Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 2155/1988
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 03-05-1988 με την εξής σύνθεση: Κ. Λασσαδός, Πρόεδρος του Τμήματος, Κ. Μ. Χαλαζωνίτης, Β. Μποτόπουλος, Τ. Κούνδουρος, Π. Παραράς, Σύμβουλοι, Θ. Χατζηπαύλου, Ε. Δανδουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 14-08-1987 αίτηση:
Των 1) __________, συνταξιούχου, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου (οδός __________) και
2) __________, συνταξιούχου, κατοίκου Αλίμου (οδός __________), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Γεώργιο Μερκούρη (Αριθμός Μητρώου 818/1988), που τον διόρισαν στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Πάρεδρο της Διοικήσεως Σπύρου Σκουτέρη.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η 974/1987 οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Αργυρουπόλεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Μ. Χαλαζωνίτη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
Επειδή έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (αριθμοί διπλοτύπων 2947772 και 2947773 έτους 1987 του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και παράβολο (αριθμοί ειδικών γραμματίων 919701 και 134734 του ίδιου έτους).
Επειδή με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της 974/1987 άδειας του Πολεοδομικού Γραφείου Αργυρουπόλεως, με την οποία επετράπη στη __________ η ανέγερση τετραώροφης οικοδομής με pilotis σε οικόπεδο του οικοδομικού τετραγώνου 26 του ρυμοτομικού σχεδίου Γλυφάδας, όμορο με οικόπεδο που φέρεται ότι ανήκει στους αιτούντες.
Επειδή με την προσβαλλόμενη άδεια επετράπη να τοποθετηθεί η ανεγειρόμενη οικοδομή κατά τη μία από τις πλάγιες όψεις, εν μέρει, στο κοινό όριο των δύο οικοπέδων, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985), χωρίς δηλαδή να αφεθεί στο σημείο αυτό ακάλυπτος χώρος μεταξύ της πλάγιας όψεως και του κοινού ορίου, όπως επιβαλλόταν από τις ισχύουσες προηγουμένως διατάξεις που καθιέρωναν για την περιοχή αυτή το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως. Οι αιτούντες, προβάλλοντες αντισυνταγματικότητα της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, νομιμοποιούνται στην άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία είναι εμπρόθεσμη και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Επειδή το άρθρο 9 παράγραφος 1 του νόμου 1577/1985 που εφαρμόσθηκε στην προκειμένη περίπτωση, ορίζει ότι:
{Το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ=3+0,10 Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης ή το μέγιστο επιτρεπόμενο, σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός).}
Η δε παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι κατ' εξαίρεση από την παράγραφο 1 είναι δυνατό κατά την έγκριση, επέκταση η αναθεώρηση σχεδίων πόλεων, να καθορίζονται περιορισμοί για τη θέση του κτιρίου σε σχέση με τα όρια του οικοπέδου, εφόσον αιτιολογούνται από την αντίστοιχη μελέτη της περιοχής.
Εξ άλλου, από το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος προκύπτει, όπως έχει κριθεί (Ολομέλεια 10/1988 κ.ά.), ότι ο κοινός νομοθέτης, όταν τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και μεταβάλει τους όρους δομήσεως σε περιοχές, ειδικότερα, που έχουν εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως, δεν μπορεί με τις νέες ρυθμίσεις να επιδεινώνει το υφιστάμενο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον και επομένως οι τροποποιήσεις των οικοδομικών κανονισμών και των σχεδίων πόλεων πρέπει να μην έχουν ως συνέπεια την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων.
Επειδή με την παρατεθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού επιτρέπεται η ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο, χωρίς να αποκλείεται η επαφή του με τα πλάγια ή πίσω όρια του οικοπέδου, ενώ παράλληλα με την παράγραφο 2 επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών, κατά το σημείο αυτό, σε ορισμένες περιοχές, όταν αυτό δικαιολογείται από τη σχετική μελέτη. Με τις διατάξεις αυτές παρέχεται η δυνατότητα ελεύθερης αναπτύξεως των οικοδομημάτων και δημιουργίας ευρύτερων ελεύθερων χώρων μέσα στο οικοδομικό τετράγωνο, εφόσον δε εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που τα όμορα οικόπεδα δεν έχουν οικοδομηθεί, η εφαρμογή τους δεν οδηγεί σε επιδείνωση του υφισταμένου φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος και των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων, ακόμη και όταν για τα οικόπεδα αυτά ίσχυε πριν από τη θέσπιση των νέων ρυθμίσεων το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα, με συνέπεια να επιβάλλεται βάσει αυτού η τοποθέτηση του ανεγειρομένου κτιρίου σε ορισμένη απόσταση από τα πλάγια και πίσω όρια του οικοπέδου.
