Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Οδηγία 2010/75/ΕΚ: Περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης), (EEL 334/17/2010), 17-12-2010.
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
• | τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1, |
• | την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, |
• | τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [1], |
• | τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [2], |
• | Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία [3], |
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Πρόκειται να επέλθουν ουσιαστικές αλλαγές στην οδηγία 1978/176/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20-02-1978, περί των αποβλήτων που προέρχονται από τη βιομηχανία διοξειδίου του τιτανίου [4], την οδηγία 1982/883/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 03-12-1982, για τους τρόπους επιτήρησης και ελέγχου των χώρων οι οποίοι σχετίζονται με τα απόβλητα της βιομηχανίας του διοξειδίου του τιτανίου [5], την οδηγία 1992/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15-12-1992, για τον καθορισμό των διαδικασιών εναρμόνισης των προγραμμάτων περιορισμού της ρύπανσης που προκαλούν τα απόβλητα της βιομηχανίας διοξειδίου του τιτανίου, με προοπτική την εξάλειψή της [6], την οδηγία 1999/13/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11-03-1999, για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις [7], την οδηγία 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 04-12-2000, για την αποτέφρωση των αποβλήτων [8], την οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23-10-2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων [9], και την οδηγία 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15-01-2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης [10]. Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμη η αναδιατύπωση των εν λόγω οδηγιών.
(2) Για να προληφθεί, να μειωθεί και, στο μέτρο του δυνατού, να εξαλειφθεί η ρύπανση που οφείλεται σε βιομηχανικές δραστηριότητες, σύμφωνα με την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει και την αρχή της πρόληψης της ρύπανσης, απαιτείται η θέσπιση γενικού πλαισίου για τον έλεγχο των κύριων βιομηχανικών δραστηριοτήτων με ενέργειες κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και με την εξασφάλιση συνετής διαχείρισης των φυσικών πόρων και λαμβάνοντας υπόψη, όποτε αυτό είναι απαραίτητο, τις οικονομικές συνθήκες και τις τοπικές ιδιαιτερότητες της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται η βιομηχανική δραστηριότητα.
(3) Οι διαφορετικές προσεγγίσεις για τον χωριστό έλεγχο των εκπομπών στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος ενδέχεται να ευνοήσουν τη μετατόπιση της ρύπανσης από το ένα επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος στο άλλο αντί να προστατεύσουν το περιβάλλον στο σύνολό του. Ενδείκνυται, συνεπώς, να υιοθετηθεί ολοκληρωμένη προσέγγιση για την πρόληψη και τον έλεγχο των εκπομπών στην ατμόσφαιρα, στα ύδατα και το έδαφος, τη διαχείριση των αποβλήτων, την ενεργειακή απόδοση και την πρόληψη των ατυχημάτων. Μια τέτοια προσέγγιση θα συμβάλει επίσης στην επίτευξη ίσων όρων ανταγωνισμού εντός της Ένωσης μέσω της εξίσωσης των περιβαλλοντικών απαιτήσεων στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
(4) Ενδείκνυται η αναθεώρηση της νομοθεσίας που αφορά τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις προκειμένου να απλοποιηθούν και να αποσαφηνισθούν οι ισχύουσες διατάξεις, να μειωθεί ο περιττός διοικητικός φόρτος και να εφαρμοσθούν τα συμπεράσματα των ανακοινώσεων της Επιτροπής σχετικά με τις θεματικές στρατηγικές της 21-09-2005 για τη θεματική στρατηγική για την ατμοσφαιρική ρύπανση (εφεξής: θεματική στρατηγική για την ατμοσφαιρική ρύπανση), της 22-09-2006, για τη θεματική στρατηγική για την προστασία του εδάφους, και της 21-12-2005, για τη θεματική στρατηγική για την πρόληψη και την ανακύκλωση των αποβλήτων, οι οποίες εκδόθηκαν σε συνέχεια της απόφασης υπ' αριθμόν 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22-07-2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον [11]. Οι εν λόγω ανακοινώσεις θέτουν στόχους προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος που δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς περαιτέρω μειώσεις των εκπομπών από βιομηχανικές δραστηριότητες.
(5) Προκειμένου να διασφαλισθούν η πρόληψη και ο έλεγχος της ρύπανσης, κάθε εγκατάσταση θα πρέπει να λειτουργεί μόνον εάν κατέχει άδεια ή, στην περίπτωση ορισμένων εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων που χρησιμοποιούν οργανικούς διαλύτες, μόνον εάν κατέχει άδεια ή έχει εγγραφεί σε μητρώο.
