Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 1467/90

ΣτΕ 1467/1990


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1467/1990

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20-10-1989 με την εξής σύνθεση: Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Κατζούρος, Σ. Σπηλιωτόπουλος, Τ. Κούνδουρος, Κ.Γ. Χαλαζωνίτης, Γ. Κοσμάς, Αθανάσιου Τσαμπάση, Ηλίας Παπαγεωργίου, Μ. Βροντάκης, Σ. Χαραλαμπίδης, Θ. Χατζηπαύλου, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ν. Ντούβας, Σύμβουλοι, Γ. Ανεμογιάννης, Α. Θεοφιλοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Φ. Καμπάνης.

 

Για να δικάσει την από 19-02-1986 αίτηση, η οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της 386/1989 αποφάσεως του Δ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, για να επιλύσει το εις την απόφαση αυτή αναφερόμενο ζήτημα:

 

Του Ναυτικού Ομίλου Λούτσας που εδρεύει στην Άρτεμη Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Παπακωνσταντίνου (Αριθμός Μητρώου 413/89) που τον διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρος του Διοικητικού του Συμβουλίου Εμμανουήλ Αναγνωσταράς.

 

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Κ. Μανώλη, Πάρεδρο της Διοικήσεως.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Όμιλος επιδιώκει να ακυρωθεί η 11800/18-12-1985 απόφαση του Οικονομικού Εφόρου Παλλήνης και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Μ. Βροντάκη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος Ο., ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και,

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία έχουν καταβληθεί τα προβλεπόμενα από τον νόμο τέλη (διπλότυπα εισπράξεως 9547497 και 9547498/10-07-1986 Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (ειδικά έντυπα γραμμάτια 091750 και 1226186/1986), ο αιτών Όμιλος ζητεί να ακυρωθεί το υπ' αριθμόν 11.800/18-12-1985 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημιώσεως αυθαιρέτου χρήσεως δημοσίου κτήματος. Με το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο ο Οικονομικός Έφορος Παλλήνης καθόρισε εις βάρος του αιτούντος σωματείου και υπέρ του Δημοσίου το ποσό των 1.700.000 δραχμών ως καταβλητέα αποζημίωση για την:

 

{αυθαίρετη χρήση τμήματος αιγιαλού και παραλίας στην περιφέρεια της κοινότητας Αρτέμιδας (Λούτσας) εκτάσεως 3.850 m2 μετά των υφιστάμενων κτισμάτων που χρησιμοποιούνται ως καφέ μπαρ και γραφεία κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-1981 μέχρι 31-12-1982...}

 

2. Επειδή, επί της αιτήσεως αυτής εξεδόθη η απόφαση 386/1989 του Δ' Τμήματος, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας προς επίλυση το ζήτημα ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο προς εκδίκαση ανακοπής κατά πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημιώσεως για αυθαίρετη χρήση κοινοχρήστου πράγματος.

 

3. Επειδή το άρθρο 1 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 (ΦΕΚ 154/Α/1940) ορίζει ότι:

 

{ο αιγιαλός, ήτοι η περιστοιχούσα την θάλασσαν χερσαία ζώνη, η βρεχόμενη από τις μέγιστες πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων είναι κτήμα κοινόχρηστο, ανήκει ως τοιούτον εις το Δημόσιον και προστατεύεται και διαχειρίζεται υπ' αυτού,}

 

και το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, του οποίου η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παράγραφος 5 του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983), προβλέπει ότι:

 

{1. Όπου ο αιγιαλός δεν μπορεί λόγω της φύσεως της συνεχόμενης ξηράς να εξυπηρετήσει το σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού, επιτρέπεται η διαπλάτυνσή του με την πρόσθεση λωρίδας γης που δεν επιτρέπεται να οικοδομηθεί από την παρακείμενη ξηρά μέχρι πλάτους 50 m, που αρχίζει από το προς την ξηρά όριο του αιγιαλού.

