Νόμος 4281/14 - Άρθρο 182

Άρθρο 182: Προσφυγή ενώπιον της Αρχής / άλλου οργάνου


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας οφείλει, μέσα σε προθεσμία 10 ημερών, αφότου έλαβε πλήρη γνώση της παράνομης πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής / του αναθέτοντος φορέα ή της κεντρικής αρχής προμηθειών, να υποβάλει προσφυγή ενώπιον της Αρχής ή άλλου οργάνου που ορίζεται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181, με ταυτόχρονη κοινοποίησή της στην αναθέτουσα αρχή / στον αναθέτοντα φορέα ή στην κεντρική αρχή προμηθειών, υποβάλλοντας πλήρη φάκελο, όπου θα προσδιορίζονται ειδικώς οι νομικές και πραγματικές αιτιάσεις που δικαιολογούν το αίτημά του. Με την προσφυγή του προηγούμενου εδαφίου ζητείται η ακύρωση ή η τροποποίηση της παράνομης πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής/του αναθέτοντα φορέα ή της κεντρικής αρχής προμηθειών. Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, ως πλήρης νοείται η γνώση της πράξης που βλάπτει τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα, καθώς και της αιτιολογίας της. Ειδικά για την άσκηση προσφυγής κατά της διακήρυξης ή πρόσκλησης, η πλήρης γνώση αποδεικνύεται με βεβαίωση παραλαβής ή αποστολής της στον προσφέροντα / υποψήφιο και, ελλείψει τέτοιας βεβαίωσης, τεκμαίρεται ότι συντελέστηκε στο μέσον του χρονικού διαστήματος από την έναρξη της διαδικασίας σύναψης σύμβασης κατά το άρθρο 37 μέχρι την λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών / αιτήσεων συμμετοχής, που ορίζεται στα έγγραφα της σύμβασης.

 

2. Για το παραδεκτό της άσκησης της προσφυγής της παραγράφου 1 κατατίθεται παράβολο, το ύψος του οποίου ορίζεται αναλογικά προς την, χωρίς να συνυπολογίζεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας, εκτιμώμενη αξία της υπό ανάθεση σύμβασης με κλιμακωτό τρόπο και με ορισμό ανώτατου και κατώτατου ορίου ως προς το καταβαλλόμενο ποσό. Δεν μπορεί το κατώτατο όριο να είναι μικρότερο των 200 € και το ανώτατο όριο να υπερβαίνει τις 10.000 €. Σε περίπτωση ποσοστιαίου υπολογισμού του παραβόλου, το ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1% επί της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης. Το παράβολο δύναται να υπολογίζεται με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό ύψος ανάλογα με το αν πρόκειται για σύμβαση υψηλής ή χαμηλής αξίας κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 23 αντίστοιχα. Αν στα έγγραφα της σύμβασης παρέχεται η δυνατότητα υποβολής προσφοράς για τμήμα μόνον της υπό ανάθεση σύμβασης, το ύψος του παραβόλου υπολογίζεται επί της, χωρίς να συνυπολογίζεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας, εκτιμώμενης αξίας του τμήματος ή των τμημάτων της σύμβασης για το οποίο συμμετέχει ο προσφεύγων. Το παράβολο της παραγράφου αυτής αποτελεί έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται κλιμακωτά το ύψος του παραβόλου, ο τρόπος υπολογισμού του, το ανώτατο και κατώτατο όριο αυτού, ο τρόπος και ο χρόνος κατάθεσης και είσπραξης του παραβόλου, ο τρόπος απόδειξης της είσπραξής του, η τυχόν απόδοσή του, σε περίπτωση ολικής ή μερικής αποδοχής της προσφυγής, ή σε περίπτωση παραίτησης του προσφεύγοντος από την προσφυγή του πριν τη συζήτησή της. Με όμοιο προεδρικό διάταγμα προβλέπεται επίσης συγκεκριμένο ποσό παραβόλου σε περίπτωση που η εκτιμώμενη αξία της υπό ανάθεση σύμβασης δεν είναι γνωστή κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, καθώς και η δυνατότητα να ζητηθεί η καταβολή της διαφοράς σε περίπτωση που κατά τη διαδικασία εκδίκασης της προσφυγής διαπιστωθεί ότι το ποσό του παραβόλου που κατεβλήθη ήταν πολύ χαμηλό.

