Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός Απόφασης 9969/2000
Το Εφετείο Αθηνών
Πρόεδρος: Σπυρίδων Σαββόπουλος
Εισηγητής: Δημήτρης Κανελλόπουλος, Εφέτης
Δικηγόροι: Γεώργιος Γεωργόγλου, Νικόλαος Κριθαράς
I. Με την κρινόμενη από 09-05-2000 έφεση διώκεται η εξαφάνιση της 2092/2000 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, σε πρώτη συζήτηση ερήμην της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, έκρινε ως νόμιμη την από 10-11-1999 αγωγή νομής του ήδη εφεσίβλητου και λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης δέχτηκε την αγωγή αυτήν και ως βάσιμη ουσιαστικά, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα νομέα των επίδικων χώρων και υποχρεώνοντας την εναγόμενη να του αποδώσει τη νομή των χώρων αυτών. Η έφεση έχει ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Όμως, η έφεση στην προκείμενη περίπτωση λειτουργεί ουσιαστικά ως αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας, σύμφωνα με το άρθρο 528 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 3 παράγραφος 21 του νόμου 2207/1994, αφού η εκκαλούμενη απόφαση στηρίζεται στις συνέπειες της ερημοδικίας της εναγόμενης (Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Γ', άρθρο 528, σελίδα 342, Εφετείο Αθηνών 1714/2000 αδημοσίευτο στο νομικό τύπο). Άρα, πρέπει να γίνει και ουσιαστικά δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά τις διατάξεις της με τις οποίες έγινε δεκτή η αγωγή, καθώς και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων και να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό για την κατ' ουσίαν εκδίκαση της αγωγής (άρθρο 535 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), αφού η απόφαση που στηρίζεται στις δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας ενός διαδίκου είναι απόφαση επί της ουσίας (Ολομέλεια Αρείου Πάγου 16/1990, Ελληνική Δικαιοσύνη 31.804).
ΙΙ. Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται:
α) ότι δυνάμει του 2422/1960 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημήτριου Κόκκορη που νόμιμα μεταγράφηκε, έγινε κύριος και νομέας κατά το 1/2 αδιαιρέτου, ύστερα από αγορά από τη μητέρα του, ενός οικοπέδου, επιφανείας 138 m2, που βρίσκεται στη Νέα Σμύρνη Αττικής και στην οδό Τόμπρα αριθμός 10,
β) ότι η μητέρα του στο οικόπεδο αυτό είχε ανεγείρει μια ισόγεια οικοδομή, αποτελούμενη από ένα διαμέρισμα και τέσσερις αποθήκες και με το πιο πάνω συμβόλαιο του μεταβιβάστηκε και το δικαίωμα επέκτασης καθ' ύψος της οικοδομής με την προσθήκη σ' αυτή νέων ορόφων μέχρι το επιτρεπόμενο από το νόμο ανώτατο όριο, ενώ με το ίδιο συμβόλαιο έγινε και σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, έτσι ώστε η κατοικία που υπήρχε, την κυριότητα της οποίας παρακράτησε η ίδια και αυτές που επρόκειτο να ανεγερθούν να αποτελούν αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες,
γ) ότι στο ίδιο πιο πάνω συμβόλαιο προσδιορίστηκε και η θέση της σκάλας που αυτός θα κατασκεύαζε για την εξυπηρέτηση των ορόφων που αυτός θα ανήγειρε,
δ) ότι αυτός, μετά την πιο πάνω αγορά, πράγματι κατασκεύασε μία σκάλα στο άκρο του οικοπέδου και στο τέλος της κοινόχρηστης εισόδου, προκειμένου να ανέρχεται στην οικία του, την οποία ο ίδιος, ως αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, οικοδόμησε πάνω από το δώμα της υφισταμένης ισόγειας οικίας,
ε) ότι κάτω από τη σκάλα αυτή διαμόρφωσε δύο αποθηκευτικούς χώρους, λεπτομερώς περιγραφόμενους στην αγωγή, τους οποίους ο ίδιος νέμονταν και χρησιμοποιούσε για τη φύλαξη διάφορων πραγμάτων από το έτος 1962, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από οποιονδήποτε,
