Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 1407/1990
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Δ'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 09-05-1989 με την εξής σύνθεση: Μ. Μουζουράκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ' Τμήματος, Γ. Δεληγιάννης, Π. Παραράς, Μ. Βροντάκης, Σ. Χαραλαμπίδης, Σύμβουλοι, Δ. Πετρούλιας, Στ. Χαραλάμπους, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 20-06-1988 αίτηση:
της Α. Κ., κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, στην οδό Α. αριθμός 52, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Προκόπη Παυλόπουλο (Αριθμός Μητρώου 7107), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά των 1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Σπύρο Σκουτέρη, Πάρεδρο της Διοικήσεως, και 2) Δήμου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η σιωπηρά άρνηση της Διοικήσεως να προβεί στην άρση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως που είχε επιβληθεί με το από [ΒΔ] 15-08-1958 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 128/Α/1958) σε ακίνητο που βρίσκεται στην περιοχή Μπρούμη και μεταξύ των οδών Ε., Κ., Σ. και Βάρναλη του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης και του οποίου η αιτούσα φέρεται ιδιοκτήτρια. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Δ. Πετρούλια.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως, και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και:
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, έχουν κατατεθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (6976410 και 6976411/1988 γραμμάτια εισπράξεως του Ταμείου Διοικητικών Εισπράξεων Αθηνών- 555334/1988 και 1845358/1988 έντυπα γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της σιωπηρής αρνήσεως της Διοικήσεως να προβεί στην άρση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως που είχε επιβληθεί με το από [ΒΔ] 15-08-1958 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 128/Α/1958) σε ακίνητο που βρίσκεται στην περιοχή Μπρούμη και μεταξύ των οδών ΕΟΚ, Κονδυλάκη, Στενημάχου και Βάρναλη του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης και του οποίου η αιτούσα φέρεται ιδιοκτήτρια. Η σιωπηρά αυτή άρνηση εκδηλώθηκε με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή στο Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και στην Νομαρχία Ηρακλείου των από 15-03-1988 και 10-03-1988 αντίστοιχα, σχετικών αιτήσεων της αιτούσης.
3. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 212/1975 (ΦΕΚ 252/Α/1975) και ίσχυσαν πριν από τη μεταβολή που επήλθε με το άρθρο 36 του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983), οι οποίες προβλέπουν ότι ανακαλούνται αυτοδικαίως οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, αν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους χωρίς να καθορισθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, και μάλιστα αν παρέλθει οκταετία, ως προς τις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων, εφαρμόζονται μόνο για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη της ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 και εφεξής, σύμφωνα με την αληθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 212/1975, όπως αποδόθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 (παράγραφοι 2, 3) του νόμου 653/1977 που έχει ως προς αυτό το χαρακτήρα ερμηνευτικού νόμου (ΣτΕ 1237/1978 Ολομέλεια). Επομένως, ως προς το θέμα αυτό, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που είχαν κηρυχθεί κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων, πριν από το νομοθετικό διάταγμα 797/1971, εξακολουθούν να διέπονται από τις σχετικές διατάξεις που ίσχυαν μέχρι το νομοθετικό διάταγμα αυτό. Εξ άλλου οι τελευταίες αυτές απαλλοτριώσεις, που δεν καταλαμβάνονται από τη νέα ρύθμιση του άρθρου 36 του νόμου 1337/1983, το οποίο κατά τη διατύπωσή του δεν τις αφορά, δεν υπάγονται στον κανόνα του άρθρου 2 παράγραφος 3 του προϊσχύοντος κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 1731/1939 