Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 42/10

ΣτΕ 42/2010


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 42/2010

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Πρακτικό επεξεργασίας (Ε' Τμήμα)

 

Μέλη: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε Τμήματος, Μ. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλος, Χρήστος Παπανικολάου, Πάρεδρος.

 

Αντικείμενο

 

Επεξεργασία σχεδίου προεδρικού διατάγματος Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 07-09-2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.

 

Εισηγητής ο Πάρεδρος Χρήστος Παπανικολάου.

 

I. To Τμήμα συνήλθε με την ανωτέρω σύνθεση στις 28-01-2010, με την παρουσία και της Γραμματέως Π. Μερτζανάκη, για να επεξεργασθεί το ανωτέρω σχέδιο προεδρικού διατάγματος, το οποίο διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας από τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης με το 25/2010 έγγραφο, που πρωτοκολλήθηκε στις 05-01-2010.

 

Στη συνεδρίαση παραστάθηκαν ως εκπρόσωποι, του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων οι:

 

1) Αθηνά Παπαδάκη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Ένωσης Υπουργείου Παιδείας,

2) Βασιλική Παπαθεοδώρου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αποσπασμένη στο Γραφείο Υπουργού,

3) Σοφίας Γκιόκα, Ειδική Συνεργάτης (δικηγόρος) Υπουργού.

 

Κατά τη συνεδρίαση έλαβε το λόγο ο εισηγητής, ο οποίος αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του υπό επεξεργασία σχεδίου προεδρικού διατάγματος και ανέπτυξε τη γνώμη του για τα ζητήματα που προκύπτουν.

 

Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου έδωσαν τις διευκρινίσεις που ζητήθηκαν από τα μέλη, εξέθεσαν γενικότερα τις απόψεις του για το περιεχόμενο του σχεδίου και στη συνέχεια αποχώρησαν από τη συνεδρίαση.

 

Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ των μελών και το Τμήμα αποφάσισε να συνεχίσει την επεξεργασία του σχεδίου σε επόμενη συνεδρίαση.

 

II. Το Τμήμα συνήλθε με την ανωτέρω σύνθεση την 01-02-2010, με την παρουσία και της Γραμματέως, για να συνεχίσει την επεξεργασία του ανωτέρω σχεδίου προεδρικού διατάγματος.

 

Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ των μελών και το Τμήμα αποφάσισε να συνεχίσει την επεξεργασία του σχεδίου σε επόμενη συνεδρίαση.

 

III. Το Τμήμα συνήλθε με την ανωτέρω σύνθεση την 24-02-2010, με την παρουσία και της Γραμματέως, για να συνεχίσει την επεξεργασία του ανωτέρω σχεδίου προεδρικού διατάγματος.

 

Κατά τη συνεδρίαση, ο εισηγητής και τα λοιπά μέλη ανέπτυξαν τη γνώμη τους για τα ζητήματα που προκύπτουν και ύστερα από σχετική συζήτηση το Τμήμα γνωμοδότησε ως εξής:

 

Γνωμοδότηση

 

1. Με το υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος επιχειρείται η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 07-09-2005 (ΕΕL 255) σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, και στην οδηγία 2006/100/ΕΚ του Συμβουλίου της 20-11-2006 (ΕΕL 363) για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Ειδικότερα, με την οδηγία 2005/36/ΕΚ θεσπίζονται οι κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη (κράτη μέλη καταγωγής) αναγνωρίζονται για την ανάληψη και την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος και δίνουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί αυτό το επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος (άρθρο 1 οδηγίας).

 

2. Η Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το κείμενο της ενοποιήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας κυρωθείσα με το νόμο [Ν] 3671/2008 (ΦΕΚ 129/Α/2008), ορίζει στο άρθρο 45 παράγραφος 1 ότι εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης, στο άρθρο 46 παράγραφος 1 ότι:

 

{Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, λαμβάνουν, με οδηγίες ή κανονισμούς, τα αναγκαία μέτρα για να πραγματοποιηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 45 (...)}

 

στο άρθρο 49 ότι:

 

{... οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται ...}

 

στο άρθρο 53 ότι:

 

{1. Για να διευκολύνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, εκδίδουν οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων καθώς και τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων.

 

2. Ως προς τα ιατρικά, παραϊατρικά και φαρμακευτικά επαγγέλματα, η προοδευτική κατάργηση των περιορισμών προϋποθέτει τον συντονισμό των όρων ασκήσεως τους στα διάφορα κράτη μέλη}

 

στο άρθρο 56 ότι:

 

{οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ένωσης απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του αποδεκτού της παροχής ...}

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 62 της ίδιας Συνθήκης, οι διατάξεις των άρθρων 51 έως και 54 της Συνθήκης, δηλαδή και η διάταξη του άρθρου 53, εφαρμόζονται και επί των θεμάτων που αφορούν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, η Συνθήκη ορίζει στο άρθρο 165 τα εξής:

 

{1. Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία. ...

 

2. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο:

 

- ...

 

- να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων και μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών

 

- ...

 

- 3 ...}

 

Τέλος, στο άρθρο 166 της Συνθήκης ορίζονται τα εξής:

 

{1. Η Ένωση εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία στηρίζει και συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

 

2. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο:

 

- ...

 

- ...

 

- να διευκολύνει την πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση και την ενίσχυση της κινητικότητας των εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων και ιδίως των νέων.

 

- ...

 

3. ...}

 

Κατ' επίκληση των παρατεθεισών ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 46, 53 παράγραφος 1 και 62 της Συνθήκης (τότε άρθρα 49, 57 παράγραφος 1 και 66, αντιστοίχως), εκδόθηκε αρχικώς η οδηγία 1989/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕL 19). Με την οδηγία αυτή θεσπίσθηκε, με σκοπό τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, ένα γενικής εφαρμογής σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο είχε τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: α) αφορούσε διπλώματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία χορηγήθηκαν σε κοινοτικούς υπηκόους από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, πιστοποιούσαν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών και επέτρεπαν στους κατόχους τους την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα και την άσκηση του στο ανωτέρω κράτος μέλος και β) απέβλεπε στην κτήση, από τους ανωτέρω κοινοτικούς υπηκόους, του δικαιώματος να ασκούν, ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, το αντίστοιχο, νομοθετικά κατοχυρωμένο, επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος υποδοχής), διάφορο εκείνου στο οποίο απέκτησαν το δίπλωμά τους. Ακολούθησε η οδηγία 1992/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, με τίτλο σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 1989/48/ΕΟΚ, (ΕΕL 209).

 

Με την οδηγία αυτή, η οποία εκδόθηκε κατ' επίκληση των αυτών ως άνω διατάξεων της Συνθήκης, θεσπίσθηκε ένα συμπληρωματικό γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των επαγγελματικών σπουδών, με σκοπό να καλυφθούν τα επίπεδα εκπαίδευσης τα οποία δεν καλύπτονταν από το σύστημα της οδηγίας 1989/48/ΕΟΚ. Σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 1992/51/ΕΟΚ, το θεσπιζόμενο με την οδηγία αυτή συμπληρωματικό σύστημα βασιζόταν στις ίδιες αρχές και περιελάμβανε, τηρουμένων των αναλογιών, τους ίδιους κανόνες με το αρχικό γενικό σύστημα της οδηγίας 1989/48. Εξάλλου, με τις οδηγίες 1977/452/ΕΟΚ, 1977/453/ΕΟΚ, 1978/686/ΕΟΚ, 1978/687/ΕΟΚ, 1978/1026/ΕΟΚ, 1978/1027/ΕΟΚ, 1980/154/ΕΟΚ, 1980/155/ΕΟΚ, 1985/384/ΕΟΚ, 1985/432/ΕΟΚ, 1985/433/ΕΟΚ, 1993/16/ΕΟΚ επιδιώχθηκε η πλήρης εναρμόνιση των νομοθεσιών των Κρατών Μελών ως προς τους όρους εκπαίδευσης, τους τίτλους εκπαίδευσης και τα επαγγελματικά δικαιώματα των νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρων, ειδικευμένων οδοντιάτρων, κτηνιάτρων, μαιών, μαιευτών, αρχιτεκτόνων, φαρμακοποιών και ιατρών, βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένων, ενώ με την οδηγία 1999/42/ΕΚ θεσπίστηκε σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων βάσει της επαγγελματικής εμπειρίας σε εμπορικές, βιοτεχνικές και βιομηχανικές επαγγελματικές δραστηριότητες που καλύπτονταν από τις οδηγίες ελευθέρωσης.