στ) ότι αυτός και το χώρο πάνω από την ισόγεια οικία, που δεν καλύφθηκε από τη δική του οικία, εκτάσεως 10,24 m2, νέμονταν για χρονικό διάστημα πέραν της 35ετίας, τοποθετώντας σ' αυτόν διάφορα αντικείμενα και γλάστρες με λουλούδια και απλώνοντας ρούχα και
ζ) ότι η εναγόμενη, που στη συνέχεια αγόρασε την ισόγεια οικία, την οποία στο μεταξύ οι μνημονευόμενοι δικαιοπάροχοί της την είχαν διαμορφώσει με τη συνένωση σ' αυτήν των δύο από τις προαναφερόμενες τέσσερις αποθήκες που εφάπτονταν με αυτήν, το Μάρτιο του έτους 1999 παράνομα και χωρίς τη θέλησή του, τον απέβαλε από τη νομή που αυτός έως τότε ασκούσε στους δύο προαναφερόμενους αποθηκευτικούς χώρους που ο ίδιος είχε κατασκευάσει κάτω από την πιο πάνω σκάλα, καθώς και στο χώρο που είχε μείνει ακάλυπτος, κατά τα προεκτιθέμενα, πάνω από την ισόγεια οικία.
Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί νομέας των τριών επίδικων χώρων, δηλαδή των δύο αποθηκευτικών χώρων που ο ίδιος έχει διαμορφώσει κάτω από την προαναφερόμενη σκάλα και του ακάλυπτου χώρου πάνω από την ισόγεια οικία και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του αποδώσει τη νομή των χώρων αυτών.
Η αγωγή αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 984 παράγραφος 1, 987 και 994 του Αστικού Κώδικα. Επομένως, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, αφού: α) περίληψή της έχει εγγραφεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων της περιφέρειας όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο (βλέπε το από 13-12-99 πιστοποιητικό του υποθηκοφύλακα Ν. Σμύρνης που προσκομίζει ο ενάγων) και β) καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις του υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων, του Ταμείου Νομικών και του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών (αγωγόσημα με αριθμούς 298849, 298848, 298847, 298846 και γραμμάτιο ΤΝ 385453), κατά τα αναφερόμενα στην εκκαλούμενη απόφαση.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα, καθώς και των άρθρων 1, 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 1, 5 και 13 του νόμου 3741/1929 συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή (διηρημένη) κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα στα μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά την ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, πάνω στο οποίο ανεγέρθηκε ή πρόκειται να ανεγερθεί η οικοδομή που αποτελείται από οριζόντιες ιδιοκτησίες και οι αυλές (Ολομέλεια Αρείου Πάγου 7/1992, Ελληνική Δικαιοσύνη 33.751, Άρειος Πάγος 922/1998, Ελληνική Δικαιοσύνη 39.1608, Άρειος Πάγος 403/1997, Ελληνική Δικαιοσύνη 39.123, Άρειος Πάγος 1139/1996, Ελληνική Δικαιοσύνη 38.621). Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινοχρήστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε και με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παράγραφος 1, 5 και 13 του πιο πάνω νόμου 3741/1929. Αν δεν υπάρχει άλλη συμφωνία μεταξύ των συνιδιοκτητών για τα κοινόχρηστα πράγματα, κρατεί ο κανόνας ότι καθένας από αυτούς δικαιούται να κάνει απόλυτη χρήση των κοινών πραγμάτων, υπό τον όρο να μη βλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών, ούτε να μεταβάλλει το συνήθη προορισμό τους. Άρα, δικαιούται ο συνιδιοκτήτης να ωφελείται, σύμφωνα με το άρθρο 1000 του ΑΚ, από όλες τις χρησιμότητες που το πράγμα μπορεί να του παράσχει (Ολομέλεια Αρείου Πάγου 7/1992, Άρειος Πάγος 1139/1996, Άρειος Πάγος 693/1995, Ελληνική Δικαιοσύνη 38.1130).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπό αριθμό 38712/06-12-1999 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Β. η οποία περιέχει ένορκες ενώπιον αυτού βεβαιώσεις των Α.Μ., Ε.Κ. και Χ.Κ., που δόθηκαν όχι επίτηδες για την παρούσα δίκη, αλλά για άλλη σχετική με την παρούσα δίκη ασφαλιστικών μέτρων νομής, αλλά ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της και ήδη αντιδίκου του (έκθεση επίδοσης 15664Β/03-12-1999 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α.