Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του άρθρου 9, απαγορεύεται να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του παρόντος νόμου.
2. Για την οπλοκατοχή και την οπλοφορία αυτών που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις, στην Ελληνική Αστυνομία, στο Πυροσβεστικό και Λιμενικό Σώμα, στην υπηρεσία εξωτερικής φρούρησης, στην τελωνειακή υπηρεσία και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, εφαρμόζονται οι ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις. Εφόσον δεν υφίστανται τέτοιες διατάξεις, με κοινή απόφαση του οικείου υπουργού και του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, καθορίζονται οι περιπτώσεις, οι προϋποθέσεις και οι αναγκαίες λεπτομέρειες, με τις οποίες είναι δυνατή κατ' εξαίρεση από τη γενική απαγόρευση, η οπλοφορία του προσωπικού κάθε υπουργείου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 2 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του νόμου 4678/2020 (ΦΕΚ 70/Α/2020).
|
3. Έλληνες πολίτες, που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, δύνανται να οπλοφορούν, μετά από άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής τους, στις εξής περιπτώσεις:
α. Για την ατομική τους ασφάλεια μετά από γνώμη του αρμόδιου εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, εφόσον συντρέχουν ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι και εξετασθούν επιτυχώς, ιδίως σε θέματα λύσης, αρμολόγησης, γέμισης, απογέμισης και ασφαλούς χρήσης, μεταφοράς και φύλαξης του αιτουμένου όπλου. Για την εξέτασή τους στα ως άνω θέματα οι αιτούντες καταβάλλουν παράβολο ύψους 150 ευρώ υπέρ Δημοσίου, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται ανά διετία με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Από την ως άνω εξέταση, εξαιρούνται οι υπηρετούντες ή υπηρετήσαντες ως μόνιμοι στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, ως κατέχοντες υπηρεσιακά όπλα.
β. Για την προστασία προσώπων, την ασφάλεια δημόσιων καταστημάτων, τραπεζών, μουσείων, μεταφοράς χρημάτων ή αξιών, οικημάτων που έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας, επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ή προοριζόμενων για εξυπηρέτηση της εθνικής άμυνας ή άλλων μεγάλης αξίας και σπουδαιότητας επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων. Στις περιπτώσεις αυτές η άδεια κατοχής χορηγείται στο όνομα εκείνων που νόμιμα εκπροσωπούν τους ανωτέρω φορείς, ενώ η άδεια οπλοφορίας στο όνομα εκείνων στους οποίους ανατίθεται η ασφάλεια των προσώπων, των εγκαταστάσεων, οικημάτων, πολύτιμων αντικειμένων, αξιών και χρηματαποστολών. Στην άδεια οπλοφορίας αναγράφονται οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί ο κάτοχός της να φέρει τα όπλα που διαλαμβάνονται σ' αυτή.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 59 του νόμου 4249/2014 (ΦΕΚ 73/Α/2014).
|
4. Με τις καθοριζόμενες στην παράγραφο 3 προϋποθέσεις, δύναται η αρμόδια αστυνομική αρχή να χορηγεί άδεια οπλοφορίας και σε υπηκόους κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, οι οποίοι κατοικούν ή διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα. Με τις ίδιες προϋποθέσεις και με τους όρους της αμοιβαιότητας, είναι δυνατό σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επιτραπεί η οπλοφορία και σε άλλους αλλοδαπούς, οι οποίοι κατοικούν στην Ελλάδα.
4Α. Δεν απαιτείται η έκδοση άδειας οπλοφορίας για τους υπηρετούντες σε αρχές επιβολής του νόμου κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτων χωρών, καθώς και για τους υπηρετούντες σε όργανα, φορείς, αποστολές ή οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι αποστέλλονται, με σχετική πιστοποίηση, στην Ελληνική Επικράτεια αποκλειστικά και μόνον για τις ανάγκες διενέργειας κοινών επιχειρήσεων με τις Ελληνικές Αρχές ή συμμετοχής σε επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, εφόσον ο οπλισμός που θα φέρουν κατέχεται από αυτούς νόμιμα βάσει της εθνικής νομοθεσίας της χώρας προέλευσής τους. Τα στοιχεία των συμμετεχόντων στις επιχειρήσεις, καθώς και ο φερόμενος οπλισμός, γνωστοποιούνται στο εθνικό σημείο επαφής με τον αρμόδιο για τη διεξαγωγή των ως άνω επιχειρήσεων οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πριν την άφιξη των συμμετεχόντων στην Ελληνική Επικράτεια.
