Νόμος 2331/95 - Άρθρο 17

Άρθρο 17


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Στο έβδομο βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επέρχονται οι

ακόλουθες τροποποιήσεις:

 

1. Το άρθρο 869 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Άρθρο 869

 

1. Η συμφωνία για διαιτησία καταρτίζεται εγγράφως. Έγγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων. Αν αυτοί που συνομολόγησαν τη συμφωνία εμφανιστούν στους διαιτητές και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική διαδικασία, η έλλειψη εγγράφου θεραπεύεται.

 

2. Η συμφωνία για διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις.}

 

2. Οι παράγραφοι 3 έως 5 του άρθρου 871, που προστέθηκαν με το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 1816/1988 και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 παράγραφος 13 του νόμου 2145/1993, καταργούνται, προστίθεται δε άρθρο 871Α που έχει ως εξής:

 

{Άρθρο 871Α

 

1. Ο ορισμός δικαστικών λειτουργών ως διαιτητών ή επιδιαιτητών διέπεται από τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.

 

2. Δικαστικός λειτουργός μπορεί να είναι μόνο μοναδικός διαιτητής (μονομελής διαιτησία) ή επιδιαιτητής. Δεν μπορεί να ασκήσει διαιτητικά έργα ο δικαστικός λειτουργός που δεν έχει συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον συνολική δικαστική υπηρεσία.

 

3. Αν η διαιτησία, κατά τη συμφωνία των μερών, προβλέπεται ότι θα διεξαχθεί από δικαστικό λειτουργό ορισμένου δικαστηρίου, αυτός είναι ο εκάστοτε εκ περιτροπής καλούμενος κατά τη σειρά αρχαιότητας μεταξύ των υπηρετούντων στο δικαστήριο αυτό προέδρων και δικαστών την ημέρα κατάθεσης της αίτησης. Το όνομα του δικαστικού αυτού λειτουργού γνωστοποιείται στον αιτούντα από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο.

 

4. Ορισμός συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού ως διαιτητή ή επιδιαιτητή, είτε ονομαστικά είτε έμμεσα, με κριτήριο τη θέση ή ιδιότητα που έχει ή θα έχει στο μέλλον, είναι άκυρος. Η ακυρότητα αυτή δεν επιδρά στη συμφωνία για τη διαιτησία. Στην περίπτωση αυτή διαιτητής ή επιδιαιτητής είναι ο κατά την προηγούμενη παράγραφο καλούμενος από το δικαστήριο, στο οποίο ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός υπηρετούσε κατά την κατάρτιση της διαιτητικής συμφωνίας.

 

5. Αν η διαιτησία, κατά τη συμφωνία των μερών, προβλέπεται ότι θα διεξαχθεί από δικαστικό λειτουργό, χωρίς όμως να καθορίζεται με την ίδια ή με μεταγενέστερη συμφωνία το δικαστήριο από το οποίο θα προέλθει, θεωρείται ότι τα μέρη απέβλεπαν στο δικαστήριο του τόπου όπου καταρτίστηκε η συμφωνία για τη διαιτησία. Αν στον τόπο κατάρτισης της συμφωνίας λειτουργούν δικαστήρια διαφόρων δικαιοδοσιών ή βαθμών και δεν προκύπτει από τη συμφωνία εκείνο στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη, θεωρείται ότι απέβλεψαν στο πολιτικό πρωτοδικείο και, αν πρόκειται για διοικητική διαφορά, στο διοικητικό πρωτοδικείο.

 

6. Σε κάθε δικαστήριο τηρείται από τη γραμματεία ιδιαίτερο βιβλίο, στο οποίο καταχωρίζονται για καθεμία από τις διαιτησίες και σε χωριστή στήλη, τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, καθώς και του μοναδικού διαιτητή ή επιδιαιτητή, οι χρονολογίες έκδοσης της απόφασης και της κατάθεσής της, καθώς και ο αριθμός της.

 

7. Ο κατά τις προηγούμενες διατάξεις καλούμενος δικαστικός λειτουργός υποχρεούται να διεξαγάγει τη διαιτησία η οποία αποτελεί μέρος των δικαστικών του καθηκόντων. Σε περίπτωση νόμιμου κωλύματος ή λόγου εξαίρεσης καλείται ο κατά σειράν επόμενος. Μεταγενέστερη μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση του δικαστικού λειτουργού δεν επιδρά στην ιδιότητά του ως μοναδικού διαιτητή ή επιδιαιτητή.

 

8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και όταν με τη συμφωνία των μερών προβλέπεται ότι ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής θα είναι εισαγγελικός λειτουργός.}

 

3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 882, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του νόμου [Ν] 1816/1988 και την παράγραφο 17 του άρθρου 9 του νόμου 2145/1993, αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Αν ο επιδιαιτητής είναι δικαστικός λειτουργός, η αμοιβή του ρυθμίζεται από το άρθρο 882 Α και οι διαιτητές λαμβάνουν συνολικώς τα δύο τρίτα της κατά την παρούσα παράγραφο αμοιβής. Το ποσό της αμοιβής κατά διαιτητή ή επιδιαιτητή που δεν έχει την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές εκτός αν η διαιτησία είναι διεθνής.}

 

4. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 7 του άρθρου 882, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του νόμου [Ν] 1816/1988 και την παράγραφο 18 του άρθρου 9 του νόμου 2145/1993 αντικαθίστανται από τις ακόλουθες διατάξεις:

 