Α.) και έτσι εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Άρειος Πάγος 49/1997, Ελληνική Δικαιοσύνη 38.1542, Άρειος Πάγος 146/1997, Νομικό Βήμα 46.1058), την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εναγόμενη υπό αριθμό 66/11-05-2000 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Σ.Α. η οποία περιέχει ένορκες ενώπιον αυτής βεβαιώσεις των Ε.Κ. και Α.Β. που δόθηκαν, όχι επίτηδες για την παρούσα δίκη, αλλά για άλλη σχετική με την παρούσα δίκη ασφαλιστικών μέτρων νομής και έτσι, μολονότι έγιναν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου της, εκτιμώνται και αυτές για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Άρειος Πάγος 146/1997) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων: α) καταθέσεις μαρτύρων σε προηγούμενες σχετικές δίκες ασφαλιστικών μέτρων νομής, που αφορούν τους ίδιους επίδικους χώρους, οι οποίες (καταθέσεις) εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και β) φωτογραφίες του πιο πάνω ακινήτου, στο οποίο βρίσκονται οι επίδικοι στην προκείμενη περίπτωση χώροι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται και εκτιμώνται έτσι και αυτές για τη στήριξη τεκμηρίων (Άρειος Πάγος 10/1987, Ελληνική Δικαιοσύνη 29.113), αποδεικνύονται τα ακόλουθα:
Η μητέρα του ενάγοντος Σ.Μ., δυνάμει του 16034/1953 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ.Χ. που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (τόμος 1549, αριθμός 22), έγινε κυρία και νομέας, ύστερα από αγορά, ενός οικοπέδου, το οποίο βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Νέας Σμύρνης Αττικής και στην οδό Τ. και συνορεύει ανατολικά με οικόπεδο ιδιοκτησίας κληρονόμων Ι.Τ. και Ε.Τ. επί πλευράς 15,20 m, βόρεια με οδό Κ.Τ. επί προσώπου 9 m, δυτικά με οικόπεδο αγνώστου ιδιοκτήτη επί πλευράς 15,60 m και νότια με οικόπεδα άγνωστων ιδιοκτητών επί πλευράς 8,50 m. Στο οικόπεδο αυτό η μητέρα του ενάγοντος ανήγειρε μία ισόγεια οικία, εμβαδού 63,25 m2, καθώς και τέσσερις βοηθητικούς χώρους (αποθήκες), οι δύο από τους οποίους, έχοντας κτιστεί αντίστοιχα στη βόρεια και τη νότια πλευρά του οικοπέδου, εφάπτονταν με την προαναφερόμενη οικία. Τις δύο άλλες αποθήκες ανήγειρε στη νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου.
Με το 2422/1960 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ.Κ. που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Καλλιθέας (τόμος 15, αριθμός 53), η μητέρα του ενάγοντα μεταβίβασε σ' αυτόν, λόγω πωλήσεως, το 1/2 εξ αδιαιρέτου του πιο πάνω οικοπέδου, καθώς και το δικαίωμα ανέγερσης ορόφων, ως αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών και επέκτασης της υφιστάμενης ισόγειας οικοδομής σε όλο το επιτρεπόμενο από το νόμο ύψος. Η οικοδομή αυτή, την οποία ο ενάγων είχε το δικαίωμα να επεκτείνει καθ' ύψος, αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α, Ζ, Ε, Δ, Γ, Β, Α στο από Ιουλίου 1960 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Π.Φ. που έχει προσαρτηθεί στο προαναφερόμενο 2422/1960 πωλητήριο συμβόλαιο. Με το ίδιο αυτό συμβόλαιο έγινε και σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και υπήχθη καν η υφιστάμενη ισόγεια οικοδομή και οι όροφοι, τους οποίους μελλοντικά επρόκειτο να ανεγείρει ο ενάγων στις διατάξεις του νόμου 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα, έτσι ώστε να αποτελούν αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες η υφιστάμενη ισόγεια οικοδομή και οι νέες κατοικίες που θα ανήγειρε ο ενάγων. Το συμβόλαιο αυτό νόμιμα μεταγράφηκε στα προαναφερόμενα βιβλία (τόμος ΙΓ, αριθμός 53) και ως σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας.
