Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Άρειος Πάγος 304/1988
Επειδή, μετά την κατάργηση, με το άρθρο 3 του νόμου [Ν] 1229/1982 της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 813/1978 περί εμπορικών και άλλων τινών κατηγοριών μισθώσεων, με την οποία οριζόταν ότι οι διατάξεις των άρθρων 614, 618, 1164 του Αστικού Κώδικα και 1009 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται και επί των υπαγομένων εις τον παρόντα νόμον μισθώσεων, σε περίπτωση μεταβιβάσεως, κατά τη διάρκεια της μισθώσεως, από τον εκμισθωτή σε τρίτο, της κυριότητας του μισθίου, ο νέος κτήτορας αυτού υπεισέρχεται ex lege, χωρίς καμιά άλλη διατύπωση,στην έννομη σχέση της μισθώσεως, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του νόμου [Ν] 813/1978 και έχει έναντι του μισθωτή τα αυτά με τον αρχικό εκμισθωτή δικαιώματα και υποχρεώσεις. Συνεπώς, ο νέος κτήτορας έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση που υπήρχε κατά το χρόνο της σ' αυτόν μεταβιβάσεως του μισθίου, για χρήση αυτού, προς άσκηση από τον ίδιο, τέκνο ή σύζυγο αυτού,των δραστηριοτήτων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 υπό στοιχεία α' έως γ' του νόμου [Ν] 813/1978, όπως το στοιχείο α αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 1229/1982, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παράγραφος 2 του αυτού νόμου, όπως το εδάφιο 3 της παραγράφου 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του νόμου [Ν] 1229/1982.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 10 του νόμου 1337/1983 επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων κ.λ.π. όπως το άρθρο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 8 του νόμου 1512/1985 - τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει που ανεγείρονται μετά την 31-01-1983 εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1983 καθώς και όσα δεν εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου αυτού - το οποίο αναφέρεται σε αυθαίρετα κτίσματα που έχουν ανεγερθεί μέχρι 31-01-1983 και βρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923 - κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο (παράγραφος 1). Πριν από την κατεδάφιση των κατεδαφιστέων αυθαιρέτων του άρθρου αυτού δεν επιτρέπεται: α) η μεταβίβασή τους ή η σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σ ' αυτά ή στο οικόπεδο, πάνω στο οποίο κατασκευάστηκαν. Κάθε μεταβίβαση που γίνεται κατά παράβαση των ανωτέρω θεωρείται αυτοδίκαια και εξαρχής άκυρη β) η σύνδεσή τους με τα δίκτυα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, αποχέτευσης και τηλεπικοινωνιών (παράγραφος 10).
Από τις διατάξεις αυτές, σαφώς προκύπτει, ότι η κατά την παράγραφο 10 απαγόρευση της μεταβιβάσεως, πριν από την κατεδάφισή τους, των αυθαιρέτων κτισμάτων ή κατασκευών εν γένει ή συστάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ αυτών ή επί του οικοπέδου,επί του οποίου έχουν κατασκευασθεί, όπως και η ως κύρωση, για την παράβαση της απαγορεύσεως αυτής, οριζόμενη από την ίδια διάταξη, αυτοδίκαιη και εξαρχής ακυρότητα της οικείας δικαιοπραξίας, αναφέρεται όχι μόνο στα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει, που ανεγείρονται μετά την 31-01-1983, αλλά και σε εκείνα που έχουν ανεγερθεί πριν από τη χρονολογία αυτή, για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 15 του αυτού νόμου 1337/1983 και κατά τις διατάξεις αυτού δεν εξαιρούνται της κατεδαφίσεως. Ως αυθαίρετα όμως κτίσματα ή κατασκευές, κατά την έννοια της ανωτέρω απαγορευτικής διατάξεως, προδήλως θεωρούνται τα οικοδομήματα και εν γένει κατασκευές, που έχουν ανεγερθεί κατά παράβαση των οικείων πολεοδομικών διατάξεων,έχουν δε αυτοτελή ύπαρξη και είναι δεκτικά μεταβιβάσεως σε τρίτους ή συστάσεις εμπραγμάτων επ' αυτών δικαιωμάτων, κατά τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα ή του νόμου 3741/1929 περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους. Επομένως, η απαγόρευση της διαθέσεως ή συστάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος, δεν εκτείνεται και στα οικοδομήματα εκείνα, τα οποία έχουν ανεγερθεί νομίμως, αλλά μεταγενεστέρως έγιναν εντός αυτών, για την καλύτερη εξυπηρέτηση του σκοπού τους, για τον οποίον προορίζονταν από κατασκευής τους,διαρρυθμίσεις ή προσθήκες, χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο οικοδομική άδεια, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, το αυθαίρετο περιορίζεται σε μόνη την χωρίς άδεια διαρρύθμιση ή προσθήκη, η οποία και μόνο υπόκειται σε κατεδάφιση, αν δεν ήθελε νομιμοποιηθεί ή δεν συντρέχει περίπτωση νομιμοποιήσεώς της.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής: Ότι με το υπ' αριθμόν 169 της 14-07-1986 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Π.