Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Ο νόμος [Ν] 4261/2014 τροποποιείται ως εξής:
1. Το άρθρο 62 τροποποιείται ως εξής:
α. Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:
{3. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκ-δίδονται με βάση τα άρθρα 137, 138 και 145 του παρόντος νόμου, δημοσιεύονται αυθημερόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.}
2. Οι παράγραφοι 3 έως 8 του άρθρου 66 καταργούνται.
3. Το άρθρο 136 τροποποιείται ως εξής:
α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 136 αντικαθίσταται ως εξής:
{Για το σκοπό του άρθρου 94, η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της μπορεί να ζητήσει από πιστωτικό ίδρυμα και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού να αυξήσει το κεφάλαιο του εντός προθεσμίας και κατά τους ειδικότερους όρους που ορίζονται στην ίδια απόφαση.}
β. Η παράγραφος 5 του άρθρου 136 καταργείται.
4. Το άρθρο 137 αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 137: Διορισμός επιτρόπου
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα έναν ή περισσότερους επιτρόπους στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν συντρέχει μία εκ των περιπτώσεων ζ' και η' του άρθρου 19,
β) όταν το πιστωτικό ίδρυμα παραβιάζει ή, λόγω, μεταξύ άλλων, μιας ταχείας επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής του κατάστασης, ενδέχεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) υπ' αριθμόν 575/2013, του νόμου [Ν] 4261/2014, του Τίτλου II της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή οποιουδήποτε από τα άρθρα 3 έως 7, 14 έως 17 και 24, 25 και 26 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ' αριθμόν 600/2014, και τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 27 και 28 του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ δεν επαρκούν προς αντιμετώπιση της κατάστασης,
γ) όταν το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει σε σοβαρές ή κατ' εξακολούθηση παραβάσεις διατάξεων νόμων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ή του καταστατικού του ή σε σοβαρές διοικητικές παρατυπίες ή όταν η επιχειρηματική του πορεία δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για τη χρηστή και συνετή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων από τη διοίκησή του, με συνέπεια να τίθενται σε κίνδυνο η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος, τα συμφέροντα των καταθετών του ή εν γένει η διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και η προστασία της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα,
δ) όταν διαφαίνεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια ή ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να διασφαλίσει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες και οι λοιποί πιστωτές του,
ε) όταν το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει σχετικό αίτημα.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 96 ή δεν έχει εφαρμόσει τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα του σχεδίου ανάκαμψης, παρότι αυτό του ζητήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
β) όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τις παραγράφους 1 ή 5 του άρθρου 136.
3. Στην απόφαση διορισμού του επιτρόπου ορίζεται αν ο επίτροπος διορίζεται:
α) για να συμπράττει προσωρινά με το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος, οπότε από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα του διορισμού του επιτρόπου κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος είναι ανίσχυρη εάν δεν συνέπραξε και ο επίτροπος. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι εξουσίες, ο ρόλος και τα καθήκοντα του επιτρόπου, καθώς και η υποχρέωση του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος να ζητά τη γνώμη ή να εξασφαλίζει τη συναίνεσή του πριν από τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή την ανάληψη ορισμένων δράσεων,
β) για να αντικαταστήσει προσωρινά το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος, εάν η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει, κατόπιν σχετικής εισήγησης του επιτρόπου εάν συντρέχει περίπτωση ή από άλλα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει, ότι οι εργασίες του πιστωτικού ιδρύματος δεν μπορούν να εξακολουθήσουν υπό την παρούσα διοίκηση.
Η επιλογή μεταξύ σύμπραξης του διοικητικού συμβουλίου με τον επίτροπο και αντικατάστασής του από αυτόν μπορεί να τροποποιηθεί με μεταγενέστερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Τηρουμένου του παρόντος άρθρου, ο διορισμός επιτρόπου δεν θίγει τα δικαιώματα των μετόχων.
4. Ο επίτροπος αξιολογεί την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος και τη χρηματοοικονομική θέση του και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του και την αποκατάσταση της υγιούς και συνετής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, με σκοπό είτε την ανάκαμψη του πιστωτικού ιδρύματος είτε την προετοιμασία εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή θέσης του πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 145.
5. Ο επίτροπος επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε τραπεζικά θέματα, είναι πλήρους απασχόλησης και υπόκειται στους κανόνες περί απορρήτου της παραγράφου 1 του άρθρου 54. Στο πρόσωπο του δεν πρέπει να προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων.
6. Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για το διορισμό επιτρόπου κοινοποιείται αμελλητί στο πιστωτικό ίδρυμα και ισχύει από τη λήψη της ως άνω κοινοποίησης. Κοινοποιείται επίσης στην αρχή εξυγίανσης, στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, στις εποπτικές αρχές άλλων κρατών - μελών και στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών. Η απόφαση για το διορισμό επιτρόπου δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών πελατών του νόμου 3746/2009 (ΦΕΚ 27/Α/2009) και του νόμου [Ν] 2533/1997. Επίσης, ο διορισμός επιτρόπου δεν συνεπάγεται την ακύρωση, καταγγελία ή τροποποίηση συμφωνιών, το ληξιπρόθεσμο οποιουδήποτε χρέους του πιστωτικού ιδρύματος ή την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά αυτού.