(6) Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίζουν την προσέγγιση για τον καθορισμό αρμοδιοτήτων στους φορείς εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων, εφόσον εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να χορηγήσουν άδεια σε έναν υπεύθυνο φορέα εκμετάλλευσης για κάθε εγκατάσταση ή να καθορίσουν την αρμοδιότητα μεταξύ διαφόρων φορέων εκμετάλλευσης διαφορετικών τμημάτων μιας εγκατάστασης. Όταν το ισχύον νομικό σύστημά του προβλέπει μόνον έναν υπεύθυνο φορέα για κάθε εκμετάλλευση, ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να διατηρήσει το σύστημα αυτό.
(7) Για να διευκολυνθεί η χορήγηση αδειών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν απαιτήσεις για ορισμένες κατηγορίες εγκαταστάσεων στο πλαίσιο γενικών δεσμευτικών κανόνων.
(8) Είναι σημαντικό να προλαμβάνονται ατυχήματα και συμβάντα και να περιορίζονται οι συνέπειές τους. Η απόδοση ευθυνών σχετικά με τις περιβαλλοντικές συνέπειες ατυχημάτων και συμβάντων διέπεται από τη σχετική εθνική νομοθεσία και, κατά περίπτωση, άλλες σχετικές νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης.
(9) Για να αποφευχθεί η επικάλυψη των ρυθμίσεων, η άδεια εγκατάστασης που καλύπτεται από την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13-10-2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, εντός της Κοινότητας [12], δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει οριακές τιμές για τις άμεσες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου που καθορίζονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες αυτό απαιτείται για να εξασφαλισθεί ότι δεν προκαλείται σημαντική τοπική ρύπανση ή των περιπτώσεων κατά τις οποίες η εγκατάσταση εξαιρείται από το εν λόγω σύστημα.
(10) Σύμφωνα με το άρθρο 193 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν πιο αυστηρά μέτρα προστασίας, όπως π.χ. απαιτήσεις όσον αφορά τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω μέτρα είναι συμβατά με τις Συνθήκες και η Επιτροπή έχει ενημερωθεί.
(11) Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να υποβάλλουν αιτήσεις άδειας που να περιλαμβάνουν τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες στην αρμόδια αρχή για τον καθορισμό των όρων της άδειας. Κατά την υποβολή αιτήσεων άδειας, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν πληροφορίες που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27-06-1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον [13] και της οδηγίας 1996/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 09-12-1996, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες [14].
(12) Η άδεια θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του και να διασφαλισθεί ότι η εγκατάσταση λειτουργεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν τις βασικές υποχρεώσεις του φορέα εκμετάλλευσης. Η άδεια θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει οριακές τιμές εκπομπών για τις ρυπαντικές ουσίες ή ισοδύναμες παραμέτρους ή τεχνικά μέτρα, κατάλληλες απαιτήσεις για την προστασία του εδάφους και των υπόγειων υδάτων και απαιτήσεις σχετικά με την παρακολούθηση. Οι όροι της άδειας θα πρέπει να καθορίζονται βάσει βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών.
(13) Προκειμένου να προσδιορίζονται οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και να περιορίζονται οι διαφορές στην Ένωση όσον αφορά τα επίπεδα των εκπομπών από βιομηχανικές δραστηριότητες, τα έγγραφα αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (εφεξής έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ) θα πρέπει να συντάσσονται, να αναθεωρούνται, και, κατά περίπτωση, να αναπροσαρμόζονται μέσω ανταλλαγής πληροφοριών με τους ενδιαφερόμενους, και τα βασικά στοιχεία των εγγράφων αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (εφεξής συμπεράσματα ΒΔΤ) να θεσπίζονται με τη διαδικασία επιτροπών. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θα πρέπει, με τη διαδικασία επιτροπών, να καθορίσει κατευθυντήριες γραμμές για τη συλλογή δεδομένων, για την κατάρτιση των εγγράφων αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και για την αξιολόγηση της ποιότητάς τους. Τα συμπεράσματα βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών θα πρέπει να αποτελούν τη βάση για τον καθορισμό των όρων της άδειας. Μπορούν να συμπληρωθούν από άλλες πηγές. Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει στόχο να επικαιροποιεί τα έγγραφα αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών το αργότερο εντός οκτώ ετών από τη δημοσίευση της προηγούμενης έκδοσης.
(14) Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική και ενεργή ανταλλαγή πληροφοριών που συνεπάγεται την παραγωγή εγγράφων αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών υψηλής ποιότητας, η Επιτροπή θα πρέπει να συγκροτήσει φόρουμ το οποίο θα λειτουργεί με διαφανείς διαδικασίες. Θα πρέπει να προβλεφθούν πρακτικές ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και την πρόσβαση στα έγγραφα αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, με σκοπό ιδίως να εξασφαλισθεί ότι τα κράτη μέλη και οι φορείς παρέχουν δεδομένα ικανοποιητικής ποιότητας και ποσότητας βάσει καθιερωμένων κατευθυντηρίων γραμμών, ούτως ώστε να καθορισθούν οι βέλτιστες διαθέσιμες και οι αναδυόμενες τεχνικές.
