Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 1545/08

ΣτΕ 1545/2008


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1545/2008

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 02-02-2007, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Αθανάσιος Ράντος, Ελ. Δανδουλάκη, Χρήστος Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Κ. Βιολάρης, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αθανάσιος Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου.

 

Για να δικάσει την από 13-11-2001 αίτηση:

 

του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγίου Κωνσταντίνου αριθμός 8), το οποίο παρέστη με τους: 1. Βασίλειο Σουλιώτη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2. Χαράλαμπο Μπρισκόλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και του παρεμβαίνοντος Σωματείου με την επωνυμία Ομοσπονδία Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων Ελλάδας (Ο.Ο.Σ.Ε.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (Πλατεία Κάνιγγος 1), το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Ι. Γουσέτη (αριθμός μητρώου 2340), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά των: 1. __________, 2. __________ και 3. Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία __________, που εδρεύει στην Τρίπολη, οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σπύρο Βλαχόπουλο (αριθμός μητρώου 17001), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμόν 1039/2006 αποφάσεως του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

 

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 446/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ε. Αντωνόπουλο.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους εκπροσώπους του αναιρεσείοντος Ιδρύματος και τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος σωματείου, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και παρεμβάσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά τον νόμο, η καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παράγραφος 4 του νόμου 2579/1998 (ΦΕΚ 31/Α/1998)).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμόν 446/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της υπ' αριθμόν 173/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Τριπόλεως. Με την πρωτόδικο απόφαση, μετά συνεκδίκαση προσφυγών, η μεν προσφυγή του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων απερρίφθη, έγινε δε δεκτή η προσφυγή των αναιρεσιβλήτων, μεταρρυθμίστηκε η υπ' αριθμόν 357/84/12-12-1996 απόφαση της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τριπόλεως και καθορίσθηκε ότι η ημέρες εργασίας που αντιστοιχούσαν στην κατασκευή της οικοδομής των εργοδοτών ήσαν 2.256.

 

3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμόν 1039/2006 αποφάσεως του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ' επίκληση του άρθρου 100 παράγραφος 5 του Συντάγματος και του άρθρου 14 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989), προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 23 του νόμου 2434/1996.

 

4. Επειδή, η κρινομένη αίτηση είναι παραδεκτή και, περαιτέρω, ερευνητέα.

 

5. Επειδή, στο άρθρο 55 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 ορίζεται ότι Στη δίκη της αναίρεσης δεν συγχωρείται παρέμβαση. Η διάταξη αυτή, απαγορεύει την παρέμβαση σε δίκη, ανοιγείσα με άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 3885/2005, 3542/2003 Ολομέλεια κ.ά.). Επομένως, η από 18-01-2007 ασκηθείσα το πρώτον ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρέμβαση του Σωματείου με την επωνυμία Ομοσπονδία Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων Ελλάδος (ΟΟΣΕΕ), το οποίο, άλλωστε, δεν είχε διατελέσει διάδικος στη δίκη ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη. Εξ άλλου η παρέμβαση αυτή δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 2479/1997 (ΦΕΚ 67/Α/1997), διότι, ναι μεν, κατά την διάταξη αυτή, σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία, ενόψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής αποφάσεως, τίθεται ζήτημα αν διάταξη νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον, σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το ζήτημα αυτό εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, στην οποία είναι διάδικοι. (ΣτΕ 3670/2006 Ολομέλεια). Εν προκειμένω δε το παρεμβαίνον σωματείο δεν ισχυρίζεται ότι είναι διάδικος σε άλλη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή διοικητικού δικαστηρίου, όπου εκκρεμεί όμοιο ζήτημα συνταγματικότητας του άρθρου 23 του νόμου 2434/1996 και, συνεπώς, ούτε υπό την εκδοχή αυτή, ασκείται παραδεκτώς η κρινόμενη παρέμβαση.

 

6. Επειδή, ο αναγκαστικός νόμος [Ν] 1846/1951 (ΦΕΚ 179/Α/1951) προβλέπει στην παράγραφο 1 του άρθρου 26 ότι:

 

{δια την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων ευθύνεται επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασίαν ο εργοδότης.}

 

Περαιτέρω, στην παράγραφο 5 του άρθρου 8 του αυτού αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951, όπου προσδιορίζεται ειδικώς, για την εφαρμογή των διατάξεων του νομοθετήματος αυτού, η έννοια του όρου εργοδότης ορίζεται ότι:

 

{Εργοδότης

 

α) Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, δια λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα εις την ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασίαν των ...

