Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 686/1984 (27-07-1984)
Σχετικά με τα ζητήματα που θέτετε στο με αριθμό 41606/9042/1984 έγγραφό σας, η γνώμη μας είναι η ακόλουθη.
Ι. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του οικιστικού νόμου 1337/1983 για τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές που έχουν κατασκευασθεί πριν από την 31-01-1983 και για τα οποία θα υποβληθούν εμπρόθεσμα δηλώσεις του άρθρου 15 επιβάλλεται ειδική εισφορά αυθαιρέτου, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός δεκάτου ή μεγαλύτερη του πενταπλασίου της συμβατικής αξίας του κτίσματος κατά τον χρόνο υποβολής της δηλώσεως και κλιμακώνεται κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο αυτή, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου η ειδική εισφορά καταβάλλεται κατά τα ακόλουθα μέρη:
α) Ποσό 10.000 δραχμών ανεξάρτητα από το μέγεθος του αυθαιρέτου καταβάλλεται με την δήλωση της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του νόμου αυτού.
β) Συμπληρωματικό ποσό για την κάλυψη του 10% της αξίας του αυθαιρέτου, όπως η αξία αυτή προκύπτει από τη δήλωση της παραγράφου 5 του παραπάνω άρθρου 15, καταβάλλεται με τη δήλωση αυτή και
γ) Το υπόλοιπο της εισφοράς βεβαιώνεται στο Δημόσιο Ταμείο, εισπράττεται σαν δημόσιο έσοδο και αποδίδεται ολόκληρο στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων. Περαιτέρω, στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου 18 ορίζεται ότι για τα αυθαίρετα, για τα οποία δεν έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα οι σχετικές δηλώσεις, εκτός από την κατεδάφισή τους, επιβάλλεται ως διοικητική ποινή το διπλάσιο του συνολικού ποσού της ειδικής εισφοράς που αντιστοιχεί στο αυθαίρετο.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 18 του παραπάνω νόμου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5, του άρθρου 15, στις οποίες παραπέμπουν, προκύπτει ότι το ποσό των 10.000 της ειδικής εισφοράς αυθαιρέτου, που καταβάλλεται κατά την υποβολή της πρώτης δήλωσης προσδιορίζεται στο νόμο ανεξάρτητα από το μέγεθος του αυθαιρέτου, συμπληρωματικά δε προς το ποσό αυτό καταβάλλεται εισφορά με τη δήλωση της παραγράφου 5 του άρθρου 15, ώστε να καλυφθεί το 1/10 της αξίας του αυθαιρέτου, (αν τούτο είναι μεγαλύτερο των 10.000 δραχμών), το δε υπάρχον τυχόν υπόλοιπο της ειδική εισφοράς, όπως αυτή κλιμακώνεται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 18, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται από την παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου, βεβαιώνεται στο Δημόσιο Ταμείο και εισπράττεται σαν δημόσιο έσοδο, αποδιδόμενο στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το συνολικό ποσό της εισφοράς δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ποσό των 10.000 δραχμών, αφού το ποσό αυτό καταβάλλεται ανεξάρτητα από το μέγεθος του αυθαιρέτου και δεν προβλέπεται στο νόμο επιστροφή έστω και τμήματος του ποσού αυτού, δοθέντος ότι τα άλλα δύο μέρη της εισφοράς εισπράττονται πέρα απ' αυτό, ήτοι το δεύτερο μέρος συμπληρωματικά μέχρι του 1/10 της αξίας του ακινήτου, το δε τρίτο μέρος πλέον των δύο πρώτων μερών, κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του ανωτέρω άρθρου 18.
Έτσι, σχετικά με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, φρονούμε ότι εφόσον, κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 18, η διοικητική ποινή που επιβάλλεται για τα αυθαίρετα, για τα οποία δεν έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα οι σχετικές δηλώσεις, συνίσταται στο διπλάσιο του συνολικού ποσού της ειδικής εισφοράς, που αντιστοιχεί στο αυθαίρετο, η ποινή αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ποσό των 20.000 δραχμών, ήτοι από το διπλάσιο του ελαχίστου ποσού της ειδικής εισφοράς, που καταβάλλεται σε περίπτωση υποβολής εμπροθέσμων δηλώσεων για το αυθαίρετο, σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 του νόμου 1337/1983:
{1. Τα πρόστιμα των άρθρων 119 και επόμενα του νομοθετικού διατάγματος 8/1973, που έχουν επιβληθεί μέχρι σήμερα και δεν έχουν καταβληθεί στο σύνολό τους από τους υπόχρεους, αναπροσδιορίζονται βάσει των συντελεστών που θα ισχύουν και για τις ειδικές εισφορές αυθαιρέτων που θα επιβληθούν στο μέλλον, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 18. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται τιμή μονάδας του όγκου του κτιρίου που έχει εφαρμοστεί κατά το χρόνο της αρχικής επιβολής του προστίμου. Τυχόν καταβληθέντα επί πλέον ποσά δεν επιστρέφονται.