(15) Είναι σημαντική η παροχή επαρκούς ευελιξίας στις αρμόδιες αρχές για τον καθορισμό οριακών τιμών εκπομπών οι οποίες διασφαλίζουν ότι, υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, οι εκπομπές δεν υπερβαίνουν τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές. Προς τούτο, η αρμόδια αρχή δύναται να καθορίζει οριακές τιμές εκπομπών διαφορετικές από τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές όσον αφορά τις ισχύουσες τιμές, χρονικές περιόδους και συνθήκες αναφοράς, εφόσον αποδεικνύεται, μέσω των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης των εκπομπών, ότι οι εκπομπές δεν έχουν υπερβεί τα επίπεδα που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές. Η συμμόρφωση προς τις οριακές τιμές εκπομπών που τίθενται στις άδειες οδηγούν σε εκπομπές κατώτερες των εν λόγω οριακών τιμών εκπομπών.
(16) Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες ειδικές περιστάσεις, όταν η εφαρμογή των επιπέδων εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές θα οδηγούσε σε δυσανάλογα υψηλό κόστος σε σχέση με τα περιβαλλοντικά οφέλη, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν οριακές τιμές εκπομπών οι οποίες παρεκκλίνουν από τα επίπεδα αυτά. Οι εν λόγω παρεκκλίσεις θα πρέπει να στηρίζονται σε εκτίμηση η οποία λαμβάνει υπόψη σαφώς καθορισμένα κριτήρια. Οι οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να υπερβαίνονται. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα πρέπει να προκαλείται σημαντική ρύπανση και θα πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του.
(17) Προκειμένου να δοθεί στους φορείς εκμετάλλευσης η δυνατότητα να δοκιμάζουν αναδυόμενες τεχνικές που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν υψηλότερο γενικό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος ή τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και μεγαλύτερες οικονομίες από τις υφιστάμενες βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να εγκρίνει προσωρινές παρεκκλίσεις από τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές.
(18) Οι αλλαγές σε μια εγκατάσταση είναι δυνατό να προκαλέσουν υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης. Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να κοινοποιούν στην αρμόδια αρχή κάθε προγραμματισμένη αλλαγή που ενδέχεται να έχει συνέπειες για το περιβάλλον. Δεν θα πρέπει να γίνονται ουσιαστικές μετατροπές των εγκαταστάσεων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία ή στο περιβάλλον χωρίς άδεια χορηγηθείσα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
(19) Η διασπορά κοπριάς συμβάλλει σημαντικά στις εκπομπές ρύπων στην ατμόσφαιρα και στα ύδατα. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Θεματικής Στρατηγικής για την Ατμοσφαιρική Ρύπανση και της νομοθεσίας της Ένωσης περί προστασίας των υδάτων, επιβάλλεται η εκ μέρους της Επιτροπής επανεξέταση της ανάγκης θέσπισης των καταλληλότερων ελέγχων των εν λόγω εκπομπών μέσω της χρήσης των βέλτιστων διαθέσιμων πρακτικών.
(20) Η εντατική εκτροφή πουλερικών και η εντατική κτηνοτροφία συμβάλλουν σημαντικά στις εκπομπές ρύπων στην ατμόσφαιρα και στα ύδατα. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Θεματικής Στρατηγικής για την Ατμοσφαιρική Ρύπανση και της νομοθεσίας της Ένωσης περί προστασίας των υδάτων, επιβάλλεται η εκ μέρους της Επιτροπής επανεξέταση της ανάγκης καθορισμού διαφοροποιημένων ορίων δυναμικότητας για διαφορετικά είδη πουλερικών για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και της ανάγκης θέσπισης των καταλληλότερων ελέγχων των εκπομπών από κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις.
(21) Για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών ή άλλες αλλαγές σε μιαν εγκατάσταση, οι όροι της άδειας θα πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικά και, όπου απαιτείται, να αναπροσαρμόζονται, ιδίως όταν θεσπίζονται νέα ή επικαιροποιημένα συμπεράσματα βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών.
(22) Σε ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες από την επανεξέταση και την αναπροσαρμογή των αδειών προκύπτει ότι, ενδεχομένως, απαιτείται περίοδος μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών μετά τη δημοσίευση απόφασης περί των συμπερασμάτων βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών για την εισαγωγή νέων βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να καθορίζουν μεγαλύτερη χρονική περίοδο στους όρους της άδειας, όταν αυτό δικαιολογείται βάσει των κριτηρίων της παρούσας οδηγίας.