 

γ) δια τις οικοδομικές εργασίας τις εκτελούμενες δια μεσολαβήσεως τρίτων προσώπων (εργολάβων και υπεργολάβων), ως εργοδότες θεωρούνται δια μεν την καταβολή των εισφορών ο κύριος του ανεγειρομένου, συμπληρούμενου, μεταρρυθμιζόμενου, επισκευαζόμενου ή κατεδαφιζόμενου κτίσματος, δια δε την εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 9 του άρθρου 26 και τα μεσολαβούντα τρίτα πρόσωπα, εργολάβοι και υπεργολάβοι, τα προσλαμβάνοντα και αμείβοντα τους σφαλισμένους...

 

στ) Επί έργου εκτελούμενου υπό του κυρίου αυτού δια μεσολαβούντων προσώπων, μεθ' ων ούτος συμβλήθηκε και άτινα αναλαμβάνουν την εκτέλεσιν τμήματος ή του συνόλου του έργου, εφ' όσον τα μεσολαβούντα πρόσωπα προσλαμβάνουν και αμείβουν τους εκτελεστές αυτών, εργοδότες είναι αλληλεγγύως και ο κύριος του έργου και πάντα τα μεσολαβούντα πρόσωπα.}

 

Εξάλλου, ο αυτός αναγκαστικός νόμος [Ν] 1846/1951 στην παράγραφο 2 του άρθρου 26 ορίζει ότι:

 

{δι' ασφαλισμένους μη έχοντας σταθερό εργοδότη ως και επί αυτοτελώς εργαζομένων ασφαλισμένων δύναται κατά τις διατάξεις κανονισμού, οσάκις συντρέχουν ειδικές προς τούτο συνθήκες, να θεσπισθεί ίδιον σύστημα καταβολής των εισφορών. ...}

 

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 40 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 2698/1953 (ΦΕΚ 315/Α/1953) προσετέθη στην ανωτέρω παράγραφο διάταξη, η οποία ορίζει τα εξής:

 

{ίδιον σύστημα καταβολής εισφορών δύναται ωσαύτως να θεσπισθεί δια Κανονισμού και δια την ασφάλιση των εργατών οικοδομικών ή τεχνικών εν γένει εργασιών και των υπεργολάβων. ...}

 

Επί τη βάσει της εξουσιοδοτήσεως αυτής, περιελήφθησαν στον Κανονισμό Ασφαλίσεως του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο Κεφάλαιο Στ αυτού (μέρος δεύτερο) τα άρθρα 35 έως 56, με τα οποία θεσπίσθηκε ιδιαίτερος τρόπος ασφαλίσεως, υπολογισμού και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών των απασχολουμένων σε οικοδομικές και τεχνικές εν γένει εργασίες πάσης φύσεως. Επακολούθησε ο νόμος [Ν] 1902/1990 (ΦΕΚ 138/Α/1990), με την διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 21 του οποίου αντικαταστάθηκε η πρώτη περίοδος του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951 (προστεθείσα με την παράγραφο 2 του άρθρου 40 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 2698/1953). Σύμφωνα με τη νεότερη αυτή διάταξη:

 

{Ίδιο σύστημα υπολογισμού των κατ' ελάχιστον υποχρεωτικά καταβλητέων εισφορών βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και καταβολής αυτών μπορεί να θεσπισθεί με κανονισμό και για την ασφάλιση των εργατών οικοδομικών ή τεχνικών εν γένει εργασιών και των υπεργολάβων.}

 

Κατ' επίκληση της διατάξεως αυτής, εξεδόθη η Φ21/2930/1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ 686/Β/1992). Με την απόφαση αυτή αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 38, 39 και 40 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αναμορφώθηκε το σύστημα υπολογισμού των καταβλητέων στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ασφαλιστικών εισφορών για την ασφάλιση των απασχολούμενων σε οικοδομικά και τεχνικά έργα. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 της αποφάσεως αυτής, η οποία αντικατέστησε το άρθρο 38 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προβλέφθηκε τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών επί της εργατικής δαπάνης, η οποία αντιστοιχεί σε έναν ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό ημερών εργασίας, ο οποίος εξευρίσκεται επί τη βάσει συντελεστών που προβλέπονται από τους πίνακες 1, 2 και 3, οριζομένου ότι: Οι πίνακες 1 και 2 εφαρμόζονται στις συνήθεις περιπτώσεις έργων, στα οποία δεν υπάρχει αναλυτικός προϋπολογισμός των εκτελούμενων εργασιών ο δε πίνακας 3 εφαρμόζεται σε έργα εκτελούμενα με αναλυτικό προϋπολογισμό (επισκευές-αναδιαρρυθμίσεις κ.λ.π.).

 

Ειδικότερα:

 

α) Στον πίνακα 1 περιλαμβάνονται οι συντελεστές υπολογισμού των κατ' ελάχιστα υποχρεωτικά απαιτούμενων ημερών εργασίας σε ενδιάμεσες φάσεις και στο σύνολο για επιφάνειες χώρων βασικής χρήσης,

 

β) Στον πίνακα 2 περιλαμβάνονται οι συντελεστές αναγωγής επιφανειών ειδικών χώρων σε χώρους βασικής χρήσης.

