Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Το άρθρο 53 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 53: Διοικητική επίλυση της διαφοράς
1. Ο υπόχρεος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητα του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημοσίας οικονομικής υπηρεσίας.
2. Στις ακόλουθες περιπτώσεις η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομιά από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί περισσότερων από τον ένα από αυτούς ή από τον επίτροπο για δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένο ή υπό δικαστική αντίληψη από τον επίτροπο η αντιλήπτορα κατά περίπτωση και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του. Τα πρόσωπα που κατά το προηγούμενο εδάφιο προτείνουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 8 του άρθρου αυτού.
3. Η πρόταση υποβάλλεται, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει, μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησής του και, να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του.
4. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα στοιχεία που προσκομίζονται από το φορολογούμενο και όσα αναπτύσσονται απ' αυτόν εγγράφως ή προφορικώς, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο, μπορεί, εφ' όσον κρίνει το αίτημα βάσιμο ν' αποδεχθεί την ακύρωση του φύλλου ελέγχου ή τη διαγραφή των εισοδημάτων μερικών μόνο πηγών ή τον περιορισμό του συνόλου της φορολογητέας ύλης που αναφέρεται στο φύλλο ελέγχου ή μερικών μόνο πηγών ή της ίδιας πηγής ή του φόρου ή άλλου δικαιώματος. Ειδικά, όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα είτε από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος είτε αποκλειστικά μόνο τέτοια εισοδήματα που προέρχονται από βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί, κατά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, να περιορίζει την αμφισβητούμενη διαφορά μέχρι ποσοστό είκοσι πέντε τα εκατό (25%) αυτής.
5. Όταν δεν επιτυγχάνεται διοικητική επίλυση της διαφοράς κατά τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου, η φορολογική διαφορά παραπέμπεται δια διοικητική επίλυσή της, σε τριμελή επιτροπή η οποία κατά την κρίση της δε δεσμεύεται από την προηγούμενη κρίση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
6. Όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα είτε από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος είτε αποκλειστικά μόνο τέτοια εισοδήματα, που προέρχονται από βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, η διοικητική επίλυση της διαφοράς γίνεται από τριμελή επιτροπή η οποία μπορεί να περιορίζει την αμφισβητούμενη διαφορά μέχρι ποσοστό σαράντα τα εκατό (40%) αυτής.
7. Για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών των παραγράφων 5 και 6, συνιστάται στην έδρα κάθε νομαρχίας τριμελής επιτροπή η οποία αποτελείται:
α) Από τον πρόεδρο του διοικητικού πρωτοδικείου ο οποίος προεδρεύει αυτής ή από διοικητικό δικαστή που ορίζεται από αυτόν. Αν στην έδρα της νομαρχίας δεν εδρεύει διοικητικό πρωτοδικείο της επιτροπής προεδρεύει ο πρόεδρος των πρωτοδικών ή δικαστής πρωτοδικών ή ειρηνοδίκης ή πάρεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο των πρωτοδικών.
β) Από τον αρμόδιο επιθεωρητή δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών ή το νόμιμο αναπληρωτή τους ή από υπάλληλο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατηγορίας με βαθμό Α που ορίζει με απόφασή του ο επιθεωρητής των δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών. Προκειμένου για την περιοχή της τέως διοίκησης πρωτευούσης δύναται να μετέχει στην επιτροπή αντί του επιθεωρητή των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, υπάλληλος της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατηγορίας με βαθμό Α' της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
γ) Από έναν εκπρόσωπο, ή το νόμιμο αναπληρωτή του, του Οικονομικού ή του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Επαγγελματικού ή Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου ή από έναν οικονομικό υπάλληλο του νομού. Εισηγητής της επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζεται ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή υπάλληλος Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατηγορίας με βαθμό Β' τουλάχιστον της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας οριζόμενος από αυτόν. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατηγορίας της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που συνεδριάζει η επιτροπή. Η επιτροπή συνεδριάζει στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας του νόμου και για την περιοχή της τέως διοίκησης πρωτευούσης και της πόλης της Θεσσαλονίκης στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του οικείου νομάρχη. Η επιτροπή κρίνει χωρίς να δεσμεύεται από τυχόν προσδιορισμό της φορολογικής διαφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Στον πρόεδρο της επιτροπής, τα μέλη, τον εισηγητή και το γραμματέα καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε συνεδρίαση η οποία καθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. Η θητεία της επιτροπής είναι ετήσια. Τα μέλη της επιτροπής που δεν είναι δικαστικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους να δώσουν ενώπιον του προέδρου της επιτροπής τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου. Σε περίπτωση αναδιορισμού του ίδιου μέλους ο όρκος επαναλαμβάνεται. Αν τα ορισθέντα από τους ιδιώτες μέλη που κλητεύθηκαν επί αποδείξει δεν προσήλθαν κατά την ώρα και ημέρα που έχει ορισθεί για τη συνεδρίαση ή αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η σύμπραξη αυτών στην επιτροπή, καλούνται για αναπλήρωση τους, δύο δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην έδρα του νόμου που συνεδριάζει η επιτροπή από τον Πρόεδρο της επιτροπής ο οποίος ορίζει τον έναν αναπληρωτή του άλλου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα της λειτουργίας των επιτροπών αυτών καθώς και η συγκρότησή τους η οποία όμως μπορεί με εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών να ανατεθεί στους κατά τόπους αρμόδιους νομάρχες.