 

2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο προσαυξάνουσα τον αιγιαλό λωρίδα γης καλείται στον παρόν νόμο παραλία.}

 

Περαιτέρω το άρθρο 60 παράγραφος 1 του από [ΠΔ] 11-11-1929 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 399/Α/1929) ορίζει ότι η εκμετάλλευση των αιγιαλών ενεργείται από το Δημόσιο με την παραχώρηση της χρήσεώς τους, εφ' όσον δεν παραβιάζεται, πάντως, ο προορισμός τους ως κοινοχρήστων. Τέλος, το άρθρο 970 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι σε κοινόχρηστα πράγματα (στα οποία κατά το άρθρο 967 του ίδιου Κώδικα περιλαμβάνεται ο αιγιαλός) μπορούν να αποκτηθούν με παραχώρηση της αρχής κατά τους όρους του νόμου ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα, εφ' όσον με αυτά εξυπηρετείται ή δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία συγκαταλέγονται ο αιγιαλός και η παραλία, προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους. Επί των πραγμάτων αυτών που ανήκουν στη δημόσια κτήση είναι, σύμφωνα με τον νόμο, δυνατόν να παραχωρήσει η Διοίκηση ιδιαίτερα δικαιώματα, εφ' όσον όμως με αυτά εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, να μην αναιρείται η κατά τον προορισμό τους κοινή χρήση. Η διαχείριση των συγκαταλεγόμενων στη δημόσια κτήση κοινόχρηστων πραγμάτων αντιδιαστέλλεται προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και αποτελεί άσκηση δημοσίας διοικήσεως. Επομένως αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη κάθε πράξη της Διοικήσεως που παραχωρεί ιδιαίτερα δικαιώματα επί κοινοχρήστων πραγμάτων, όπως επίσης και κάθε πράξη της Διοικήσεως που καταλογίζει εις βάρος διοικουμένου ορισμένο χρηματικό ποσό για ιδιαίτερη από αυτόν χρήση κοινοχρήστου πράγματος, αδιαφόρως αν η χρήση αυτή ενεργείται νομίμως βάσει της πράξεως παραχωρήσεως ή καθ' υπέρβαση αυτής ή αυθαιρέτως, διότι σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις οι πράξεις εκδίδονται στα πλαίσια της διαχειρίσεως των εξυπηρετούντων δημόσιο σκοπό κοινοχρήστων πραγμάτων.

 

4. Επειδή η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατ' επίκληση του άρθρου 115 του προαναφερομένου από [ΠΔ] 11-11-1929 προεδρικού διατάγματος, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του νόμου [Ν] 5895/1933 (ΦΕΚ 335/Α/1933), το οποίο ορίζει τα εξής:

 

{Εις βάρος των οπωσδήποτε άνευ συμβατικής σχέσεως καρπούμενων ή ποιουμένων χρήσιν δημοσίων κτημάτων ή τοιούτων, ων την νομή ή την χρήσιν έχει δια συμβάσεως το Δημόσιον... βεβαιώνεται αποζημίωσις δι ο χρονικόν διάστημα εποιήσαντο χρήσιν. Η αποζημίωσις ορίζεται υπό τοπικής Επιτροπής (ήδη δε από μόνο τον Οικονομικό Έφορο βάσει του άρθρου 1 περίπτωση γ' του από [ΒΔ] 13-07-1965 βασιλικού διατάγματος (ΦΕΚ 141/Α/1965)... κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός δια πρωτοκόλλου όπερ ... κοινοποιείται δια δημοσίου οργάνου εις τον κατά τα άνω καρπούμενο ή που χρησιμοποιεί το ακίνητο, όστις θεωρείται αποδεχθείς την καθορισθείσα αποζημίωση αν εντός προθεσμίας δέκα πέντε ημερών (ήδη ενός μηνός δυνάμει του άρθρου 10 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1919/1939) δεν ασκήσει ανακοπή, ενώπιον του Ειρηνοδίκου μεν αν πρόκειται περί ετησίας αποζημιώσεως κάτω των πέντε χιλιάδων δραχμών, ενώπιον δε του Προέδρου Πρωτοδικών αν πρόκειται περί μεγαλύτερης αποζημιώσεως. Ο Πρόεδρος ή ο Ειρηνοδίκης κρίνοντες εκ των ενόντων ακυρώσουν ή επικυρώσουν το πρωτόκολλον ή περιορίζουν την καθορισθείσα αποζημίωση. Κατά της τοιαύτης αποφάσεως ουδέν επιτρέπεται ένδικο μέσον. Αν όμως αμφισβητείται δια της ανακοπής αυτό τούτο δικαίωμα του Δημοσίου, η απόφασις του Προέδρου ή του Ειρηνοδίκου ουδεμίαν ασκεί επιρροή εις την δίκην περί του δικαιώματος, ήτις ήθελε κινηθεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Το μη ανακοπέν εμπροθέσμως πρωτόκολλον ή το επικυρωθέν ή τροποποιηθέν κατά τα άνω υπό του Προέδρου ή Ειρηνοδίκου, αποτελεί τίτλο διοικητικής εκτελέσεως κατά τον Νόμον περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, ουδεμιάς χωρούσης ανακοπής εκ των διατάξεων του νόμου τούτου ...}