 

γ) Στον πίνακα 3 περιλαμβάνονται οι συντελεστές υπολογισμού των κατ' ελάχιστα υποχρεωτικά απαιτούμενων ημερών εργασίας με βάση τις ποσότητες των εργασιών.

 

Με την παράγραφο 2 της ως άνω υπουργικής αποφάσεως, η οποία αντικατέστησε το άρθρο 39 του κανονισμού Ασφαλίσεως του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, η καταβολή, από τους βαρυνόμενους με την καταβολή εισφορών, προκειμένου περί ιδιωτικών οικοδομικών και τεχνικών εργασιών, προκαταβολής ποσού εισφορών, το οποίο αναλογεί στην εργατική δαπάνη των 5%, των καθοριζομένων στο άρθρο 38 του Κανονισμού ημερών εργασίας, καθώς και ο τρόπος και ο χρόνος πληρωμής της προκαταβολής. Περαιτέρω, με την παράγραφο 3 της αυτής αποφάσεως, που αντικατέστησε το άρθρο 40 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προβλέπονται οι περιπτώσεις που ο κύριος του έργου ή ο εργολάβος υποχρεούται να καταβάλει επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές, ως και οι περιπτώσεις που υφίσταται υποχρέωση επιστροφής τυχόν επιπλέον καταβληθεισών εισφορών ως αχρεωστήτως καταβληθεισών.

 

Με την υπ' αριθμόν 3309/1996 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι ρυθμίσεις της υπουργικής αυτής αποφάσεως ευρίσκουν κατ' αρχάς έρεισμα επί της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 21 παράγραφος 6 του νόμου [Ν] 1902/1990, εφόσον η έκταση της επιφανείας του έργου σε συνδυασμό προς το είδος του έργου και τη φύση της εργασίας συνιστούν, κατά κοινή πείρα, αντικειμενικούς και πρόσφορους προσδιοριστικούς παράγοντες για την εξεύρεση των απαιτουμένων για την κατασκευή του οικοδομικού έργου ημερών εργασίας.

 

Περαιτέρω όμως με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η παράγραφος 3 της υπουργικής αποφάσεως, στο μέτρο που προέβλεπε εκκαθάριση των καταβληθεισών, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, εισφορών, ως και την επιστροφή της διαφοράς εισφορών μεταξύ των υπολογισθεισών και καταβληθεισών εισφορών, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και των εισφορών που αναλογούν στις πραγματικές αποδοχές που καταβλήθηκαν στους απασχοληθέντες σε οικοδομικές ή τεχνικές εργασίες, μόνο στις περιοριστικώς αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή περιπτώσεις και όχι σε κάθε περίπτωση, είναι ατελής και ακυρωτέα, διότι, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 21 παράγραφος 6 του νόμου [Ν] 1902/1990, δεν σκοπήθηκε η καταβολή στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ασφαλιστικών εισφορών που είναι ανώτερες, κατά ποσό, από την πραγματική εργατική δαπάνη, αφού και η διάταξη αυτή του νόμου [Ν] 1902/90 που αφορά αποκλειστικά στις ασφαλιστικές εισφορές δεν προβλέπει τίποτε για τον ασφαλισμένο, υπέρ του οποίου αυτές καταβάλλονται, αλλά και δεν έκαμψε τη γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως, που μπορεί να καμφθεί μόνο με ρητή αντίθετη διάταξη νόμου, ότι οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καταβάλλονται υπέρ συγκεκριμένου προσώπου που υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος, λόγω της εργασίας που προσέφερε το πρόσωπο αυτό σε ορισμένο χρονικό διάστημα.

 

Τέλος, με το άρθρο 23 του νόμου 2434/1996 (ΦΕΚ 188/Α/1996), ισχύοντος από 19-08-1996, προσετέθησαν, μετά το εδάφιο α της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1950 και προ των δύο τελευταίων εδαφίων της ίδιας παραγράφου, εδάφια β, γ και δ, τα οποία ορίζουν τα εξής:

 