Έτσι, καθορίστηκε επακριβώς το περίγραμμα της ισόγειας οικοδομής, την οποία ο ενάγων είχε δικαίωμα να επεκτείνει καθ' ύψος, με την προσθήκη στο δώμα της νέων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών. Με το σαφή αυτόν καθορισμό, περιλήφθηκαν μέσα στο περίγραμμα οι δύο πιο πάνω βοηθητικοί χώροι (αποθήκες), οι οποίοι εφάπτονταν με την προαναφερόμενη ισόγεια οικία, ενώ έμειναν εκτός περιγράμματος οι δύο άλλοι βοηθητικοί χώροι (αποθήκες), συνολικού εμβαδού 10,24 m2, που είχαν κτιστεί στη νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου. Δηλαδή ο ενάγων δικαίωμα επέκτασης και των δύο αυτών άλλων αποθηκών, δεν είχε. Επίσης, με το ίδιο πιο πάνω 2422/1960 συμβόλαιο, οι συμβαλλόμενοι, δηλαδή ο ενάγων ως αγοραστής και η μητέρα του ως πωλήτρια, συμφώνησαν ότι ο πρώτος, για την εξυπηρέτηση των νέων ορόφων που αυτός θα ανήγειρε μελλοντικά, είχε δικαίωμα να κατασκευάσει κλίμακα στο βάθος της υφιστάμενης εισόδου και επί της πλευράς ΕΔ του πιο πάνω τοπογραφικού διαγράμματος, έτσι ώστε να μην εμποδίζεται ο φωτισμός της ισόγειας οικίας. Η προαναφερόμενη είσοδος θα ήταν κοινή και για την ισόγεια οικία και για τους νέους ορόφους. Έτσι λοιπόν η μητέρα του ενάγοντος παρέμεινε συγκυρία του όλου οικοπέδου κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου και αποκλειστική βέβαια κυρία της υφιστάμενης ισόγειας οικοδομής, δηλαδή της οικίας με τους προαναφερόμενους βοηθητικούς χώρους της (αποθήκες), η οποία (οικία) αποτελούσε πλέον αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία.
Αργότερα, με το 12202/1975 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Καλλιθέας Ν.Δ. που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Καλλιθέας (τόμος ΡΛΓ, αριθμός 255), η μητέρα του ενάγοντος μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως, στον άλλο γιο της Κ.Μ. την ψιλή κυριότητα της πιο πάνω ισόγειας οικίας με τους προαναφερόμενους τέσσερις βοηθητικούς χώρους της (αποθήκες), ως αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, καθώς βέβαια και το 1/2 εξ αδιαιρέτου του πιο πάνω οικοπέδου, ενώ παρακράτησε για τον εαυτό της και μέχρι το θάνατό της την επικαρπία της οικίας. Αυτός, δηλαδή ο προμνημονευόμενος Κ.Μ. συνένωσε με την οικία τους προαναφερόμενους δύο βοηθητικούς χώρους (αποθήκες) που εφάπτονταν με αυτήν, μεταβάλλοντάς τους σε κοιτώνες και έτσι σχηματίστηκε ένα ενιαίο διαμέρισμα, συνολικής επιφάνειας 88,16 m2, αποτελούμενο από σαλόνι, χολ, τρεις κοιτώνες, κουζίνα και W.C., στο οποίο ανήκουν και οι δύο άλλοι βοηθητικοί χώροι, εκτάσεως 10,24 m2, που έχουν κτιστεί στη νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου.