 

Ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, το κατ' επίκληση του άρθρου 115 του από [ΠΔ] 11-11-1929 προεδρικού διατάγματος εκδιδόμενο από διοικητική αρχή - τον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο - πρωτόκολλο καθορισμού αποζημιώσεως για αυθαίρετη χρήση κοινοχρήστου πράγματος αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται στην προβλεπόμενη από την διάταξη αυτή ανακοπή. Ο επιλαμβανόμενος της εκδικάσεως της ανακοπής αυτής δικαστής έχει την εξουσία να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει το πρωτόκολλο αυτό, κατά την ουσιαστική του κρίση, ως προς το αν υπάρχει υποχρέωση προς καταβολή αποζημιώσεως και ως προς το μέγεθός της. Επομένως, η διαφορά που προκύπτει από την άσκηση της ανακοπής αυτής συνιστούσε ανέκαθεν ουσιαστική διοικητική διαφορά, η οποία ανήκε προσωρινά στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθρο 94 παράγραφος 2 του Συντάγματος) και ήδη μετά την ισχύ του νόμου [Ν] 1406/1983 που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς το άρθρο 94 παράγραφος 1 του Συντάγματος, μεταφέρθηκε οριστικά στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει την πιο πάνω συνταγματική διάταξη. Κατά συνέπεια, στην κρινόμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη πράξη, ως εκ του χρόνου εκδόσεώς της, υπέκειτο σε ανακοπή κατά το άρθρο 115 του από [ΠΔ] 11-11-1929 προεδρικού διατάγματος ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ανακοπή συνιστά κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 (ΦΕΚ 229/Α/1973), όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 του νόμου [Ν] 702/1977 (ΦΕΚ 268/Α/1977), παράλληλη προσφυγή, κωλύουσα την άσκηση κατά της πράξεως αυτής αιτήσεως ακυρώσεως.

 

5. Επειδή εκ των διατάξεων των άρθρων 11 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, 2 του νόμου [Ν] 702/1977, και 4 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του νόμου [Ν] 1406/1983, που προβλέπουν στις οριζόμενες υπ' αυτών περιπτώσεις την παραπομπή ενδίκου μέσου από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αναρμοδίως, στο αρμόδιο για την εκδίκαση του δικαστήριο, δεν συνάγεται γενική δικονομική αρχή, διέπουσα την επίλυση των διοικητικών διαφορών, κατά την οποία και σε κάθε άλλη περίπτωση, που δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη επί ασκήσεως ενδίκου μέσου σε αναρμόδιο δικαστήριο, το αναρμόδιο δικαστήριο δεν απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, αλλά το παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο. Κατά τη γνώμη όμως πέντε μελών του δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, ερμηνευόμενες κατά τρόπο ενιαίο εντός του πλαισίου του διαγραφομένου από το Σύνταγμα συστήματος απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, συνάγεται γενικός και ενιαίος δικονομικός κανόνας που επιτρέπει την παραπομπή όλων αδιακρίτως των αναρμοδίως εισαγομένων υποθέσεων από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αντιστρόφως.

 

6. Επειδή, εν όψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, εφ' όσον δεν προβλέπεται υπό διατάξεως νόμου η παραπομπή της ενδίκου αιτήσεως ακυρώσεως το διοικητικό πρωτοδικείο για να δικασθεί ως ανακοπή κατά το άρθρο 115 του από [ΠΔ] 11-11-1929 προεδρικού διατάγματος, πρέπει, εκδικαζόμενης της υποθέσεως υπό της Ολομέλειας μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του νόμου [Ν] 702/1977, ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και

 

Επιβάλλει στο αιτούν να καταβάλει στο Δημόσιο δραχμές είκοσι οκτώ χιλιάδων δραχμών (28.000), για τη δικαστική του δαπάνη.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 03-11-1989.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.