Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Για τις ανάγκες του παρόντος Κανονισμού ισχύουν και εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
Αδιέξοδο: Κοινόχρηστος διάδρομος (ή περιοχή ενός ορόφου) ο οποίος δεν οδηγεί σε έξοδο κινδύνου, με αποτέλεσμα ο χρήστης να πρέπει να διατρέξει αυτή τη διαδρομή προς την αντίθετη κατεύθυνση προκειμένου να διαφύγει.
Αίθριο: Το στεγασμένο ή μη τμήμα του οικοπέδου ή του κτιρίου που περιβάλλεται από όλες τις πλευρές του από το κτίριο ή τα κτίρια του οικοπέδου, το οποίο δεν αποτελεί κλειστό φρεάτιο οποιουδήποτε στοιχείου κατακόρυφης επικοινωνίας του κτιρίου (σταθερής ή κυλιόμενης κλίμακας ή ανελκυστήρα), ούτε διέλευσης οποιουδήποτε είδους ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων.
Άκαυστο δομικό υλικό: Υλικό χαμηλού βαθμού αναφλεξιμότητας, που πληροί τα κριτήρια της εκάστοτε δοκιμής ακαυστότητας.
Ακεραιότητα σε φωτιά: Η ικανότητα δομικού στοιχείου, όταν εκτίθεται σε φωτιά στη μία πλευρά, να εμποδίζει τη διέλευση φλογών και θερμών αερίων ή την εμφάνιση φλογών στη μη εκτεθειμένη πλευρά για καθορισμένο χρονικό διάστημα σε τυπική δοκιμή αντίστασης σε φωτιά.
Ανελκυστήρας πυροσβεστών: Ειδικά σχεδιασμένος και κατασκευασμένος ανελκυστήρας που χρησιμοποιείται από τους πυροσβέστες σε περίπτωση πυρκαγιάς.
Αντίδραση στη φωτιά (πυραντίδραση): Συμπεριφορά δοκιμίου όταν εκτίθεται σε φωτιά σε καθορισμένες συνθήκες σε μια δοκιμή φωτιάς.
Αντίσταση στη δίοδο της θερμότητας (πυρομόνωση):
Η ικανότητά ενός δομικού στοιχείου, όταν εκτίθεται σε φωτιά στη μία πλευρά, να περιορίζει την άνοδο της θερμοκρασίας στη μη εκτεθειμένη πλευρά για καθορισμένο χρονικό διάστημα, σε τυπική δοκιμή αντίδρασης σε φωτιά.
Απροστάτευτη όδευση διαφυγής: Το πρώτο τμήμα μιας όδευσης διαφυγής, που περιβάλλεται από δομικά στοιχεία χωρίς ειδικές απαιτήσεις πυραντίστασης και καταλήγει σε έξοδο κινδύνου.
Αυτοκλειόμενο κούφωμα: Κούφωμα το οποίο είναι εξοπλισμένο με κατάλληλο μηχανισμό επαναφοράς του στην κλειστή θέση.
Δομικό Στοιχείο: Κάθε στοιχείο που είναι σταθερά ενσωματωμένο στο κτίριο (ή στο δομικό έργο ή κατασκευή) κατά τρόπο μόνιμο. Το σύνολο των δομικών στοιχείων απαρτίζουν το δομικό έργο ή κτίριο ή κατασκευή.
Τα δομικά στοιχεία διαχωρίζονται σε φέροντα και μη φέροντα, ανάλογα με το αν προορίζονται ή όχι να παραλαμβάνουν τις ασκούμενες πάνω στο κτίριο δράσεις, όπως αυτές καθορίζονται από τη στατική μελέτη του κτιρίου.
Έξοδος κινδύνου: Άνοιγμα εισόδου σε πυροπροστατευμένη όδευση διαφυγής, ή κατευθείαν σε ασφαλή υπαίθριο χώρο.