8. Αν συμπέσουν οι απόψεις του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και του υπόχρεου ή της επιτροπής και του υπόχρεου συντάσσεται και υπογράφεται και από τα δύο μέρη σχετική πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και ο πρόσθετος φόρος καθώς και το πρόστιμο που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 67 περιορίζονται στο ένα τρίτο (1/3) αυτού. Με την πράξη αυτή, που είναι αμετάκλητη, θεωρείται, ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά η μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα που επήλθε από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Σε περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η προσφυγή που ενδεχόμενα ασκήθηκε, θεωρείται ότι δεν έγινε ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
9. Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υπόχρεου, εφ' όσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο πληρεξουσιότητας. Στο έγγραφο αυτό, όταν είναι ιδιωτικό, το γνήσιο της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική Αρχή ή από συμβολαιογράφο.
10. Αν ο υπόχρεος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου είναι αγράμματος, το ιδιωτικό έγγραφο υπογράφεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η γνησιότητα των υπογραφών τους βεβαιώνεται όπως στην προηγούμενη παράγραφο ή αναπληρώνεται από έγγραφο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής, το οποίο περιέχει τη δήλωση που έγινε ενώπιον αυτών από τον υπόχρεο που δε γνώριζε, γραφή για το διορισμό πληρεξουσίου του.}
2. Στο άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 4600/1966, προστίθεται παράγραφος 1 και οι
παράγραφοι του άρθρου αυτού 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7 αριθμούνται
αντίστοιχα σε 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 και η παράγραφος 8 όπως αυτή
αριθμείται αντικαθίσταται ως ακολούθως:
{1. Δικαστικός συμβιβασμός χωρεί μόνο στις περιπτώσεις για τις οποίες ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας έχει δικαίωμα διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και εφ' όσον η υπόθεση δεν έχει παραπεμφθεί για διοικητική επίλυση στην τριμελή επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 53 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955.
8. Όταν καταργηθεί η δίκη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ο πρόσθετος φόρος ή η προσαύξηση λόγω ανακρίβειας της δήλωσης ή παράλειψης υποβολής δήλωσης που επιβλήθηκε, περιορίζεται στο ένα δεύτερο (1/2) του ποσοστού επί του οφειλόμενου κύριου φόρου που προβλέπεται από το νόμο και όπου η επιβολή αυτού προβλέπεται μεταξύ ανωτάτου και κατωτάτου ορίου, στο ένα δεύτερο (1/2) του κατωτάτου ορίου.}
3. Το άρθρο 59 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 59: Βεβαίωση του φόρου
1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το φόρο, αρχικό ή πρόσθετο, κατά περίπτωση που προκύπτει:
α) βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται,
β) βάσει των φύλλων ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 51, εφ' όσον αυτά έχουν οριστικοποιηθεί με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής.
γ) Βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού.
2. Για τη βεβαίωση του φόρου, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας συντάσσει και αποστέλλει στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τρία (3) έτη από το τέλος του έτους στο οποίο αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης. Η παράλειψη βεβαίωσης του φόρου στην προθεσμία των δυο (2) μηνών αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα.
3. Αμελείται η βεβαίωση του ποσού που τελικά οφείλεται με βάση οποιονδήποτε τίτλο βεβαίωσης, εφ' όσον τούτο δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες (1.500) δραχμές, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγό του. Επίσης, αμελείται η βεβαίωση και η καταβολή του ποσού της οφειλής η οποία προκύπτει στο συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου, εφ' όσον τούτο δεν υπερβαίνει το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) δραχμών και ο φορολογούμενος έχει υπερβεί την ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών. Αν το συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες (600.000) δραχμές, το διαθέσιμο εισόδημα που απομένει σ' αυτόν, μετά την αφαίρεση, της οφειλής η οποία προκύπτει από το εισόδημά του για κύριο και συμπληρωματικό φόρο, τέλη και εισφορές που συμβεβαιώνονται με το φόρο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τις εξακόσιες χιλιάδες (600.000) δραχμές.