 

Οι ανωτέρω οδηγίες αντικαταστάθηκαν, από κατ' 20-10-2007 από την οδηγία 2005/36/ΕΚ εκδοθείσα επίκληση των άρθρων 46, 53 παράγραφος 1 και 62 της Συνθήκης (τότε άρθρα 40, 47 παράγραφοι 1 και 2 και 55), με το άρθρο 62 της οποίας καταργήθηκαν ρητώς οι προγενέστερες αυτές οδηγίες, οι ρυθμίσεις των οποίων αναδιαρθρώνονται και συστηματοποιούνται με τη νέα αυτή οδηγία. Από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ προκύπτει ότι η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στην περίπτωση κάθε υπηκόου κράτους μέλους, ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο, στο οποίο απέκτησε τα επαγγελματικά προσόντα του.

 

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει, μεταξύ άλλων, την έννοια του νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος ως της επαγγελματικής δραστηριότητας ή του συνόλου επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων, την έννοια των επαγγελματικών προσόντων ως των προσόντων που πιστοποιούνται από τίτλο εκπαίδευσης, από βεβαίωση επάρκειας ή / και από επαγγελματική πείρα και την έννοια του τίτλου εκπαίδευσης ως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που χορηγούνται από αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, και βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί, κατά κύριο λόγο, στην Κοινότητα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων από το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει στο δικαιούχο τη δυνατότητα να αποκτήσει στο κράτος αυτό πρόσβαση στο επάγγελμα, για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής, και να το ασκεί στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τις ίδιες με τους πολίτες του προϋποθέσεις.

 

Στο άρθρο 10 της οδηγίας ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του γενικού συστήματος αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης, το οποίο καλύπτει τα θέματα που είχαν ρυθμιστεί από τις οδηγίες 1989/48/ΕΟΚ και 1992/51/ΕΟΚ, υπό την επιφύλαξη ειδικών ρυθμίσεων για συγκεκριμένα επαγγέλματα ρητώς προσδιοριζόμενα.

 

Στα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας καθορίζονται τα επίπεδα των επαγγελματικών προσόντων, όπως προκύπτουν από βεβαιώσεις επάρκειας, πιστοποιητικά ή διπλώματα που βεβαιώνουν είτε την επαγγελματική πείρα, είτε γενική πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είτε γενική εκπαίδευση συμπληρωμένη με κύκλο σπουδών επαγγελματικής εκπαίδευσης ή από πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος είτε τεχνική ή επαγγελματική εκπαίδευση με την επιπλέον απαιτούμενη πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος, είτε εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου ενός, τριών ή τεσσάρων ετών. Εξομοιώνεται επίσης προς τους ανωτέρω τίτλους εκπαίδευσης και κάθε επαγγελματικό προσόν που, χωρίς να πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με την ανάληψη ή την άσκηση ενός επαγγέλματος, παρέχει στον κάτοχο του κεκτημένα δικαιώματα δυνάμει των εν λόγω διατάξεων.

 

Στο άρθρο 13 της οδηγίας καθιερώνεται ο κανόνας ότι το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει την δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησης του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για πολίτες του, σε όσους είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτεια του.

 

Στο άρθρο 14 ορίζεται ότι το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί πάντως τη δυνατότητα να απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί τρία έτη, κατ' ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης, την οποία επικαλείται ο ενδιαφερόμενος, είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής, β) εφόσον η εκπαίδευση, την οποία έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος, αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο στο κράτος μέλος υποδοχής τίτλο εκπαίδευσης και γ) εφόσον το νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικά ρυθμιζόμενες επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν υπάρχουν στο αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος προέλευσης του ενδιαφερομένου και εφόσον η εν λόγω διαφορά συνίσταται στη συγκεκριμένη εκπαίδευση, η οποία απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής και αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη βεβαίωση επάρκειας ή τον τίτλο εκπαίδευσης, τους οποίους διαθέτει ο αιτών.

 

Στα άρθρα 16, 17, 18 και 19 η οδηγία οργανώνει το σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων βάσει της επαγγελματικής εμπειρίας σε εμπορικές, βιοτεχνικές και βιομηχανικές επαγγελματικές δραστηριότητες που περιγράφονται στο παράρτημα IV της οδηγίας.

 

Στα άρθρα 21 έως 49 θεσπίζεται το σύστημα αυτόματης αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων στα επαγγέλματα ιατρών, βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένων, νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρων, ειδικευμένων οδοντιάτρων, κτηνιάτρων, φαρμακοποιών και αρχιτεκτόνων, βάσει των τίτλων εκπαίδευσης οι οποίοι εμφαίνονται στο παράρτημα V, εφόσον οι τίτλοι αυτοί πληρούν τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης για τους οποίους γίνεται αντιστοίχως λόγος στα άρθρα 24, 25, 31, 34, 35, 38, 44 και 46.

 

Εξάλλου, στα άρθρα 5 έως 9 της οδηγίας θεσπίζονται οι όροι, με τους οποίους διευκολύνεται η περιστασιακή και προσωρινή παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος.

 

Τέλος, στο άρθρο 50 παράγραφος 3 της οδηγίας καθορίζεται η έκταση του ελέγχου, τον οποίο μπορούν να ασκήσουν τα κράτη μέλη επί τίτλων εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο εδρεύει νόμιμα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

 

3. Το υπό επεξεργασία σχέδιο, προτεινόμενο αρμοδίως από τους Υπουργούς Εσωτερικών - Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος - Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Παιδείας - Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Υποδομών - Μεταφορών και Δικτύων, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Δικαιοσύνης - Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισμού και Τουρισμού, ευρίσκει κατ' αρχήν νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του νόμου 1338/1983 (ΦΕΚ 34/Α/1983), όπως ισχύουν, και προκαλεί τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

 

4. Όπως κρίνεται παγίως, τα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων που περιέχουν συμμόρφωση προς οδηγίες πρέπει να αποστέλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας σε εύλογο χρόνο πριν τη λήξη της προθεσμίας συμμόρφωσης, προκειμένου το Συμβούλιο να δυνηθεί να ασκήσει λυσιτελώς τη γνωμοδοτική του αρμοδιότητα και η Διοίκηση να έχει τον χρόνο να συμμορφωθεί προς τυχόν παρατηρήσεις νομιμότητας (ΠΕ 166/2009, 99/2008, 338/2006, 183/2005, 114/2004 κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προθεσμία συμμόρφωσης προς την οδηγία 2005/36/ΕΚ ορίζεται, στο άρθρο 63 αυτής, το χρονικό διάστημα έως την 20-10-2007, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/100/ΕΚ, με την οποία τροποποιήθηκε, πλην άλλων, η οδηγία 2005/36/ΕΚ προκειμένου να προσαρμοστούν οι ρυθμίσεις της προς την προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη όφειλαν να συμμορφωθούν προς την τελευταία αυτή οδηγία το αργότερο μέχρι την ημερομηνία προσχώρησης των εν λόγω χωρών (01-01-2007). Ήδη, εξάλλου, εκδόθηκε κατόπιν της από 29-10-08 προσφυγής της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελλάδας, η απόφαση της 02-07-2009 του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί την οδηγία 2005/36/ΕΚ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή. Περαιτέρω, με την απόφαση της 04-06-2009 του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναγνωρίστηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση της προς την οδηγία 2006/100/ΕΚ του Συμβουλίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας. Ενόψει τούτων παρατηρείται εκ προοιμίου ότι σημειώθηκε σημαντική καθυστέρηση στην προώθηση προς επεξεργασία του σχεδίου, το οποίο περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας την 05-01-2010.

