Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 1251/2003
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 01-02-2002, με την εξής σύνθεση: Κ.Γ. Χαλαζωνίτης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου που είχε κώλυμα, Η. Παπαγεωργίου, Π.Ζ. Φλώρος, Π. Χριστόφορος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Δ. Κωστόπουλος, Ε. Γαλανού, Π.Ν. Φλώρος, Π. Πικραμμένος, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σταθάκης, Π. Μπραΐμη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 25-05-1998 αίτηση:
των: __________ οι οποίοι δεν παρέστησαν,
κατά της __________ η οποία δεν παρέστη,
και κατά των παρεμβαινόντων: __________ οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Χρήστο Πολίτη (Αριθμός Μητρώου 2740), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμόν 1807/2001 παραπεμπτικής αποφάσεως του Δ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 282/1998 άδεια οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Αργυρουπόλεως της Νομαρχίας Αθηνών (Τομέας Νότιας Αθήνας) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών - Πειραιώς.
Η Εισηγήτρια, Σύμβουλος, Ε. Δανδουλάκη, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων που παρέστησαν, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο.
1. Επειδή η κρινόμενη αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια κατόπιν της 1807/2001 παραπεμπτικής αποφάσεως του Δ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
2. Επειδή με την αίτηση αυτή που συμπληρώθηκε με το από 28-08-2000 δικόγραφο προσθέτων λόγων ζητείται η ακύρωση της 282/1998 άδειας οικοδομής, η οποία εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Αργυρουπόλεως της Νομαρχίας Αθηνών (Τομέας Νότιας Αθήνας) της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αθηνών - Πειραιώς και με την οποία επετράπη στην ομόρρυθμη εταιρία __________ η ανέγερση πολυώροφου κτιρίου καταστημάτων, γραφείων και κατοικιών με υπόγεια και δώμα, σε διαμπερές οικόπεδο, με πρόσωπα επί της Λεωφόρου Αλίμου και επί της οδού Αδελφών Διδασκάλου, στον Άλιμο Αττικής (οικοδομικό τετράγωνο 12).
3. Επειδή στη δίκη έχουν ασκήσει παρέμβαση με κοινό δικόγραφο και με πρόδηλο έννομο συμφέρον, αφενός μεν η δικαιούχος της προσβαλλόμενης άδειας οικοδομής, εταιρία __________, η οποία έχει αναλάβει εργολαβικώς την ανέγερση της επίμαχης οικοδομής, αφετέρου δε η εταιρία __________ και οι __________, __________ και __________, φερόμενοι ως συγκύριοι του οικοπέδου, στο οποίο ανεγείρεται η επίδικη οικοδομή.
4. Επειδή οι αιτούντες φέρονται ως επικαρπωτές διαμερισμάτων οικοδομής, η οποία βρίσκεται επί της οδού Αδελφών Διδασκάλου, ακριβώς απέναντι από το οικόπεδο των παρεμβαινόντων, στα οποία και κατοικούν, προβάλλουν δε με την κρινόμενη αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση των επιτρεπομένων συντελεστών δομήσεως, κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως και καλύψεως του οικοπέδου στο οποίο η άδεια αυτή αφορά. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Π. Χριστοφόρου, Σ. Καραλή, Π.Ν. Φλώρου, Αικατερίνη Συγγούνα και Ε. Δανδουλάκη, εφόσον οι κατοικίες των αιτούντων και το οικόπεδο για το οποίο χορηγήθηκε η προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής βρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η οδός Αδελφών Διδασκάλου και παραπονούνται ουσιαστικά για τη μη προσμέτρηση στο συντελεστή δομήσεως και στο συντελεστή της κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως χώρων υπογείων, κατά την προσβαλλόμενη άδεια και μη ορατών από τις κατοικίες τους δεν έχουν έννομο συμφέρον προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως.
5. Επειδή στο άρθρο 9 του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985), όπως ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παράγραφος 4 περίπτωση α του νόμου 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1988), προβλέπονται τα εξής:
{1. Το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ = 3 + 0,10Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης ή το μέγιστο επιτρεπόμενο, σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός).