{Για τα κατασκευαζόμενα ιδιωτικά οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες οι κατ' ελάχιστον καταβλητέες εισφορές υπολογίζονται με βάση τις ημέρες εργασίας που απαιτούνται για την κατασκευή τους, όπως οι ημέρες αυτές προσδιορίζονται από τον Κανονισμό που προβλέπει η α' περίοδος του β' εδαφίου της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 6 του άρθρου 21 του νόμου [Ν] 1902/1990. Οι κατά τα ανωτέρω υπολογιζόμενες ημέρες εργασίες, χωρίς να συναρτώνται κατ' ανάγκη με την απασχόληση συγκεκριμένου προσώπου, λογίζονται ως πραγματοποιηθείσες και οι αναλογούσες σ' αυτές εισφορές καθίστανται απαιτητές χωρίς καμία περαιτέρω εκκαθάριση, πλην αν ρητώς με διάταξη νόμου ή κατ' εξουσιοδότηση νόμου εκδοθέντος κανονισμού ορίζεται άλλως. Εφόσον όμως μεταγενεστέρως για την ίδια εργασία διαπιστώθηκε απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων σε ημέρες πρόσθετες των ήδη δηλωθεισών, για την οποία έχουν ήδη υπολογισθεί οι κατ' ελάχιστον καταβλητέες εισφορές, για καθεμία από τις ημέρες αυτές συμψηφίζεται το ποσό των εισφορών που έχει ήδη υπολογισθεί γι' αυτήν. Για κάθε υπολογισμό ελάχιστων καταβλητέων εισφορών που έγινε από 01-01-1993 μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος, ως και για οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες που εκτελέστηκαν ωσαύτως μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος και δεν δηλώθηκε απασχόληση, ισχύουν οι παρούσες διατάξεις.}

 

Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως του νόμου 2434/1996, διατηρείται το σύστημα υπολογισμού των κατ' ελάχιστον καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων καθορισμού των απαιτουμένων ημερών εργασίας για τα κατασκευαζόμενα ιδιωτικά οικοδομικά έργα και τις οικοδομικές εργασίες που προβλέπει η ανωτέρω υπουργική απόφαση Φ21/2930/1992. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως προβλέπεται, κατ' αρχήν, καμπτόμενης ρητώς της προαναφερθείσης γενικής αρχής του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως, ότι οι ασφαλιστικές εισφορές αντιστοιχούν στη για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα απασχόληση συγκεκριμένου προσώπου σε οικοδομικό έργο ή εργασίες, ότι οι εισφορές που αναλογούν στις κατά τον τρόπο αυτό υπολογιζόμενες ημέρες εργασίας είναι απαιτητές, χωρίς περαιτέρω εκκαθάριση, εκτός αν ρητώς ορίζεται το αντίθετο με διάταξη νόμου ή κανονισμού που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου, διατηρουμένων, συνεπώς, των περιοριστικώς αναφερομένων στην παράγραφο 3 της ως άνω υπουργικής αποφάσεως εξαιρέσεων. Στη συνέχεια, όμως, το αυτό εδάφιο προβλέπει ότι είναι δυνατή μεταγενεστέρως η καταβολή επιπλέον εισφορών, πέραν των κατ' ελάχιστον καταβλητέων από τον υπόχρεο εργοδότη, σε περίπτωση κατά την οποία ήθελε διαπιστωθεί ότι για το συγκεκριμένο οικοδομικό έργο ή εργασίες απασχολήθηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα σε ημέρες, οι οποίες υπερβαίνουν κατ' αριθμό τις υπολογισθείσες βάσει του συστήματος που καθιερώνεται με την υπουργική απόφαση, το οποίο προβλέπετο επίσης στην απόφαση αυτή. Τέλος, με το τρίτο εδάφιο της διατάξεως ορίζεται ότι ο καθιερούμενος με αυτή τρόπος υπολογισμού των κατ' ελάχιστον καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών ισχύει για κάθε υπολογισμό που έγινε από 01-01-1993 (ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της υπουργικής αποφάσεως του 1992), όπως και για τα οικοδομικά έργα και εργασίες που εκτελέσθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου (20-08-1996).

 

7. Επειδή, οι ασφαλιστικές εισφορές που επιβάλλονται χάριν της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων σ' αυτούς και στους εργοδότες που τους απασχολούν δεν συνιστούν φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος, κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος (ΣτΕ 832/1985 Ολομέλεια), και κατά συνέπεια, η αναδρομική επιβολή τους δεν προσκρούει στον περί απαγορεύσεως της αναδρομικής επιβολής φόρου κανόνα του άρθρου 78 παράγραφος 2 του Συντάγματος. Επομένως, η δια του τελευταίου (τρίτου εδαφίου) της διατάξεως του άρθρου 23 του νόμου 2434/1996 αναδρομική ρύθμιση του τρόπου υπολογισμού των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών από τους εργοδότες για τα υπέρ αυτών εκτελούμενα οικοδομικά έργα ή εργασίες δεν προσκρούει ούτε στην προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη του άρθρου 78 παράγραφος 2, ούτε στην αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, ούτε, εξάλλου, συνιστά η ρύθμιση αυτή, ανεπίτρεπτη αναδρομική κύρωση της προαναφερθείσης και εν μέρει ακυρωθείσης με την υπ' αριθμόν 3309/1996 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ' αριθμόν Φ21/2930/1992 αποφάσεως του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφόσον δια του νόμου 2434/1996 εισάγεται ουσιαστικώς νέα ρύθμιση, η οποία αποσυνδέεται από την αρχή την οποία υιοθετούσε η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 21 παράγραφος 6 του νόμου [Ν] 1902/1990, βάσει της οποίας εκδόθηκε η εν μέρει ακυρωθείσα υπουργική απόφαση, της αντιστοιχίας των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών προς εργασία συγκεκριμένου ασφαλισμένου, ενώ δεν καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεις που αφορούν στην εφαρμογή της υπουργικής αποφάσεως.