2. Η διαδικασία αναπροσδιορισμού των προστίμων που γίνεται με αίτηση του ενδιαφερομένου και κάθε σχετική λεπτομέρεια κανονίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.}
Σε εκτέλεση του άρθρου αυτού εκδόθηκε η με αριθμό 42733/1616/1983 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΦΕΚ 403/Β/1983), η οποία, μεταξύ άλλων ορίζει ότι με την υποβολή της αίτησης περί επαναπροσδιορισμού του προστίμου η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει στην ανασύνταξη της αποφάσεως περί χαρακτηρισμού αυθαιρέτου και μόνον ως προς την επιβολή του αντιστοιχούντος προστίμου (παράγραφος 12), ότι μετά την έκδοση της απόφασης αυτής βεβαιώνεται το επαναπροσδιοριζόμενο πρόστιμο στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο (παράγραφος 13) και ότι σε περίπτωση που το πρόστιμο έχει ήδη βεβαιωθεί στο Δημόσιο Ταμείο, ειδοποιείται αυτό από την αρμόδια πολεοδομική Υπηρεσία μετά την υποβολή της αίτησης του υπόχρεου για τον αναπροσδιορισμό του προστίμου και από την ειδοποίηση αυτή αναστέλλεται η είσπραξη τυχόν οφειλομένου ποσού προστίμου μέχρι να επαναβεβαιωθεί αυτό κατά τα ανωτέρω, τα δε τυχόν καταβληθέντα επί πλέον ποσά δεν επιστρέφονται (παράγραφος 14).
IV. Από τη γενική διατύπωση του άρθρου 19 του νόμου 1337/1983 και της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης, προκύπτει, σχετικά με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, ότι η παραπάνω διαδικασία του επαναπροσδιορισμού των προ του νόμου αυτού επιβληθέντων προστίμων, που συνίσταται στην ανασύνταξη της περί του χαρακτηρισμού του αυθαιρέτου απόφασης και τη βεβαίωση του επαναπροσδιορισμένου χρέους στο Δημόσιο Ταμείο, χωρεί σε κάθε περίπτωση που το αναπροσδιορισμένο πρόστιμο είναι μικρότερο από το παλαιό, όσο και στην περίπτωση που το πρώτο είναι μεγαλύτερο από το δεύτερο, οπότε κατά την παράγραφο 7 της υπουργικής απόφασης θα επαναπροσδιορισθεί το οφειλόμενο πρόστιμο στο ύψος του παλαιού προστίμου. Πράγματι στις παραπάνω διατάξεις καμία διάκριση δεν γίνεται μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων, ούτε προκύπτει τέτοια διάκριση από τον σκοπό του αναπροσδιορισμού αυτού, που γίνεται, όπως συνάγεται και από την οικεία εισηγητική έκθεση, για λόγους επιείκειας ιδιαίτερα προς τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, δοθέντος ότι το νέο πρόστιμο υπολογίζεται με κοινωνικά και άλλα κριτήρια. Η αντίθετη άποψη, που αναφέρεται στο ερώτημά σας, κατά την οποία στη δεύτερη ως άνω περίπτωση δεν γίνεται νέα βεβαίωση του προστίμου αλλά ειδοποιείται από την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία το Δημόσιο Ταμείο, για να προβεί στην είσπραξη του προστίμου με βάση την αρχική βεβαίωση, δεν στηρίζεται στο νόμο, ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί από οιαδήποτε σκέψη για την τύχη των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, για το προ του επαναπροσδιορισμού χρόνο (άρθρο 6 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 περί κώδικα εισπράξεως δημοσίων εσόδων). Συνεπώς και στην περίπτωση που το επαναπροσδιορισμένο πρόστιμο είναι μεγαλύτερο από το αρχικό, πρέπει η αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία κατά την ανασύνταξη της απόφασης περί χαρακτηρισμού αυθαίρετου να καθορίσει για τον παραπάνω λόγο (παράγραφος 7 της κοινής υπουργικής απόφασης) το αναπροσδιορισμένο πρόστιμο στο ύψος του παλαιού προστίμου, και να βεβαιωθεί εκ νέου τούτο στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο, για να εισπραχθεί με βάση τη νέα αυτή βεβαίωση, ανεξάρτητα από την τύχη των επιβληθεισών τυχόν μέχρι του επαναπροσδιορισμού προσαυξήσεων με βάση την παλαιά βεβαίωση, που ανάγονται στην αρμοδιότητα των Δημοσίων Ταμείων και πάντως δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος ερωτήματος.
Ο Νομικός Σύμβουλος Διοίκησης