2. ...
3. α) Σε περίπτωση που υπάρχει σε όμορο οικόπεδο μη ειδικό κτίριο και έχει ανεγερθεί μετά την ένταξη της περιοχής σε σχέδιο με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την ισχύ του νόμου 1577/1, σε περιοχή που ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης και σε απόσταση από το κοινό όριο ίση ή μεγαλύτερη του 1 m τότε το υπό ανέγερση κτίριο τοποθετείται υποχρεωτικώς σε απόσταση Δ από το κοινό όριο, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ...
β) Ο ακάλυπτος χώρος που προκύπτει από την εφαρμογή των προηγούμενων διατάξεων είναι υποχρεωτικώς ακάλυπτος χώρος...
δ) Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που ίσχυε το συνεχές οικοδομικό σύστημα, μόνον εφ' όσον πρόκειται για όμορα μεσαία οικόπεδα και για το κοινό τμήμα του οπισθίου ορίου τους.}
Ο αυτός νόμος ορίζει, εξ άλλου, στην παράγραφο 16 του άρθρου 2 ότι:
{Οριστική στάθμη εδάφους οικοπέδου ... είναι η στάθμη του εδάφους, όπως διαμορφώνεται οριστικά, σύμφωνα με το νόμο, με εκσκαφή, επίχωση ή επίστρωση},
στην παράγραφο 24 του ίδιου άρθρου ότι:
{Υπόγειο είναι όροφος ή τμήμα ορόφου, του οποίου η οροφή βρίσκεται έως 1.5 m ψηλότερα από την οριστική στάθμη του εδάφους}
και στην παράγραφο 28 του αυτού πάντοτε άρθρου 2 ότι:
{Συντελεστής κατ' όγκο εκμετάλλευσης (σ.ο) του οικοπέδου είναι ο λόγος του όγκου του κτιρίου πάνω από την οριστική στάθμη του εδάφους προς τη συνολική επιφάνεια του οικοπέδου.}
Περαιτέρω, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του αυτού νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του νόμου 1772/1988, προβλέφθηκαν τα εξής:
{Κάθε κτίριο ή εγκατάσταση πρέπει α) ως προς τη σχέση και τη σύνθεση των όγκων, τις όψεις και τα εν γένει ορατά τμήματά του, να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής, τόσο ως μεμονωμένο κτίριο ή εγκατάσταση όσο και σε σχέση με το οικοδομικό τετράγωνο, β) να εντάσσεται στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, ώστε στα πλαίσια των στόχων της οικιστικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Ο έλεγχος της τήρησης των πιο πάνω προϋποθέσεων ασκείται από την πολεοδομική υπηρεσία με βάση τη μελέτη της άδειας οικοδομής, που συνοδεύεται από αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή μηχανικού στο στάδιο θεώρησης των σχεδίων του προελέγχου αν ζητηθεί ή στο στάδιο της χορήγησης της άδειας οικοδομής ...}
Τέλος, με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του αυτού πάντοτε νόμου ορίσθηκε ότι:
{Για τον υπολογισμό του συντελεστή δόμησης που πραγματοποιείται στο οικόπεδο:
Α. Προσμετρούνται: ...
Β. Δεν προσμετρούνται:
α) ...
β) Ένας υπόγειος όροφος επιφάνειας ίσης με εκείνη που καταλαμβάνει το κτίριο, προοριζόμενος αποκλειστικά για βοηθητικές χρήσεις, εφόσον η οροφή του σε κανένα σημείο δεν υπερβαίνει το 1.5 m από την οριστική στάθμη του εδάφους ...
γ) ...}
ενώ με το άρθρο 17 ορίσθηκαν τα εξής:
{1. Στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου επιτρέπεται η μερική εκσκαφή ή επίχωση του εδάφους για την προσαρμογή του κτιρίου σ' αυτό, με την προϋπόθεση ότι σε κανένα σημείο η οριστική στάθμη του εδάφους δεν θα βρίσκεται ψηλότερα ή χαμηλότερα από 1.5 m από τη φυσική του στάθμη. Μεγαλύτερη επέμβαση στο έδαφος επιτρέπεται ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου ...