 

8. Επειδή, με την διάταξη του άρθρου 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος, κατά την οποία:

 

{Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει}

 

καθιερώνεται η αρχή ότι η καταβολή εισφοράς κοινωνικής ασφαλίσεως στοιχεί προς τη συγκεκριμένη (εξ επόψεως χρόνου, είδους και αμοιβής) απασχόληση ορισμένου προσώπου και, συνεπώς, είναι μεν, κατά την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη, επιτρεπτή η θέσπιση συστήματος προσδιορισμού βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ανταποκρινομένων στα δεδομένα της κοινής πείρας, των εισφορών που οφείλονται από συγκεκριμένο εργοδότη για συγκεκριμένο εργαζόμενο, τούτο, όμως, -εν όψει και του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος- υπό την προϋπόθεση ότι θα πρέπει να παρέχεται και στον εργοδότη η δυνατότητα να ανταποδείξει ότι απασχόλησε πράγματι συγκεκριμένο πρόσωπο, στο οποίο αντιστοιχούν οι υπ' αυτού οφειλόμενες εισφορές, ως εκ του χρόνου και του είδους της απασχολήσεως και της αμοιβής αυτού. Τούτο δε προϋποθέτει, περαιτέρω, ότι ο εργοδότης θα τηρεί επακριβώς τα στοιχεία που η σχετική ασφαλιστική νομοθεσία τον υποχρεώνει να τηρεί, ούτως ώστε να εκπληρώνεται η τήρηση της αρχής που προαναφέρθηκε, δηλαδή η αντιστοιχία της οφειλόμενης εισφοράς προς την απασχόληση συγκεκριμένου εργαζομένου.

 

Ειδικότερα, και επί των εισφορών που οφείλονται για τα οικοδομικά έργα, πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στον υπόχρεο εργοδότη να ισχυρίζεται και να αποδεικνύει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των δικαστηρίων, επί τη βάσει των στοιχείων, στην επακριβή τήρηση των οποίων υποχρεούται με την υπ' αριθμόν Β1/21/2138/1979 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΦΕΚ 716/Β/1979), ότι απασχόλησε συγκεκριμένους εργαζομένους στα έργα αυτά για συγκεκριμένες ημέρες εργασίας, των οποίων ο αριθμός μπορεί και να υπολείπεται από αυτόν που προκύπτει από την εφαρμογή για το συγκεκριμένο οικοδομικό έργο του συστήματος υπολογισμού των κατ' ελάχιστον καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 23 του νόμου 2434/1996. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 23 του νόμου 2434/1996, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα ανταποδείξεως εκ μέρους του εργοδότη μόνον σε όλως εξαιρετικές και περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις, όχι δε σε κάθε περίπτωση, είναι αντίθετη προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 20 παράγραφος 1 και 22 παράγραφος 5 που παρατέθηκαν προηγουμένως.

 

Αν και κατά τη γνώμη του Προέδρου και των Συμβούλων Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Δ. Πετρούλια, Α. Ράντου, Δ. Μαρινάκη, Σ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Κ. Βιολάρη, Α. Καραμιχαλέλη, Κ. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Γ. Τσιμέκα, ως και Σ. Μαρκάτη, προς την οποία συντάχθηκαν και οι Πάρεδροι, με το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης, με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της Χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Κατά την επιδίωξη δε του σκοπού αυτού, ο κοινός νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (βλέπε ΣτΕ 2180/2004 Ολομέλεια). Συνεπώς, με το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος εξουσιοδοτείται ο κοινός νομοθέτης να προβαίνει στις, κατά την κυριαρχική του εκτίμηση, επιβαλλόμενες ρυθμίσεις για το σχηματισμό και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση ενός δίκαιου και βιώσιμου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Βεβαίως από το άρθρο αυτό, στο οποίο απλώς και μόνον προβλέπεται γενικώς ότι:

 

{Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει}

 

δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι απορρέει συνταγματική αρχή, σύμφωνα με την οποία οι καταβαλλόμενες για ορισμένες εργασίες ασφαλιστικές εισφορές πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να καθορίζονται σε συνάρτηση με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων. Άλλωστε, σχετικά με την προγενέστερη ρύθμιση αντικειμενικού καθορισμού ελάχιστων οφειλόμενων προς το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ασφαλιστικών εισφορών, η αρχή, σύμφωνα με την οποία οι ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται υπέρ συγκεκριμένων προσώπων, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, καμπτόμενη μόνον δια ρητής περί του αντιθέτου διατάξεως νόμου. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης, ενεργώντας στα πλαίσια της ευρείας εξουσίας που του παρέχει το Σύνταγμα, δεν κωλύεται, μετά από εκτίμηση ιδιαίτερων συνθηκών παροχής εργασίας κατά την εκτέλεση ορισμένων έργων, να θεσπίσει, με γνώμονα την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, σύστημα αντικειμενικού υπολογισμού ελάχιστων οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών προς το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μη συναρτώμενων με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων, επί τη βάσει ημερών εργασίας, οι οποίες καθορίζονται με αντικειμενικά και πρόσφορα, κατά κοινή πείρα, για το σκοπό αυτό, κριτήρια. Εν όψει αυτού, δηλαδή εφ' όσον, κατά τ' ανωτέρω, από την ειδική διάταξη του άρθρου 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος δεν απαγορεύεται ο αντικειμενικός καθορισμός ελάχιστων καταβλητέων εισφορών για την εκτέλεση ορισμένου έργου, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ως εκ του ότι, στον υπόχρεο εργοδότη δεν παρέχεται, πάντοτε, η δυνατότητα να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές χαμηλότερες των ελάχιστων αντικειμενικώς καθοριζόμενων, αποδεικνύοντας ότι για το εκτελεσθέν έργο απασχόλησε συγκεκριμένους εργαζόμενους για ημέρες εργασίας που υπολείπονται των αντικειμενικώς υπολογιζόμενων. Με την αντίθετη εκδοχή επέρχεται ουσιαστικά ανατροπή του αντικειμενικού καθορισμού των ελάχιστων οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, του οποίου όμως η θέσπιση, κατά την γνώμη αυτή, επιτρέπεται από το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος (παράβαλε και ΣτΕ 1037/1988, Ολομέλεια, για αμάχητο τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας).

 

Εξ άλλου, με τη ρύθμιση αυτή η ασφαλιστική εισφορά δεν μετατρέπεται σε φορολογία υπέρ του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΣτΕ 2089/1967 Ολομέλεια). Στην προκειμένη περίπτωση, με το άρθρο 23 του νόμου 2434/1996, σε συνδυασμό με τις οικείες διατάξεις του Κανονισμού Ασφάλισης Οικοδόμων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στις οποίες παραπέμπει ο εν λόγω νόμος, θεσπίζεται σύστημα αντικειμενικού καθορισμού των κατ' ελάχιστον οφειλόμενων προς το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ασφαλιστικών εισφορών για τα ιδιωτικά οικοδομικά έργα και εργασίες, χωρίς δηλαδή οι καταβλητέες ελάχιστες εισφορές να συναρτώνται, κατ' ανάγκη, με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 23 του νόμου 2434/1996, με το οποίο ο κοινός νομοθέτης ακολούθησε, κατά τούτο, την προαναφερόμενη απόφαση 3309/1996 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο καθορισμός των εισφορών αυτών γίνεται επί τη βάσει των κατ' ελάχιστον απαιτούμενων, για την εκτέλεση συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, ημερών εργασίας, οι οποίες εξευρίσκονται με συντελεστές, συναρτώμενους με κριτήρια: το είδος του κτιρίου (ανάλογα με τη χρήση και τον τρόπο κατασκευής), όπως κατοικίες, γραφεία, καταστήματα, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, κλινικές, πρατήρια βενζίνης, βιομηχανικά ή βιοτεχνικά κτίρια κ.λ.π., η επιφάνειά του σε τετραγωνικά μέτρα και οι ενδιάμεσες φάσεις εργασιών, όπως χωματουργικά, τοιχοποιίες, επιχρίσματα, μαρμαρικά, επικαλύψεις κ.λ.π. Προβλέπεται δε επιστροφή καταβληθεισών εισφορών σε περίπτωση, είτε μεταβολής του αρχικού σχεδίου ή διακοπής ή αναστολής των εργασιών, είτε αποδεδειγμένης προσωπικής απασχόλησης στο έργο του κυρίου του έργου και του πρώτου βαθμού συγγενών κατά τα, ειδικότερα, οριζόμενα στο άρθρο 40 του Κανονισμού. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η ρύθμιση αυτή, η οποία υπαγορεύθηκε από τις ιδιαίτερες συνθήκες παροχής εργασίας στα ιδιωτικά οικοδομικά έργα και την πρακτική αδυναμία επιτόπιων ελέγχων από τα όργανα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε όλα τα εκτελούμενα στη Χώρα οικοδομικά έργα, αποβλέπει δε στον, γενικότερου συμφέροντος, σκοπό της πάταξης της εισφοροδιαφυγής και της ανασφάλιστης εργασίας οικοδόμων, κυρίως αλλοδαπών και, κατά συνεκδοχή, της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου, δεν προσκρούει στα άρθρα 22 παράγραφος 5 και 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο αντικειμενικός καθορισμός των κατ' ελάχιστον οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών για την εκτέλεση ορισμένου έργου δεν απαγορεύεται από το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος, τα δε προβλεπόμενα με την επίμαχη ρύθμιση κριτήρια είναι αντικειμενικά και όχι απρόσφορα, κατά κοινή πείρα, για το σκοπό αυτό. Εξ άλλου, το γεγονός ότι το δικαίωμα επιστροφής καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών επιτρέπεται μόνον σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες είτε δεν εκτελέσθηκε οικοδομικό έργο (και στο μέτρο που δεν εκτελέσθηκε), για το οποίο είχαν υπολογισθεί εισφορές, είτε εκτελέσθηκε με προσωπική απασχόληση του ίδιου του κυρίου του έργου και των πρώτων βαθμού συγγενών του (και άρα δεν απασχολήθηκαν τρίτα πρόσωπα), δεν συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