(23) Είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί ότι η λειτουργία μιας εγκατάστασης δεν οδηγεί σε υποβάθμιση της ποιότητας του εδάφους και των υπόγειων υδάτων. Συνεπώς, οι όροι αδειοδότησης θα πρέπει να περιλαμβάνουν ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη των εκπομπών στο έδαφος και στα υπόγεια ύδατα και τον τακτικό έλεγχο των μέτρων αυτών για την αποφυγή διαρροής, διάχυσης, ατυχημάτων ή συμβάντων κατά τη χρήση του εξοπλισμού και την αποθήκευση. Προκειμένου να ανιχνεύεται σε πρώιμο στάδιο η πιθανότητα ρύπανσης του εδάφους και των υπόγειων υδάτων και, κατά συνέπεια, να λαμβάνονται τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα πριν εξαπλωθεί η ρύπανση, απαιτείται επίσης παρακολούθηση του εδάφους και των υπόγειων υδάτων για την ανίχνευση σχετικών επικίνδυνων ουσιών. Κατά τον καθορισμό της συχνότητας της παρακολούθησης, μπορούν να λαμβάνονται υπ' όψιν το είδος των μέτρων πρόληψης και ο βαθμός και η έκταση του ελέγχου επ' αυτών.
(24) Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η λειτουργία μιας εγκατάστασης δεν υποβαθμίζει την ποιότητα του εδάφους και των υπόγειων υδάτων, είναι απαραίτητη η διαπίστωση της κατάστασης του εδάφους και της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων, μέσω βασικής έκθεσης. Η βασική έκθεση θα πρέπει να αποτελεί πρακτικό μέσο το οποίο επιτρέπει, στο μέτρο του δυνατού, ποσοτική σύγκριση μεταξύ της κατάστασης του χώρου, όπως περιγράφεται στην έκθεση και της κατάστασης του χώρου μετά την οριστική παύση των δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να διαπιστωθεί αν έχει αυξηθεί σημαντικά η ρύπανση του εδάφους ή των υπόγειων υδάτων. Ως εκ τούτου, η βασική έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες χρησιμοποιώντας τα υφιστάμενα στοιχεία για τις μετρήσεις του εδάφους και των υπόγειων υδάτων και ιστορικά στοιχεία σχετικά με τις χρήσεις του χώρου κατά το παρελθόν.
(25) Σύμφωνα με την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, όταν εκτιμάται ο βαθμός σοβαρότητας της ρύπανσης του εδάφους και των υπόγειων υδάτων που προκάλεσε ο φορέας εκμετάλλευσης, πράγμα που συνεπάγεται την υποχρέωση επαναφοράς του χώρου στην κατάσταση η οποία περιγράφεται στη βασική έκθεση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπ' όψιν τους όρους αδειοδότησης που ίσχυσαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δραστηριότητας, τα μέτρα πρόληψης της ρύπανσης που έλαβε η εγκατάσταση και τη συναφή αύξηση της ρύπανσης σε σχέση με το φορτίο ρύπανσης που αναφέρεται στη βασική έκθεση. Η ευθύνη σχετικά με τη ρύπανση που δεν προκλήθηκε από τον φορέα εκμετάλλευσης διέπεται από τη σχετική εθνική νομοθεσία και, κατά περίπτωση, από άλλες σχετικές νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης.
(26) Για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να υποβάλλουν τακτικά στην αρμόδια αρχή εκθέσεις σχετικά με τη συμμόρφωση με τους όρους της άδειας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι τόσο ο φορέας εκμετάλλευσης όσο και η αρμόδια αρχή λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία και να καθιερώσουν σύστημα περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι διατίθεται επαρκές προσωπικό με τις ικανότητες και τα προσόντα που απαιτούνται για την αποτελεσματική διεξαγωγή αυτών των επιθεωρήσεων.
(27) Σύμφωνα με τη σύμβαση του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα [15], απαιτείται αποτελεσματική συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων προκειμένου το κοινό να έχει τη δυνατότητα να εκφράζει, και ο φορέας λήψης των αποφάσεων να λαμβάνει υπόψη, απόψεις και ανησυχίες, ενδεχομένως, σχετικές με τις εν λόγω αποφάσεις, ενισχύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη λογοδοσία και τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και συμβάλλοντας στην ευαισθητοποίηση του κοινού για περιβαλλοντικά θέματα και στην υποστήριξη εκ μέρους του κοινού των αποφάσεων που λαμβάνονται. Οι ενδιαφερόμενοι πολίτες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη προκειμένου να προστατεύεται το δικαίωμα διαβίωσης σε περιβάλλον που εξασφαλίζει επαρκή προσωπική υγεία και ευημερία.
