Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης, αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και κοινωνικών Ασφαλίσεων, πλην των εισφορών των τριών (3) τελευταίων μηνών που είναι απαιτητές κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, μαζί με τα αναλογούντα σ' αυτές πρόσθετα τέλη, υπολογιζόμενα μέχρι το τέλος του μήνα της δημοσίευσης του νόμου αυτού, καθώς και με τα αυτοτελή πρόσθετα τέλη, τόκους, λοιπές προσαυξήσεις ή επιβαρύνσεις, δικαστικά έξοδα, έξοδα και δικαιώματα εκτέλεσης κ.λ.π., κεφαλαιοποιούνται, διακανονίζονται και εξοφλούνται, είτε εφάπαξ είτε με δόσεις άτοκες, ως εξής:
1. Καταβολή εισφορών εφάπαξ:
Καταβάλλεται το σύνολο της οφειλής (κύρια εισφορά, πρόσθετα τέλη κ.λ.π.) με έκπτωση σε ποσοστό 60% επί των πρόσθετων τελών.
2. Καταβολή εισφορών σε δόσεις:
α) Καταβάλλεται το σύνολο της οφειλής (κύρια εισφορά, πρόσθετα τέλη κ.λ.π.) σε 12 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με έκπτωση του 40% των πρόσθετων τελών.
β) καταβάλλεται το σύνολο, της οφειλής (κύρια εισφορά, πρόσθετα τέλη κ.λ.π.) σε 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με έκπτωση του 25% των πρόσθετων τελών.
γ) Καταβάλλεται το σύνολο της οφειλής (κύρια εισφορά, πρόσθετα τέλη κ.λ.π.) σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς καμία έκπτωση επί των πρόσθετων τελών.
3. Σε όσους επιλέξουν την καταβολή της οφειλής σε μηνιαίες δόσεις που έχει ρυθμισθεί, παρέχεται η δυνατότητα της εκ των υστέρων εξόφλησης των υπολειπόμενων δόσεων εφάπαξ, με την προϋπόθεση να μην έχουν απωλέσει τη ρύθμιση, με έκπτωση στα πρόσθετα τέλη κατά το ποσοστό που ισούται με τη διαφορά του ποσού έκπτωσης της επιλεγείσας ρύθμισης και του 60%.
4. Η κατά τα ανωτέρω έκπτωση από τα πρόσθετα τέλη γίνεται τόσο στα οίκοθεν, όσο και στα αυτοτελή πρόσθετα τέλη.
Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των είκοσι χιλιάδων (20.000) δραχμών.
5. Η αίτηση για το διακανονισμό πρέπει να υποβληθεί μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
6. Όσοι επιλέξουν τη ρύθμιση της εφάπαξ καταβολής, θα πρέπει να καταβάλουν το σύνολο της οφειλής τους μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα από το μήνα δημοσίευσης του παρόντος.
Όσοι επιλέξουν την καταβολή της οφειλής σε δόσεις, θα πρέπει να προκαταβάλουν το 5% της κεφαλαιοποιούμενης συνολικής οφειλής τους, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την έκπτωση των πρόσθετων τελών, κατά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και όχι πέραν του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος.
Η πρώτη δόση πρέπει να καταβληθεί μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος.
7. Προϋπόθεση υπαγωγής στο διακανονισμό είναι η καταβολή της προκαταβολής, καθώς και όλων των εισφορών που ανάγονται σε χρονική περίοδο που δεν υπάγεται στη ρύθμιση και είναι απαιτητές κατά την ημέρα υπαγωγής σ 'αυτή. Σε περίπτωση που οι εισφορές αυτές βεβαιωθούν, δύναται ο εργοδότης να καταβάλλει αυτές και να πιστωθούν κατά παρέκκλιση του άρθρου 21 παράγραφος 4 του νόμου [Ν] 1902/1990, εφόσον δι' αυτού του τρόπου συνεχίζεται η ρύθμιση.
8. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής δόσης, το συνολικό ποσό αυτής, όπως έχει διαμορφωθεί μετά την κεφαλαιοποίηση, θα προσαυξάνεται με τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 3 του άρθρου 21 του νόμου [Ν] 1902/1990 πρόσθετα τέλη.
Η μη εμπρόθεσμη καταβολή μιας δόσης πέραν των τριών (3) μηνών, καθώς και η μη καταβολή των τρεχουσών απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών, συνεπάγεται την απώλεια του παρεχόμενου με το νόμο αυτόν ευεργετήματος της τμηματικής εξόφλησης των οφειλόμενων εισφορών και καθιστά άμεσα απαιτητό το σύνολο του οφειλόμενου ποσού από κύρια εισφορά με τα αναλογούντα σε αυτή κατά την ημέρα εξόφλησης πρόσθετα τέλη, επιβαρύνσεις, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη κ.λ.π.
9. Στο διακανονισμό αυτόν υπάγονται και οι εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη υπέρ Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - ΕΛΔΕΟ καθώς και οι εισφορές όλων των οργανισμών επικουρικής ασφάλισης, αρωγής, ασθένειας, πρόνοιας, αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και κοινωνικών Ασφαλίσεων, εξαιρουμένων των εισφορών από προαιρετική ασφάλιση.
Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται και για τις καθυστερούμενες εισφορές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής, των οποίων οι εισφορές συνεισπράττονται από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
10. Στην παρούσα ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν και όσοι έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με ειδικές διατάξεις που είναι σε ισχύ.
11. Για όσο διάστημα οι εργοδότες τηρούν τους όρους του διακανονισμού:
α) Αναστέλλεται η διαδικασία λήψης αναγκαστικών μέτρων, ενώ διατηρούνται οι κατασχέσεις και υποθήκες που έχουν επιβληθεί.
β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη για παράβαση του αναγκαστικού νόμου [Ν] 86/1967, εξαλείφεται το αξιόποινο σε περίπτωση ολοσχερούς εξόφλησης και αναβάλλεται η εκτέλεση της καταγνωσθείσας ποινής ή διακόπτεται η αρξάμενη εκτέλεση αυτής, η οποία τελικά εξαλείφεται σε περίπτωση ολοσχερούς εξόφλησης.
γ) Δεν υποβάλλονται αιτήσεις για προσωπική κράτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 του νόμου 2065/1992. Επίσης αποσύρονται οι υποβληθείσες αιτήσεις, διακόπτεται η εκτέλεση των καταδικαστικών αποφάσεων και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 21 παράγραφος 7 του νόμου [Ν] 1902/1990, που αφορούν το μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα των οφειλετών και ανακαλούνται οι ήδη επιβληθείσες απαγορεύσεις εξόδου από τη χώρα για όσο διάστημα είναι συνεπείς με τους όρους της ρύθμισης. Οι κατατεθείσες εγγυητικές επιστολές για ρύθμιση της οφειλής επιστρέφονται, διατηρούνται δε οι κατατεθείσες για άλλους λόγους ή αντικαθίστανται με νέες που θα καλύπτουν τις δόσεις της παρούσας ρύθμισης.
Οι παραπάνω αναστολές παύουν, εφόσον ο υπόχρεος απωλέσει το δικαίωμα της ρύθμισης.
12. Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οι άλλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί κύριας ασφάλισης χορηγούν βεβαίωση ενημερότητας για τη δανειοδότηση - χρηματοδότηση επιχειρήσεων από τράπεζες ή οποιοδήποτε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον η επιχείρηση έχει υπαχθεί στο διακανονισμό και τηρεί τους όρους της ρύθμισης.
13. Οι οφειλόμενες στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων εισφορές που δεν δύνανται να βεβαιωθούν από το ίδρυμα, μπορούν να ρυθμιστούν με δήλωση του εργοδότη, στην οποία θα προσδιορίζεται η κατά μήνα οφειλή του, Μετά τον οριστικό έλεγχο από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τη βεβαίωση των οφειλόμενων εισφορών και εφόσον προκύψουν διαφορές, γίνεται επανυπολογισμός της προκαταβολής και των δόσεων της ρύθμισης και η διαφορά αυτών με τ' αναλογούντα πρόσθετα τέλη, υπολογισμένα από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος, καταβάλλονται μαζί με την τρέχουσα δόση.
14. Οι εργοδότες, που δεν θα υπαχθούν στην παρούσα ρύθμιση ή απολέσουν αυτήν ή δημιουργήσουν οφειλές περιόδου μεταγενέστερης της ρυθμιζόμενης, εξακολουθούν να ρυθμίζουν αυτές σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 112 - 116 του [Π] Κανονισμού Ασφάλισης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. σε καμία όμως περίπτωση η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να περιέχει ευνοϊκότερους όρους απ' αυτούς της παρούσας ως προς την προκαταβολή και τις δόσεις.
15. Στις επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί και είναι ενήμερες με τη ρύθμιση αυτή, χορηγείται βεβαίωση της παραγράφου 7 του άρθρου 39 του νόμου 2065/1992, με παρακράτηση ποσοστού 30% από τις εκκαθαρισμένες απαιτήσεις τους κατά του Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το ποσοστό αυτό, με απόφαση του αρμοδίου κατά το άρθρο 112 του [Π] Κανονισμού Ασφάλισης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οργάνου, μπορεί να περιοριστεί μέχρι το 10%. Τα παρακρατούμενα και αποδιδόμενα στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ποσά, αφαιρούνται από την οφειλή των τελευταίων δόσεων. Συμψηφίζονται όμως υποχρεωτικά με τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, οι εκκαθαρισμένες απαιτήσεις από το Δημόσιο, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δήμους και κοινότητες, των αναδόχων οικοδομοτεχνικών έργων του Δημοσίου οι προερχόμενες από εξόφληση τελικού λογαριασμού, έστω και αν αυτοί είναι ενήμεροι με την παρούσα ρύθμιση.
16. Όπου από τις κείμενες διατάξεις απαιτείται ως προϋπόθεση για την απονομή σύνταξης από τα ταμεία αυτοτελώς απασχολούμενων η προηγούμενη εξόφληση των καθυστερούμενων οφειλών, λογίζεται ότι υπάρχει η προϋπόθεση αυτή στην περίπτωση υπαγωγής στον παρόντα διακανονισμό.
Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οφειλόμενης δόσης το αντίστοιχο ποσό αυτής συμψηφίζεται και παρακρατείται από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης του αμέσως επόμενου μήνα.