Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Η επί του ελέγχου του κινδύνου υπηρεσία (ο υπό του νομομηχανικού ή προϊσταμένου του επί της εφαρμογής του σχεδίου γραφείου ή του προϊσταμένου των υποτεταγμένων σε αυτό γραφείων οριζόμενος τεχνικός υπάλληλος) κατόπιν καταγγελίας ή αιτήσεως ή ειδοποιήσεως υπό της αστυνομικής αρχής ή και οίκοθεν ενεργούσα, προβαίνει εις την αυτοψία προς εξακρίβωση του κινδύνου, συντάσσει περί τούτου σχετική έκθεση (πρωτόκολλο). Εάν πρόκειται περί λίαν απομακρυσμένου από της έδρας της τεχνικής υπηρεσίας μέρους και η συγκοινωνία είναι δυσχερής, η αστυνομική αρχή σε συνεννόηση μετά του προέδρου της κοινότητας δύνανται να αναθέσουν τον έλεγχο και εις οποιονδήποτε άλλο μηχανικό, εν ελλείψει δε τοιούτου και εις δοκιμασμένης ικανότητος εμπειροτέχνη εκ των πλησιέστερων εις το υπό έλεγχο ακίνητο ευρισκομένων. Αυτοί υποχρεούνται εις την σύνταξη της εκθέσεως, ήτις παραδίδεται εις την αστυνομία η οποία συν τη κοινοποιήσει αντιγράφου αυτής εις τους ενδιαφερομένους κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 διαβιβάζει το πρωτότυπο εις το γραφείο της ως άνω τεχνικής υπηρεσίας. Τα των ενστάσεων και αναθεωρήσεως των ούτω συντασσομένων εκθέσεων υπάγονται εις τις γενικές διατάξεις του άρθρου 5 και εφεξής.
2. Η ως άνω έκθεση πρέπει να διασαφηνίζει το ακίνητο που εξετάστηκε και να καθορίζει το είδος και την έκταση του κινδύνου ως επίσης και λεπτομερώς τα εφαρμοστέα προς άρση αυτού μέτρα το αναγκαίο ή ου της εν όλω ή εν μέρει εκκενώσεως των διαμερισμάτων δια την πραγματοποίηση των μέτρων τούτων και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει ταύτα να αρθούν (αναλόγως του βαθμού του κινδύνου). Εάν η αυτοψία διαπιστώσει ότι πρόκειται περί κινδύνου αναγομένου εις την ασφάλεια κατά του πυρός ή εις την κυκλοφορία χώρων συναθροίσεως του κοινού και τα προς αποσόβηση αυτού μέτρα που επιβάλλονται δεν προβλέπονται υπό ειδικού οικοδομικού κανονισμού, τότε η έκθεσις παραπέμπει την εξέτασιν του ζητήματος εις την κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1 επιτροπή. Η έκθεσις πλην των άλλων, πρέπει να μνημονεύει εάν η κατεδάφισις επιβάλλεται λόγω αποκλεισμού των επισκευών (βλέπε επομένη παράγραφο 3), ως επίσης να ορίζει σαφώς και λεπτομερώς τις συνέπειες των εν αυτή υποδεικνυομένων (παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου).
3. Δια την αποτροπήν του κινδύνου πρέπει να υποδεικνύονται τα ηπιότερα κατά προτίμηση μέτρα, οίον επισκευές, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκες κ.λ.π. εν εσχάτη δε ανάγκη οριστικές κατεδαφίσεις. Πάντως οι υποδεικνυόμενες εργασίες πρέπει να επιτρέπονται υπό των κειμένων διατάξεων (π.χ. περίπτωση μη επισκευής αλλά κατεδαφίσεως επισκευάσιμου μεν αλλά ρυμοτομούμενου επικινδύνου τμήματος κτιρίου) ή του οικοδομικού κανονισμού, εις περίπτωση δε κατεδαφίσεως μεσότοιχου προς ανοικοδόμηση ασφαλέστερου και των εκ ταύτης συνεπειών (Κεφάλαια XVI και XVII οικοδομικού κανονισμού) να επιβάλλεται μόνιμος τρόπος αποσοβήσεως του κινδύνου και ουχί πρόχειρα μέτρα. Ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να εφαρμόζει ταχέως και εμπροθέσμως τα εν τη εκθέσει της αυτοψίας υποδεικνυόμενα μέτρα, δικαιούμενος να πραγματοποιεί και ριζικότερα τοιαύτα. Εφ' όσον το ακίνητο διατελεί υπό αναγκαστικούς όρους μισθώσεως, τα ριζικότερα καθ' υπέρβαση των υποδεικνυόμενων μέτρα εφαρμόζονται εφόσον οι εν λόγω όροι επιτρέπουν το τοιούτον και κατά τις σχετικές περί αυτών διατάξεις.
4. Με τη μη πραγματοποίηση από τον ιδιοκτήτη εμπρόθεσμα την εφαρμογή των εν τη εκθέσει υποδεικνυομένων μέτρων, τότε η Αστυνομική Αρχή καθ' υπόδειξη της κατά τα ανωτέρω παράγραφο 1 τεχνικής υπηρεσίας προβαίνει εις άρση του κινδύνου εφαρμόζοντας τα επόμενα μέτρα:
α) Την αναγκαστική εκκένωση και αχρησία των επικινδύνων διαμερισμάτων μέχρι της οριστικής άρσεως του κινδύνου υπό του ιδιοκτήτου εφ' όσον πρόκειται περί κινδύνου εκ των προβλεπομένων υπό των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 1 και η αχρησία κρίνεται ως επαρκές μέτρο δια την αποσόβηση του κινδύνου.
β) Την αναγκαστική εκκένωση και κατεδάφιση των επικινδύνων μερών της κατασκευής, εφ' όσον πρόκειται περί κινδύνου προβλεπομένου υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 1 ή και των λοιπών παραγράφων του αυτού άρθρου εάν η κατά τα ανωτέρω αχρησία δεν κρίνεται επαρκής προς αποσόβηση του κινδύνου.
Εάν το επικίνδυνο της κατασκευής οφείλεται εις παράβαση ρητών διατάξεων του οικοδομικού κανονισμού ων επιβαλλόταν η τήρηση, τότε η ως άνω (περίπτωση α') αχρησία δεν είναι επαρκής και επιβάλλεται η κατεδάφιση του επικινδύνου μέρους και η προσαρμογή προς τον οικοδομικό κανονισμό.
Δια την ως άνω υπό της αρχής αποσόβηση του κινδύνου δεν απαιτείται ουδεμία ειδική διατύπωσις, δικαιούται δε αυτή να αχρηστεύει ή και να κατεδαφίζει και μη επικίνδυνα τμήματα της κατασκευής, εφ' όσον το τοιούτον απαιτείται κατά την κρίση της δια την αποσόβηση και άρση του κινδύνου εκ των επικινδύνων διαμερισμάτων ην αποτελεί συνέπεια της κατεδαφίσεως αυτών, της αρχής ουδεμία υποχρέωση εχούσης δια την υποστύλωση, ενίσχυση και επισκευή της κατασκευής.
Προκειμένου περί οικοδομής διατελούσης υπό κατασκευή ή επισκευή, η σύνταξη της κατά τα ανωτέρω εκθέσεως συνεπάγεται εν γένει αναστολή των εργασιών μέχρι της οριστικής άρσεως του κινδύνου.