(28) Η καύση καυσίμου σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ κάτω των 50 ΜW συμβάλλει σημαντικά στις εκπομπές ρύπων στην ατμόσφαιρα. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Θεματικής Στρατηγικής για την Ατμοσφαιρική Ρύπανση, επιβάλλεται η εκ μέρους της Επιτροπής επανεξέταση της ανάγκης θέσπισης των καταλληλότερων ελέγχων των εκπομπών από τις εν λόγω εγκαταστάσεις. Αυτή η επανεξέταση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των μονάδων καύσης που χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης, ιδιαίτερα όσον αφορά την κατ' εξαίρεση χρήση τους σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
(29) Οι μεγάλες μονάδες καύσης συμβάλλουν ευρέως στις εκπομπές ρυπογόνων ουσιών στην ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. Για να μειωθούν οι επιπτώσεις αυτές, να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της οδηγίας 2001/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23-10-2001, σχετικά με εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών για ορισμένους ατμοσφαιρικούς ρύπους [16] και να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί στη θεματική στρατηγική για την ατμοσφαιρική ρύπανση, απαιτείται ο καθορισμός αυστηρότερων οριακών τιμών εκπομπών σε ενωσιακό επίπεδο για ορισμένες κατηγορίες μονάδων καύσης και ρύπων.
(30) Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την ανάγκη καθορισμού ενωσιακών οριακών τιμών εκπομπών και τροποποίησης των οριακών τιμών εκπομπών του Παραρτήματος V για ορισμένες μεγάλες μονάδες καύσης, λαμβανομένων υπ' όψιν της αναθεώρησης και της αναπροσαρμογής των συναφών εγγράφων αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεκτιμήσει την ιδιαιτερότητα των ενεργειακών συστημάτων των διυλιστηρίων.
(31) Λόγω των χαρακτηριστικών ορισμένων εγχώριων στερεών καυσίμων, ενδείκνυται η εφαρμογή ελάχιστων ποσοστών αποθείωσης αντί οριακών τιμών εκπομπών διοξειδίου του θείου για μονάδες καύσης που χρησιμοποιούν τέτοια καύσιμα. Επίσης, επειδή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασφαλτούχου σχιστόλιθου μπορεί να μην επιτρέπουν την εφαρμογή των ίδιων τεχνικών μείωσης του θείου ή την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος αποθείωσης σε σχέση με άλλα καύσιμα, ενδείκνυται ελαφρώς χαμηλότερο ελάχιστο ποσοστό αποθείωσης για μονάδες που χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο καύσιμο.
(32) Σε περίπτωση απότομης διακοπής της παροχής καυσίμου χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο ή αερίου λόγω σοβαρής έλλειψης, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να χορηγεί προσωρινές παρεκκλίσεις ώστε οι εκπομπές των οικείων μονάδων καύσης να επιτρέπεται να υπερβαίνουν τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.
(33) Ο οικείος φορέας εκμετάλλευσης δεν θα πρέπει να διατηρεί σε λειτουργία μια μονάδα καύσης άνω των 24 ωρών μετά από ελαττωματική λειτουργία ή βλάβη του εξοπλισμού μείωσης των εκπομπών και η λειτουργία χωρίς μείωση των εκπομπών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 120 ώρες για χρονική περίοδο 12 μηνών, προκειμένου να περιορισθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της ρύπανσης στο περιβάλλον. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που υφίσταται επιτακτική ανάγκη ενεργειακού εφοδιασμού ή είναι απαραίτητο να αποφευχθεί η συνολική αύξηση των εκπομπών από τη λειτουργία άλλης μονάδας καύσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να χορηγούν παρέκκλιση από τα λόγω χρονικά όρια.
(34) Για να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας και να αποφευχθούν οι διασυνοριακές μεταφορές αποβλήτων σε μονάδες που λειτουργούν με κατώτερα περιβαλλοντικά πρότυπα, είναι απαραίτητο να καθορισθούν και να διατηρηθούν αυστηροί όροι λειτουργίας, τεχνικές απαιτήσεις και οριακές τιμές εκπομπών για μονάδες αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης αποβλήτων εντός της Ένωσης.
(35) Η χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις έχει ως αποτέλεσμα εκπομπές οργανικών ενώσεων στην ατμόσφαιρα, οι οποίες συμβάλλουν στη δημιουργία, σε τοπικό και διασυνοριακό επίπεδο, φωτοχημικών οξειδωτικών που προκαλούν βλάβη στους φυσικούς πόρους και έχουν επιζήμιες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Απαιτείται, συνεπώς, η λήψη προληπτικών μέτρων κατά της χρήσης οργανικών διαλυτών και ο καθορισμός απαιτήσεως τήρησης οριακών τιμών εκπομπών για οργανικές ενώσεις και κατάλληλων όρων λειτουργίας. Θα πρέπει να επιτρέπεται στους φορείς εκμετάλλευσης να τηρούν τις απαιτήσεις προγράμματος μείωσης αντί να τηρούν τις οριακές τιμές εκπομπών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, όταν υπάρχουν εναλλακτικά μέτρα, όπως η χρήση προϊόντων ή τεχνικών με χαμηλή ή μηδενική περιεκτικότητα σε διαλύτες, που επιτρέπουν να επιτευχθεί ισοδύναμη μείωση εκπομπών.