Στις 22-05-1986 αποβίωσε η επικαρπώτρια μητέρα του ενάγοντος και έτσι αποσβέστηκε η επικαρπία της και ο προμνημονευόμενος γιος της Κ.Μ. ως ψιλός κύριος, απέκτησε την πλήρη κυριότητα του οικοπέδου κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και ολόκληρου του ισόγειου διαμερίσματος, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί, κατά τα προεκτιθέμενα, ως αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας (άρθρο 1167 του Αστικού Κώδικα). Στη συνέχεια, με το 7092/1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Μ.Β. που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Σμύρνης (τόμος 16, αριθμός 162), ο προαναφερόμενος Κ.Μ. μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στην κόρη του Σ.Μ. το πιο πάνω διαμέρισμα, όπως είχε διαμορφωθεί, ως αυτοτελής και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, με το αντίστοιχο στο διαμέρισμα αυτό δικαίωμα συγκυριότητας (1/2 εξ αδιαιρέτου) στο όλο οικόπεδο.
Τέλος, η προμνημονευόμενη η Σ.Μ. με το 5375/1998 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.Μ., που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Σμύρνης, μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως, στην ήδη εναγόμενη το πιο πάνω ισόγειο διαμέρισμα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί, κατά τα προεκτιθέμενα, μαζί δηλαδή με τις ευρισκόμενες στη νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου, δύο βοηθητικούς χώρους, καθώς βέβαια και το αντίστοιχο ποσοστό συγκυριότητας (1/2 εξ αδιαιρέτου) στο όλο οικόπεδο. Το ενιαίο αυτό διαμέρισμα, όπως δηλαδή είχε διαμορφωθεί με τη συνένωση στην παλαιά ισόγεια οικία, των εφαπτόμενων με αυτή δύο βοηθητικών χώρων, αποτυπώνεται με τα στοιχεία α, β, γ, η, θ, δ, ε, ζ, α στο από 30-12-1974 σχεδιάγραμμα κάτοψης του πολιτικού μηχανικού Κ.Α. που έχει προσαρτηθεί στο πιο πάνω 12202/1975 συμβόλαιο, καθώς και με τα στοιχεία α, β, γ, δ, Γ, Β, α στο από 17-03-1998 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Ι.Δ. που είναι προσαρτημένο στο προαναφερόμενο 5375/1998 συμβόλαιο, ενώ σ' αυτό ανήκουν, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ως βοηθητικοί χώροι και οι δύο αποθήκες της νοτιοανατολικής γωνίας του οικοπέδου, οι οποίες έχουν εμβαδόν 10,24 m2 και εμφαίνονται με τα στοιχεία ν, μ, λ, κ, ι, ξ, ν στο ίδιο πιο πάνω από 30-12-1974 σχεδιάγραμμα (βλέπε και ομολογία του ενάγοντος περιεχόμενη στο τέλος της σελίδας 2 και στην αρχή της σελίδας 3 της ένδικης αγωγής του, καθώς και στις σελίδες 5, 8 και 9 των από 15-11-2000 προτάσεων του που κατέθεσε στο παρόν Δικαστήριο για τη συζήτηση της έφεσης). Δηλαδή ο ενάγων ρητώς ομολογεί ότι η εναγόμενη είναι αυτή αποκλειστικώς κυρία των δύο βοηθητικών χώρων, που βρίσκονται στη νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου. Το δώμα (η ταράτσα) των βοηθητικών αυτών χώρων, αποτελεί ήδη τον έναν από τους τρεις επίδικους χώρους. Να σημειωθεί εδώ, ότι στο πιο πάνω 5375/1998 συμβόλαιο, δηλαδή στον τίτλο της εναγόμενης, ρητώς αναγράφεται ότι στην οικία και τους βοηθητικούς χώρους της που αυτή αγόρασε αντιστοιχούν τα 50% εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου. Στο μεταξύ ο ενάγων, μετά τη μεταβίβαση σ' αυτόν από τη μητέρα του 1/4 εξ αδιαιρέτου του πιο πάνω οικοπέδου και του δικαιώματος ανέγερσης νέων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών πάνω από το δώμα της ισόγεια οικοδομής, της απεικονιζόμενης με τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Α στο από Ιουλίου 1960 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Π.Φ. πράγματι επεξέτεινε καθ' ύψος την ισόγεια αυτή οικοδομή, κατασκευάζοντας δική του κατοικία ως αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, ενώ για την πρόσβασή του σ' αυτήν, όπως είχε δικαίωμα, δυνάμει του πιο πάνω 2422/1960 συμβολαίου, κατασκεύασε κλίμακα που έχει ως αφετηρία την αυλή του ισογείου.