 

10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση:

 

Στις 10-11-1993 η τρίτη αναιρεσίβλητη που είναι κατασκευαστική εταιρεία υπέβαλε στο Υποκατάστημα Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τρίπολης αναγγελία, σχετικά με την ανέγερση από αυτήν επταώροφης οικοδομής, με το σύστημα της αντιπαροχής, στην οδό Δεληγιάννη 31 της Τρίπολης, σε οικόπεδο ιδιοκτησίας των δύο πρώτων αναιρεσίβλητων, υποβάλλοντας μαζί και τον Πίνακα Ι του πολιτικού μηχανικού Χρήστου Λαμπρόπουλου. Ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τριπόλεως εξέδωσε την με αριθμό 7468/11-11-1993 απόφαση, με την οποία καθόρισε τις ελάχιστα απαιτούμενες ημέρες εργασίας για την κατασκευή του οικοδομικού αυτού έργου σε 3.928 και, ειδικότερα, σε 1.239 για τον οικοδομικό σκελετό, σε 417 για την τοιχοποιία, σε 668 για τα επιχρίσματα, σε 566 για τα δάπεδα, σε 632 για τους χρωματισμούς και σε 40 για την αποπεράτωση του κτιρίου και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, σύμφωνα με τον υποβληθέντα πίνακα. Κατά την διάρκεια εκτέλεσης του έργου οι αναιρεσίβλητοι ασφάλισαν εργατοτεχνικό προσωπικό για 2.256 ημέρες εργασίας και, ειδικότερα, 789 ημέρες για τον οικοδομικό σκελετό, 236 για την τοιχοποιία, 408 για τα επιχρίσματα, 555 για τα δάπεδα, 252 για τους χρωματισμούς και 16 για τον περιβάλλοντα χώρο.

 

