Νόμος 4504/17 - Άρθρο 38

Άρθρο 38: Γενικές διατάξεις


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι των στελεχών Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής είναι:

 

α) ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής,

 

β) ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής,

 

γ) ο Αρχηγός Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής,

 

δ) οι Υπαρχηγοί Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής,

 

ε) ο Διευθυντής Κλάδου Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης,

 

στ) ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Προσωπικού Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής,

 

ζ) ο Διευθυντής της Περιφερειακής Διοίκησης Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής για τα στελέχη που υπηρετούν εντός της οικείας περιφερειακής διοίκησης, καθώς και στις λιμενικές αρχές που υπάγονται σε αυτόν,

 

η) οι προϊστάμενοι των Λιμενικών Αρχών εξωτερικού και εσωτερικού για το προσωπικό των Λιμενικών Αρχών όπου προΐστανται.

 

Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.

 

2. Πειθαρχική εξουσία στα στελέχη Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής ασκούν:

 

α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους,

 

β) τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια,

 

γ) τα δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια.

 

3. Οι πειθαρχικές ποινές των στελεχών Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής διακρίνονται σε συνήθεις και καταστατικές:

 

α. Οι συνήθεις πειθαρχικές ποινές, κατά σειρά βαρύτητας, είναι:

 

(1) η επίπληξη,

(2) ο περιορισμός,

(3) η φυλάκιση.

 

β. Οι καταστατικές πειθαρχικές ποινές είναι:

 

(1) η πρόσκαιρη παύση,

(2) η προσωρινή απόλυση,

(3) η απόταξη,

(4) η αποβολή.

 

γ. Οι ποινές των ανωτέρω εδαφίων 3)α(2) και 3)α(3) επιμετρώνται σε ημέρες και αυτές των 3)β(1) και 3)β(2) σε μήνες.

 

4. Πειθαρχικός έλεγχος των στελεχών Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής ασκείται, σε κάθε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του Κανονισμού Πειθαρχίας που συντάσσεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.

 

5. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται αμελλητί και αρχίζει με την έκδοση της κλήσης σε απολογία ή την πράξη παραπομπής στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και περατώνεται με τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενώπιον των πειθαρχικών οργάνων.

 

6. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται το αργότερο εντός 2 μηνών από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου. Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός 2 μηνών από την παραπομπή, εκτός αν απαιτείται η διεξαγωγή ανάκρισης, οπότε ολοκληρώνεται εντός 4 μηνών. Η υπαίτια παράβαση των διατάξεων της παρούσας παραγράφου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό, για τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου, εκδικάζεται μετά από παραπομπή ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

7. Ο πειθαρχικός έλεγχος των στελεχών Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, είναι ανεξάρτητος από τις ανακριτικές πράξεις ή την ποινική δίωξη που ασκείται παράλληλα ή έχει ασκηθεί επί της υπόθεσης. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο, όμως, μπορεί, με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει, για εξαιρετικούς λόγους, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1 έτος. Αναστολή δεν επιτρέπεται, σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Αν μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης με την οποία απαλλάσσεται στέλεχος Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής ή επιβάλλεται ποινή κατώτερη από την απόταξη, εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος, που τιμωρείται με καταστατική ποινή, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται.

 

Επίσης, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική διαδικασία, αν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη, για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά το στέλεχος Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής. Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας επιτρέπεται, και όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει λάβει υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση που προηγήθηκε.

 

8. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών και ο Εισαγγελέας του Ναυτοδικείου έχουν υποχρέωση να ανακοινώνουν αμέσως στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατά στελέχους Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής. Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην ίδια αρχή τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και τις εκδιδόμενες σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, ο διευθυντής φυλακών γνωστοποιεί τούτο, χωρίς καθυστέρηση, στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Με την επιφύλαξη των καταδικαστικών αποφάσεων όπου η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης είναι υποχρεωτική, τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα οφείλουν εντός 20 ημερών μετά την ως άνω ενημέρωσή τους να αποφαίνονται αιτιολογημένα για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του στελέχους Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής.

 

9. Τα έγγραφα πειθαρχικού ελέγχου καταχωρούνται στους οικείους ατομικούς φακέλους.

 

10. Ο πειθαρχικώς προϊστάμενος, εφόσον διαπιστώσει ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικής παράβασης, συγκεντρώνει τα σχετικά αποδεικτικά μέσα για τη διερεύνηση της υπόθεσης και, αναλόγως των στοιχείων που προκύπτουν, προβαίνει σε μία από τις παρακάτω ενέργειες:

 

α. εκδίδει κλήση σε απολογία, η οποία υποβάλλεται από τον εγκαλούμενο εντός ρητής εύλογης προθεσμίας, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 5 ημερών, ο δε εγκαλούμενος έχει δικαίωμα, με αίτησή του, να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων της υπόθεσης. Πειθαρχικές παραβάσεις, που τελούνται δια της απολογίας του εγκαλουμένου, δεν αξιολογούνται, προ του πέρατος της αρχικής πειθαρχικής δίωξης. Σε περίπτωση μη υποβολής απολογίας, το πειθαρχικό όργανο εξετάζει τους λόγους μη υποβολής της και, εφόσον διαπιστώσει νόμιμη επίδοση της κλήσης σε απολογία, συνεχίζει κανονικά τη διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου,

 

β. παραπέμπει τον εγκαλούμενο ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 11,

 

γ. θέτει την υπόθεση στο αρχείο.

 

11. Αν η πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με καταστατική ποινή, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και μόνο, εφόσον έχει προηγηθεί η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης.