Επιπλέον στο έδαφος και κάτω από την αρχή της κλίμακας αυτής διαμόρφωσε έναν αποθηκευτικό χώρο, πλάτους 1,20 m, μήκους 2,30 m και ύψους 1,30 m, ενώ πίσω από τον αποθηκευτικό αυτό χώρο και κάτω από το πλατύσκαλο διαμόρφωσε και έναν άλλον αποθηκευτικό χώρο, πλάτους 0,80 m, μήκους 1,40 m και ύψους 7,60 m. Οι δύο αυτοί αποθηκευτικοί χώροι αποτελούν τους δύο άλλους ήδη επίδικους χώρους. Τους εν λόγω χώρους πάντοτε χρησιμοποιούσε ο ενάγων ως αποθήκες, τοποθετώντας σ' αυτούς διάφορα πράγματα. Από το Μάρτιο του έτους 1998 που η εναγόμενη αγόρασε το πιο πάνω ισόγειο διαμέρισμα, κατά τα προεκτιθέμενα, άρχισε και αυτή να χρησιμοποιεί τους δύο προαναφερόμενους επίδικους αποθηκευτικούς χώρους, τοποθετώντας σ' αυτούς διάφορα αντικείμενα, όπως εργαλεία, καλώδια, τούβλα και πλακάκια. Κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη και ο ενάγων και η εναγόμενη, ως συνιδιοκτήτες, καθένας κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, του όλου οικοπέδου, πάνω από το οποίο έχουν ανεγερθεί οι αυτοτελείς ιδιοκτησίες τους που διέπονται από το νόμο 3741/1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα, δικαιούνται και οι δύο σύμφωνα με το νόμο, να κάνουν απόλυτη χρήση των κοινών πραγμάτων, επομένως και του εδάφους πάνω στο οποίο και κάτω από την προαναφερόμενη κλίμακα έχουν διαμορφωθεί οι δύο αυτοί επίδικοι αποθηκευτικοί χώροι, αφού με καμία συμβολαιογραφική πράξη δεν συμφωνήθηκε ποτέ μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, ότι μόνο οι εκάστοτε ιδιοκτήτες συγκεκριμένων ιδιοκτησιών θα είχαν το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του εδαφικού τμήματος που εκτείνεται κάτω από την προαναφερόμενη σκάλα. Άρα, καλώς η εναγόμενη χρησιμοποιεί και αυτή, ως συγκυρία του όλου οικοπέδου, τους πιο πάνω δύο επίδικους χώρους, στους οποίους ο ενάγων δεν μπορούσε να αποκτήσει μόνο αυτός δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης και νομής τους, έστω και αν μόνο ο ίδιος με έξοδά του τους διαμόρφωσε. Εξάλλου, με τη χρήση και από την εναγόμενη των δύο αυτών επίδικων χώρων δεν μεταβάλλεται ο συνήθης προορισμός, των ιδιοκτησιών των διαδίκων, αλλά ούτε παραβλάπτονται τα δικαιώματά τους. Περαιτέρω, η εναγόμενη και οι δικαιοπάροχοί της ποτέ δεν παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν και αυτοί, ως συνιδιοκτήτες, τον ακάλυπτο εδαφικό χώρο του όλου οικοπέδου, ούτε έχασαν με αχρησία το δικαίωμά τους αυτό, αφού, σύμφωνα με την αληθινή έννοια του νόμου 3741/1929, κανένας από τους ιδιοκτήτες οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν μπορεί να χάσει με αχρησία το δικαίωμα συμμετοχής του στην κοινή χρήση των κοινόκτητων πραγμάτων (Άρειος Πάγος 329/1996, Ελληνική Δικαιοσύνη 37.678). Όμως η εναγόμενη, δεν αρκέστηκε στο να χρησιμοποιεί και αυτή, ως συγκυρία, μαζί με τον ενάγοντα, τους δύο πιο πάνω επίδικους χώρους, αλλά ενεργώντας αυθαίρετα, τον απέβαλε παντελώς το Μάρτιο του έτους 1999 από τη συννομή του στους χώρους αυτούς. Έτσι, με την ενέργειά της αυτή η εναγόμενη προσέβαλε το δικαίωμα του ενάγοντος προς συννομή και σύγχρηση των πιο πάνω χώρων (βλέπε και Μπαλή, Εμπορικό Δίκαιο παράγραφος 23, Άρειος Πάγος 618/1999, Ελληνική Δικαιοσύνη 41.132). Άρα, πρέπει να αποδώσει στον ενάγοντα τη συννομή των χώρων αυτών μόνο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και όχι ολόκληρη τη νομή τους.