Εξωτερικός διάδρομος διαφυγής: Διάδρομος του οποίου η μία τουλάχιστον κατακόρυφη επιμήκης επιφάνεια είναι ανοικτή προς το ύπαιθρο. (Η επιφάνεια αυτή θεωρείται ανοικτή ακόμα και αν περιέχει στηθαίο) Εξωτερικό κλιμακοστάσιο: Κλιμακοστάσιο του οποίου η μία τουλάχιστον πλευρά είναι ανοικτή προς το ύπαιθρο.
Ενεργητική πυροπροστασία: Τα μέσα πυροπροστασίας που εγκαθίστανται σε ένα κτίριο και τα οποία αποσκοπούν στην έγκαιρη ανίχνευση και προειδοποίηση για την έναρξη φωτιάς ή/και στην άμεση αντιμετώπισή της πριν αυτή καταστεί ανεξέλεγκτη.
Επικίνδυνος χώρος: Χώρος υψηλού βαθμού κινδύνου του κτιρίου ή χώρος που λόγω της υψηλής εγκατεστημένης ισχύος έχει αυξημένο κίνδυνο έναρξης φωτιάς.
Επιφανειακή εξάπλωση της φλόγας: Η διάδοση του μετώπου της φλόγας από την πηγή ανάφλεξης κατά μήκος της επιφάνειας του δομικού στοιχείου.
Εσωτερικά τελειώματα: Επιφανειακά κατασκευαστικά στοιχεία με τα οποία γίνεται η τελική διαμόρφωση των εσωτερικών επιφανειών των κτιρίων, όπως επιχρίσματα, επενδύσεις, επιστρώσεις, χρωματισμοί, αρμολογήματα, μονώσεις κ.λ.π..
Ευστάθεια (ή φέρουσα ικανότητα): Είναι η ικανότητα ενός φέροντος δομικού στοιχείου να φέρει προδιαγεγραμμένο φορτίο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια τυπικής δοκιμής αντίστασης σε φωτιά.
Θεωρητικός πληθυσμός: Ο τεχνικός υπολογισμός των ατόμων του χώρου, ο οποίος είναι η βάση υπολογισμού για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και μέσων πυροπροστασίας, χωρίς να αποτελεί κριτήριο του μέγιστου πληθυσμού που δύναται να συγκεντρωθεί. Ο υπολογισμός του γίνεται με βάση τη χρήση του χώρου και τις καθαρές επιφάνειες.
Κτίριο πολλαπλών χρήσεων: Κτίριο που περιλαμβάνει περισσότερες της μίας χρήσεις οι οποίες δεν είναι απαραίτητες για την εξυπηρέτηση της κύριας χρήσης. Στα κτίρια πολλαπλών χρήσεων οι επιμέρους χρήσεις μπορεί να είναι είτε διαχωρισμένες, είτε εμπλεκόμενες.
Μονώροφο κτίριο: Κτίριο που αποτελείται από έναν μόνο υπέργειο όροφο, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και ο όροφος εκκένωσης.
Όδευση διαφυγής: Η συνεχής και χωρίς εμπόδια πορεία για τη διαφυγή από οποιοδήποτε σημείο ενός κτιρίου προς ασφαλή, υπαίθριο συνήθως χώρο, σε περίπτωση πυρκαγιάς.
Οικοδομικό διάκενο: Το κενό που περικλείεται από δομικά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένης και της ψευδοροφής) ή περιέχεται μέσα σ' ένα δομικό στοιχείο. Στα διάκενα δεν συμπεριλαμβάνονται οι αίθουσες, τα ντουλάπια, τα προστατευμένα φρεάτια, οι καπνοδόχοι και οι διάφοροι αγωγοί.
Οριζόντια έξοδος: Έξοδος δια της οποίας παρέχεται δυνατότητα διαφυγής από ένα πυροδιαμέρισμα προς άλλο πυροδιαμέρισμα που βρίσκεται στον ίδιο όροφο ή από έναν όροφο κτιρίου προς όροφο γειτονικού κτιρίου που ανήκει στον ίδιο ιδιοκτήτη και βρίσκεται στην ίδια περίπου στάθμη.
Όροφος: Το τμήμα του κτιρίου, το οποίο διαχωρίζεται καθ' ύψος από διαδοχικά δάπεδα, με μεταξύ τους ελάχιστη απόσταση, όπως ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις.