 

5. Στα άρθρα 5, 6 και 7 της οδηγίας ρυθμίζεται η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στα κράτη μέλη. Ειδικότερα, στο άρθρο 5 παράγραφος 1 ορίζεται ότι τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, για λόγους που αφορούν τα επαγγελματικά προσόντα: α) εάν ο πάροχος είναι νομίμως εγκατεστημένος σε κράτος μέλος με σκοπό να ασκεί εκεί αυτό το επάγγελμα και β) σε περίπτωση μετακίνησης του παρόχου σε άλλο κράτος μέλος, εάν έχει ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα επί δύο τουλάχιστον έτη στο διάστημα των δέκα ετών που προηγούνται της παροχής στο κράτος μέλος εγκατάστασης, εφόσον το επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος. Ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται η επί διετία άσκηση του επαγγέλματος δεν ισχύει εφόσον είτε το επάγγελμα είτε η εκπαίδευση για το εν λόγω επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη. Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου διευκρινίζεται ότι στο πεδίο εφαρμογής των συγκεκριμένων διατάξεων υπάγεται μόνον η περιστασιακή και προσωρινή άσκηση επαγγέλματος, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, ο πάροχος των εν λόγω υπηρεσιών υπόκειται σε κανόνες, επαγγελματικού, καταστατικού ή διοικητικού χαρακτήρα που συνδέονται άμεσα με τα επαγγελματικά προσόντα, όπως ο ορισμός του επαγγέλματος, η χρήση τίτλων και η σοβαρή επαγγελματική αμέλεια που συνδέονται άμεσα και συγκεκριμένα με την προστασία και την ασφάλεια του καταναλωτή, καθώς και στις πειθαρχικές διατάξεις, οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής για τους επαγγελματίες που ασκούν εκεί το ίδιο επάγγελμα.

 

Στο άρθρο 6 της οδηγίας ορίζεται ότι το κράτος μέλος υποδοχής απαλλάσσει τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος παρόχους υπηρεσιών, μεταξύ άλλων από την αδειοδότηση, την καταχώριση ή την προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή σε επαγγελματικό φορέα. Προκειμένου, όμως, να διευκολυνθεί η εφαρμογή των πειθαρχικών διατάξεων που ισχύουν στην επικράτεια τους σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν είτε προσωρινή εγγραφή ή τυπική προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή επαγγελματικό οργανισμό, υπό τον όρο ότι οι διαδικασίες αυτές δεν καθυστερούν ούτε περιπλέκουν με οποιοδήποτε τρόπο την παροχή υπηρεσιών και δεν συνεπάγονται περαιτέρω δαπάνες για τον πάροχο υπηρεσιών. Η εν λόγω προσωρινή εγγραφή ή η τυπική προσχώρηση γίνεται αυτόματα με την αποστολή από την αρμόδια για την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας αρχή στην οικεία επαγγελματική οργάνωση της γραπτής δήλωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 της οδηγίας ή της ανανέωσης αυτής ή και των δικαιολογητικών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 7, όπως αποδεικτικά ιθαγένειας ή επαγγελματικών προσόντων.

 

Εξάλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 της οδηγίας καθορίζεται το περιεχόμενο της ανωτέρω γραπτής δήλωσης, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομέρειες σχετικά με οποιεσδήποτε ασφαλιστικές εγγυήσεις ή ανάλογα μέσα προσωπικής ή συλλογικής προστασίας όσον αφορά την επαγγελματική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι κατά την πρώτη παροχή υπηρεσιών ή σε περίπτωση ουσιαστικής αλλαγής της κατάστασης την οποία πιστοποιούν τα έγγραφα, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η δήλωση να συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά: α) απόδειξη ιθαγένειας του παρόχου, β) βεβαίωση ότι ο δικαιούχος είναι νόμιμα εγκατεστημένος σε κράτος μέλος για την άσκηση των οικείων δραστηριοτήτων και ότι δεν του έχει απαγορευθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων τη στιγμή της χορήγησης της βεβαίωσης, γ) αποδεικτικά των επαγγελματικών του προσόντων, δ) απόδειξη με κάθε μέσον ότι ο πάροχος έχει ασκήσει τις δραστηριότητες, στις οποίες αναφέρεται η παραπάνω περίπτωση β της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της οδηγίας, επί δύο τουλάχιστον έτη στο διάστημα των δέκα προηγούμενων ετών και ε) για επαγγέλματα στον τομέα της ασφάλειας, εφόσον το κράτος μέλος το απαιτεί για τους πολίτες του, λευκό ποινικό μητρώο.

 

Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται, τέλος, ότι:

 

{κατά την πρώτη παροχή υπηρεσιών, στην περίπτωση των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων που έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία ή ασφάλεια και δεν τυγχάνουν αυτόματης αναγνώρισης δυνάμει του τίτλου III Κεφάλαιο III της οδηγίας, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να προβεί για το οικείο επάγγελμα σε έλεγχο των επαγγελματικών προσόντων του παρόχου, πριν από την πρώτη παροχή υπηρεσιών. Ο εν λόγω προηγούμενος έλεγχος είναι δυνατός μόνο εφόσον αποσκοπεί στην αποφυγή σοβαρής βλάβης της υγείας ή της ασφάλειας του αποδέκτη της υπηρεσίας λόγω έλλειψης επαγγελματικών προσόντων του παρόχου και εφόσον δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη αυτού του στόχου.}

 

Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το δικαίωμα της ελεύθερης, προσωρινής και περιστασιακής, παροχής υπηρεσιών σε κράτος μέλος από πρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, αποκτάται με την υποβολή της τυχόν απαιτούμενης στο κράτος υποδοχής γραπτής δήλωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 7 της οδηγίας στην αρμόδια αρχή, ή και των δικαιολογητικών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 7, η δε προβλεπόμενη στο κράτος υποδοχής προσωρινή εγγραφή ή τυπική προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση επέρχεται αυτόματα με την αποστολή της παραπάνω δήλωσης με τα τυχόν απαιτούμενα δικαιολογητικά. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται ο έλεγχος των επαγγελματικών προσόντων του παρέχοντος, πριν από την πρώτη παροχή υπηρεσιών, στην περίπτωση των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων που έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία ή ασφάλεια και δεν τυγχάνουν αυτόματης αναγνώρισης δυνάμει του τίτλου III Κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας.

 

6. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 7 του σχεδίου προβλέπεται ότι:

 

{Η αρμόδια για κάθε επάγγελμα αρχή, όπως ορίζεται με την απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, εξετάζει τη δήλωση και τα δικαιολογητικά και χορηγεί εντός επτά εργάσιμων ημερών από την παραλαβή όλων των δικαιολογητικών βεβαίωση στον πάροχο υπηρεσιών, στην οποία πιστοποιεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παροχή υπηρεσιών και προσδιορίζει σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου τον τίτλο που χρησιμοποιεί ο πάροχος. Σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες για τη γνησιότητα των υποβληθέντων δικαιολογητικών, η αρμόδια αρχή το γνωστοποιεί εγγράφως στον πάροχο και ορίζει περαιτέρω εύλογη προθεσμία για την χορήγηση της βεβαίωσης.}

 

Με τη διάταξη αυτή επιχειρείται η καθιέρωση ενός επιπλέον σταδίου διοικητικού ελέγχου της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων στο πρόσωπο του παρόχου υπηρεσιών, πέραν εκείνου που προβλέπεται στην ειδική περίπτωση των επαγγελμάτων της παραγράφου 4 του άρθρου 7 της οδηγίας. Η διάταξη αυτή τίθεται νομίμως, μόνον υπό την εκδοχή ότι η εν λόγω βεβαίωση δεν συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το οποίο αποκτάται με μόνη την υποβολή της γραπτής δήλωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 7 της οδηγίας στην αρμόδια αρχή ή και των δικαιολογητικών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 στην οικεία επαγγελματική οργάνωση. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη πρέπει να επαναδιατυπωθεί ώστε να καθίσταται σαφές ότι η πρώτη παροχή υπηρεσιών δεν εξαρτάται από τη χορήγηση της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή του σχεδίου βεβαίωσης της αρμόδιας αρχής.