 

3. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής του άρθρου αυτού και η άσκησή της κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης. Κατά τα λοιπά, η άσκηση προσφυγής δεν κωλύει την πρόοδο της διαγωνιστικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη της έκδοσης της πράξης της παραγράφου 2 του άρθρου 183.

 

4. Η προσφυγή κοινοποιείται με φροντίδα του προσφεύγοντος σε κάθε θιγόμενο από τυχόν ολική ή μερική παραδοχή της ή στον εκπρόσωπο ή στον αντίκλητο αυτού. Η παράλειψη της κοινοποίησης αυτής δεν επάγεται απαράδεκτο της προσφυγής.

 

5. Η κοινοποίηση της προσφυγής στην αναθέτουσα αρχή/στον αναθέτοντα φορέα ή στην κεντρική αρχή προμηθειών που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πραγματοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 36 του παρόντος, όπως με η επιστολή, με τηλεομοιοτυπία, με τα ηλεκτρονικά μέσα και το τηλέφωνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 36 του παρόντος. Εντός δέκα ημερών από την κατάθεση της προσφυγής, η αναθέτουσα αρχή/ο αναθέτων φορέας ή η κεντρική αρχή προμηθειών οφείλει, εφόσον έχει ειδοποιηθεί κατά τα ανωτέρω, να αποστείλει στην Αρχή/άλλο όργανο που ορίζεται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181 με κάθε πρόσφορο μέσο τον διοικητικό φάκελο και τις τυχόν απόψεις της. Σε περίπτωση μη αποστολής φακέλου από την αναθέτουσα αρχή / τον αναθέτοντα φορέα ή την κεντρική αρχή προμηθειών, η Αρχή / άλλο όργανο που ορίζεται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181 μπορεί να συνάγει τεκμήριο ομολογίας της αναθέτουσας αρχής / του αναθέτοντος φορέα ή της κεντρικής αρχής προμηθειών για την πραγματική βάση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος. Το ίδιο τεκμήριο μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει, όταν έχουν αποσταλεί ορισμένα στοιχεία από την αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα ή την κεντρική αρχή προμηθειών, όμως η Αρχή/ άλλο όργανο που ορίζεται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181 μπορεί να κρίνει ότι είναι ελλιπή και δεν επαρκούν για την πιθανολόγηση του βάσιμου των προβαλλόμενων αιτιάσεων. Η Αρχή / άλλο όργανο που ορίζεται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181, σταθμίζοντας τις συντρέχουσες σε κάθε περίπτωση συνθήκες και εφόσον κρίνει ότι η παράλειψη αποστολής φακέλου και απόψεων ή η καθυστερημένη αποστολή τους καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή την ουσιαστική παροχή έννομης προστασίας, μπορεί, με την απόφαση επί της προσφυγής, να επιβάλει αυτεπαγγέλτως χρηματική κύρωση στην αναθέτουσα αρχή / στον αναθέτοντα φορέα. Το ποσό της κύρωσης αυτής δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 500 € ούτε μεγαλύτερο από 5.000 € και καταβάλλεται μία φορά για κάθε στάδιο της διαδικασίας ανάθεσης, αποτελεί δε έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, ορίζεται ο τρόπος και χρόνος κατάθεσης και είσπραξης της χρηματικής κύρωσης, ο τρόπος απόδειξης της είσπραξής της, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

6. Δεν επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής κατά πράξης, η οποία δέχεται εν όλω ή εν μέρει προσφυγή άλλου προσώπου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 57 του νόμου 4403/2016 (ΦΕΚ 125/Α/2016).

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.