2. ...
3. ...
4. Όλοι οι υποχρεωτικοί ακάλυπτοι χώροι του οικοπέδου πρέπει να προσαρμόζονται στη μορφολογία του εδάφους του οικοδομικού τετραγώνου.
5. ...}
6. Επειδή, με τις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1985, αφ' ενός μεν θεσπίζεται ο κανόνας της ελεύθερης τοποθετήσεως του κτιρίου στο οικόπεδο (παράγραφος 1), ο οποίος παρέχει και τη δυνατότητα της ανεγέρσεως του κτιρίου σε επαφή με τα όρια του οικοπέδου, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, αφ' ετέρου δε προβλέπεται ότι, όταν το κτίριο δεν ανεγείρεται σε επαφή με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, τοποθετείται υποχρεωτικά στην οριζόμενη στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 9 απόσταση Δ από τα εν λόγω όρια. Η ακάλυπτη αυτή απόσταση προσδιορίζεται με βάση τον αναφερόμενο στην παράγραφο 1 μαθηματικό τύπο, χωρίς να παρέχεται στην πολεοδομική αρχή καμία ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό της.
Περαιτέρω, κατά την έννοια των λοιπών διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη και, συγκεκριμένα, του άρθρου 2 παράγραφοι 16, 24 και 28 και του άρθρου 7 παράγραφος 1, το ζήτημα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες ορισμένοι υπόγειοι χώροι της οικοδομής δεν προσμετρούνται στο συντελεστή δομήσεως και στο συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως κρίνεται, αποκλειστικά και μόνον, με βάση τις πραγματικές συνθήκες και συγκεκριμένα τη στάθμη του εδάφους του οικοδομούμενου οικοπέδου, χωρίς δηλαδή να ασκεί καμία, από την άποψη αυτή, επιρροή η στάθμη του εδάφους που έχουν ή πρόκειται στο μέλλον να έχουν τα όμορα προς το οικοδομούμενο οικόπεδα ή η υφισταμένη τυχόν δόμησή τους σε επαφή ή μη με το κοινό όριο (παράβαλε ΣτΕ 4595/1995). Και τούτο, διότι η υιοθέτηση της αντίθετης εκδοχής θα οδηγούσε στο, κατά νόμον, άτοπο, οι όροι δομήσεως των οικοδομούμενων οικοπέδων να είναι μεταβλητοί, εξαρτώμενοι από την επιτρεπόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, τεχνητή διαμόρφωση, με εκσκαφή ή επίχωση, της στάθμης του εδάφους των ομόρων οικοπέδων, σε επαφή με το κοινό όριο των οποίων νομίμως μπορεί, κατ' αρχήν, να τοποθετηθεί η ανεγειρόμενη οικοδομή, σύμφωνα με τον κανόνα της ελεύθερης τοποθετήσεως του κτιρίου στο οικόπεδο.
Εξ άλλου, ούτε από το άρθρο 3 παράγραφος 1 αλλά ούτε και από καμία άλλη διάταξη του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού επιβάλλεται ευθέως, ούτε παρέχεται σχετική αρμοδιότητα στις πολεοδομικές αρχές για την τοποθέτηση της ανεγειρόμενης οικοδομής σε απόσταση, και μάλιστα όχι σε συγκεκριμένη απόσταση Δ, αλλά σε ακαθόριστη αναγκαία απόσταση από ένα ή περισσότερα όρια του οικοδομούμενου (η οποία μπορεί να ποικίλλει από οικόπεδο σε οικόπεδο, κατά την κρίση της αρμόδιας για την έκδοση της άδειας πολεοδομικής αρχής), προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των τασσόμενων από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό προϋποθέσεων για τη μη προσμέτρηση υπόγειων χώρων στο συντελεστή δομήσεως και κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως και να μην εξαρτάται η προσμέτρηση αυτή από την υφισταμένη ή μελλοντική στάθμη του εδάφους στα όμορα οικόπεδα.