 

7. Ενόψει και των ανωτέρω παρατηρήσεων πρέπει για λόγους σαφήνειας να αναδιατυπωθεί και το άρθρο 6 του σχεδίου ως εξής:

 

{Ο πάροχος υπηρεσιών του άρθρου 5 παράγραφος 1 απαλλάσσεται ιδίως από τις απαιτήσεις που επιβάλλονται στους επαγγελματίες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα και οι οποίες αφορούν: α) την αδειοδότηση, την καταχώριση ή την προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή σε επαγγελματικό φορέα. Για την αποτελεσματική εφαρμογή των πειθαρχικών διατάξεων του άρθρου 5 παράγραφος 3, ο πάροχος των υπηρεσιών εγγράφεται προσωρινά στην οικεία επαγγελματική οργάνωση ή επαγγελματικό φορέα. Η εγγραφή συντελείται αυτόματα με την αποστολή από την αρμόδια αρχή του άρθρου 7 στην οικεία επαγγελματική οργάνωση ή επαγγελματικό φορέα του αντίγραφου της δήλωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 7, ή προκειμένου για τις περιπτώσεις, τις οποίες αφορά η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου, της βεβαίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή.}

 

8. Στο παράρτημα VIII του σχεδίου του διατάγματος περιλαμβάνονται τα επαγγέλματα που έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία ή ασφάλεια, ως προς τα οποία, κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται ο έλεγχος των επαγγελματικών προσόντων πριν από την πρώτη παροχή υπηρεσιών. Πριν από τη δημοσίευση του σχεδίου η Διοίκηση οφείλει να προβεί σε έλεγχο της ακρίβειας των τίτλων των επαγγελμάτων που αναγράφονται στο εν λόγω παράρτημα, προς διόρθωση σφαλμάτων που έχουν τυχόν εμφιλοχωρήσει, όπως για το επάγγελμα του Υπομηχανικού Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, για το οποίο η Διεύθυνση Ευρωπαϊκής Ένωσης του Υπουργείου Παιδείας διευκρίνισε προς το Δικαστήριο ότι πρέπει να διορθωθεί σε Υπομηχανικός πτυχιούχος Ανωτέρας Τεχνολογικής Σχολής. Εξάλλου, είναι σκόπιμο η Διοίκηση να εξετάσει το ενδεχόμενο να περιληφθούν στο παράρτημα VIII του σχεδίου και άλλα επαγγέλματα που έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία ή ασφάλεια, όπως εκείνο του δασολόγου.

 

9. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 7, με την οποία ορίζεται ότι με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του αρμοδίου κατά περίπτωση Υπουργού ορίζονται οι αρμόδιες αρχές για την υποβολή και για την εξέταση των δηλώσεων και των δικαιολογητικών παροχής υπηρεσιών, το περιεχόμενο της δήλωσης του παρόχου και της χορηγούμενης σε αυτόν βεβαίωσης, καθώς και οι λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 7, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη υπ' εξουσιοδότηση, διότι αφορά σε ρύθμιση λεπτομερειακού ζητήματος.

 

10. Η περίπτωση γ του άρθρου 11 του σχεδίου, με το οποίο επιχειρείται η ενσωμάτωση των οριζομένων στο άρθρου 11 της οδηγίας σχετικά τα επίπεδα των επαγγελματικών προσόντων, όπως προκύπτουν από βεβαιώσεις επάρκειας, πιστοποιητικά ή διπλώματα, προκειμένου να καταστεί σαφέστερη και να εναρμονιστεί προς τα ισχύοντα στην ελληνική έννομη τάξη, πρέπει να αντικατασταθεί ως εξής:

 

{γ) δίπλωμα που πιστοποιεί ότι ολοκληρώθηκε επιτυχώς: ί) είτε εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου, εκτός από την αναφερόμενη στα στοιχεία δ) και ε), διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή ισοδύναμης διάρκειας υπό καθεστώς μερικής παρακολούθησης, προϋπόθεση πρόσβασης στην οποία αποτελεί κατά κανόνα, μεταξύ άλλων, η ολοκλήρωση του κύκλου δευτεροβάθμιων σπουδών που απαιτείται για την πρόσβαση στην ανώτατη ή ανώτερη πανεπιστημιακή εκπαίδευση (Γενικό Λύκειο) ή την ολοκλήρωση ισοδύναμης προς το Γενικό Λύκειο σχολικής εκπαίδευσης, καθώς και την ενδεχομένως απαιτούμενη επιπλέον αυτού του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών επαγγελματική κατάρτιση. ii...}

 

11. Για λόγους νομοτεχνικούς το άρθρο 12 του σχεδίου πρέπει να διασπαστεί σε δύο παραγράφους, στις οποίες θα υπαχθούν, αντιστοίχως, τα εδάφια της μοναδικής παραγράφου του άρθρου αυτού του σχεδίου.

 

12. Σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν κωλύεται να απαιτεί από τον αιτούντα την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του γενικού συστήματος αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης, την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί τρία έτη, κατ' ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης, την οποία επικαλείται ο αιτών δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 ή 2, είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής, β) εφόσον η εκπαίδευση του αιτούντος αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο στο κράτος μέλος υποδοχής τίτλο εκπαίδευσης, γ) εφόσον το νομοθετικά ρυθμιζόμενο στο κράτος μέλος υποδοχής επάγγελμα περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικά ρυθμιζόμενες επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν υπάρχουν στο αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος προέλευσης του αιτούντος κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 και εφόσον η εν λόγω διαφορά συνίσταται στη συγκεκριμένη εκπαίδευση που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής και αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη βεβαίωση επάρκειας ή τον τίτλο εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών. Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ως κανόνας ότι το κράτος μέλος υποδοχής, εάν κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, οφείλει να παρέχει στον αιτούντα την ευχέρεια επιλογής μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζονται ως τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικοί οι τομείς, των οποίων η γνώση είναι απαραίτητη για την άσκηση του επαγγέλματος και ως προς τους οποίους η εκπαίδευση που έχει λάβει ο μετανάστης παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια ή το περιεχόμενο σε σχέση με την εκπαίδευση που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής, ο ορισμός δε αυτός υιοθετείται με την παράγραφο 4 του άρθρου 14 του σχεδίου.

 

Εξάλλου, στην περίπτωση ζ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 της οδηγίας ορίζεται ως πρακτική άσκηση προσαρμογής, η άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, που πραγματοποιείται στο κράτος μέλος υποδοχής υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου επαγγελματία και που συνοδεύεται, ενδεχομένως, από συμπληρωματική εκπαίδευση. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη, η πρακτική άσκηση υπόκειται σε αξιολόγηση, οι δε λεπτομερείς κανόνες της πρακτικής άσκησης και της αξιολόγησης της καθώς και το νομικό καθεστώς του ασκούμενου μετανάστη καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφόσον, δηλαδή, η οδηγία καθορίζει το πλαίσιο της έννοιας των ουσιωδώς διαφορετικών τομέων γνώσεων και της πρακτικής άσκησης προσαρμογής, δεν είναι αναγκαίος για την πλήρη και ορθή ενσωμάτωση της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη ο ανά επάγγελμα προσδιορισμός, με το υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος, αφενός μεν των τομέων γνώσεων, οι οποίοι θεωρούνται απαραίτητοι για την άσκηση στην Ελλάδα των επαγγελμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, αφετέρου δε των λεπτομερειών διεξαγωγής της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας (παράβαλε ΣτΕ 3808/2006 επταμελές), δεδομένου, άλλωστε, ότι παρόμοια ρύθμιση θα προσέκρουσε σε ανυπέρβλητες πρακτικές δυσχέρειες. Έως ότου πάντως προσδιοριστούν ανά επάγγελμα οι ανωτέρω ουσιώδεις τομείς γνώσεων, η αρμόδια για την εφαρμογή του διατάγματος αρχή υποχρεούται να διατυπώνει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πλήρως αιτιολογημένη κρίση για την ύπαρξη ουσιωδών διαφορών σε τομείς γνώσεων μεταξύ των εκπαιδεύσεων στο επάγγελμα στη χώρα προέλευσης και στην Ελλάδα, (παράβαλε ΣτΕ 3741/2009, 1637/2009).

 

Περαιτέρω, είναι σκόπιμο να προστεθεί στο άρθρο 14 διάταξη, με την οποία θα προβλέπεται η έκδοση υπουργικής απόφασης για τη ρύθμιση των λεπτομερειών διεξαγωγής της δοκιμασίας επάρκειας. Εξάλλου, η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 5 της οδηγίας σύμφωνα με την οποία με αποφάσεις του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού καθορίζονται οι όροι και το περιεχόμενο της πρακτικής άσκησης προσαρμογής δεν συνιστά ανεπίτρεπτη υπ' εξουσιοδότηση, εφόσον, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η οδηγία στη διάταξη της περίπτωσης ζ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και το σχέδιο διατάγματος στην αντίστοιχη διάταξη αυτού καθορίζουν τα βασικά στοιχεία και το πλαίσιο της έννοιας της πρακτικής άσκησης προσαρμογής. Τέλος, ενόψει των εκτεθέντων, αλλά και προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθολογική δομή και η ενότητα των ρυθμίσεων του διατάγματος περί των αντισταθμιστικών μέτρων, η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 57 του σχεδίου, στην οποία προβλέπεται ότι η δοκιμασία επάρκειας ή η πρακτική άσκηση προσαρμογής του άρθρου 14 διενεργείται από την οικεία επαγγελματική οργάνωση, εφόσον αυτή είναι οργανωμένη ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, άλλως από τη δημόσια αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της σχετικής άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ή του αντίστοιχου τίτλου, πρέπει να μεταφερθεί, ως ιδιαίτερη παράγραφος, στο άρθρο 14.