7. Με την απόφαση διορισμού επιτρόπου ή και με αυτοτελή απόφαση σε οποιονδήποτε χρόνο μπορεί να καθορίζονται θέματα για τα οποία απαιτείται απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή σχετική εκ μέρους της έγκριση. Επιπλέον, με την ως άνω απόφαση μπορεί να απαιτείται από τον επίτροπο η λήψη συγκεκριμένων μέτρων ή η αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών προς ικανοποίηση του σκοπού της παραγράφου 4. Σε κάθε περίπτωση, ο επίτροπος συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος και διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη μόνον με την έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος.
8. Ο επίτροπος υποχρεούται να υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις ακόλουθες εκθέσεις:
α) Το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης διορισμού του, έκθεση απογραφής των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του πιστωτικού ιδρύματος. Η ως άνω έκθεση κατατάσσει τα στοιχεία του ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος σε κατηγορίες κινδύνου και ταξινομεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
β) Το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί άλλος χρόνος με την Τράπεζα της Ελλάδος, εντός 60 ημερών από την έκδοση της απόφασης διορισμού του, έκθεση για:
α)α) την εν γένει οικονομική κατάσταση, τη χρηματοοικονομική θέση και τις προοπτικές του πιστωτικού ιδρύματος, που περιλαμβάνει έναν αναθεωρημένο ισολογισμό και μια προκαταρκτική εκτίμηση της καταλληλότητας των μέτρων εξυγίανσης και των ενδεχόμενων επιπτώσεων στη θέση των μετόχων και πιστωτών σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης,
β)β) το προτεινόμενο σχέδιο δράσης που μπορεί κατά περίπτωση να περιλαμβάνει προτάσεις:
i) για την επιστροφή του πιστωτικού ιδρύματος σε ομαλή λειτουργία μέσω διορθωτικών μέτρων, καθώς και για την πολιτική διανομής μερισμάτων,
ii) για τη λήψη τυχόν άλλων μέτρων προκειμένου να διασφαλισθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και να προστατευθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εξυγίανσης, και
iii) για την προετοιμασία θέσης του πιστωτικού ιδρύματος υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης σε περίπτωση που δεν κρίνεται εφικτή η ανάκαμψη ή εξυγίανσή του.
Για τα αναφερόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α)α' ο επίτροπος υποβάλλει έκθεση και κατά τη λήξη της θητείας του. Ο επίτροπος υποχρεούται να παρέχει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή να υποβάλει οποιαδήποτε πρόσθετη έκθεση του ζητηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ο επίτροπος επιβλέπει την εφαρμογή ή εφαρμόζει ο ίδιος το σχέδιο δράσης.
γ) Ανά χρονικά διαστήματα που ορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και κατά τη λήξη της θητείας του, έκθεση για τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του.
9. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου, είναι δυνατή η σφράγιση γραφείων και εγκαταστάσεων του πιστωτικού ιδρύματος από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου. Η διοίκηση και οι εργαζόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος υποχρεούνται να παρέχουν στον επίτροπο οποιοδήποτε στοιχείο ή πληροφορία τους ζητηθεί σχετικά με το πιστωτικό ίδρυμα και να διευκολύνουν την άσκηση των κατά το νόμο και την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθηκόντων του επιτρόπου.
10. Ο επίτροπος, είτε αναλαμβάνει είτε συμπράττει απλώς στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, μπορεί:
α) να προσλαμβάνει εξωτερικούς νομικούς ή οικονομικούς συμβούλους, καθώς και λοιπό βοηθητικό προσωπικό και
β) να ασκεί στο όνομα του πιστωτικού ιδρύματος κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων του, συμπεριλαμβανομένων αγωγών αποζημίωσης κατά προσώπων της διοίκησης ή του προσωπικού, εφόσον με πράξεις ή παραλείψεις τους ζημίωσαν το πιστωτικό ίδρυμα. Τα σχετικά έξοδα βαρύνουν το πιστωτικό ίδρυμα.
11. Ο επίτροπος ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Δεν ευθύνεται βάσει της εταιρικής ή της πτωχευτικής νομοθεσίας.
12. Ο επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του επιτρόπου καλύπτεται από το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει διορισθεί επίτροπος, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε περίπτωση αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να προβεί στην καταβολή, έχοντας αξίωση στην απόδοση των καταβληθέντων, στην οποία εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 55Ε του Καταστατικού της.
13. Ο επίτροπος διορίζεται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Ο ως άνω διορισμός μπορεί να παρατείνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για διάστημα που δεν υπερβαίνει εκάστοτε τους έξι (6) μήνες. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να αντικαθίσταται ο επίτροπος ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο ή να τερματίζεται το έργο του. Ο τερματισμός του έργου του επιτρόπου πριν από τη λήξη της κατά τις περιπτώσεις α' και β' της παρούσας παραγράφου ορισθείσας θητείας επιτρέπεται εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει ότι:
α) οι λόγοι διορισμού του κατά την παράγραφο 1, δεν υφίστανται πλέον ή
β) το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να ανακάμψει ή να εξυγιανθεί. Στην τελευταία περίπτωση, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει την ανάκληση της άδειας του πιστωτικού ιδρύματος, κατά το άρθρο 19 και το θέτει υπό ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 145. Σε περίπτωση τερματισμού του έργου του επιτρόπου που δεν σχετίζεται με τη θέση του πιστωτικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση, ο επίτροπος εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι το διορισμό ή την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου.
