Κανονισμός 1993/1836 - Άρθρο p2

Παράρτημα ΙΙ: Απαιτήσεις σχετικά με τον περιβαλλοντικό έλεγχο


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Ο έλεγχος σχεδιάζεται και διενεργείται με βάση τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές που ορίζονται στο διεθνές πρότυπο ISO 10011 (1990, Μέρος 1, και ειδικότερα, στις παραγράφους 4.2, 5.1, 5.2, 5.3, 5.4.1, 5.4.2), και σε άλλα σχετικά διεθνή πρότυπα, καθώς και στα πλαίσια των ειδικών αρχών και απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού. (*)

 

Ειδικότερα:

 

Α. Αντικειμενικοί σκοποί

 

Στα προγράμματα περιβαλλοντικού ελέγχου του χώρου δραστηριοτήτων καθορίζονται γραπτώς οι αντικειμενικοί σκοποί κάθε ελέγχου ή κύκλου ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας των ελέγχων για κάθε δραστηριότητα.

 

Μεταξύ των αντικειμενικών σκοπών συγκαταλέγονται, ιδίως, η εκτίμηση των υφιστάμενων συστημάτων διαχείρισης και η διαπίστωση της συμμόρφωσής τους προς τις πολιτικές της επιχείρησης και το πρόγραμμα για το συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων, που πρέπει να περιλαμβάνουν την τήρηση των σχετικών κανονιστικών, περιβαλλοντικών απαιτήσεων.

 

Β. Έκταση

 

Στη συνολική έκταση κάθε ελέγχου ή, ενδεχομένως, κάθε σταδίου ενός κύκλου ελέγχου, προσδιορίζονται σαφώς και επισημαίνονται ρητά:

 

1. οι καλυπτόμενοι επιμέρους τομείς,

2. οι προς έλεγχο δραστηριότητες,

3. τα πρότυπα περιβαλλοντικών επιδόσεων που λαμβάνονται υπόψη,

4. η καλυπτόμενη από τον έλεγχο περίοδος.

 

Ο περιβαλλοντικός έλεγχος περιλαμβάνει την αξιολόγηση πραγματικών στοιχείων που απαιτούνται για την εκτίμηση των επιδόσεων.

 

Γ. Διοργάνωση και μέσα

 

Οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι διεξάγονται από άτομα ή ομάδες ατόμων τα οποία διαθέτουν κατάλληλη γνώση των ελεγχόμενων τομέων και θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων των γνώσεων και της εμπειρίας όσον αφορά την περιβαλλοντική διαχείριση, τα τεχνικά, περιβαλλοντικά και κανονιστικά ζητήματα, αλλά και επαρκή κατάρτιση και επάρκεια στις συγκεκριμένες ικανότητες ελέγχου για την επίτευξη των προαναφερόμενων αντικειμενικών σκοπών. Τα μέσα και ο χρόνος που αφιερώνονται για τον έλεγχο πρέπει να είναι αξιόλογοι προς την έκταση και τους αντικειμενικούς σκοπούς του ελέγχου.

 

Ο έλεγχος ενεργείται με την υποστήριξη της γενικής διεύθυνσης της επιχείρησης.

 

Οι ελεγκτές είναι επαρκώς ανεξάρτητοι από τις δραστηριότητες που ελέγχουν ώστε να εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της κρίσης τους και η αμεροληψία τους.

 

Δ. Σχεδιασμός και προετοιμασία του ελέγχου του συγκεκριμένου χώρου δραστηριοτήτων

 

Κάθε έλεγχος σχεδιάζεται και προετοιμάζεται με αντικειμενικούς σκοπούς, ιδίως:

 

την εξασφάλιση της διάθεσης κατάλληλων πόρων,
την εξασφάλιση της κατανόησης, από κάθε άτομο που συμμετέχει στη διαδικασία ελέγχου (συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών, της διεύθυνσης του συγκεκριμένου χώρου δραστηριοτήτων και του προσωπικού), του ρόλου και των ευθυνών του.

 

Στην προετοιμασία συμπεριλαμβάνεται η εξοικείωση με τις δραστηριότητες στο συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων και με το σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης που έχει καθιερωθεί εκεί, καθώς και η ανασκόπηση των διαπιστώσεων και πορισμάτων προηγουμένων ελέγχων.