 

13. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα είναι το επάγγελμα εκείνο, η πρόσβαση στο οποίο ή η άσκηση του οποίου ρυθμίζεται είτε άμεσα από νομοθετικές κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που επιφυλάσσουν ρητώς την επαγγελματική αυτή δραστηριότητα μόνον στα πρόσωπα που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις και απαγορεύουν την πρόσβαση αυτή σε πρόσωπα που δεν τις πληρούν είτε έμμεσα δια του νομικού ελέγχου της πρόσβασης στο επάγγελμα αυτό ή της άσκησης του (απόφαση του Δικαστηρίου της 08-07-1999 Teresa Fernandez de Bobadilla, C-234/97 σκέψη 32). Ενόψει αυτού η φράση δημόσια αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της σχετικής άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ή του αντίστοιχου τίτλου που απαντάται στην ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 57 του σχεδίου, η οποία, σύμφωνα με την προηγούμενη παρατήρηση, ενδείκνυται να μεταφερθεί στο άρθρο 14, πρέπει να αντικατασταθεί ως εξής: τη δημόσια αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της σχετικής άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ή για το νομικό έλεγχο της πρόσβασης στο επάγγελμα αυτό ή της άσκησης του.

 

14. Στο άρθρο 15 της οδηγίας προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργήσουν κοινές βάσεις, δηλαδή, σειρές κριτηρίων επαγγελματικών προσόντων, καταλλήλων ώστε να αντισταθμίζουν τις ουσιαστικές διαφορές που έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών ως προς τις απαιτήσεις εκπαίδευσης για ένα δεδομένο επάγγελμα. Οι κοινές βάσεις μπορούν να υποβληθούν στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη ή επαγγελματικές ενώσεις ή επαγγελματικούς οργανισμούς που είναι αντιπροσωπευτικοί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Εάν η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με τα κράτη μέλη, κρίνει ότι ένα σχέδιο κοινής βάσης διευκολύνει την αμοιβαία αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων, μπορεί να υποβάλει σχέδια μέτρων ενόψει της θέσπισης τους σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2 της οδηγίας. Οι διατάξεις αυτές της οδηγίας δεν αφορούν τις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών, αλλά θεσπίζουν σε κοινοτικό επίπεδο διαδικασία για την υπαγωγή ορισμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε καθεστώς αμοιβαίας αυτόματης αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων. Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση ενσωμάτωσης των εν λόγω διατάξεων για την προσαρμογή της εσωτερικής έννομης τάξης στην οδηγία και για το λόγο αυτό οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 15 του σχεδίου είναι διαγραπτέες.

 

Για τον ίδιο ως άνω λόγο είναι διαγραπτέα και η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 15 της οδηγίας, στην οποία ορίζεται ότι εάν η Ελλάδα θεωρήσει ότι τα κριτήρια που περιέχονται σε μέτρο το οποίο έχει θεσπισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 δεν παρέχουν πλέον τα απαραίτητα εχέγγυα ως προς τα επαγγελματικά προσόντα, το γνωστοποιεί στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υποβάλλει, ενδεχομένως, σχέδιο μέτρων σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2. Αντιθέτως, ορθώς ενσωματώνεται, ως θεσπίζουσα κανόνα δικαίου, του οποίου επιβάλλεται η εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 15 της οδηγίας, σύμφωνα με την οποία εάν τα επαγγελματικά προσόντα του αιτούντος την αναγνώριση πληρούν τα κριτήρια που προβλέπονται σε μέτρο που θεσπίστηκε κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 15, οι αρμόδιες αρχές δεν εφαρμόζουν τα αντισταθμιστικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 14. Η αντίστοιχη διάταξη, ωστόσο, της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του σχεδίου πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής:

 

{Εάν τα επαγγελματικά προσόντα του αιτούντος πληρούν τα κριτήρια που προβλέπονται σε μέτρο το οποίο θα θεσπιστεί κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 15 της οδηγίας 2005/36//ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές δεν εφαρμόζουν τα αντισταθμιστικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 14.}

 

Εξάλλου, με την παραπάνω παράγραφο 3 συνδέεται η παράγραφος 4 του άρθρου 15 του σχεδίου, με την οποία επιχειρείται η ενσωμάτωση της αντίστοιχης διάταξης της οδηγίας και ορίζεται ότι οι παράγραφοι 1 έως 3 (του άρθρου 15 της οδηγίας) δεν θίγουν την αρμοδιότητα της χώρας να καθορίζει τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση επαγγελμάτων στην επικράτεια της καθώς και το περιεχόμενο και την οργάνωση των συστημάτων της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, και, συνεπώς, ορθώς τίθεται και η εν λόγω παράγραφος 4. Εντούτοις, η παράγραφος αυτή πρέπει να διατυπωθεί ως εξής: Μέτρα θεσπιζόμενα κατά το άρθρο 15 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ δεν παρεμποδίζουν τον καθορισμό επαγγελματικών προσόντων για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος και το περιεχόμενο και την οργάνωση των συστημάτων της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Τέλος, μετά τη διαγραφή των λοιπών παραγράφων του άρθρου 15 του σχεδίου, οι παραπάνω παράγραφοι 3 και 4 πρέπει να αναριθμηθούν ως παράγραφοι 1 και 2, αντιστοίχως.

 

15. Η παράγραφος 5 του άρθρου 21 του σχεδίου πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής:

 

{Η ανάληψη και η άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας / μαιευτή και φαρμακοποιού εξαρτώνται από την κατοχή τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται αντιστοίχως στο παράρτημα V, σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.1.4, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.5.2 και 5.6.2. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει αποκτήσει κατά τη συνολική διάρκεια της εκπαίδευσης του, και όταν ενδείκνυται, τις γνώσεις και τις δεξιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 3, στο άρθρο 31 παράγραφος 6, στο άρθρο 34 παράγραφος 3, στο άρθρο 38 παράγραφος 3, στο άρθρο 40 παράγραφος 3 και στο άρθρο 44 παράγραφος 3, αντιστοίχως.}

 

16. Στο άρθρο 22 του σχεδίου η φράση Όσον αφορά την εκπαίδευση περί της οποίας τα άρθρα..., πρέπει να αντικατασταθεί από τη φράση Ως προς την εκπαίδευση, στην οποία αναφέρονται τα άρθρα...

 

17. Οι διατάξεις των άρθρων 23Α, 33Α και 43Α του σχεδίου, με τις οποίες επιχειρείται η ενσωμάτωση των ρυθμίσεων της οδηγίας 2006/100/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων Βουλγάρων και Ρουμάνων ιατρών, νοσηλευτών και μαιών/μαιευτών πρέπει να μεταφερθούν ως ιδιαίτερες παράγραφοι στα άρθρα 23, 33 και 43, αντίστοιχα, στα οποία ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με κεκτημένα δικαιώματα στα ίδια ως άνω επαγγέλματα για τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Ενόψει αυτού, στις ενσωματούμενες διατάξεις των οδηγιών που μνημονεύονται σε παρένθεση κάτω από τον τίτλο των παραπάνω άρθρων του σχεδίου, πρέπει να προστεθούν οι σχετικές διατάξεις του παραρτήματος της οδηγίας 2006/100/ΕΚ, να διαγραφούν δε οι εσφαλμένως αναγραφόμενες διατάξεις των μη υφιστάμενων άρθρων 23Α, 33Α και 43Α της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.