14. Όταν δυνάμει δικαστικής αποφάσεως προκύπτει άμεσα ή έμμεσα θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της εκλογής, συγκρότησης, σύνθεσης ή λειτουργίας του διοικητικού συμβουλίου πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει επίτροπο, ο οποίος ασκεί τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών που μπορεί να παρατείνεται.
15. Ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.}
5. Προστίθεται άρθρο 145Α, ως εξής:
{Άρθρο 145Α: Κατάταξη των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση
1. Κατά την ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι κατωτέρω απαιτήσεις κατατάσσονται προνομιακά κατά την ακόλουθη σειρά:
(α) Απαιτήσεις της περίπτωσης γ' του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.
(β) Απαιτήσεις του Δημοσίου σε περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 57 ή 58 του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(γ) Απαιτήσεις από εγγυημένες καταθέσεις ή απαιτήσεις του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, το οποίο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των καταθετών, στους οποίους καταβάλλει αποζημίωση, κατά το μέτρο αυτής της αποζημίωσης ή απαιτήσεις του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων λόγω της χρήσης του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων (ΣΚΚ) στο πλαίσιο της εξυγίανσης κατά το άρθρο 104 του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(δ) Απαιτήσεις του Δημοσίου από κάθε αιτία, με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές.
(ε) Οι ακόλουθες απαιτήσεις:
(α)α) Απαιτήσεις του Ταμείου Εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 98 σε περίπτωση χρηματοδότησης με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Ταμείου Εξυγίανσης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 95 του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(β)β) Απαιτήσεις από επιλέξιμες καταθέσεις κατά το τμήμα που υπερβαίνουν το όριο κάλυψης κατά την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του νόμου 3746/2009 για καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
(στ) Απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες με την έννοια της περίπτωσης β' παράγραφος 2 του άρθρου 2 και της περίπτωσης α' παράγραφος 1 του άρθρου 10 του νόμου 3746/2009 ή απαιτήσεις του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, το οποίο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πελατών επενδυτών, στους οποίους καταβάλλει αποζημίωση, κατά το μέτρο αυτής της αποζημίωσης.
(ζ) Απαιτήσεις από επιλέξιμες καταθέσεις κατά το τμήμα που υπερβαίνουν το όριο κάλυψης κατά την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του νόμου 3746/2009 και δεν εμπίπτουν στην περίπτωση ε' ανωτέρω.
(η) Απαιτήσεις από καταθέσεις που εμπίπτουν στην εξαίρεση από την καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου 3746/2009, στις οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις που εμπίπτουν στις περιπτώσεις 3, 14, 15 της διάταξης αυτής.
Οι απαιτήσεις α)α' και β)β' της περίπτωσης ε' ανωτέρω ικανοποιούνται συμμέτρως. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 154 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα.
2. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω προηγείται η προνομιακή ικανοποίηση των κάτωθι απαιτήσεων, κατά τα ειδικότερα κατά περίπτωση οριζόμενα:
α) Αν στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος υφίστανται δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του νόμου 3301/2004, ο ασφαλειολήπτης ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ' αποκλεισμό, μέχρι πλήρους ικανοποίησής του, κάθε άλλης απαίτησης (παράγραφος 4 του άρθρου 145 του νόμου [Ν] 4261/2014).
β) Κατά την ενεργοποίηση της διαδικασίας αποζημίωσης καταθετών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 του νόμου 3746/2009, τα κεφάλαια του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων που είναι κατατεθειμένα στο περιελθόν σε αδυναμία πιστωτικό ίδρυμα, οι προκύπτοντες δεδουλευμένοι τόκοι, καθώς και κάθε τυχόν οφειλόμενη εισφορά προς το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων αποδίδονται αμέσως στο τελευταίο από τους ασκούντες τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου και πριν από την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης απαίτησης.
γ) Κατά την ενεργοποίηση της διαδικασίας αποζημίωσης επενδυτών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 του νόμου 3746/2009, τα κεφάλαια του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων (ΣΚΕ) του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων που είναι κατατεθειμένα στο περιελθόν σε αδυναμία πιστωτικό ίδρυμα, οι προκύπτοντες δεδουλευμένοι τόκοι, καθώς και κάθε τυχόν οφειλόμενη εισφορά προς το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων αποδίδονται αμέσως στο τελευταίο από τους ασκούντες τη διοίκηση του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου και πριν από την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης απαίτησης.
3. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε ειδικές εκκαθαρίσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που άρχισαν πριν την έναρξη ισχύος του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι οποίες εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο θέσης του πιστωτικού ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση.}