή εκτίμησή του, ότι το Εφετείο παρέβη διδάγματα της κοινής πείρας με το που εφάρμοσε τέτοια διδάγματα, που στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτα, με την εφαρμογή δε αυτή δέχθηκε ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος αυτοκίνητα βρίσκονταν σταθμευμένα πάνω στα πλέγματα, των οποίων οι άκρες προεξείχαν, με συνέπεια να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς των εργατοτεχνιτών και της πτώσεως της ενάγουσας και του εντεύθεν τραυματισμού της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται σ' αυτόν ποια είναι τα υπό συζήτηση διδάγματα (άρθρα 118 αριθμός 4, 589 αριθμός 1 εδάφιο β και 566 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), τούτο δε παρεκτός του ότι, ενόψει του ότι οι παραδοχές του Εφετείου είναι διαφορετικές των προεκτιθέμενων, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 13 συνάγεται ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο της ουσίας, διατάσσοντας διεξαγωγή αποδείξεων και επιβάλλοντας το βάρος της αποδείξεως στον αναιρεσείοντα, εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως (Άρειος Πάγος [ΑΠ] 572/1976, 1759/1999), ενώ, βέβαια, δεν δημιουργείται ο από την ως άνω διάταξη λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως αναπόδεικτα πραγματικά γεγονότα, θεμελιωτικά αυτοτελούς αιτήσεως για παροχή έννομης προστασίας του αναιρεσείοντος χωρίς να λάβει υπόψη αποδεικτικά μέσα που το αντίδικο μέρος προσκόμισε με επίκληση ή χωρίς να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας. Συνεπώς ο δεύτερος, μέρος τέταρτο, λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τον οποίο προβάλλεται, κατ' ορθή εκτίμησή του, ότι το Εφετείο, με το που δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά γεγονότα, που θεμελίωναν την ένσταση των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας της παθούσας ενάγουσας, και γι' αυτό απέρριψε αυτήν την ένσταση ως αναπόδεικτη και εντεύθεν κατ' ουσίαν αβάσιμη, στην πραγματικότητα, ενόψει και του ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που η ενάγουσα του προσκόμισε με επίκληση, και δεν χρησιμοποίησε τα διδάγματα της κοινής πείρας, εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως της προαναφερόμενης ενστάσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
ΙΙΙ. Από τα άρθρα 400 αριθμός 3, 403 αριθμοί 2, 4 και 5 και 559 αριθμοί 8 περίπτωση β, 9 περίπτωση γ' και 11 περίπτωση α' του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας συνάγονται τα εξής: Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες, πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Αυτός ο λόγος εξαιρέσεως μάρτυρα δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά προβάλλεται κατ' ένσταση του αντιδίκου εκείνου του διαδίκου που προσάγει το μάρτυρα προς εξέταση. Πριν από την αποδοχή της ενστάσεως εκ μέρους του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου ο μάρτυρας, στον οποίο προσάπτεται ότι μπορεί να έχει συμφέρον από τη δίκη, δεν αποτελεί μη επιτρεπόμενο από το νόμο αποδεικτικό μέσο ώστε η από το δικαστήριο της ουσίας λήψη υπόψη της μαρτυρίας του να δημιουργεί τον από τον αριθμό 11 περίπτωση α' του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγο αναιρέσεως. Αρμόδιος να αποφασίσει επί της ενστάσεως εξαιρέσεως μάρτυρα είναι και ο εισηγητής δικαστής του πρωτοβάθμιου πολυμελούς πρωτοδικείου στην τακτική διαδικασία, ενώπιον του οποίου διεξάγεται η μαρτυρική απόδειξη. Αν ο εισηγητής δικαστής απορρίψει την ένσταση, ο ενιστάμενος μπορεί στην κατ' έφεση δίκη να προτείνει νόμιμα την ίδια ένσταση, σε περίπτωση δε που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν λάβει υπόψη την ένσταση, δημιουργείται ο από τον αριθμό 8 περίπτωση β' του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως. Αντίθετα, ενόψει του ότι η ένσταση αυτή δεν είναι γνήσια που να στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα, η σ' αυτήν περιεχόμενη αίτηση για εξαίρεση μάρτυρα δεν αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και δεν προκαλεί εκκρεμοδικία, με συνέπεια, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αφήσει την αίτηση αυτή αδίκαστη, να μη δημιουργείται ο από τον αριθμό 9 περίπτωση γ' του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση με τους πρώτο, μέρος τρίτο, πρώτο, μέρος πρώτο, και πρώτο, μέρος τέταρτο, λόγους της αναιρέσεως, προβάλλεται, κατ' ορθή εκτίμησή τους, ότι, ενώ οι εναγόμενοι πρότειναν ενώπιον της εισηγήτριας δικαστή του πρωτοβάθμιου πολυμελούς πρωτοδικείου στην τακτική διαδικασία την ένσταση εξαιρέσεως του μάρτυρα και πατέρα της ενάγουσας, που εκείνη προσήγαγε προς εξέταση, για το λόγο ότι αυτός είχε συμφέρον στη δίκη, η δε εισηγήτρια δικαστής απέρριψε την ένσταση, με συνέπεια το ότι οι εναγόμενοι στην κατ' έφεση δίκη νόμιμα πρότειναν την ίδια ένσταση, το Εφετείο, αντίστοιχα:
α) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδες για την έκβαση της δίκης πράγμα, ήτοι την ως άνω ένσταση,
β) άφησε αδίκαστη την περιεχόμενη σ' αυτήν την ένσταση αίτηση για εξαίρεση του μάρτυρα και
γ) έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που ο νόμος δεν επιτρέπει, ήτοι την κατάθεση του προαναφερόμενου μάρτυρα.
Εξ αυτών των λόγων οι πρώτος, μέρος πρώτο, και πρώτος, μέρος τέταρτο, από τους αριθμούς 9 περίπτωση γ' και 11 περίπτωση α', αντίστοιχα, του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, είναι, σύμφωνα με τις προδιαλαμβανόμενες διατάξεις, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Εν όψει δε του ότι, όπως προκύπτει από την έφεση των εναγομένων - πρώτης και δεύτερου αναιρεσειόντων και των ενώπιον του Εφετείου από 10-01-2001 προτάσεων των εναγομένων - αναιρεσειόντων επί της εφέσεως της ενάγουσας, η υπό συζήτηση ένσταση δεν προτάθηκε νόμιμα με τα δικόγραφα αυτά στο Εφετείο, ο πρώτος, μέρος τρίτο, λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθμό 8 περίπτωση β' του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, είναι και αυτός απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθρο 562 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 06-06-2001 αίτηση των εταιρίας Α. Α. - Χ.Μ. Ο.Ε. κ.λ.π. για αναίρεση της 2646/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που ορίζεται σε χίλια εξήντα (1060) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22-04-2002 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 30-04-2002.