 

27. Στις αιτιολογικές σκέψεις 27 και 28 του προοιμίου της οδηγίας αναγνωρίζεται ότι η αρχιτεκτονική δημιουργία αποτελεί αντικείμενο δημοσίου συμφέροντος, ότι η αμοιβαία αναγνώριση των τίτλων εκπαίδευσης πρέπει να βασίζεται σε ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια που διασφαλίζουν ότι οι κάτοχοι των αναγνωρισμένων τίτλων εκπαίδευσης είναι σε θέση να κατανοούν και να εκφράζουν τις ανάγκες των μεμονωμένων ατόμων, των κοινωνικών ομάδων και των συλλογικών φορέων σε θέματα χωροταξίας, σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης των κατασκευών, διατήρησης και αξιοποίησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, καθώς και προστασίας της ισορροπίας της φύσης, αλλά και ότι, ενόψει της ιδιαίτερης ποικιλίας των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων σε σχέση με τις δραστηριότητες στον τομέα της αρχιτεκτονικής, οι οποίες, ή ορισμένες από τις οποίες μπορούν να ασκούνται από άλλους επαγγελματίες, η έννοια αρχιτέκτονας χρησιμοποιείται από την οδηγία προκειμένου να καθοριστεί το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με την αυτόματη αναγνώριση των τίτλων εκπαίδευσης στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Στο άρθρο 10, το οποίο περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο Ι του Τίτλου IIΙ της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο Γενικό σύστημα αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης, ορίζεται ότι το σύστημα αυτό εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και σε αρχιτέκτονες, όταν ο επαγγελματίας είναι κάτοχος τίτλου εκπαίδευσης που δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα V, σημείο 5.7. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 21, που φέρει τον τίτλο αρχή της αυτόματης αναγνώρισης, και περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο IIΙ του Τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας:

 

{κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει τους τίτλους εκπαίδευσης ως ... αρχιτέκτονα, οι οποίοι εμφαίνονται στο παράρτημα V υπό τα σημεία ... 5.7.1, εφόσον πληρούν τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης για τους οποίους γίνεται αντιστοίχως λόγος στα άρθρα ... 46, παρέχοντας τους την ίδια ισχύ όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων στην επικράτεια του με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγεί το ίδιο} (παράγραφος 1), οι δε:

 

{αναφερόμενοι στο παράρτημα V, σημείο 5.7.1, τίτλοι εκπαίδευσης αρχιτέκτονα που αποτελούν αντικείμενο αυτόματης αναγνώρισης δυνάμει της παραγράφου 1 πιστοποιούν εκπαίδευση η οποία ξεκίνησε το νωρίτερο κατά τη διάρκεια του κρίσιμου ακαδημαϊκού έτους που αναφέρεται στο εν λόγω παράρτημα} (παράγραφος 5).

 

Περαιτέρω, από το άρθρο 46 της οδηγίας προκύπτει ότι το περιεχόμενο και η διάρκεια της εκπαίδευσης των αρχιτεκτόνων αποτελούν αντικείμενο πλήρους εναρμόνισης, η εκπαίδευση δε αυτή πρέπει να παρέχει την εγγύηση, μεταξύ άλλων, ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει γνώση των προβλημάτων στατικού σχεδιασμού, οικοδομικής και έργων πολιτικού μηχανικού, τα οποία συνδέονται με το σχεδιασμό των κτιρίων, προσήκουσα γνώση των προβλημάτων που έχουν σχέση με τις φυσικές ιδιότητες των κτιρίων..., καθώς επίσης και τεχνική ικανότητα, χάρη στην οποία ο αρχιτέκτονας θα μπορεί να επινοεί κατασκευές που να ικανοποιούν τις απαιτήσεις αυτών που τις χρησιμοποιούν, σεβόμενος τους οικονομικούς περιορισμούς και τους οικοδομικούς κανονισμούς. Εξάλλου, το άρθρο 47 της οδηγίας επεκτείνει την αναγνώριση και σε ορισμένους άλλους τίτλους που πιστοποιούν εκπαίδευση, η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 46, ενώ στην παράγραφο 2 του άρθρου 48 της οδηγίας προβλέπεται ότι, κατ' εξαίρεση, θεωρείται ότι πληρούν τους απαιτούμενους όρους για την άσκηση των δραστηριοτήτων του αρχιτέκτονα, υπό τον επαγγελματικό τίτλο του αρχιτέκτονα, οι υπήκοοι κράτους μέλους οι οποίοι δικαιούνται να φέρουν τον εν λόγω τίτλο κατ' εφαρμογή νόμου που παραχωρεί στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους τη δυνατότητα να χορηγεί τον τίτλο αυτό στους υπηκόους των κρατών μελών που έχουν διακριθεί ιδιαιτέρως λόγω της ποιότητας του έργου τους στον τομέα της αρχιτεκτονικής, χωρίς, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή να απαιτείται η κατοχή ενός εκ των αναφερόμενων στο παράρτημα V σημείο 5.7.1 τίτλων εκπαίδευσης αρχιτέκτονα. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 27 και 28 της οδηγίας, προκύπτει ότι, εφόσον μια δραστηριότητα ασκείται από τους αρχιτέκτονες που έχουν πτυχίο χορηγηθέν από το κράτος μέλος υποδοχής, ένας μετανάστης αρχιτέκτονας κάτοχος τίτλου εκπαίδευσης που περιλαμβάνεται στο παράρτημα V σημείο 5.7 της οδηγίας πρέπει επίσης να έχει πρόσβαση σε μια τέτοια δραστηριότητα. Και ναι μεν εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής να καθορίσει τον τομέα δραστηριοτήτων του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα, εφόσον, όμως, ένα κράτος μέλος θεωρεί μια δραστηριότητα ως εμπίπτουσα στον εν λόγω τομέα, η απαίτηση της αμοιβαίας αναγνώρισης επιβάλλει να έχουν επίσης πρόσβαση στη δραστηριότητα αυτή οι μετανάστες αρχιτέκτονες (βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 23-11-2000 C-421/1998 Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψεις 32-45).

 

28. Η διάταξη του άρθρου 48 του σχεδίου υπό τον τίτλο άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων αρχιτέκτονα, με το οποίο επιχειρείται η προσαρμογή της εσωτερικής νομοθεσίας προς τη διάταξη του άρθρου 48 της οδηγίας, στην παράγραφο 1 ορίζει, σε συμμόρφωση προς την οδηγία, ότι για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, επαγγελματικές δραστηριότητες του αρχιτέκτονα είναι οι δραστηριότητες που ασκούνται συνήθως βάσει του επαγγελματικού τίτλου του αρχιτέκτονα και στην παράγραφο 3 περιλαμβάνει διάταξη, σύμφωνα με την οποία ο αρχιτέκτων που στο κράτος μέλος καταγωγής του δεν έχει το δικαίωμα συντάξεως στατικής μελέτης και αντισεισμικού ελέγχου κατασκευών, δεν έχει ούτε στην Ελλάδα το δικαίωμα αυτό. Η τελευταία αυτή διάταξη εισάγει ρύθμιση, βάσει της οποίας στους κατόχους διπλώματος αρχιτεκτονικής χορηγηθέντος από άλλο κράτος μέλος δεν αναγνωρίζεται το πεδίο δραστηριοτήτων, το οποίο αναγνωρίζεται στους κατόχους διπλώματος αρχιτεκτονικής χορηγηθέντος στην Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή δεν συμβιβάζεται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη παρατήρηση, με την αρχή της αυτόματης αμοιβαίας αναγνώρισης που διέπει την ανάληψη των αναφερόμενων στο Κεφάλαιο III του Τίτλου III της οδηγίας επαγγελματικών δραστηριοτήτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επαγγελματικές δραστηριότητες των αρχιτεκτόνων, και, συνεπώς, δεν τίθεται νομίμως.

 

29. Στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής:

 

{1. ...

 

2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων ...

 

5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους ...

 

7. Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.

 

8. Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ' αυτά ... Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

 

9. ...}

 

Η ευρεία ευχέρεια, την οποία χορήγησε στον κοινό νομοθέτη το άρθρο 16 παράγραφος 7 του Συντάγματος προς ρύθμιση των αναγομένων στην επαγγελματική εκπαίδευση ζητημάτων, έχει πλέον περιορισθεί, κατά το μέτρο που το πεδίο εφαρμογής των νομοθετικών ρυθμίσεων που αναφέρονται στα παραπάνω ζητήματα και στο συναφές ζήτημα της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων, η οποία δεν ταυτίζεται με την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων σπουδών, διασταυρώνεται ήδη με το πεδίο εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίοι αφορούν στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, καθώς και με το πεδίο εφαρμογής των συνδεομένων με τις ελευθερίες αυτές κανόνων του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, οι οποίοι αφορούν στην αναγνώριση τίτλων που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση, δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί, όπως, άλλωστε, και το σύνολο των κανόνων του πρωτογενούς και του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, έχουν, δυνάμει των οριζομένων στο άρθρο 28 του Συντάγματος και της κυρώσεως της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες με το νόμο [Ν] 945/1979 (ΦΕΚ 170/Α/1979), τυπική ισχύ υπέρτερη του κοινού νόμου (ΣτΕ 778/2007 επταμελές).

