Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 1101/90

ΣτΕ 1101/1990


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1101/1990

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

1. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, ασκουμένη ατελώς ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 234/4/04-01-1988 αποφάσεως του Αναπληρωτού Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 138/Δ/1988), με την οποίαν εγκρίνεται το γενικό πολεοδομικό σχέδιο της Κοινότητος Αμαρύνθου νομού Ευβοίας.

 

2. Επειδή, ο νόμος 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983) ορίζει στο άρθρο 1 ότι:

 

{1. Επιτρέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου: α) η επέκταση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων καθώς και οικισμών που υπάρχουν πριν το έτος 1923, β) η ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο ή η επέκταση οικισμών μεταγενεστέρων του 1923 που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, γ) η ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο περιοχών για την εξυπηρέτηση άλλων χρήσεων πλην της κατοικίας, αναγκαίων για την κατάλληλη οργάνωση της πόλης ή του οικισμού.

 

2. Οι επεκτάσεις και εντάξεις των περιπτώσεων α και β της προηγουμένης παραγράφου αναφέρονται σε περιοχές κυρίας κατοικίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 αυτού του νόμου.

 

3. Οι εντάξεις και επεκτάσεις των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 1 γίνονται κατά οργανικές πολεοδομικές ενότητες (γειτονιές ) ...

 

4. Στις πολεοδομικές ενότητες της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου μπορεί να υπάγονται και τμήματα εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών προ του 1923, οι ρυθμίσεις όμως αυτού του νόμου εφαρμόζονται μόνο για το μέρος εκείνο των πολεοδομικών αυτών ενοτήτων που απομένει μετά την εξαίρεση των πυκνοδομημένων περιοχών των οικισμών προ του 1923 καθώς και τμημάτων με εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13...}

 

Ο ίδιος νόμος στο άρθρο 2 ορίζει τα του περιεχομένου του γενικού πολεοδομικού σχεδίου και ειδικότερα στην παράγραφο 3 του άρθρου τούτου ορίζει ότι:

 

{Ο καθορισμός του μεγέθους και των ορίων των πολεοδομικών ενοτήτων γίνεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η πλέον ενδεδειγμένη οργάνωση των περιοχών κατοικίας με την πρόβλεψη των απαραιτήτων εξυπηρετήσεων των κατοίκων τους, η ένταξη στο σχέδιο κατά προτεραιότητα των κατοίκων τους, η ένταξη στο σχέδιο κατά προτεραιότητα των πυκνοδομημένων περιοχών σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη οικονομία των επεκτάσεων, η αντιμετώπιση στεγαστικών αναγκών προβληματικών περιοχών κατοικίας, η απόκτηση γης για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους και η εκτέλεση προγραμμάτων οργανωμένης οικιστικής ανάπτυξης. Ο καθορισμός των πολεοδομικών ενοτήτων γίνεται και στην περιοχή εγκεκριμένου σχεδίου ή οικισμού προ του 1923 με τη δημιουργία του πλαισίου για πιθανές τροποποιήσεις.}

 

Τέλος, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 3 ότι:
 
{1. Η κίνηση της διαδικασίας σύνταξης του γενικού πολεοδομικού σχεδίου γίνεται με πρωτοβουλία του οικείου Δήμου ή Κοινότητας, ή περισσοτέρων Δήμων ή Κοινοτήτων από κοινού. Μπορεί επίσης να κινηθεί η διαδικασία και από το Υπουργείο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος, μετά από σχετική ενημέρωση του Δήμου ή της Κοινότητας. Για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, που προσδιορίζει και τα όρια της περιοχής του γενικού πολεοδομικού σχεδίου.

 

2. Όταν η διαδικασία κινείται από το Δήμο ή τη Κοινότητα ή από περισσότερους Δήμους ή Κοινότητες, από κοινού πρέπει να επιδιώκεται η συμμετοχή των ενδιαφερομένων πολιτών στη σύνταξη του γενικού πολεοδομικού σχεδίου με κάθε πρόσφορο τρόπο όπως π.χ. ανοικτές συγκεντρώσεις ή ενημέρωση με τον τύπο. Για την συμμετοχή αυτή πρέπει να γίνεται ρητή μνεία στη σχετική απόφαση του οικείου Δημοτικού ή κοινοτικού Συμβουλίου. Επίσης ο σχετικός φάκελλος πρέπει να συμπληρώνεται με την γνώμη των αρμόδιων Νομαρχιακών ή Περιφερειακών Υπηρεσιών των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Γεωργίας, Πολιτισμού και Επιστημών, Δημοσίων Έργων, Ενεργείας και Φυσικών Πόρων, Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και άλλων δημόσιων υπηρεσιών ή οργανισμών κοινής ωφέλειας, των οποίων η δραστηριότητα επεκτείνεται στην περιοχή του γενικού πολεοδομικού σχεδίου. Οι απόψεις των παραπάνω φορέων πρέπει να περιέχονται στους οικείους Δήμους ή Κοινότητες μέσα σε δύο το πολύ μήνες από τη λήψη των σχετικών ερωτημάτων. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας.

 

3. Όταν η διαδικασία κινείται από το Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, η σχετική μελέτη, που εκπονείται με τις συμμετοχικές διαδικασίες της παραγράφου 2, αναστέλλεται στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα για γνωμοδότηση. Αποστέλλεται επίσης και στις κατά την προηγούμενη παράγραφο υπηρεσίες και οργανισμούς. Η γνωμοδότηση του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου με τις απόψεις των πολιτών, όπως στην προηγούμενη παράγραφο 2, καθώς και οι απόψεις των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών πρέπει να περιέλθουν στο Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος μέσα σε δύο το πολύ μήνες από τη λήψη της μελέτης. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας.