Όροφος εκκένωσης: Ο όροφος του κτιρίου που περιλαμβάνει τελικές εξόδους οι οποίες οδηγούν σε ασφαλή υπαίθριο χώρο. Για τις ανάγκες του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι κάθε αυτοτελές κτίριο διαθέτει έναν μόνο όροφο εκκένωσης, ο οποίος ορίζεται σαφώς στη μελέτη πυροπροστασίας ακόμα και στην περίπτωση που λόγω μορφολογίας του εδάφους είναι δυνατή η εκκένωση ορόφων του σε περισσότερα του ενός επίπεδα.
Παθητική πυροπροστασία: Το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την εξασφάλιση της έγκαιρης και ασφαλούς διαφυγής του κοινού από το κτίριο σε περίπτωση πυρκαγιάς, την αποφυγή κατάρρευσής του καθώς και την αποφυγή μετάδοσης αυτής σε άλλους χώρους ή άλλα κτίρια.
Παροχή όδευσης διαφυγής: Ο αριθμός των ατόμων που είναι δυνατό να διαφύγει έγκαιρα, σε περίπτωση πυρκαγιάς, χρησιμοποιώντας αυτή την όδευση.
Πληρότητα χρήσης: Ικανοποίηση του ελαχίστου αριθμού ατόμων που δικαιολογεί την αντιμετώπιση της χρήσης ως ξεχωριστή, όπως προσδιορίζεται με τα κατά περίπτωση κριτήρια της ειδικής χρήσης.
Πολυόροφο κτίριο: Κτίριο το οποίο αποτελείται από περισσότερους του ενός υπέργειους ή υπόγειους ορόφους.
Πραγματική απόσταση απροστάτευτης όδευσης διαφυγής: Το μήκος της πορείας που φυσιολογικά θα διανύσει ένα άτομο για να διαφύγει σε περίπτωση πυρκαγιάς, από τυχόν σημείο ενός ορόφου μέχρι την πλησιέστερη έξοδο κινδύνου.
Πυραντίσταση (αντίσταση στη φωτιά): Η ικανότητα μιας κατασκευής ή ενός δομικού στοιχείου ν' αντιστέκεται για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα, που ονομάζεται δείκτης πυραντίστασης, στα θερμικά αποτελέσματα μιας φωτιάς, χωρίς απώλεια της ευστάθειας, της ακεραιότητας και της αντίστασης στη δίοδο της θερμότητας.
Πυράντοχο κούφωμα: Αυτοκλειόμενο κούφωμα, που δοκιμαζόμενο μαζί με τις διατάξεις στήριξής του και τα απαραίτητα εξαρτήματα λειτουργίας του, σε δοκιμασία ακεραιότητας και αντίστασης στη δίοδο της θερμότητας παρουσιάζει έναν δείκτη πυραντίστασης. Δύναται να διαθέτει μηχανισμό συγκράτησης θυρών, υπό την προϋπόθεση ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς τα θυρόφυλλα αποδεσμεύονται αυτομάτως με εντολή των αυτόματων συστημάτων πυρανίχνευσης και πυρόσβεσης.
Πυροδιαμέρισμα: Τμήμα κτιρίου ή και ολόκληρο κτίριο που περικλείεται ερμητικά (σε περίπτωση πυρκαγιάς) από δομικά στοιχεία με προκαθοριζόμενο, κατά περίπτωση, δείκτη πυραντίστασης. Το εμβαδόν και ο όγκος του πυροδιαμερίσματος υπολογίζονται από τις εσωτερικές διαστάσεις του.
Πυροθερμικό φορτίο: Το ποσό της θερμότητας που εκλύεται από την καύση όλων των υλικών που περιέχονται σε κάποιο χώρο. Η έννοια του φορτίου στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται σε ενέργεια και μετριέται σε kJ.
Πυκνότητα πυροθερμικού φορτίου: Είναι το πυροθερμικό φορτίο ανά μονάδα επιφάνειας και μετριέται σε kJ ανά τετραγωνικό μέτρο (kJ/m2).