 

30. Από τις διατάξεις των άρθρων 3, 11, 14 και 50 παράγραφος 3 της οδηγίας προκύπτει ότι στην έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας εμπίπτει και ο τίτλος εκπαίδευσης, από τον οποίο προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος παρακολούθησε επιτυχώς έναν από τους κύκλους σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που μνημονεύονται στο άρθρο 11 της οδηγίας και εκείνος, ο οποίος α) χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή κράτους μέλους (κράτους μέλους προέλευσης), β) πιστοποιεί εκπαίδευση πραγματοποιηθείσα κατά κύριο λόγο εντός της Κοινότητας, γ) περιλαμβάνει την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και δ) πιστοποιεί ότι ο κάτοχος του τίτλου διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για την πρόσβαση στο οικείο επάγγελμα ή για την άσκηση του εντός του κράτους μέλους προέλευσης. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων κάθε άλλο, πέραν του κράτους μέλους προέλευσης, κράτος μέλος (κράτος μέλος υποδοχής) υποχρεούται να επιτρέψει στους πολίτες οποιουδήποτε κράτους μέλους και, επομένως, και των πολιτών του κράτους μέλους υποδοχής, οι οποίοι είναι κάτοχοι του τίτλου που πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την πρόσβαση στο αντίστοιχο, νομοθετικά κατοχυρωμένο στο κράτος μέλος υποδοχής, επάγγελμα ή την άσκηση τέτοιου επαγγέλματος.

 

Σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 50 της οδηγίας, η μόνη δυνατότητα, πέραν της επιβολής των προβλεπόμενων στο άρθρο 14 της οδηγίας αντισταθμιστικών μέτρων, που διαθέτουν οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επί των συγκεκριμένων τίτλων εκπαίδευσης είναι, σε περιπτώσεις δικαιολογημένων αμφιβολιών, να επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου: α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου β) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου και γ) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον τίτλο. Ενόψει αυτών, αλλά και της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί της αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων που πιστοποιούνται από τέτοιου είδους τίτλους εκπαιδεύσεως, όπως το ζήτημα αυτό είχε τεθεί στο πλαίσιο των ρυθμίσεων των οδηγιών 1989/48/ΕΟΚ και 1992/51/ΕΟΚ (βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 13-11-2003, C-153/2002, Valentine Neri κ.λ.π., απόφαση της 23-10-2008, C-274/2005, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, απόφαση της 13-11-2008 C-180/2008 και C-186/2008, Μαρία Καστρινάκη κατά ΠΓΝΘ ΑΧΕΠΑ, απόφαση της 04-12-2008, C-84/2007, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας και απόφαση της 04-12-2008, C-151/2007, Χατζηθανάσης κατά Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), νομίμως τίθεται η ρύθμιση του άρθρου 50 παράγραφος 3 του σχεδίου, σύμφωνα με την οποία οι αρμόδιες ελληνικές αρχές, κατά τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων που πιστοποιούνται από τίτλους εκπαίδευσης, οι οποίοι εμπίπτουν στην έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ της οδηγίας και της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 3 του σχεδίου, εκδόθηκαν από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και αφορούν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, στην ελληνική επικράτεια ή στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, δύνανται να ελέγξουν τους τίτλους αυτούς μόνον υπό τους προαναφερόμενους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 50 της οδηγίας, προβλέπονται δε και στην παραπάνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 50 του σχεδίου.

 

31. Σύμφωνα με το άρθρο 52 του σχεδίου:

 

{Οι δικαιούχοι της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων πρέπει να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις της ελληνικής γλώσσας για την άσκηση του επαγγέλματος στην Ελλάδα. Με Απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του αρμοδίου κατά περίπτωση Υπουργού καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.}

 

Η υπ' εξουσιοδότηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ανωτέρω άρθρου δεν τίθεται νομίμως, εφόσον το σχέδιο δεν θέτει γενικό πλαίσιο κριτηρίων, βάσει των οποίων θα γίνεται η διαπίστωση των γνώσεων των ενδιαφερομένων στην ελληνική γλώσσα. Εάν τούτο δεν είναι εφικτό, και δεδομένου ότι για τη διαπίστωση της συνδρομής της παραπάνω προϋπόθεσης που συνίσταται στην επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας δεν είναι αναγκαία η συμπλήρωση της ρύθμισης με κανονιστική πράξη, το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου πρέπει να διαγραφεί και να οριστεί στο κείμενο του σχεδίου ότι η αρμόδια για την εφαρμογή του διατάγματος αρχή υποχρεούται να διατυπώνει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πλήρως αιτιολογημένη κρίση σχετικά με τη γνώση της ελληνικής γλώσσας ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος.

 

32. Στο άρθρο 54 του σχεδίου ορίζεται ότι αρμόδια αρχή για να δέχεται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων και να εκδίδει τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, είτε επί τη βάσει του γενικού συστήματος αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης, είτε επί τη βάσει της αναγνώρισης της επαγγελματικής πείρας, είναι το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ), του οποίου η σύσταση προβλέπεται με το άρθρο 55 του σχεδίου. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι από 01-01-2013 αρμόδιες αρχές να δέχονται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων και να εκδίδουν τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, είτε επί τη βάσει του γενικού συστήματος αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης (Τίτλος III, Κεφάλαιο Ι), είτε επί τη βάσει της αναγνώρισης της επαγγελματικής πείρας (Τίτλος III, Κεφάλαιο II) θα είναι οι οικείες επαγγελματικές οργανώσεις που είναι οργανωμένες ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Για τους επαγγελματίες για τους οποίους δεν υπάρχουν αντίστοιχες επαγγελματικές οργανώσεις αποκλειστικά αρμόδιο θα είναι το ΣΑΕΠ. Για τη μεταβατική περίοδο έως την 01-01-2013 ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του ίδιου άρθρου ότι το ΣΑΕΠ είναι επίσης αρμόδιο για να εκδίδει τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των κτηνιάτρων, ότι αρμόδια αρχή στην περίπτωση των επαγγελμάτων ή τίτλων ειδικότητας των ιατρών, νοσηλευτών, οδοντιάτρων, φαρμακοποιών, μαιών/μαιευτών, που εμπίπτουν στις διατάξεις του Κεφαλαίου III του Τίτλου ΙΙΙ του σχεδίου είναι η αρμόδια Διεύθυνση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης της επαγγελματικής εγκατάστασης των ως άνω επαγγελματιών ή της περιφέρειας, στην οποία οι ενδιαφερόμενοι προτίθενται να εγκατασταθούν, και ότι αρμόδια αρχή για το επάγγελμα του αρχιτέκτονα είναι το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Οι διατάξεις αυτές του σχεδίου τίθενται νομίμως, εφόσον η οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να καθορίσουν τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή της οδηγίας. Ειδικότερα, νομίμως το σχέδιο καθορίζει ως αρμόδιες αρχές τις επαγγελματικές οργανώσεις μόνον αν είναι οργανωμένες ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τούτο δε διότι, σε αντίθεση με τις επαγγελματικές οργανώσεις που είναι οργανωμένες ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (σωματεία), η συμμετοχή στις οργανώσεις που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωτική εκ του νόμου και δεν είναι δυνατή η ίδρυση περισσότερων από μία για το ίδιο επάγγελμα (βλέπε λ.χ. άρθρα 1, 2 και 4 του νόμου 1486/1984 (ΦΕΚ 161/Α/1984), για το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας). Επισημαίνεται μόνο ότι στο τέλος της παραγράφου 1 του παραπάνω άρθρου 54 πρέπει να γίνει παραπομπή στο άρθρου 55 του σχεδίου αντί του άρθρου 54.