Με την 58/03-01-1996 αίτησή τους προς το Υποκατάστημα Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τρίπολης οι αναιρεσίβλητοι γνωστοποίησαν την αποπεράτωση του έργου και ζήτησαν να αναμορφωθεί ανάλογα η προαναφερόμενη απόφαση του Διευθυντή. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με το 58/08-01-1996 έγγραφο του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την αιτιολογία ότι ο υπολογισμός των απαιτουμένων ημερών εργασίας έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 38 παράγραφος 1 και 39 παράγραφος 1 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Στη συνέχεια, μετά τη δημοσίευση του νόμου 2434/1996 συντάχθηκε η από 03-10-1996 έκθεση ελέγχου και εκδόθηκαν οι με αριθμούς 7079 και 7080/03-10-1996 πράξεις επιβολής εισφορών, με τις οποίες καταλογίσθηκαν στους αναιρεσίβλητους εισφορές ποσού 9.417.369 δραχμές υπέρ Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και 3.871.000 υπέρ ΕΛΔΕΟ, αντίστοιχα για 1.659 ημέρες εργασίας χρονικής περιόδου 1994-1995, υπέρ αγνώστων, προκειμένου να συμπληρωθούν οι κατ' ελάχιστον απαιτούμενες ημέρες εργασίας που προσδιορίσθηκαν με την πιο πάνω απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τριπόλεως καθώς και προσαύξηση εισφορών οικοδομών (ΠΕΠΕΟ), ύψους 13.288.369 δραχμών, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του νόμου [Ν] 825/1978, γιατί δεν υπέβαλαν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντολές ασφάλισης με την σχετική ανακεφαλαιωτική κατάσταση για τις ανωτέρω εισφορές, μέσα σε 10 ημέρες από το τέλος του ημερολογιακού μήνα της απασχόλησης. Κατά των πράξεων αυτών οι αναιρεσίβλητοι υπέβαλαν ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι οι απασχοληθέντες στην οικοδομή τους ασφαλίστηκαν για όσες ημέρες εργάστηκαν και ότι πρέπει να γίνει τελική εκκαθάριση των οφειλομένων εισφορών με βάση τα πραγματικά ασφαλιστικά δεδομένα. Η Τοπική Διοικητική Επιτροπή με την 357 συνεδρία 84/12-12-1996 απόφασή της δέχθηκε εν μέρει την ένσταση και έκανε δεκτό ότι πρέπει να αφαιρεθούν 159 ημέρες εργασίας που αφορούν στον περιβάλλοντα χώρο και 132 που αφορούν στα επιχρίσματα. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν προσφυγές, τόσο από τους αναιρεσίβλητους, όσο και από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, συνεκδικάζοντας τις αντίστοιχες προσφυγές του αναιρεσείοντος και των αναιρεσιβλήτων, απέρριψε την προσφυγή του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δέχθηκε εκείνη των αναιρεσιβλήτων, μεταρρύθμισε την 357/συνεδρία 84/1996 απόφαση της Τ.Δ.Ε. και καθόρισε τις ημέρες εργασίας που απαιτήθηκαν για την κατασκευή της οικοδομής τους σε 2.256, για τις οποίες είχαν ήδη καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές. Το Διοικητικό Εφετείο Τριπόλεως, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε έφεση από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απέρριψε καταρχήν ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς των αναιρεσίβλητων ότι με το άρθρο 23 του νόμου 2434/1996 επιχειρείται συνταγματικά ανεπίτρεπτη κύρωση της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, Φ21/2930/1992, η οποία εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των ορίων της εξουσιοδοτήσεως, αφού η διάταξη αυτή αποτελεί αυτοτελή ουσιαστική ρύθμιση τυπικού νόμου με αναδρομική ισχύ, πράγμα που δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα και ότι η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς το άρθρο 78 παράγραφος 2 του Συντάγματος, που απαγορεύει την επιβολή φόρου ή άλλου οικονομικού βάρους με νόμο αναδρομικής ισχύος, αφού οι εισφορές που επιβάλλονται στους εργοδότες χάριν της κοινωνικής ασφαλίσεως δεν συνιστούν φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος, κατά την έννοια της προαναφερθείσης συνταγματικής διατάξεως.

 

Στη συνέχεια, το Διοικητικό Εφετείο, όμως έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 23 του νόμου 2434/1996, είναι αντίθετη προς το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, γιατί περιορίζει ουσιωδώς τις δυνατότητες του προσώπου που βαρύνεται με τις ασφαλιστικές εισφορές να αποδείξει ότι οι ημέρες εργασίας που απαιτήθηκαν πράγματι για την αποπεράτωση του έργου είναι λιγότερες από εκείνες που προσδιορίσθηκαν με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια, δεδομένου ότι στην πράξη οι δυνατότητες ανταπόδειξης ότι πραγματοποιήθηκαν λιγότερες ημέρες εργασίας από εκείνες που προσδιορίστηκαν, εκμηδενίζονται από το γεγονός ότι οι περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις του επιτρεπτού επιστροφής των ασφαλιστικών εισφορών που υπερβαίνουν τις αναλογούσες στις πραγματικές ημέρες απασχόλησης είναι σπάνιες, πλην της περίπτωσης της προσωπικής απασχόλησης του κυρίου του έργου ή του πρώτου βαθμού συγγενών του. Εν όψει δε της διαπιστωθείσης αντιθέσεως του άρθρου 23 του νόμου 2434/1996 προς το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, απέρριψε την έφεση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και επικύρωσε την πρωτόδικο απόφαση, η οποία καθόρισε τις ημέρες εργασίας που απαιτήθηκαν για την κατασκευή της οικοδομής των αναιρεσιβλήτων στον αριθμό που προέκυπτε από τα τηρηθέντα από αυτούς στοιχεία.

 

11. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω γενομένων δεκτών περί της αντιθέσεως της διατάξεως του άρθρου 23 του νόμου 2434/1996 προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παράγραφος 1 και 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος νομίμως, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, εδέχθη η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως ότι η επίμαχη διάταξη του νόμου 2434/1996 είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και, άρα, μη εφαρμοστέα, απορριπτόμενου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου μοναδικού λόγου αναιρέσεως του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

12. Επειδή, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι παρέστησαν και ενώπιον του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπέρ αυτών δικαστική δαπάνη πρέπει να καθορισθεί σε 920 €.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως.

 

Απορρίπτει την ασκηθείσα παρέμβαση.

 

Επιβάλλει συμμέτρως στο αναιρεσείον Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο παρεμβαίνων Σωματείο τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 920 €, σύμφωνα με το σκεπτικό.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12-11-2007 και στις 20-12-2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15-05-2008.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.