 

Ε. Δραστηριότητες ελέγχου

 

1. Στις επιτόπιες δραστηριότητες περιλαμβάνονται συζητήσεις με το προσωπικό που απασχολείται στο συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων, επιθεώρηση των συνθηκών εργασίας και του εξοπλισμού, καθώς και έλεγχος του αρχείου, των γραπτών διαδικασιών και άλλων σχετικών γραπτών στοιχείων, με σκοπό την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων στο συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων, με τη διαπίστωση του κατά πόσον τηρούνται, στο χώρο αυτόν, τα ισχύοντα πρότυπα και κατά πόσον το υφιστάμενο σύστημα διαχείρισης των περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων είναι αποτελεσματικό και κατάλληλο.

 

2. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει, ιδίως, τα ακόλουθα στάδια:

 

α) κατανόηση των διαχειριστικών συστημάτων,

β) εκτίμηση των πλεονεκτημάτων και αδυναμιών των διαχειριστικών συστημάτων,

γ) συγκέντρωση σημαντικών στοιχείων,

δ) αξιολόγηση των διαπιστώσεων του ελέγχου,

ε) προετοιμασία των πορισμάτων του ελέγχου.

 

ΣΤ. Έκθεση διαπιστώσεων και πορισμάτων του ελέγχου

 

1. Στο τέλος κάθε ελέγχου και κύκλου ελέγχου, οι ελεγκτές συντάσσουν γραπτή έκθεση ελέγχου, με κατάλληλη μορφή και περιεχόμενο, για την πλήρη και επίσημη ανακοίνωση των διαπιστώσεων και των πορισμάτων του ελέγχου.

 

Οι διαπιστώσεις και τα πορίσματα του ελέγχου ανακοινώνονται επισήμως στη γενική διεύθυνση της επιχείρησης.

 

2. Βασικοί αντικειμενικοί σκοποί της γραπτής έκθεσης ελέγχου είναι:

 

α) η βεβαίωση της έκτασης του ελέγχου,

 

β) η παροχή πληροφοριών στη διεύθυνση όσον αφορά το βαθμό συμμόρφωσης με την περιβαλλοντική πολιτική της επιχείρησης και την περιβαλλοντική πρόοδο στο συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων,

 

γ) η παροχή πληροφοριών στη διεύθυνση όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία των μέσων παρακολούθησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων,

 

δ) ενδεχομένως, η αιτιολόγηση της ανάγκης διορθωτικής δράσης.

 

Ζ. Μετά τον έλεγχο

 

Η διαδικασία ελέγχου ολοκληρώνεται με την κατάρτιση και εφαρμογή κατάλληλου σχεδίου επανορθωτικής δράσης.

 

Πρέπει να υφίστανται και να λειτουργούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι θα δίδεται συνέχεια στα αποτελέσματα του ελέγχου.

 

Η. Συχνότητα των ελέγχων

 

Ο έλεγχος διενεργείται, ή, ενδεχομένως, ο κύκλος ελέγχου ολοκληρώνεται κατά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των τριών ετών. Η συχνότητα κάθε δραστηριότητας σε ένα συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων καθορίζεται από τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης, λαμβανομένων υπόψη των συνολικών ενδεχόμενων περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δραστηριοτήτων στο συγκεκριμένο χώρο, καθώς και του περιβαλλοντικού προγράμματος του χώρου δραστηριοτήτων, σε συνάρτηση, ιδίως, με τα ακόλουθα στοιχεία:

 

α) φύση, μέγεθος και πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων,

 

β) φύση και μέγεθος των εκπομπών των αποβλήτων, της κατανάλωσης των πρώτων υλών και ενέργειας και, γενικά, της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον,

 

γ) σπουδαιότητα και επείγων χαρακτήρας των διαπιστωθέντων προβλημάτων, μετά την αρχική περιβαλλοντική ανάλυση ή τον προηγούμενο έλεγχο,

 

δ) ιστορικό των περιβαλλοντικών προβλημάτων.

 

(1) Ειδικά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι όροι του προαναφερόμενου προτύπου ερμηνεύονται ως εξής:

 

ποιοτικό σύστημα: σημαίνει σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης,
ποιοτικό πρότυπο: σημαίνει περιβαλλοντικό πρότυπο,
ποιοτικό εγχειρίδιο: σημαίνει εγχειρίδιο περιβαλλοντικής διαχείρισης,
ποιοτικός έλεγχος: σημαίνει περιβαλλοντικός έλεγχος,
πελάτης: σημαίνει η γενική διεύθυνση επιχείρησης,
ελεγχόμενος: σημαίνει ο συγκεκριμένος χώρος δραστηριοτήτων.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 17 του κανονισμού [ΕΟΚ] 761/2001.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.