Π., το οποίο μεταγράφηκε από τότε νομίμως, μεταβιβάστηκε στους εφεσίβλητους - ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους, κατ' ίσα μέρη στον καθένα με αιτία την πώληση, το στην ανωτέρω απόφαση διαλαμβανόμενο κατάστημα. Το κατάστημα δε αυτό είχε εκμισθωθεί, από τους δικαιοπαρόχους των εφεσίβλητων (πωλητές), στην εκκαλούσα - εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα, για το από 10-01-1978 μέχρι 09-11-1981 χρονικό διάστημα, το οποίο παρατάθηκε μέχρι την 09-01-1986, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί, από την τελευταία, ως φαρμακείο. Ότι η εκκαλούσα - εναγόμενη κατασκεύασε στο μίσθιο ισόγειο κατάστημα, αμέσως μετά την έναρξη της μισθώσεως, μεσοπάτωμα (πατάρι) και τουαλέτα εντός αυτού, χωρίς άδεια της αρμοδίας πολεοδομικής υπηρεσίας. Ότι κατόπιν αυτοψίας στο μίσθιο κατάστημα, από μηχανικό της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Αθηνών, διαπιστώθηκε η ύπαρξη του μεσοπατώματος και της τουαλέτας (WC) και η κατασκευή τους χωρίς άδεια και, με την υπ' αριθμό Φ298/02-07-1986 απόφαση της ανωτέρω Υπηρεσίας, επιβλήθηκε στην εκκαλούσα - εναγόμενη, μισθώτρια, πρόστιμο δραχμών 20.000, για την αυθαίρετη αυτή κατασκευή. Έκρινε δε, ότι η μεταβίβαση του μισθίου καταστήματος στους εφεσίβλητους - ενάγοντας ήταν έγκυρη, παρά την ύπαρξη σ ' αυτό της ανωτέρω αυθαίρετης κατασκευής, με την αιτιολογία, ότι η προδιαληφθείσα διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, δεν έχει εφαρμογή για τα αυθαίρετα που έχουν ανεγερθεί πριν από την 31-01-1983 και ότι οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες συννόμως κατάγγειλαν την επίδικη μίσθωση, η οποία διεπόταν από τις διατάξεις του νόμου [Ν] 813/1978, για ιδιόχρηση του μισθίου από το σύζυγο της πρώτης και το δεύτερο από αυτούς.
Κατ' ακολουθίαν δε της κρίσεώς του αυτής απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, την από 24-02-1987 έφεση της εναγόμενης κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επικύρωσε την απόφαση εκείνη, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή. Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο ορθώς κατ αποτέλεσμα, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, καθόσον αφορά το έγκυρο της μεταβιβάσεως του επίδικου μισθίου στους αναιρεσίβλητους, έκρινε και αποφάσισε με την προσβαλλόμενη απόφασή του και δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, ούτε και καμιά άλλη διάταξη,από αυτές που έχουν ήδη εκτεθεί και ο περί του αντιθέτου, στο άρθρο 559 αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στηριζόμενος, πρώτος λόγος αναιρέσεως,πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 566,σε συνδυασμό προς την του άρθρου 118 αριθμός 4 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το δικόγραφο της αναιρέσεως πρέπει να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, το λόγο αναιρέσεως, ώστε να μπορεί να εξάγεται από αυτόν σε ποιόν από τους, στο άρθρο 559 του αυτού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, διαλαμβανόμενους, υπάγεται, αλλά και να καθορίζονται σ' αυτόν και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τον αναιρεσείοντα,στοιχειοθετούν την πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συμπλήρωση αυτών με παραπομπή στο δικόγραφο της εφέσεως ή στις προτάσεις του αναιρεσείοντος, τις οποίες υπέβαλε ενώπιον του Εφετείου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ανεπίτρεπτη και ο λόγος αναιρέσεως απορριπτέος ως αόριστος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 262 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και 281 του Αστικού Κώδικα σαφώς προκύπτει, ότι για την πληρότητα της εκ του τελευταίου άρθρου (άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα) ενστάσεως, η οποία και δε λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως απαιτείται, όπως προβάλλονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση, γίνεται επίκληση της καταχρήσεως, η οποία προκύπτει από τα περιστατικά αυτά και διατυπώνεται συγχρόνως και αίτημα περί απορρίψεως της αγωγής, για την αιτία αυτήν (ΟΑΑΠ 472/1983). Κατ ακολουθίαν,ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στο Εφετείο οι κατά το άρθρο 559 αριθμοί 1 και 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πλημμέλειες, με την αιτίαση, ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση της αναιρεσείουσας, περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων, ως αόριστη, ενώ η αναιρεσείουσα, με τις προτάσεις της, τόσο της δίκης του πρώτου βαθμού, όσο και της κατ' έφεση δίκης,είχε επικαλεσθεί πραγματικά γεγονότα, τα οποία, κατά τη γνώμη της, επιτάσσουν την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, καθόσον δεν εκτίθενται στο αναιρετήριο τα περιστατικά, τα οποία επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα νομίμως, στο δικαστήριο της ουσίας, ως θεμελιωτικά της περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων ενστάσεώς της, ούτε και περιστατικά παραμορφώσεως συγκεκριμένου αποδεικτικού εγγράφου.