(36) Οι εγκαταστάσεις παραγωγής διοξειδίου του τιτανίου μπορούν να προκαλέσουν σημαντική ρύπανση της ατμόσφαιρας και των υδάτων. Προκειμένου να μειωθούν οι σχετικές επιπτώσεις, απαιτείται ο καθορισμός σε ενωσιακό επίπεδο αυστηρότερων οριακών τιμών εκπομπών για ορισμένες ρυπαντικές ουσίες.
(37) Όσον αφορά τη συμπερίληψη στο πεδίο των εθνικών κανόνων, των κανονιστικών ρυθμίσεων και των διοικητικών διατάξεων που τίθενται σε ισχύ για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία εγκαταστάσεων για την παραγωγή κεραμικών προϊόντων με πύρωση, βάσει των χαρακτηριστικών του εθνικού βιομηχανικού τομέα, και για να δοθεί σαφής ερμηνεία του πεδίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα εφαρμόσουν αμφότερα τα κριτήρια, της δυναμικότητας παραγωγής και της δυναμικότητας κλιβάνου, ή μόνο ένα από τα δύο κριτήρια.
(38) Προκειμένου να απλουστευθεί η υποβολή εκθέσεων και να μειωθεί ο περιττός διοικητικός φόρτος, η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίσει μεθόδους για την ευθυγράμμιση του τρόπου διάθεσης των στοιχείων βάσει της παρούσας οδηγίας με τις άλλες απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης και ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) υπ' αριθμόν 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18-01-2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων [17].
(39) Προκειμένου να εξασφαλισθούν ομοιόμορφες συνθήκες για την εκτέλεση, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές για τη συλλογή δεδομένων, την κατάρτιση των εγγράφων αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και την εγγύηση της ποιότητάς τους, καθώς και την καταλληλότητα του περιεχομένου και του μορφότυπου τους, να λαμβάνει αποφάσεις επί των συμπερασμάτων βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, να καθορίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τον καθορισμό των φάσεων εκκίνησης και διακοπής της λειτουργίας και για τα εθνικά μεταβατικά σχέδια για μεγάλες μονάδες καύσης και για να καθορίζει το είδος, το μορφότυπο και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή. Σύμφωνα με το άρθρο 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι γενικοί κανόνες και οι αρχές που διέπουν τον έλεγχο τον οποίο ασκούν τα κράτη μέλη στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή οφείλονται να καθορίζονται εκ των προτέρων με κανονισμό ο οποίος θεσπίζεται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Μέχρι να εκδοθεί ο κανονισμός αυτός, εξακολουθεί να ισχύει η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28-06-1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [18], εξαιρουμένης της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η οποία δεν ισχύει πλέον.
(40) Η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εγκρίνει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία θα είναι υποχρεωτικές οι συνεχείς μετρήσεις των ατμοσφαιρικών εκπομπών βαρέων μετάλλων και την προσαρμογή ορισμένων μερών των παραρτημάτων V, VI και VII στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Στην περίπτωση των μονάδων αποτέφρωσης και συναποτέφρωσης αποβλήτων, τα ανωτέρω ενδέχεται να συμπεριλάβουν, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό κριτηρίων για τη χορήγηση παρεκκλίσεων από τη συνεχή παρακολούθηση των συνολικών εκπομπών σκόνης. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να προβαίνει σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικού έργου της, περιλαμβανομένων των διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.
(41) Προκειμένου να αντιμετωπισθεί η σημαντική περιβαλλοντική ρύπανση, για παράδειγμα από βαρέα μέταλλα και διοξίνες και φουράνια, η Επιτροπή, με βάση αξιολόγηση της εφαρμογής των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών σε ορισμένες δραστηριότητες ή του αντίκτυπου αυτών των δραστηριοτήτων στο περιβάλλον στο σύνολό του, θα πρέπει να υποβάλει προτάσεις για ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τις οριακές τιμές εκπομπών σε ολόκληρη την Ένωση και για κανόνες σχετικά με την παρακολούθηση και τη συμμόρφωση.
(42) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις επιβλητέες κυρώσεις για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογήν της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
(43) Προκειμένου να παρασχεθεί επαρκής χρόνος για την τεχνική προσαρμογή των υφιστάμενων εγκαταστάσεων στις νέες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ορισμένες από τις νέες απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύσουν για τις εν λόγω εγκαταστάσεις μετά από καθορισμένη προθεσμία από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Για τις μονάδες καύσης, απαιτείται επαρκής χρόνος για την καθιέρωση των απαραίτητων μέτρων μείωσης των εκπομπών προκειμένου να τηρηθούν οι οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα V.