Κάτι τέτοιο, όχι μόνον θα αντέβαινε προς την εκτεθείσα έννοια των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, κατά την οποία για την κρίση του ζητήματος αν πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες ορισμένοι υπόγειοι χώροι της οικοδομής δεν προσμετρούνται στους παραπάνω συντελεστές, δεν ασκεί καμία επιρροή η στάθμη του εδάφους, υφιστάμενη ή μελλοντική, των ομόρων οικοπέδων, αλλά και θα ήταν ευθέως αντίθετο με τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού που ρυθμίζουν τη θέση του κτιρίου στο οικόπεδο. Και τούτο, διότι η αποδοχή μιας τέτοιας ερμηνευτικής άποψης, αφ' ενός μεν θα είχε ως συνέπεια την κατάργηση του καθιερούμενου στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 κανόνα της ελεύθερης τοποθετήσεως του κτιρίου στο οικόπεδο και, συνεπώς, ανεγέρσεως αυτού και σε επαφή με τα όρια του οικοπέδου, αφού σύμφωνα με την άποψη αυτή θα επιβαλλόταν ουσιαστικά πάντοτε η υποχρεωτική τοποθέτηση της οικοδομής σε απόσταση από τα όρια του οικοπέδου, αφ' ετέρου δε θα παρείχε την ευχέρεια στην πολεοδομική αρχή να καθορίζει κατά την εκτίμησή της την ακάλυπτη αυτή αναγκαία απόσταση, ενώ στο άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 3 περιπτώσεις α' και δ' καθορίζονται συγκεκριμένες αποστάσεις όταν η οικοδομή δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου. Η γενική δε διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, όσον αφορά τον ασκούμενο από την πολεοδομική αρχή αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό έλεγχο, ασφαλώς δεν παρέχει στην αρμόδια πολεοδομική αρχή την εξουσία να επιβάλλει την τοποθέτηση του κτιρίου σε απόσταση από τα όρια του οικοπέδου, όταν, σύμφωνα με το άρθρο 9, επιτρέπεται η ανέγερση της οικοδομής σε επαφή με τα όρια αυτά. Την τοποθέτηση δε της οικοδομής στο όριο του οικοπέδου, που επιτρέπει κατ' αρχήν ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του 1985, επέτρεπαν και όλοι οι προϊσχύσαντες Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί όσον αφορά το συνεχές σύστημα δομήσεως, σύμφωνα με τους κανόνες του οποίου έχει οικοδομηθεί το μέγα μέρος των αστικών κέντρων της χώρας, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα τηρήσεως οιασδήποτε ακάλυπτης αποστάσεως από τα όρια του οικοδομούμενου οικοπέδου.
Κατά την άποψη όμως που διατύπωσαν ο αντιπρόεδρος Κ. Χαλαζωνίτης και οι Σύμβουλοι Ε. Γαλανού, Π. Πικραμμένος, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Ν. Ρόζος, Αθανάσιος Ράντος, Δ. Μπριόλας, Χρήστος Ράμμος και Ι. Μαντζουράνης προς την οποία συνετάγησαν και οι Πάρεδροι Α. Σταθάκης και Π. Μπραΐμη. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου, η διαμόρφωση και η ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών σκοπεί στην εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως.
Κινούμενος εντός του πλαισίου που διαγράφουν οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, ο νομοθέτης προέβλεψε, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985), ότι εκσκαφές ή επιχώσεις των οικοπέδων χωρούν μόνον υπό όρους και μόνον στο μέτρο που τις εργασίες αυτές επιβάλλει η ανάγκη προσαρμογής του υπό ανέγερση κτιρίου στο έδαφος και επέβαλε, με τη διάταξη της παραγράφου 4 του αυτού άρθρου, την προσαρμογή των ακαλύπτων χώρων του οικοπέδου στη μορφολογία του εδάφους του οικοδομικού τετραγώνου, επιδιώκοντας, προφανώς, να εξασφαλίσει ότι η δόμηση των οικοπέδων δεν θα θίξει παρά μόνον στο αναγκαίο μέτρο το ανάγλυφο του εδάφους, το οποίο χρήζει προστασίας, αφ' ενός μεν ως σημαντικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, αφ' ετέρου δε ως στοιχείο, του οποίου η διατήρηση, συντελούσα στην ποικιλία του οικιστικού περιβάλλοντος, αποτελεί παράγοντα αποφασιστικής σημασίας για την αισθητική αρτιότητα των πόλεων και των οικισμών εν γένει.