5. Κατ' εξαίρεση και με τον όρο της αμοιβαιότητας, μετά από άδεια που χορηγείται από την αρμόδια αστυνομική αρχή, ύστερα από αίτηση αλλοδαπής αρχής και γνώμη του Υπουργείου Εξωτερικών, επιτρέπεται η οπλοφορία διπλωματικών υπαλλήλων, στρατιωτικών ακολούθων ή αστυνομικών ξένων χωρών, οι οποίοι υπηρετούν στις πρεσβείες ή προξενεία των χωρών τους στην Ελλάδα ή συνοδεύουν επίσημα πρόσωπα ή έρχονται στην Ελλάδα για παραλαβή διωκόμενων ατόμων των οποίων έχει αποφασισθεί η έκδοση.
6. Οι προβλεπόμενες από τις παραγράφους 3, 4, 4)α και 5 άδειες οπλοφορίας χορηγούνται μόνο για περίστροφα ή πιστόλια της κατηγορίας Β' του Παραρτήματος Ι. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 περίπτωση β', πλην της περίπτωσης οπλοφορίας για την προστασία προσώπων είναι δυνατόν να επιτραπεί η οπλοφορία και με πυροβόλα όπλα της κατηγορίας Α' του Παραρτήματος Ι ή άλλα πυροβόλα όπλα του Παραρτήματος Ι, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ασφάλειας, σύμφωνα με όσα ορίζονται με την απόφαση της περίπτωσης ι)β' της παραγράφου 2 του άρθρου 2.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 6 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του νόμου 4678/2020 (ΦΕΚ 70/Α/2020).
|
7. Άδεια οπλοφορίας χορηγείται επίσης για άσκηση στη σκοποβολή, με τα όπλα που κάθε φορά επιτρέπονται γι' αυτόν το σκοπό. Οι άδειες αυτές χορηγούνται από την αρμόδια αστυνομική αρχή στο όνομα μελών αναγνωρισμένων αθλητικών σωματείων, που επιδιώκουν την προαγωγή του αθλήματος της σκοποβολής. Ο κάτοχος της άδειας επιτρέπεται να οπλοφορεί μέσα στους χώρους άσκησης, κατά τη μετάβαση προς και επιστροφή από τον χώρο αυτόν, από τόπο σε τόπο προς συμμετοχή σε επίσημους αγώνες σκοποβολής, από και προς τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές για διεκπεραίωση υποθέσεων που αφορούν στο όπλο και την άδεια αυτού, καθώς και από και προς το κατάστημα επισκευής ή εμπορίας όπλων. Η άσκηση των ανηλίκων γίνεται με την εποπτεία των υπευθύνων των σκοπευτηρίων ή αθλητικών σωματείων.
Οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων τις παρούσας παραγράφου καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Δημόσιας Ανάγκης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 7 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του νόμου 4678/2020 (ΦΕΚ 70/Α/2020).
|
8. Με τη Λήξη της ισχύος της άδειας, που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 και των παραγράφων 3, 4, 5, 6 και 7 του παρόντος ή με την ανάκλησή της, αφαιρείται από την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή το όπλο και τα φυσίγγια. Τα όπλα και φυσίγγια κρατούν, Τα από την αστυνομική ή λιμενική αρχή της αφαίρεσε μέχρι δύο (2) χρόνια. Αν στο διάστημα της διετίας χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο νέα άδεια ή ανανεωθεί η αρχική, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου αυτού, τα ανωτέρω είδη επιστρέφονται. Με άδεια των αστυνομικών αρχών επιτρέπεται η πώληση ή διάθεσή τους από τους ιδιοκτήτες τους κατά το διάστημα της διμηνίας ή πριν από τη λήξη ή ανάκληση της άδειας, σε εμπόρους ή άτομα που έχουν άδεια της αστυνομικής αρχής για την αγορά τους. Σε περίπτωση που δεν πληρωθούν ή διατεθούν τα όπλα και τα φυσίγγια ή δεν χορηγηθεί νέα άδεια ή δεν ανανεωθεί η αρχική, τα όπλα και τα φυσίγγια μετά την παρέλευση της διετίας κατάσχονται και περιέρχονται αυτοδίκαιες στο Δημόσιο, εγγραφόμενα με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας τάξης ή εμπορικής Ναυτιλίας στο υλικό της ελληνικής αστυνομίας ή του λιμενικού σώματος αντίστοιχα.
9. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζεται η διαδικασία για τη χορήγηση των αδειών οπλοφορίας και κατοχής όπλου, ο τρόπος ανάκλησής τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
10. α. Άδεια θήρας χορηγείται από τις αρμόδιες δασικές αρχές μόνο σε άτομα που είναι εφοδιασμένα με άδεια κατοχής κυνηγετικού όπλου ή βεβαίωση της αρμόδιας αστυνομικής αρχής ότι πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας κατοχής κυνηγετικού όπλου. Για την έκδοση της βεβαίωσης αυτής υποβάλλονται τα δικαιολογητικά που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας κατοχής κυνηγετικού όπλου.
β. Η οπλοφορία με όπλα για θήρα απαγορεύεται, εκτός των περιπτώσεων της χρήσης για άσκηση θήρας ή σκοποβολής, της μετάβασης προς και επιστροφής από τους χώρους αυτούς, από και προς τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές για διεκπεραίωση υποθέσεων που αφορούν στο όπλο και την άδεια αυτού, καθώς και από και προς το κατάστημα επισκευής ή εμπορίας όπλων. Στις περιπτώσεις αυτές κατά τη διέλευση από κατοικημένες περιοχές τα άπλα πρέπει να φέρονται κενά εντός θήκης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 10 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 7 του νόμου 4678/2020 (ΦΕΚ 70/Α/2020).
|
11. Απαγορεύεται να φέρουν αεροβόλα όπλα και τουφέκια αλιείας άτομα που δεν συμπλήρωσαν το 18ο και 16ο έτος της ηλικίας τους, αντίστοιχα. Η μεταφορά αυτών επιτρέπεται μόνο από τον τόπο κατοικίας στο χώρο άσκησης στη σκοποβολή και αλιεία και αντίστροφα. Η χρήση των όπλων αυτών έξω από τους ειδικούς χώρους που προορίζονται για την άσκηση στη σκοποβολή ή την αλιεία απαγορεύεται.
12. Δεν επιτρέπεται σε όσους οπλοφορούν νόμιμα να φέρουν τα όπλα τους σε ελεγχόμενους κατά τον κανονισμό της Πολιτικής Αεροπορίας χώρους των αεροδρομίων, εκτός των αστυνομικών και τελωνειακών υπαλλήλων κατά το χρόνο εκτέλεσης της υπηρεσίας τους στους χώρους αυτούς.
13. α. Όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, πλην των αναφερομένων στην επόμενη περίπτωση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 600 €. Θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση και διπλασιάζονται τα κατώτερα όρια ποινών, όταν τα ανωτέρω είδη φέρονται σε συνελεύσεις, πανηγύρεις, δημόσιες συναθροίσεις, κέντρα διασκέδασης ή παιγνίων, καταστήματα πώλησης οινοπνευματωδών ποτών ή εντός μεταφορικών μέσων δημόσιας μεταφοράς προσώπων ή εντός ή πλησίον ελεγχόμενων χώρων αεροδρομίων.
β. Όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 περίπτωση α' υποπεριπτώσεις α)α' έως α)ζ' και ι)ε' και περίπτωση 2 συσκευές ή εγκαταστάσεις που προορίζονται για τον φωτισμό του στόχου ή των σκοπευτικών του όπλου και σκοπευτικές διόπτρες όπλων, καθώς και όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών και χρηματική ποινή.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 13 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 7 του νόμου 4678/2020 (ΦΕΚ 70/Α/2020).
|