(44) Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, δεν δύνανται να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, συνεπώς, λόγω της διασυνοριακής φύσης της ρύπανσης από βιομηχανικές δραστηριότητες, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.
(45) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνει, ιδίως, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει την προαγωγή της εφαρμογής του άρθρου 37 του εν λόγω Χάρτη.
(46) Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιορίζεται στις διατάξεις που συνιστούν ουσιαστική αλλαγή σε σύγκριση με τις προηγούμενες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες απορρέει από τις προηγούμενες οδηγίες.
(47) Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας [19], τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Ένωσης, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιήσουν.
(48) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα IX, Μέρος Β,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Κεφάλαιο I: Κοινές διατάξεις
Άρθρο 1: Αντικείμενο
Άρθρο 2: Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 3: Ορισμοί
Άρθρο 4: Υποχρέωση κατοχής άδειας
Άρθρο 5: Αδειοδότηση
Άρθρο 6: Γενικοί δεσμευτικοί κανόνες
Άρθρο 7: Συμβάντα και ατυχήματα
Άρθρο 8: Μη συμμόρφωση
Άρθρο 9: Εκπομπές αερίων θερμοκηπίου
Κεφάλαιο II: Διατάξεις για τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I
Άρθρο 10: Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 11: Βασικές αρχές των θεμελιωδών υποχρεώσεων του φορέα εκμετάλλευσης
Άρθρο 12: Αίτηση άδειας
Άρθρο 13: Έγγραφα αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και ανταλλαγή πληροφοριών
Άρθρο 14: Όροι αδειοδότησης
Άρθρο 15: Οριακές τιμές εκπομπών, ισοδύναμες παράμετροι και τεχνικά μέτρα
Άρθρο 16: Απαιτήσεις παρακολούθησης
Άρθρο 17: Γενικοί δεσμευτικοί κανόνες για δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I
Άρθρο 18: Ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος
Άρθρο 19: Εξελίξεις των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών
Άρθρο 20: Μεταβολές των εγκαταστάσεων εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης
Άρθρο 21: Επανεξέταση και αναπροσαρμογή των όρων της άδειας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής
Άρθρο 22: Παύση λειτουργίας εγκαταστάσεων
Άρθρο 23: Περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις
Άρθρο 24: Πρόσβαση στις πληροφορίες και συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία αδειοδότησης
Άρθρο 25: Πρόσβαση στη δικαιοσύνη
Άρθρο 26: Διασυνοριακές επιπτώσεις
Άρθρο 27: Αναδυόμενες τεχνικές
Κεφάλαιο III: Ειδικές διατάξεις για τις μονάδες καύσης
Άρθρο 28: Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 29: Κανόνες συνυπολογισμού
Άρθρο 30: Οριακές τιμές εκπομπών
Άρθρο 31: Ποσοστό αποθείωσης
Άρθρο 32: Μεταβατικό Εθνικό σχέδιο
Άρθρο 33: Παρέκκλιση περιορισμένης διάρκειας
Άρθρο 34: Μικρά απομονωμένα συστήματα
Άρθρο 35: Μονάδες τηλεθέρμανσης
Άρθρο 36: Γεωλογικοί σχηματισμοί του διοξειδίου του άνθρακα
Άρθρο 37: Ελαττωματική λειτουργία ή βλάβη του εξοπλισμού μείωσης των εκπομπών
Άρθρο 38: Παρακολούθηση των εκπομπών στην ατμόσφαιρα
Άρθρο 39: Τήρηση των οριακών τιμών εκπομπών
Άρθρο 40: Μονάδες καύσης μεικτής εστίας
Άρθρο 41: Εκτελεστικοί κανόνες
Κεφάλαιο IV: Ειδικές διατάξεις για τις μονάδες αποτέφρωσης και συναποτέφρωσης αποβλήτων
Άρθρο 42: Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 43: Ορισμός υπολειμμάτων
Άρθρο 44: Αιτήσεις για χορήγηση άδειας
Άρθρο 45: Όροι αδειοδότησης
Άρθρο 46: Έλεγχος των εκπομπών
Άρθρο 47: Βλάβες
Άρθρο 48: Παρακολούθηση των εκπομπών