Εν όψει των σκοπών αυτών του νομοθέτη, ως οριστική στάθμη του εδάφους, υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παράγραφοι 16, 24 και 28 και 7 παράγραφος 1 περίπτωση Β υποπερίπτωση β του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί μια νοητή γραμμή, υπολογιζόμενη, κατά τρόπο αφηρημένο, βάσει των πραγματικών δεδομένων που υφίσταντο στο οικόπεδο προ της ενάρξεως των οικοδομικών εργασιών, αλλά η πραγματική κατάσταση που θα διαμορφωθεί τελικώς στο οικόπεδο, μετά την διενέργεια των εκσκαφών ή επιχώσεων, οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες για την προσαρμογή του κτιρίου στο έδαφος, καθώς και την ολοκλήρωση των λοιπών οικοδομικών εργασιών.
Για το λόγο αυτόν ακριβώς, επειδή δηλαδή ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται την οριστική στάθμη του εδάφους ως πραγματική κατάσταση και όχι ως νοητή γραμμή, το ζήτημα της θέσεως των χώρων της οικοδομής εν σχέσει προς την οριστική στάθμη του εδάφους (ζήτημα το οποίο αποτελεί, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφοι 24 και 28 και 7 παράγραφος 1 περίπτωση Β υποπερίπτωση β του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, το κρίσιμο στοιχείο, βάσει του οποίου καθορίζεται αν οι χώροι αυτοί προσμετρούνται ή μη στο συντελεστή δομήσεως και στο συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως) κρίνεται επί τη βάσει των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες τελεί το οικοδομούμενο οικόπεδο και μόνον, χωρίς δηλαδή να ασκεί επιρροή η μορφή που έχουν ή πρόκειται να λάβουν στο μέλλον τα όμορα προς το οικοδομούμενο οικόπεδα (παράβαλε ΣτΕ 4595/1995). Υπό την αντίθετη εκδοχή, η τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, υπό τις οποίες και μόνον ανέχεται ο νόμος την μη προσμέτρηση χώρων στο συντελεστή δομήσεως και στο συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως, θα εξαρτάτο από το εάν θα διατηρηθούν, στο όμορα οικόπεδα, οι υφιστάμενες κατά το χρόνο χορηγήσεως της αδείας συνθήκες ή από το εάν θα πραγματοποιηθούν μελλοντικά, στα οικόπεδα αυτά, οι αναγκαίες διαμορφώσεις.
Εκ των ανωτέρω, όμως, παρέπεται ότι προκειμένου η τήρηση αλλά και η διατήρηση στο μέλλον των ως άνω νομίμων προϋποθέσεων να μην εξαρτάται από στοιχεία μελλοντικά, αβέβαια και, πάντως, μη εξαρτώμενα από τη βούληση του ιδιοκτήτη του οικοδομούμενου οικοπέδου, η μη προσμέτρηση χώρων στους πραγματοποιούμενους συντελεστές δομήσεως και κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως είναι δυνατή μόνον εάν έχει εξασφαλισθεί η δυνατότητα να πραγματοποιηθούν, στο ίδιο το οικοδομούμενο οικόπεδο, όλες οι αναγκαίες διαμορφώσεις για την αποκατάσταση, κατά το πέρας των οικοδομικών εργασιών, της οριστικής στάθμης του εδάφους σε τέτοια θέση, ώστε όλες οι κατά νόμον προϋποθέσεις για τη μη προσμέτρηση των ως άνω χώρων στο συντελεστή δομήσεως και στο συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως, να πληρούνται, λαμβανομένων, αποκλειστικώς και μόνον, υπ' όψη των υφισταμένων στο οικοδομούμενο οικόπεδο συνθηκών. Προκειμένου δε, να εξασφαλισθεί η δυνατότητα πραγματοποιήσεως των διαμορφώσεων αυτών, η πολεοδομική αρχή (ενεργούσα στα πλαίσια του προηγουμένου της εκδόσεως της οικοδομικής αδείας ουσιαστικού ελέγχου της υποβαλλομένης προς έγκριση σχετικής μελέτης, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού) μπορεί να επιβάλει στον οικοδομούντα πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως την ανέγερση του κτιρίου στην αναγκαία, για την πραγματοποίηση των εν λόγω διαμορφώσεων, απόσταση από ένα ή περισσότερα των ορίων του οικοπέδου. Τα ανωτέρω δεν ανατρέπουν, τέλος, κατά την αυτή, μειοψηφήσασα γνώμη, τον καθιερούμενο στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού κανόνα της ελεύθερης τοποθετήσεως του κτιρίου στο οικόπεδο, αλλά αποτελούν, απλώς, τον αναγκαίο όρο τηρήσεως των προϋποθέσεων που τάσσουν, ως προς τη θέση της οριστικής στάθμης του εδάφους, οι μνημονευθείσες ανωτέρω διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, προκειμένου να μην προσμετρηθούν ορισμένοι χώροι του κτιρίου στο συντελεστή δομήσεως και στον συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως.