Αναφορικά με το δώμα (ταράτσα) των δύο βοηθητικών χώρων (αποθηκών), που βρίσκονται στη νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου, το οποίο (δώμα) αποτελεί τον άλλο ήδη επίδικο χώρο, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ο ενάγων, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν έχει δικαίωμα να επεκτείνει καθ' ύψος και τις αποθήκες αυτές, αποκλειστική κυρία των οποίων, όπως ο ίδιος ομολογεί, είναι η εναγόμενη. Επομένως, κανένα δικαίωμα, ούτε νομής, δεν έχει και στην ταράτσα των αποθηκών αυτών. Και ναι μεν χρησιμοποιούσε και ο ίδιος την επίδικη αυτή ταράτσα, τοποθετώντας σ' αυτή γλάστρες με λουλούδια και διάφορα άλλα αντικείμενα και απλώνοντας ρούχα, όμως τη χρησιμοποίησή της του την επέτρεπαν οι κατά καιρούς αποκλειστικοί ιδιοκτήτες των δύο πιο πάνω αποθηκών, δηλαδή αρχικώς η μητέρα μου και στη συνέχεια ο αδελφός του Κ.Μ. και η θυγατέρα του τελευταίου Σ.Μ., στα πλαίσια της στενής συγγενικής τους σχέσης (βλέπε κατάθεση του Κ.Μ. που περιέχεται στα υπό αριθμό 482/09-07-1999 πρακτικά συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας). Ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι με τη 247/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έχει αναγνωριστεί με δύναμη δεδικασμένου νομέας της επίδικης αυτής ταράτσας, καθώς και σε ολόκληρους τους πιο πάνω δύο άλλους αποθηκευτικούς χώρους, είναι αβάσιμος, διότι με την προαναφερόμενη απόφαση που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αφού έγινε δεκτή σχετική έφεσή του κατά της 482/1999 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, έγινε δεκτή αίτησή του κατά της ήδη εναγόμενης, με την οποία αυτός ζητούσε προσωρινή προστασία της νομής του και πράγματι αναγνωρίστηκε προσωρινώς νομέας και των τριών επίδικων χώρων και υποχρεώθηκε η εναγόμενη και τότε καθ' ης να του αποδώσει τη νομή τους, αλλά η απόφαση που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων παράγει προσωρινό δεδικασμένο, υπό την έννοια όμως της δέσμευσης του δικαστηρίου, που καλείται να δικάσει για το ασφαλιστέο δικαίωμα, χωρίς την επίκληση συνδρομής νέων περιστατικών, σε άλλη όμοιου περιεχομένου αίτηση λήψης του ίδιου ασφαλιστικού μέτρου μεταξύ των ίδιων διαδίκων, το οποίο (προσωρινό δε δικασμένο) δεν εκτείνεται στην κύρια δίκη, γιατί το αντικείμενο της κύριας δίκης είναι διαφορετικό από αυτό της δίκης ασφαλιστικών μέτρων (Κονδύλη Το δεδικασμένο, σελίδα 393 και επόμενες, Βερνάρδος Δ5.264, Βαθρακοκοίλη, τόμος Β', άρθρο 321, αριθμός 38). Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί, ότι οριζόντια ιδιοκτησία με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία δεν μπορεί να συσταθεί, αλλά απλώς είναι δυνατή η κτήση με χρησικτησία οροφοκτησίας που ήδη νόμιμα έχει συσταθεί (Άρειος Πάγος 1642/1983, Νομικό Βήμα 32.1375, Άρειος Πάγος 579/1982, Νομικό Βήμα 31.366, Άρειος Πάγος 540/1974, Νομικό Βήμα 2347), ενώ στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων δεν προβάλλει νομή σε όλο το ισόγειο διαμέρισμα με τους βοηθητικούς του χώρους, ως αυτοτελή ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, αλλά (προβάλλει) νομή σε ένα μόνο τμήμα της, δηλαδή στην ταράτσα των αποθηκών, αποκλειστική κυρία των οποίων, όπως ο ίδιος ομολογεί, είναι η εναγόμενη.