Άρθρο 49: Συμμόρφωση προς τις οριακές τιμές εκπομπών
Άρθρο 50: Συνθήκες λειτουργίας
Άρθρο 51: Έγκριση της αλλαγής των συνθηκών λειτουργίας
Άρθρο 52: Παράδοση και παραλαβή αποβλήτων
Άρθρο 53: Υπολείμματα
Άρθρο 54: Ουσιαστική μετατροπή
Άρθρο 55: Υποβολή εκθέσεων και ενημέρωση του κοινού σχετικά με τις μονάδες αποτέφρωσης και συναποτέφρωσης αποβλήτων
Κεφάλαιο V: Ειδικές διατάξεις για τις εγκαταστάσεις και τις δραστηριότητες που χρησιμοποιούν οργανικούς διαλύτες
Άρθρο 56: Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 57: Ορισμοί
Άρθρο 58: Υποκατάσταση επικίνδυνων ουσιών
Άρθρο 59: Έλεγχος των εκπομπών
Άρθρο 60: Παρακολούθηση των εκπομπών
Άρθρο 61: Συμμόρφωση προς τις οριακές τιμές εκπομπών
Άρθρο 62: Υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη συμμόρφωση
Άρθρο 63: Ουσιαστική μετατροπή υφιστάμενων εγκαταστάσεων
Άρθρο 64: Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την υποκατάσταση οργανικών διαλυτών
Άρθρο 65: Πρόσβαση στις πληροφορίες
Κεφάλαιο VI: Ειδικές διατάξεις για τις εγκαταστάσεις παραγωγής
Άρθρο 66: Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 67: Απαγόρευση της διάθεσης αποβλήτων
Άρθρο 68: Έλεγχος των εκπομπών στα ύδατα
Άρθρο 69: Πρόληψη και έλεγχος των εκπομπών στην ατμόσφαιρα
Άρθρο 70: Παρακολούθηση των εκπομπών
Κεφάλαιο VII: Επιτροπή, μεταβατικές και τελικές διατάξεις
Άρθρο 71: Αρμόδιες αρχές
Άρθρο 72: Υποβολή εκθέσεων εκ μέρους των κρατών μελών
Άρθρο 73: Επανεξέταση
Άρθρο 74: Τροποποιήσεις των παραρτημάτων
Άρθρο 75: Διαδικασία επιτροπών
Άρθρο 76: Άσκηση της εξουσιοδότησης
Άρθρο 77: Ανάκληση της εξουσιοδότησης
Άρθρο 78: Διατύπωση αντιρρήσεων έναντι των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων
Άρθρο 79: Κυρώσεις
Άρθρο 80: Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
Άρθρο 81: Κατάργηση
Άρθρο 82: Μεταβατικές διατάξεις
Άρθρο 83: Έναρξη ισχύος
Άρθρο 84: Αποδέκτες
Παράρτημα I: Κατηγορίες δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 10
Παράρτημα II: Κατάλογος ρυπαντικών ουσιών
Παράρτημα III: Κριτήρια για τον καθορισμό βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών
Παράρτημα IV: Συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων
Παράρτημα V: Τεχνικές διατάξεις σχετικά με τις μονάδες καύσης
Παράρτημα VI: Τεχνικές διατάξεις για τις μονάδες αποτέφρωσης και συναποτέφρωσης αποβλήτων
Παράρτημα VII: Τεχνικές διατάξεις που αφορούν εγκαταστάσεις και δραστηριότητες στις οποίες χρησιμοποιούνται οργανικοί διαλύτες
Παράρτημα VIII: Τεχνικές διατάξεις για εγκαταστάσεις παραγωγής διοξειδίου του τιτανίου
Παράρτημα ΙΧ
Παράρτημα Χ: Πίνακας αντιστοιχίας
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Στρασβούργο, 24-11-2010.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
J. Buzek
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
O. Chastel
[1] ΕΕC 182/2009, σελίδα 46.
[2] ΕΕC 325/2008, σελίδα 60.
[3] Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10-03-2009 (ΕΕC 87E/2010, σελίδα 191) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 15-02-2010 (ΕΕC 107E/2010, σελίδα 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 07-07-2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 08-11-2010.
[4] ΕΕL 54/1978, σελίδα 19.
[5] ΕΕL 378/1982, σελίδα 1.
[6] ΕΕL 409/1992, σελίδα 11.
[7] ΕΕL 85/1999, σελίδα 1.
[8] ΕΕL 332/2000, σελίδα 91.
[9] ΕΕL 309/2001, σελίδα 1.
[10] ΕΕL 24/2008, σελίδα 8.
[11] ΕΕL 242/2002, σελίδα 1.
[12] ΕΕL 275/2003, σελίδα 32.
[13] ΕΕL 175/1985, σελίδα 40.
[14] ΕΕL 10/1997, σελίδα 13.
[15] ΕΕL 124/2005, σελίδα 4.
[16] ΕΕL 309/2001, σελίδα 22.
[17] ΕΕL 33/2006, σελίδα 1.
[18] ΕΕL 184/1999, σελίδα 23.
[19] ΕΕC 321/2003, σελίδα 1.