 

33. Στην αιτιολογική σκέψη 42 του προοιμίου της οδηγίας αναφέρεται ότι η οδηγία δεν θίγει τη λειτουργία της οδηγίας 1977/249/ΕΟΚ, της 22-03-1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, η οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 258/1987 (ΦΕΚ 125/Α/1987) ούτε της οδηγίας 1998/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16-02-1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου, στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, που μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 152/2000 (ΦΕΚ 130/Α/2000). Η αναγνώριση, ωστόσο, των επαγγελματικών προσόντων των δικηγόρων για την άσκηση του δικαιώματος άμεσης εγκατάστασης βάσει του επαγγελματικού τίτλου του κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική σκέψη, πρέπει να καλύπτεται από την οδηγία 2005/36/ΕΚ. Ότι οι δικηγόροι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας προκύπτει, άλλωστε, και από την παράγραφο 3 του άρθρου 14 της οδηγίας (και του σχεδίου), η οποία ορίζει ότι κατά παρέκκλιση της αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία ο αιτών έχει το δικαίωμα επιλογής αντισταθμιστικού μέτρου, ειδικώς ως προς τα επαγγέλματα για την άσκηση των οποίων απαιτείται συγκεκριμένη γνώση του εθνικού δικαίου και των οποίων ουσιαστικό και σταθερό στοιχείο της επαγγελματικής δραστηριότητας είναι η παροχή συμβουλών ή/και βοήθειας σχετικά με το εθνικό δίκαιο, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να ορίζει είτε περίοδο προσαρμογής είτε δοκιμασία επάρκειας.

 

Εξάλλου, με το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 52/1993 (ΦΕΚ 20/Α/1993) επιχειρήθηκε η προσαρμογή της εσωτερικής νομοθεσίας προς την οδηγία 1989/48/ΕΟΚ ειδικώς για την αναγνώριση ισοτιμίας επαγγελματικών προσόντων δικηγόρων. Με το άρθρο 7 του διατάγματος αυτού συστήθηκε πενταμελής Μόνιμη Επιτροπή για τη διεξαγωγή της δοκιμασίας επάρκειας αποτελούμενη από ένα Πρόεδρο Εφετών Αθηνών, ως Πρόεδρο, και τον αναπληρωτή του, ένα καθηγητή Νομικού Τμήματος Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και τον αναπληρωτή του και τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς και τους αναπληρωτές τους. Το ανωτέρω διάταγμα, μολονότι συνιστά μέτρο συμμόρφωσης προς την οδηγία 1989/48/ΕΟΚ, η οποία καταργήθηκε με την οδηγία 2005/36/ΕΚ, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των μέτρων συμμόρφωσης προς τις καταργηθείσες με την 2005/36/ΕΚ οδηγίες, η κατάργηση των οποίων επιχειρείται με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 60 του σχεδίου. Εφόσον, όμως, οι δικηγόροι εμπίπτουν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος σχεδίου τόσο ως προς τις ουσιαστικές όσο και ως προς τις διαδικαστικές διατάξεις του. Συνεπώς, και για τους δικηγόρους καταρχήν, αρμόδια αρχή για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων κατ' εφαρμογή του παρόντος σχεδίου και της οδηγίας 2005/36/ΕΚ είναι εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 54 του σχεδίου, ήτοι το ΣΑΕΠ και από 01-01-2013 ο οικείος δικηγορικός σύλλογος.

 

35. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 60 του σχεδίου ορίζεται ότι υποθέσεις που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος διατάγματος ενώπιον του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και του Συμβουλίου Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, τα οποία καταργούνται με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και των οποίων οι αρμοδιότητες περιέρχονται στο συνιστώμενο με το σχέδιο Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων, υπάγονται εφεξής στη δικαιοδοσία των οργάνων που ορίζονται βάσει των διατάξεων του παρόντος διατάγματος και διέπονται μέχρι τη διεκπεραίωσή τους από το νομικό καθεστώς, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων των ενδιαφερομένων. Η διάταξη αυτή δεν τίθεται νομίμως, δοθέντος ότι η οδηγία 2005/36/ΕΚ δεν περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις σε σχέση με τις οδηγίες που καταργεί, ενόψει και της γενικής αρχής του δικαίου, κατά την οποία οι διοικητικές πράξεις διέπονται από το ισχύον κατά το χρόνο εκδόσεως τους νομοθετικό καθεστώς.

 

36. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 60 επιχειρείται η κατάργηση των προεδρικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν σε συμμόρφωση προς τις οδηγίες που καταργήθηκαν με το άρθρο 62 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ. Μεταξύ αυτών είναι και τα προεδρικά διατάγματα [ΠΔ] 498/1989 (ΦΕΚ 213/Α/1989), [ΠΔ] 455/1991 (ΦΕΚ 166/Α/1991) και [ΠΔ] 301/1993 (ΦΕΚ 133/Α/1993) που αφορούν το επάγγελμα του κτηνιάτρου και μνημονεύονται στις περιπτώσεις γ, δ και ε της παραπάνω παραγράφου 3. Τα εν λόγω διατάγματα, ωστόσο, έχουν ήδη καταργηθεί με το άρθρο 17 του προεδρικού διατάγματος 40/2006 (ΦΕΚ 43/Α/2006), με το οποίο θεσπίστηκαν διατάξεις για την αναγνώριση της ισοδύναμης ισχύος διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων των κτηνιάτρων υπηκόων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελήφθησαν μέτρα για την διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής κτηνιατρικών υπηρεσιών μέχρι ένα έτος στη χώρα και του δικαιώματος εγκατάστασης σε αυτήν, σε συμμόρφωση προς τις οδηγίες 1978/1026/ΕΟΚ 1978/1027/ΕΟΚ 1989/594/ΕΟΚ 1990/658/ΕΟΚ και 2001/19/ΕΚ. Ενόψει αυτών και εφόσον με το άρθρο 62 της οδηγίας καταργήθηκαν οι ανωτέρω οδηγίες, στην παράγραφο 3 του άρθρου 60 του σχεδίου στη θέση των ανωτέρω διαταγμάτων πρέπει να μνημονευθεί ως καταργούμενο το προεδρικό διάταγμα 40/2006, και να γίνει η αναγκαία αναρίθμηση των επόμενων περιπτώσεων της παραγράφου αυτής.

 

37. Το άρθρο 61 του σχεδίου, με το οποίο προβλέπεται ότι η εκ προθέσεως παράβαση των διατάξεων του παρόντος διατάγματος, επισύρει τις ποινές που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα, τίθεται νομίμως, δεδομένου ότι ευρίσκει έρεισμα, στο άρθρο 5 του νόμου 1338/1983, το οποίο, εφόσον επιτρέπει τη θέσπιση του αξιοποίνου των παραβάσεων σε βαθμό πλημμελήματος, επιτρέπει και το έλασσον, δηλαδή τη θέσπιση του αξιοποίνου σε βαθμό πταίσματος (ΠΕ 479/02). Πρέπει, όμως, η διάταξη του άρθρου 5 του νόμου 1338/1983 πρέπει να μνημονευθεί στο στοιχείο 1 του προοιμίου.

 

38. Η νομιμότητα της επιχειρούμενης με το σχέδιο προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς τα παραρτήματα της οδηγίας 2005/36/ΕΚ τελεί, καταρχήν, υπό την ευθύνη της Διοικήσεως, ο δε ασκούμενος από το Συμβούλιο της Επικρατείας έλεγχος περιορίζεται, καταρχήν, στην επισήμανση προφανών σφαλμάτων ή αποκλίσεων του σχεδίου από τις αντίστοιχες κοινοτικές ρυθμίσεις, που περιέχονται στα παραρτήματα.

 

39. Στο άρθρο 63 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ προβλέπεται ότι:

 

{Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 20-10-2007 ...},

 

ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 της οδηγίας 2006/100/ΕΚ:

 

{Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι την ημερομηνία προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση} (01-01-2007).

 

Ενόψει τούτων, και δεδομένου ότι η καθυστέρηση κράτους μέλους να ενσωματώσει κοινοτική οδηγία στο εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος όσων αντλούν δικαιώματα από το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει στις διατάξεις του σχεδίου που είναι βασικές για την λειτουργία του συστήματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και των συστημάτων αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, αλλά και στις διατάξεις που αφορούν την συμμόρφωση προς την οδηγία 2006/100/ΕΚ, να δοθεί αναδρομική ισχύς από τις ανωτέρω ημερομηνίες, προκειμένου να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του τυχόν αιτήσεις για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων, οι οποίες κατατέθηκαν πριν από τη δημοσίευση του σχεδίου, αλλά μετά τις ημερομηνίες αυτές (παράβαλε ΠΕ 23/2010, 201/2008, 295/2006).

 

Η παρούσα γνωμοδότηση εκδόθηκε στις 06-04-2010.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.