{7. Στους διαιτητές και στον επιδιαιτητή, εάν δεν έχει ιδιότητα δικαστικού λειτουργού, καταβάλλεται ποσοστό ίσο με το ογδόντα τοις εκατό (80%) της αμοιβής τους. Το υπόλοιπο είκοσι τοις εκατό (20%) καταβάλλεται συγχρόνως στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑΧΔΙΚ). Εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή του κατά το προηγούμενο εδάφιο ποσοστού είναι προϋπόθεση για την κατά το άρθρο 893 κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως και την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως.}

 

5. Μετά το άρθρο 882 προστίθεται άρθρο 882Α, που έχει ως εξής:

 

{Άρθρο 882 Α

 

1. Η αμοιβή δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού ως μοναδικού διαιτητή ή ως επιδιαιτητή, κατανεμόμενη κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) επί της μέχρι 2.000.000 δραχμών αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 11, το τέσσερα τοις εκατό (4%) επί του επιπλέον και μέχρι 5.000.000 δραχμών τμήματος της αξίας αυτής, το 3% επί του περαιτέρω και μέχρι 10.000.000 δραχμών τμήματος αυτής. το 2% επί του επιπλέον και μέχρι 50.000.000 δραχμών τμήματος αυτής και το 1% επί του περαιτέρω τμήματος της αξίας, ούτε μπορεί να είναι ανώτερη των 15.000.000 δραχμών και επί διεθνών διαιτησιών των 20.000.000 δραχμών. Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, η αμοιβή του δικαστικού λειτουργού καθορίζεται από αυτόν, όχι όμως άνω του ορίου των 10.000.000 δραχμών. Στην περίπτωση αυτή, καθώς και όταν ο καθορισμός της αμοιβής στηρίζεται σε αποτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς από το διαιτητή ή επιδιαιτητή, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του προηγούμενου άρθρου 882. Το ποσό της αμοιβής διπλασιάζεται αν ο δικαστικός λειτουργός έχει βαθμό προέδρου εφετών, εφέτη, εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα εφετών, Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τριπλασιάζεται αν έχει βαθμό Αρεοπαγίτη ή Συμβούλου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άνω, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές και προκειμένου περί διεθνών διαιτησιών τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές.

 

2. Από το ποσό της αμοιβής ο δικαστικός λειτουργός λαμβάνει ποσοστό 35%, 25%, καταβάλλεται συγχρόνως σε ειδικό λογαριασμό του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑΧΔΙΚ), το δε υπόλοιπο 40% κατατίθεται σε έντοκο λογαριασμό και περιέρχεται σε κοινά ταμείο που τηρείται από τον οικείο πρόεδρο ή εισαγγελέα, ο οποίος τον Ιανουάριο κάθε τρίτου έτους κατανέμει το σύνολο των ποσών και των τόκων των δύο προηγούμενων ετών σε όλους τους δικαστές ή τους εισαγγελείς που υπηρετούν στο δικαστήριο ή στην εισαγγελία, κατά το χρόνο της κατανομής. Εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή των κατά το προηγούμενο εδάφιο ποσοστών είναι προϋπόθεση για την κατά το άρθρο 893 κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως και την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως. Στην κατά την παρούσα παράγραφο διανομή μετέχουν και όσοι δεν έχουν συμπληρώσει την κατά το άρθρο 871Α, παράγραφος 2, εδάφιο β', πενταετία. Η πρώτη κατανομή μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος θα γίνει τον Ιανουάριο του 1998.

 

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3, 4, 5 και 7 εδάφιο 3 του προηγούμενου άρθρου 882, εκτός από τη διάταξη του εδαφίου β' της παραγράφου 4, εφαρμόζονται αναλόγως και στη διαιτητική αμοιβή δικαστικών λειτουργών.}

 

6. α. Οι διατάξεις των τριών πρώτων εδαφίων της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του νόμου [Ν] 1816/1988 αντικαθίστανται ως εξής:

 

{1. Αν μοναδικός διαιτητής - επιδιαιτητής είναι δικαστικός λειτουργός ως γραμματέας προσλαμβάνεται δικαστικός υπάλληλος. Σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας ως γραμματέας μπορεί να προσληφθεί άλλο πρόσωπο αν η σύνθεση της διαιτησίας επιβάλλει ειδικές γνώσεις. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία για καθήκοντα γραμματέως προσλαμβάνεται δικαστικός υπάλληλος, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 871Α παράγραφος 3 έως 7 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αμοιβή του δικαστικού υπαλλήλου που εκτελεί χρέη γραμματέα περιλαμβάνεται στα έξοδα διεξαγωγής της διαιτησίας και είναι το 15% της αμοιβής του μοναδικού διαιτητή ή του επιδιαιτητή.}

 

β. Το όνομα του γραμματέα της διαιτησίας γνωστοποιείται στον αιτούντα και στο Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου που διευθύνει το Δικαστήριο. Οι διατάξεις σχετικά με το ύψος και την κατανομή της αμοιβής του γραμματέα της διαιτησίας εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις διαιτησιών της παραγράφου 3 του άρθρου 18 αυτού του νόμου. Όσοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν ορισθεί γραμματείς διαιτησίας από τη δημοσίευση του νόμου [Ν] 1816/1988 και εξής δεν έχουν δικαίωμα να οριστούν γραμματείς διαιτησίας εκ νέου αν δεν παρέλθει πενταετία από την ημέρα του τελευταίου διορισμού τους.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.