Κατά συνέπεια, δεν προσκρούουν στο άρθρο 24 του Συντάγματος οι διατάξεις αυτές, όπως εφαρμόσθηκαν στην υπό κρίση περίπτωση, κατά την οποία το οικόπεδο των αιτούντων, το οποίο έχει κοινό όριο με εκείνο στο οποίο ανεγείρεται η οικοδομή με βάση την προσβαλλόμενη άδεια, δεν έχει οικοδομηθεί. Διότι με τη δυνατότητα που παρέχεται στους αιτούντες να τοποθετήσουν ελεύθερα την οικοδομή που τυχόν θα ανεγείρουν στο μέλλον σε σχέση με την ήδη ανεγειρόμενη στο όμορο οικόπεδο, ακόμη και σε επαφή με αυτή, αν κρίνουν ότι αυτό τους παρέχει πλεονεκτήματα, εξασφαλίζονται γι' αυτούς όροι που δεν είναι πάντως χειρότεροι από τους ισχύοντες πριν από το νέο γενικό οικοδομικό κανονισμό στην περιοχή τους, οι οποίοι βασίζονταν στην τήρηση ορισμένων αποστάσεων του κτιρίου από τα όρια του οικοπέδου, με συνέπεια να μην υπάρχει ευχέρεια τοποθετήσεώς του σε τυχόν πιο πλεονεκτική για τους οικοπεδούχους θέση. Είναι επομένως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο υποστηρίζεται αντιθέτως, ότι με την εφαρμογή των παρατεθεισών διατάξεων στην κρινόμενη περίπτωση που αφορά περιοχή στην οποία ίσχυε, πριν από τη θέσπισή τους, το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως, επιδεινώνεται το περιβάλλον και παραβιάζονται έτσι οι αναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις.
Επειδή η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του νόμου 1577/1985, με την οποία, όπως ελέχθη, επετράπη η ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο, ακόμη και σε επαφή με τα όρια του οικοπέδου, βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και πάντως δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ ομόρων οικοπέδων που δεν έχουν οικοδομηθεί κατά την έναρξη της ισχύος της, ειδικότερα δε η ελευθερία τοποθετήσεως του κτιρίου που θεσπίζει δεν επηρεάζεται από τον χρόνο της ανεγέρσεώς του. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, από την κατ' εφαρμογή της διατάξεως αυτής τοποθέτηση της οικοδομής εν μέρει σε επαφή με το κοινό όριο του οικοπέδου στο οποίο ανεγείρεται και του οικοπέδου των αιτούντων δεν επηρεάζεται η ευχέρεια που παρέχεται από την ίδια διάταξή για την τοποθέτηση οικοδομής που τυχόν θα ανεγείρουν στο μέλλον οι αιτούντες μέσα στο οικόπεδό τους, αφού δεν θα εμποδίζονται να την τοποθετήσουν ακόμη και σε επαφή με την ήδη ανεγειρόμενη οικοδομή ή σε οποιαδήποτε άλλη σε σχέση με την οικοδομή αυτή θέση. Κατά συνέπεια, είναι αβάσιμος και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η διάταξη αυτή δημιουργεί, κατά παράβαση του Συντάγματος, άνιση μεταχείριση υπέρ του οικοπεδούχου που οικοδομεί πρώτος και σε βάρος εκείνου που έπεται.
Επειδή το άρθρο 17 του Συντάγματος δεν εμποδίζει το νομοθέτη να θεσπίζει με αντικειμενικά κριτήρια και για την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος περιορισμούς στο περιεχόμενο του δικαιώματος της κυριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτούς δεν εξαφανίζεται η ιδιοκτησία ή δεν καθίσταται αδρανής σε σχέση με τον προορισμό της. Τέτοιου είδους ανεκτούς από την άποψη αυτή περιορισμούς θεσπίζουν κατ' αρχήν οι παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1 του νόμου 1577/1985. Πέρα απ' αυτό, ο συνταγματικός νομοθέτης δεν επιβάλλει την προστασία ή τη διατήρηση της αγοραίας αξίας των ακινήτων. Και υπό την εκδοχή επομένως ότι η τοποθέτηση της ανεγειρόμενης με την προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής εν μέρει σε επαφή με το όριο του οικοπέδου των αιτούντων είχε ως συνέπεια τη μείωση της αγοραίας αξίας του τελευταίου, η πιο πάνω διάταξη, βάσει της οποίας εκδόθηκε η άδεια, δεν προσκρούει σε καμία συνταγματική διάταξη, αβάσιμος δε είναι ο αντίθετος λόγος ακυρώσεως.
Επειδή, σύμφωνα με όσα εξετέθησαν, η αίτηση είναι αβάσιμη και πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Διατάσσει να καταπέσει το παράβολο, και
Επιβάλλει στους αιτούντες να καταβάλουν στο Δημόσιο 10.800 δραχμές ως δικαστική δαπάνη.
Η διάσκεψη έγινε στη Αθήνα στις 09-05-1988 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13-05-1988.
Ο Πρόεδρος του Δ' Τμήματος
Ο Γραμματέας