Πρέπει επίσης να σημειωθούν και τα ακόλουθα: Ανεξάρτητα από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων δεν έχει δικαίωμα υπερυψώσεως και των δύο πιο πάνω αποθηκών, που βρίσκονται στη νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου, αφού το δικαίωμά του αυτό περιορίζεται μόνο στην οικοδομή που αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α, Ζ, Ε, Δ, Β, Α στο πιο πάνω από Ιουλίου 1960 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Π.Φ. εν πάση περιπτώσει από μόνο το λόγο ότι το δικαίωμα του υψούν με την προσθήκη νέων ορόφων ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον από τους συνιδιοκτήτες, δεν έπεται κατά νόμο ότι αυτός έχει το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του δώματος της οικοδομής και για κάθε άλλο σκοπό πλην της υπερυψώσεως, ούτε ότι οι λοιποί οροφοϊδιοκτήτες στερούνται του δικαιώματος για ανάλογη άλλη χρήση, σε τρόπο ώστε οι τελευταίοι με την ιδιότητά τους ως συνιδιοκτήτες να μη νομιμοποιούνται να εναντιωθούν στις ενέργειες εκείνου που προσβάλλει το δικαίωμά τους αυτό και εμποδίζουν την ενάσκηση των εξουσιών που τους ανήκουν (Άρειος Πάγος 482/1998, Ελληνική Δικαιοσύνη, 39.1607). Σύμφωνα με όλες τις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή, ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και αφού αναγνωριστεί ο ενάγων ως συννομέας, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, των δύο επίδικων αποθηκευτικών χώρων που έχουν διαμορφωθεί κάτω από την προαναφερόμενη σκάλα, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του αποδώσει τη σύννομη του κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου των χώρων αυτών.
Κατά τα λοιπά η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη ουσιαστικά. Όλα τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν, λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας καθενός από αυτούς, αλλά και λόγω εύλογης αμφιβολίας τους ως προς την έκβαση για τον καθένα της δίκης, που οφείλεται στο δυσερμήνευτο κάπως των διατάξεων, που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη (άρθρα 183, 178, 179 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζοντας κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την οριστική απόφαση 2092/2000 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας), κατά τις διατάξεις της με τις οποίες έγινε δεκτή η αγωγή, καθώς και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων.
Κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ' ουσίαν.
Δέχεται εν μέρει την ένδικη από 10-11-1999 αγωγή.
Αναγνωρίζει τον ενάγοντα νομέα κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου δύο αποθηκευτικών χώρων που βρίσκονται, ο πρώτος, διαστάσεων πλάτους 1,20 m, μήκους 2,30 m και ύψους 1,30 m, στο έδαφος και κάτω από την αρχή της σκάλας που οδηγεί στην οικία του την ευρισκόμενη στο Δήμο Νέας Σμύρνης και στην οδό Τόμπρα αριθμός 10 και ο δεύτερος διαστάσεων πλάτους 0,80 m, μήκους 1,40 m και ύψους 7,60 m συνέχεια του πρώτου και κάτω από το πλατύσκαλο της ίδιας σκάλας.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να αποδώσει στον ενάγοντα τη συννομή των δύο πιο πάνω αποθηκευτικών χώρων κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή. Και
Συμψηφίζει όλα τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα 14-12-2000 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29-12-2000, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.