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων (από [ΒΔ] 29-04-1953 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 109/Α/1953)), κατά τον οποίο αναγκαστική απαλλοτρίωση που δεν συντελέσθηκε με την καταβολή ή παρακατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της οφειλόμενης αποζημιώσεως, εντός πενταετίας από την κήρυξή της, αίρεται αυτοδικαίως διότι οι απαλλοτριώσεις αυτές εξαιρέθηκαν ρητά από τον κανόνα αυτό με το άρθρο 17 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 2003/1939 περί συμπληρώσεως διατάξεων τινών του υπ' αριθμόν 1731/1939 αναγκαστικού νόμου (ΦΕΚ 428/Α/1939). Πλην όμως και οι απαλλοτριώσεις αυτές, εφόσον εξακολουθήσουν να διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η κατά το νόμο συντέλεσή τους επί μακρό χρόνο από την κήρυξή τους, που κατά την κρίση του δικαστηρίου υπερβαίνει τα εύλογα εν όψει των κατά περίπτωση συνθηκών όρια, με συνέπεια να αποστερούν τον ιδιοκτήτη από το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου κατά την πραγματική του αξία και περιορίζουν την ελεύθερη οικονομική του εκμετάλλευση, αποτελούν οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας που αντιβαίνει στη συνταγματική προστασία της και δημιουργεί την υποχρέωση στη Διοίκηση να προβεί στην άρση τους (ΣτΕ 5093/1987 κ.α.).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την επιβολή της επίδικης απαλλοτριώσεως με το από [ΒΔ] 15-08-1958 βασιλικό διάταγμα ρυμοτομίας, και έως την κατά τον μήνα Μάρτιο του έτους 1988 υποβολή εκ μέρους της αιτούσης των προαναφερόμενων αιτήσεων προς τη Διοίκηση, παρήλθε χρονικό διάστημα τριάντα περίπου ετών χωρίς να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση με την καταβολή ή την παρακατάθεση της αποζημιώσεως. Όπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου και βεβαιώνει τούτο η Διοίκηση (βλέπε το 5893/1988 έγγραφο του Δήμου Ηρακλείου προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων), πριν από την υποβολή του αιτήματος για την άρση της απαλλοτριώσεως, είχε εκδοθεί η 19/11-09-1987 πράξη προσκυρώσεως τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Ηρακλείου, την οποία ο Νομάρχης Ηρακλείου κύρωσε εν μέρει με την ΤΠ/9770/25-05-1988 απόφασή του, διατάσσοντας την ανασύνταξή της κατά το ακυρωθέν μέρος. Όπως δε αναφέρεται στο παραπάνω έγγραφο του Δήμου Ηρακλείου έχει ήδη κινηθεί η σχετική διαδικασία ανασυντάξεως. Επίσης το Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου με την 95/01-03-1988 απόφασή του είχε αποφασίσει την επίσπευση της διαδικασίας συντάξεως των σχετικών πράξεων προσκυρώσεως, τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως, που εκκρεμούσαν στην Πολεοδομική Υπηρεσία του Δήμου και την κατά το δυνατόν ταχύτερη υλοποίησή τους, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το κυκλοφοριακό πρόβλημά της πόλης. Εν όψει αυτών των δεδομένων το Δικαστήριο κρίνει, ότι οι προαναφερόμενες ενέργειές της Διοικήσεως μαρτυρούν τη σοβαρή πρόθεσή της να φέρει σε πέρας τη διαδικασία συντελέσεως της επίδικης απαλλοτριώσεως, η οποία ως εκ τούτου νομίμως παρατάθηκε έως την υποβολή των παραπάνω αιτήσεων για την άρση της εκ μέρους της αιτούσης. Εάν όμως η Διοίκηση αδρανήσει κατά την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας τότε πλέον, εν όψει του μακρού χρόνου από την επιβολή της απαλλοτριώσεως, θα ανακύψει, κατόπιν βεβαίως υποβολής νέου σχετικού αιτήματος, υποχρέωση άρσης αυτής. Κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη σιωπηρά άρνηση της Διοικήσεως να προβεί στην άρση της εν λόγω απαλλοτριώσεως είναι νόμιμη, οι δε αντίθετοι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, όπως και η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της.
Με τις σκέψεις αυτές
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου
Επιβάλλει εις βάρος της αιτούσης την πληρωμή του ποσού των 14.000 δραχμών για την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 01-06-1989 και στις 15-02-1990 και 15-03-1990.
Ο Πρόεδρος του Δ' Τμήματος
Ο Γραμματέας
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26-04-1990.