 

4. Ο σχετικός φάκελλος με την γνωμοδότηση του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου, με τις απόψεις των κατά τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού υπηρεσιών και οργανισμών εισάγεται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος το πολύ μέσα σε προθεσμία ενός μηνός στο Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του Νομού. Το αρμόδιο Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του Νομού μπορεί να γνωμοδοτήσει θετικά ή αρνητικά, ιδιαίτερα ως προς το αν συντρέχουν όλες οι κατά τον νόμον αυτόν προϋποθέσεις ένταξης της περιοχής στο σχέδιο ή και να προτείνει τροποποιήσεις. Ο Υπουργός μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να ζητήσει την γνώμη του αρμόδιου Περιφερειακού ή Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του Νομού.

 

5. Ο Υπουργός, εκτιμώντας τα στοιχεία του φακέλλου, μπορεί είτε να εγκρίνει το γενικό πολεοδομικό σχέδιο είτε να απορρίψει με αιτιολογημένη απόφαση την πρόταση του Δήμου ή της Κοινότητας είτε να τροποποιήσει την πρόταση εφόσον κρίνεται ότι θα προκαλέσει δυσανάλογα μεγάλες δαπάνες για το Δημόσιο ή το Δήμο ή την Κοινότητα ή επιβλαβείς συνέπειες για την εθνική οικονομία ή την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος ή τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους.

 

6. Το γενικό πολεοδομικό σχέδιο εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος που περιλαμβάνει την πρόταση της μελέτης και συνοδεύεται από τους σχετικούς χάρτες. Η απόφαση σε σμίκρυνση των χαρτών δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποτελεί την πράξη αναγνώρισης της περιοχής ως οικιστικής.}

 

3. Επειδή προβάλλεται ότι κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη καθορίζει ρυθμίσεις σχετικές με το υφιστάμενο από του 1904 ρυμοτομικό σχέδιο Αμαρύνθου, σε περιοχή πυκνοδομημένη χωρίς προβλήματα, παραβιάζει την διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 1337/1983 κατά την έννοια της οποίας θα έπρεπε κατά την αιτούσαν, να εφαρμοσθεί το από 17-07-1923 νομοθετικό διάταγμα περί σχεδίων πόλεων. Όμως κατά τις μνησθείσες διατάξεις και δη την του άρθρου 2 παράγραφος 3 εδάφιο τελευταίον νόμο 1337/1983 (παράβαλε άρθρο 1 παράγραφος 4 ιδίου νόμου) νομίμως το δια της προσβαλλόμενης πράξεως εγκριθέν γενικό πολεοδομικό σχέδιο ( που προβλέπει επέκταση επί εκτάσεως 25 στρεμμάτων) περιέλαβε και περιοχή του ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου ως προς την οποία, κατά τα εκ φακέλου προκύπτοντα (βλέπε ιδίως την εισήγηση ΤΜ και ΠΕ νομού Ευβοίας από 11-08-1987), απαιτείτο παρέμβαση για την επίλυση προβλημάτων σχετικών με έλλειψη κοινοχρήστων χώρων ως και ασυμφωνιών της πραγματικής καταστάσεως με το εγκεκριμένο σχέδιο. Η παρέμβαση δ' αυτή ανταποκρίνεται στις ρυθμίσεις των ως άνω διατάξεων. Επομένως ο ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

4. Επειδή, κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 3 του νόμου 1337/1983, όταν η διαδικασία συντάξεως του γενικού πολεοδομικού σχεδίου κινείται με πρωτοβουλία του Υπουργείου, απαιτείται η αποστολή της σχετικής μελέτης, πλην άλλων, στο οικείο Δήμο ή Κοινότητα για να γνωμοδοτήσει. Η γνωμοδότηση αυτή αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, διότι έχει ως σκοπό να ενημερώσει τον Υπουργό ως προς τις ειδικές τοπικές συνθήκες και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από διατύπωση γνώμης του ίδιου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως διατυπωθείσης εις τα πλαίσια ενημερώσεως του Υπουργού προκειμένης της εκδόσεως από αυτόν αποφάσεως για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας. Πρέπει δ' εξ άλλου να προκύπτει εκ του φακέλου η ημερομηνία λήψεως από τον οικείο Δήμο κλπ της μελέτης ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της τυχόν παρελεύσεως απράκτου της προθεσμίας των δύο μηνών που ο νόμος τάσσει για την γνωμοδότηση. Εν προκειμένω η προσβαλλόμενη πράξη μνημονεύει στο προοίμιο της την 14/13-02-1987 γνωμοδότηση του Κοινοτικού Συμβουλίου Αμαρύνθου. Η γνωμοδότηση όμως αυτή είναι προγενέστερη από την απόφαση του Υπουργού με την οποία κινήθηκε η διαδικασία συντάξεως του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (έκδοση 17-11-1987, δημοσίευση (ΦΕΚ 171/Δ/1987)), είχε δε διατυπωθεί στα πλαίσια ενημερώσεως του Υπουργού προκειμένης της κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας και δεν προκύπτει η έκδοση άλλης μεταγενέστερης γνωμοδοτήσεως που πληρεί τις απαιτήσεις του νόμου. Ούτως όμως η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση εξεδόθη κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, κατά τα ανωτέρω, και πρέπει να ακυρωθεί ως βασίμως προβάλλεται, καθισταμένης δεκτής της αιτήσεως και αλυσιτελούς της έρευνας των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.