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου και το προσκομιζόμενο από τα μέρη φωτογραφικό υλικό προκύπτουν τα εξής: Το οικόπεδο, στο οποίο αφορά η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, είναι επικλινές και διαμπερές, με πρόσωπο επί της Λεωφόρου Αλίμου, αφ' ενός και επί της οδού Αδελφών Διδασκάλου, αφ' ετέρου, της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ των δύο οδών ανερχομένης σε 9 m περίπου. Το οικόπεδο αυτό συνορεύει προς δυσμάς με επίσης επικλινές και ήδη οικοδομημένο οικόπεδο και προς ανατολάς με αδόμητο οικόπεδο, στο οποίο έχουν πραγματοποιηθεί εκτεταμένες εκσκαφές, έτσι ώστε η στάθμη του να είναι στο αυτό σχεδόν επίπεδο με τη χαμηλότερη από τις δύο ανωτέρω οδούς. Με την προσβαλλόμενη άδεια προβλέπεται, εξ άλλου: α) Ότι το ανεγειρόμενο κτίριο θα εφάπτεται του ανατολικού ορίου του οικοπέδου και θα αφίσταται του δυτικού και β) Ότι με την ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών, οι ακάλυπτοι χώροι του οικοπέδου των παρεμβαινόντων, στο οποίο επίσης έχουν πραγματοποιηθεί εκτεταμένες εκσκαφές, θα ανακτήσουν την αρχική, επικλινή τους μορφή, κατόπιν διαμορφώσεως της οριστικής στάθμης του εδάφους στο επίπεδο της αρχικής (φυσικής) στάθμης, με την επιτρεπομένη, κατά το άρθρο 17 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, απόκλιση του 1.5 m (βλέπε τα υπ' αριθμούς ΑΟ2 και ΑΤ1 διαγράμματα που υπάρχουν στο φάκελο). Εν όψει δε ακριβώς της προβλεπομένης αποκαταστάσεως της αρχικής (φυσικής) στάθμης του εδάφους, δεν έχουν προσμετρηθεί ούτε στο συντελεστή δομήσεως ούτε στο συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως, βοηθητικοί χώροι (αποθήκες), οι οποίοι, κατά την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, θα ανακτήσουν, μετά την εν λόγω αποκατάσταση, την απαιτουμένη, για τη μη προσμέτρησή τους στους ως άνω συντελεστές, θέση εν σχέσει προς την αρχική (και μέλλουσα να αποκατασταθεί ως οριστική) στάθμη του εδάφους.