Πυροπροστατευμένη όδευση διαφυγής: Το τμήμα της όδευσης διαφυγής (κλιμακοστάσιο, διάδρομος, προθάλαμος κ.λ.π.) που περικλείεται από πυράντοχα δομικά στοιχεία με προκαθορισμένο δείκτη πυραντίστασης.
Πυροφραγμός: Διαχωριστικό στοιχείο από άκαυστα ή χαμηλού βαθμού αναφλεξιμότητας υλικά, που αποκόπτει οικοδομικό διάκενο ή σωλήνα ή γεμίζει αρμούς και χάσματα δομικών στοιχείων, ώστε να εμποδίζεται η διέλευση καπνού και φλογών μέσα απ' αυτά.
Σύστημα κατάσβεσης: Σύστημα που έχει σχεδιαστεί για τη δυναμική σταθεροποίηση, μείωση ή εξάλειψη του ρυθμού εξάπλωσης της φλόγας ή έκλυσης θερμότητας ή συνεπαγόμενης παραγωγής αερίων καύσης.
Σχεδιάγραμμα διαφυγής: Σχέδιο όπου απεικονίζονται τα αναγκαία στοιχεία διαφυγής που δύναται να περιλαμβάνουν τις απαιτούμενες πληροφορίες εκκένωσης, διάσωσης και πρώτης επέμβασης.
Τελική έξοδος: Η έξοδος κινδύνου στον όροφο εκκένωσης του κτιρίου όπου καταλήγουν οι οδεύσεις διαφυγής και η οποία οδηγεί απ' ευθείας εκτός του κτιρίου σε ασφαλή υπαίθριο χώρο που συνέχεται με κοινόχρηστο χώρο της πόλης ή του οικισμού.
Χώροι κύριας χρήσης: Χώροι οι οποίοι προορίζονται για την εξυπηρέτηση της βασικής χρήσης του κτιρίου και την παραμονή των χρηστών του σε αυτούς, όπως είναι σε κτίρια κατοικίας τα υπνοδωμάτια, οι χώροι διημέρευσης, οι κουζίνες, τα γραφεία.
Χώροι βοηθητικής χρήσης: Χώροι οι οποίοι δεν προορίζονται για την εξυπηρέτηση της βασικής χρήσης του κτιρίου και την παραμονή των χρηστών του σε αυτούς, όπως είναι χώροι κυκλοφορίας, διάδρομοι, προθάλαμοι, κλιμακοστάσια, χώροι υγιεινής, μηχανοστάσια, αποθήκες, χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, κτίρια παραμονής ζώων.
Χώρος προσωρινής παραμονής - καταφυγής ΑμεΑ (Ατόμων με Αναπηρία): Προστατευμένος προσβάσιμος χώρος αναμονής στον οποίο μπορεί να παραμείνει προσωρινά ένα ΑμεΑ σε περίπτωση εκδήλωσης μιας πυρκαγιάς μέχρι την απομάκρυνσή του από το κτίριο. Συνήθως περιλαμβάνεται σε μία πυροπροστατευμένη όδευση ή στον προθάλαμο ενός ανελκυστήρα και κατασκευάζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες προδιαγραφές Χώρος υψηλού βαθμού κινδύνου: Χώρος κτιρίου ή δομικού έργου, τα περιεχόμενα του οποίου παρουσιάζουν μεγάλη αναφλεξιμότητα, ταχύτητα επιφανειακής εξάπλωσης της φλόγας και έκλυση θερμότητας ή παράγουν πολλά τοξικά καυσαέρια ή έχουν κίνδυνο έκρηξης.
Ψηλό κτίριο: Κτίριο του οποίου το πραγματοποιούμενο ύψος, όπως αυτό καθορίζεται σε συνάρτηση με τη χρήση που εξυπηρετεί, θεωρείται κρίσιμο και απαιτεί την επιβολή πρόσθετων μέτρων και μέσων πυροπροστασίας.
Γενικά στα ψηλά κτίρια περιλαμβάνονται όσα υπερβαίνουν τα 23 m από τον όροφο εκκένωσης.