Επειδή, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στο Εφετείο οι κατά το άρθρο 559 αριθμοί 8 και 11 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη του τις στο λόγο αυτό διαλαμβανόμενες ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις οποίες επικαλέσθηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα και με τις οποίες αποδεικνυόταν, ότι το αυθαίρετο κτίσμα στο μίσθιο κατάστημα, είχε ανεγερθεί από τους εκμισθωτές του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού, με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, ο ισχυρισμός, προς απόδειξη του οποίου έγινε η επίκληση και προσκομιδή των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων, δεν ήταν ουσιώδης, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων.
Επειδή, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του νόμου [Ν] 813/1978 - όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 1229/1982 - παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η διακριτική εξουσία όπως, κατόπιν αιτήσεως του μισθωτή, εκτιμώντας τις ειδικές συνθήκες, ιδίως δε τις δαπάνες μεταστεγάσεως του μισθωτή, το χρόνο λειτουργίας της επιχειρήσεως στο μίσθιο, τις τυχόν οφειλόμενες από αυτόν αποζημιώσεις στο προσωπικό του, εξαιτίας καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως, ως και τον υπολειπόμενο χρόνο, κατά τον οποίο είχε δικαίωμα να παραμείνει στο μίσθιο, αυξήσει το ποσό της οφειλόμενης από τον εκμισθωτή αποζημιώσεως, η οποία ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, για την περίπτωση καταγγελίας της μισθώσεως για ιδιόχρηση, στο κατά το χρόνο της καταγγελίας καταβαλλόμενο μίσθωμα δεκαέξι μηνών, μέχρι τριάντα μηνιαία μισθώματα. Η κατ' ενάσκηση δε της διακριτικής αυτής εξουσίας κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατ' άρθρο 561 παράγραφος 1, διότι ανάγεται καθαρώς σε εκτίμηση πραγμάτων. Κατ' ακολουθίαν, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Εφετείο, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας,κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως και κατ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το αίτημα της αναιρεσείουσας μισθώτριας, περί επιδικάσεως σ' αυτήν αυξημένης αποζημιώσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος.
Ο αυτός λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται στο Εφετείο ή κατά το άρθρο 559 αριθμός 8 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πλημμέλεια, με την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη του τις ειδικές συνθήκες, οι οποίες συνέτρεχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και τις οποίες επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα, προς θεμελίωση του αιτήματός της περί επιδικάσεως αυξημένης αποζημιώσεως, συνίσταντο δε:
α) στην ανυπαρξία χώρων για επαγγελματική στέγη, γεγονός που θα δυσχεράνει την εξεύρεση νέας,
β) στην υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει υψηλότερο μίσθωμα, εφόσον θα ήταν νέα μίσθωση,
γ) στην υποχρέωση αυτής να καταβάλει αέρα,
δ) στο ότι αυτή είχε τη δυνατότητα να παραμείνει στο μίσθιο τουλάχιστον μέχρι την 31-12-1991 και
ε) στη δυσκολία εξευρέσεως επαγγελματικής στέγης για φαρμακείο, αφού ο νόμος απαιτεί συγκεκριμένες προδιαγραφές (έκταση, απόσταση από άλλο κ.λ.π.), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Και τούτο επειδή, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 24-02-1987 εφέσεως της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και τις προτάσεις της που υπέβαλε στο Εφετείο, προς υποστήριξη αυτής, οι ανωτέρω ειδικές συνθήκες, δεν προτάθηκαν στο Εφετείο.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 18-06-1987 αίτηση των Ελένης και Γεωργίου Νικολοπούλου περί αναιρέσεως της 7408/1987 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.