Με τα δεδομένα αυτά οι αιτούντες προβάλλουν ότι η πλήρης αποκατάσταση της φυσικής στάθμης του εδάφους στο οικόπεδο των παρεμβαινόντων δεν είναι δυνατή, διότι το υπό ανέγερση κτίριο τοποθετείται, κατά την προσβαλλόμενη άδεια, εν επαφή με το ανατολικό όριο του οικοπέδου τούτου. Δεν είναι, επομένως, κατά τους αιτούντες, δυνατόν να γίνουν, προς το όριο αυτό, οι αναγκαίες για την αποκατάσταση της φυσικής στάθμης του εδάφους διαμορφώσεις, με αποτέλεσμα ορισμένοι χώροι, μη προσμετρούμενοι, κατά την προσβαλλόμενη άδεια, ούτε στο συντελεστή δομήσεως ούτε στο συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως, υπό την αντίληψη ότι θα πληρούν, μετά την ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών, τις κατά νόμον (άρθρα 2 παράγραφοι 24 και 28 και 7 παράγραφος 1 περίπτωση Β υποπερίπτωση β του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού) προϋποθέσεις ως προς τη θέση τους εν σχέσει με την οριστική στάθμη του εδάφους, να μην έχουν αλλά και να μην είναι δυνατόν να αποκτήσουν τις προϋποθέσεις αυτές. Σύμφωνα, όμως, με τα προδιαληφθέντα ως προς την έννοια των κρισίμων εν προκειμένω διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, νομίμως, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, όσον αφορά την οριστική στάθμη του εδάφους του οικοδομούμενου οικοπέδου, οι ως άνω χώροι δεν προσμετρούνται στο συντελεστή δομήσεως ούτε στο συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως, το γεγονός δε της ανέγερσης του κτιρίου σε επαφή με το ανατολικό όριο του οικοπέδου δεν συνεπάγεται, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, την άρση του χαρακτήρα των επίμαχων χώρων ως υπογείων και την προσμέτρησή τους στους συντελεστές δομήσεως και κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως. Συνεπώς, ο αντίθετος ως άνω λόγος ακυρώσεως, στηριζόμενος σε εσφαλμένη, ερμηνεία των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη μειοψηφήσασα, όμως, γνώμη, ο λόγος αυτός ακυρώσεως θα έπρεπε να γίνει δεκτός. Και τούτο, διότι από τα στοιχεία του φακέλου (βλέπε ιδίως τα μνημονευθέντα διαγράμματα ΑΟ2 και ΑΤ1 και το συναφές φωτογραφικό υλικό) συνάγεται ότι ναι μεν έχει εξασφαλισθεί, λόγω της υφισταμένης υψομετρικής διαφοράς μεταξύ των δύο προσώπων του οικοπέδου και της τοποθετήσεως του ανεγειρομένου κτιρίου σε απόσταση από το δυτικό όριο του οικοπέδου τούτου, η διαμόρφωση, προς τις ανωτέρω πλευρές του οικοπέδου, της οριστικής στάθμης του εδάφους σε τέτοια θέση, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για τον μη συνυπολογισμό των ανωτέρω μνημονευθέντων χώρων στο συντελεστή δομήσεως και στο συντελεστή κατ' όγκον εκμεταλλεύσεως, τούτο όμως δεν εξασφαλίζεται και προς το ανατολικό όριο του οικοπέδου, λόγω της ανεγέρσεως της επίμαχης οικοδομής εν επαφή με το τελευταίο αυτό όριο. Δεδομένου δε ότι ούτε η εμφάνιση, στα ανωτέρω διαγράμματα, μιας νοητής γραμμής, ως γραμμής αντιστοιχούσης στην οριστική στάθμη του εδάφους προς το ανατολικό όριο του οικοπέδου ούτε οι διαμορφώσεις, που πρόκειται τυχόν να πραγματοποιηθούν μελλοντικά στο εξ ανατολών όμορο οικόπεδο προς αποκατάσταση της αρχικής του μορφής, μπορούν, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, να ασκήσουν επιρροή ως προς το ζήτημα εάν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις του νόμου, η προσβαλλόμενη άδεια είναι, κατά τη γνώμη αυτή, ακυρωτέα.
8. Επειδή κατόπιν αυτών, απορριπτόμενου του εξετασθέντος λόγου ακυρώσεως, ως αβασίμου, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Δ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας προς περαιτέρω έρευνα των μη εξετασθέντων λόγων ακυρώσεως.
Δια ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα.
Αναπέμπει την υπόθεση κατά τα λοιπά στο Δ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19-04-2002 και στις 30-05-2002 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 09-05-2003.