 

12. Για την εφαρμογή της παραγράφου 10 και με την επιφύλαξη των οριζόμενων στην παράγραφο 11, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικώς προϊσταμένου να διατάξει τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Πειθαρχίας, για τη συγκέντρωση του απαιτούμενου αποδεικτικού υλικού.

 

Δικαίωμα έκδοσης της διαταγής αυτής, με δυνατότητα μεταβίβασης της αρμοδιότητάς τους στους πειθαρχικούς προϊσταμένους της παραγράφου 1, έχουν οι παρακάτω:

 

α) ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για όλο το στρατιωτικό προσωπικό Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, όπου κι αν αυτό υπηρετεί,

 

β) ο Αρχηγός Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής για όλο το στρατιωτικό προσωπικό Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, όπου κι αν αυτό υπηρετεί,

 

γ) οι Προϊστάμενοι Περιφερειακών Διοικήσεων Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής για το προσωπικό της Υπηρεσίας που προΐστανται, καθώς και για αυτό των Λιμενικών Αρχών που υπάγονται στη συγκεκριμένη Περιφερειακή Διοίκηση,

 

δ) οι Προϊστάμενοι των Λιμενικών Αρχών εσωτερικού και εξωτερικού, οι Διοικητές των Σχολών Εμπορικού Ναυτικού, ο Διοικητής της Υπηρεσίας Εναερίων Μέσων Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, ο Διοικητής της Μονάδας Υποβρυχίων Αποστολών Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, καθώς και ο Διοικητής της Σχολής Δοκίμων Σημαιοφόρων Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, της Σχολής Δοκίμων Υπαξιωματικών Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής και της Σχολής Δοκίμων Λιμενοφυλάκων Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής για το προσωπικό Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, που υπάγεται σε αυτούς.

 

Εφόσον με την ένορκη διοικητική εξέταση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη.

 

H ένορκη διοικητική εξέταση περατώνεται εντός 3 μηνών από τη λήψη της διαταγής διενέργειάς της.

 

Ο διενεργών αυτή αιτείται με έγγραφη πλήρως αιτιολογημένη αναφορά, πριν τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, την παράτασή της, η οποία μπορεί να εγκριθεί μόνο έως 1 μήνα επιπλέον από εκείνον που τη διέταξε.

 

Περαιτέρω παρατάσεις είναι δυνατόν να χορηγηθούν με απόφαση του Αρχηγού Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής μετά από πλήρως αιτιολογημένη έγγραφη αναφορά του διενεργούντος την ένορκη διοικητική εξέταση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 12 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 του νόμου 4676/2020 (ΦΕΚ 67/Α/2020).

 

13. Οι πειθαρχικές παραβάσεις παραγράφονται εντός 5 ετών από την τέλεσή τους, εκτός αν ορίζονται μεγαλύτερες προθεσμίες για την παραγραφή τους ως ποινικών αδικημάτων από τον Ποινικό και το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα. Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Για τα παραπτώματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος. Η κλήση σε απολογία ή η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο διακόπτουν την παραγραφή. Στις περιπτώσεις αυτές, ο συνολικός χρόνος παραγραφής ως την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης δεν μπορεί να υπερβεί τα 7 έτη. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται, επίσης, από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη ή την παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης του πρώτου. Στην περίπτωση αυτή, το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται, όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δεύτερου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου. Δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό.

 

14. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο στελεχών Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.

 

Εφαρμόζονται, ιδίως, οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:

 

α) τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό,

 

β) τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής,

 

γ) την έμπρακτη μετάνοια,

 

δ) το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου,

 

ε) την πραγματική και νομική πλάνη,

 

στ) το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου,

 

ζ) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του πειθαρχικώς διωκομένου ή της υπηρεσίας για τη διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς.

 

Σε περίπτωση αποκατάστασης, απονομής χάριτος ή άρσης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο του κολάσιμου ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης.

 

15. Σε περιπτώσεις επιβολής συνήθων πειθαρχικών ποινών, ο εγκαλούμενος μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά των σχετικών ατομικών διοικητικών πράξεων των αρμοδίων οργάνων πειθαρχικού ελέγχου εντός προθεσμίας 15 ημερών. Οι βαθμοί εξέτασης των προσφυγών αυτών δεν μπορεί να είναι περισσότεροι των 3, συμπεριλαμβανομένου του οργάνου που επέβαλε την ποινή.

 

16. Ως προς τον υπολογισμό των προθεσμιών:

 

α. οι προθεσμίες άσκησης ενδικοφανών προσφυγών υπολογίζονται από την επομένη της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης,

 

β. η έναρξη των προθεσμιών για τη λήψη απόφασης επί των ενδικοφανών προσφυγών υπολογίζεται από την ημέρα κατά την οποία αυτές περιήλθαν στο αρμόδιο για την απάντηση κλιμάκιο. Αν η προσφυγή κατατεθεί σε αναρμόδιο όργανο, αυτό οφείλει να την αποστείλει στον καθ' ύλην αρμόδιο όργανο αμελλητί.

 

γ. αν η ημέρα λήξης της προθεσμίας είναι αργία, η λήξη μετατίθεται για την επόμενη εργάσιμη.

 

17. Αρμόδιος, καταρχήν, για την επιβολή, επαύξηση, μείωση και άρση πειθαρχικών ποινών είναι ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και οι πειθαρχικοί προϊστάμενοι της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, με δικαίωμα μεταβίβασης της αρμοδιότητας σε υφιστάμενα κλιμάκια διοίκησης.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.