4. Προκειμένου για τους εγγάμους, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 6, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα, καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά. Επίσης, εφ' όσον συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2, ή 3 του άρθρου 6, για την καταβολή της οφειλής η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που προσθέτεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται σε ολόκληρο και ο άλλος σύζυγος. Σε περίπτωση που με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το ποσό αυτής της οφειλής στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της οφειλής. Οι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης, στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 3 του άρθρου 11, ευθύνονται σε ολόκληρο με τους υπόχρεους για την καταβολή του φόρου και έχουν δικαίωμα αναγωγής.
5. Φόρος που βεβαιώνεται κατά τη διάρκεια του οικείου οικονομικού έτους ή μεταγενέστερα από τη λήξη του
α) ύστερα από διοικητική επίλυση της διαφοράς ή δικαστικό συμβιβασμό και
β) με βάση φύλλο ελέγχου που έγινε οριστικό λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται ως ακολούθως:
α) Για οφειλή μέχρι 30.000 δραχμές σε μία (1) δόση.
β) Για οφειλή από 30.001 - 100.000 δραχμές σε τρεις (3) ίσες μηνιαίες δόσεις.
γ) Για οφειλή από 100.001 - 1.000.000 δραχμές σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις.
δ) Για οφειλή από 500.001 - 1.000.000 δραχμές σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις.
ε) Για οφειλή από 1.000.001 και άνω δραχμές σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να μεταβάλλονται τα κλιμάκια και ο αριθμός των δόσεων στις οποίες καταβάλλεται ο φόρος. Φόρος που βεβαιώνεται με βάση απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από τη βεβαίωση της οφειλής.
6. Αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν φόρων και τελών. Το ποσοστό αυτό βεβαιώνεται στα μέλη της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρίας, της κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα στην περίπτωση που δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το νομικό πρόσωπο ή την ένωση προσώπων εμπρόθεσμη προσφυγή κατά της πράξης που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 16Α. Για τον προσδιορισμό που βεβαιώνεται μ' αυτό τον τρόπο καταβάλλεται, σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από τη βεβαίωση της οφειλής.
7. Φόρος που έχει ήδη βεβαιωθεί κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου, εκπίπτει ή επιστρέφεται κατά περίπτωση, τυχόν άσκηση έφεσης από το Δημόσιο κατά οριστικών αποφάσεων διοικητικών πρωτοδικείων δεν αναστέλλει σε καμιά περίπτωση τη διαδικασία της έκπτωσης των ποσών που βεβαιώθηκαν ή της επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν αλλά δεν οφείλονται βάσει των αποφάσεων αυτών.
8. Βάσει των αποφάσεων των διοικητικών εφετείων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας προβαίνει σε νέα εκκαθάριση φόρου και ενεργεί συμπληρωματική βεβαίωση του επί πλέον φόρου που τυχόν οφείλεται η έκπτωση του επιπλέον ποσού φόρου που βεβαιώθηκε.
9. Φόροι, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου που εκδόθηκε μετά από τον προσωρινό έλεγχο που προβλέπεται από τις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 18 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 1160/1981 (ΦΕΚ 147/Α/1981) καταβάλλονται εφάπαξ. Η τυχόν άσκηση προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου δεν αναστέλλει την προσωρινή βεβαίωση του φόρου. Από το φόρο, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται τελεσίδικα βάσει του οριστικού φύλλου ελέγχου ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκπίπτει τα ποσά που καταλογίστηκαν με το προσωρινό φύλλο ελέγχου.}
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 65 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
{2. Για την ακύρωση ή τροποποίηση του φύλλου ελέγχου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αποφαίνεται το αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο, το οποίο αποφασίζει, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ύστερα από αίτηση του φορολογούμενου για όλες τις περιπτώσεις ή του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για τις περιπτώσεις γ', δ', ε' της ίδιας παραγράφου. Εξαιρετικά, για τις περιπτώσεις β', γ' και δ' η ακύρωση ή τροποποίηση του φύλλου ελέγχου δύναται να γίνει από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσα σε διάστημα τριών (3) ετών από την οριστική βεβαίωση. Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου προσδιορίζεται κατά προτίμηση μέσα σε τρεις (3) μήνες το αργότερο από την κατάθεση της αίτησης, ή τη διαβίβαση του φακέλου σ' αυτό όταν η ακύρωση ή τροποποίηση ζητείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.}