Νόμος 4281/14 - Άρθρο 184

Άρθρο 184: Δικαστική προστασία κατά αποφάσεων της Αρχής / άλλου οργάνου


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να ζητήσει ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 181, τη λήψη προσωρινών μέτρων για την επανόρθωση της εικαζόμενης παράβασης ή για την αποτροπή περαιτέρω ζημίας από τις αποφάσεις της Αρχής / άλλου οργάνου που ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181, που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 182 και 183, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεων αυτών, εφόσον παραβιάζουν κανόνα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της εσωτερικής νομοθεσίας, σχετικού με τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης της σύμβασης.

 

2. Με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου αυτού, για την εκδίκαση των διαφορών αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989).

 

3. Κατ' εξαίρεση από τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 18/1989, η άσκηση αίτησης αναστολής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη άσκηση της αίτησης ακύρωσης και κατατίθεται μέσα σε προθεσμία 10 ημερών από την κοινοποίηση στα μέρη της απόφασης της Αρχής / άλλου οργάνου που ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181. Η προθεσμία άσκησης της αίτησης αναστολής κωλύει τη σύναψη της σύμβασης, εκτός αν, με προσωρινή διαταγή που εκδίδεται κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 52 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, ο αρμόδιος Δικαστής ή το αρμόδιο Δικαστήριο αποφανθεί διαφορετικά.

 

Στο διάστημα αυτό αναστέλλεται και η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης της Αρχής / άλλου οργάνου που ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181, εφόσον αυτή επιτρέπει τη σύναψη της σύμβασης. Κατά τα λοιπά, η άσκηση των προβλεπόμενων στο προεδρικό διάταγμα 18/1989 ενδίκων βοηθημάτων δεν κωλύει την πρόοδο της διαγωνιστικής διαδικασίας, εκτός αν ορίζεται άλλως με την προσωρινή διαταγή που εκδίδεται κατά τα ανωτέρω.

 

4. Η προθεσμία άσκησης των ένδικων βοηθημάτων διακόπτεται με την κατάθεση της αιτήσεως αναστολής και αρχίζει από την επίδοση της σχετικής απόφασης. Ο διάδικος που πέτυχε υπέρ αυτού τη χορήγηση αναστολής, οφείλει μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης αυτής, να ασκήσει το κύριο ένδικο βοήθημα, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως η ισχύς της αναστολής. Η δικάσιμος για την εκδίκασή της δεν πρέπει να απέχει πέραν του τριμήνου από την κατάθεση του δικογράφου.

 

5. Τα προβλεπόμενα στο προεδρικό διάταγμα 18/1989 ένδικα βοηθήματα δεν επιτρέπεται να περιέχουν αιτιάσεις διαφορετικές από τις αιτιάσεις της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον της Αρχής / άλλου οργάνου που ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181.

 

6. Εφόσον ασκηθούν τα προβλεπόμενα στο προεδρικό διάταγμα 18/1989 ένδικα βοηθήματα, ο αιτών ειδοποιεί αμελλητί σχετικά τα λοιπά μέρη και την Αρχή / άλλο όργανο που ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181 με κάθε πρόσφορο μέσο, σύμφωνα με το άρθρο 36, όπως είναι η επιστολή, η τηλεομοιοτυπία, τα ηλεκτρονικά μέσα και το τηλέφωνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 36. Σε κάθε περίπτωση, εντός 15 ημερών, η Αρχή/άλλο όργανο που ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181 οφείλει, εφόσον έχει ειδοποιηθεί κατά τα ανωτέρω, να αποστείλει στο Δικαστήριο, με κάθε πρόσφορο μέσο, τον πλήρη φάκελο με τα υποβληθέντα έγγραφα και στοιχεία.

 

7. Αντίγραφο των σχετικών δικογράφων κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος και προς την Αρχή / άλλο όργανο που ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181, προκειμένου να ασκήσει τις αρμοδιότητές της.

 

8. Εφόσον η αίτηση αναστολής γίνει δεκτή, η αναθέτουσα Αρχή / ο αναθέτων φορέας ή η κεντρική αρχή προμηθειών μπορεί να συμμορφωθεί προς το διατακτικό ή και το εν γένει περιεχόμενο της απόφασης και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει κατάλληλα τη διοικητική πράξη που προκάλεσε τη διαφορά ή, επί παράλειψης, να εκδώσει την οφειλόμενη ρητή πράξη. Στην περίπτωση αυτή, για το κύριο ένδικο βοήθημα που ασκήθηκε, εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του προεδρικού διατάγματος 18/1989.

 

9. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 182 και του άρθρου 190, αν το δικαστήριο ακυρώσει απόφαση της Αρχής / άλλου οργάνου που ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 181, δυνάμει της οποίας επιτρεπόταν η σύναψη σύμβασης, μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, η τελευταία δεν θίγεται, εκτός αν πριν από τη σύναψή της είχε ανασταλεί η διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού με απόφαση επί αιτήσεως αναστολής ή με προσωρινή διαταγή. Στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 191.

 

10. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν άσκησε ή άσκησε ανεπιτυχώς την αίτηση αναστολής και η σύμβαση υπογράφηκε και ολοκληρώθηκε η εκτέλεσή της πριν από τη συζήτηση του κύριου ένδικου βοηθήματος, εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του προεδρικού διατάγματος 18/1989.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 57 του νόμου 4403/2016 (ΦΕΚ 125/Α/2016).

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.