Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 250/08

ΣτΕ 250/2008


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 250/2008

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 07-04-2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Δ. Κωστόπουλος, Φ. Αρναούτογλου, Π. Πικραμμένος, Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Α. Συγγούνα, Αν. Γκότσης, Αθανάσιος Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Χρήστος Ράμμος, Στ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Βιολάρης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη.

 

Για να δικάσει την από 26-03-1996 αίτηση:

 

του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Γ' Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Ν. Κατσίμπα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, κατά του __________, κατοίκου Αθηνών, οδός Ξενοφώντος αριθμός 14, ο οποίος δεν παρέστη.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμόν 2820/2004 παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 81/1995 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Στ. Χαραλάμπους.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμο να καταβληθούν τέλη και παράβολο, ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως 81/1995 του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του Δημοσίου κατά της αποφάσεως 91/1994 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί αίτηση του Δημοσίου για προσωποκράτηση του αναιρεσίβλητου ως εγγυητή του __________, για χρέη του τελευταίου προς το Δημόσιο ύψους 53.830.077 δραχμών.

 

2. Επειδή, με την υπ' αριθμόν 2820/2004 απόφαση του Στ' Τμήματος του Δικαστηρίου παραπέμφθηκε ζήτημα μείζονος σπουδαιότητος (εν όψει και του άρθρου 100 παράγραφος 5 του Συντάγματος) ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

3. Επειδή, ο νόμος [Ν] 1867/1989 προσωπική κράτηση κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 227/Α/1989), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε τα ακόλουθα:

 

{Άρθρο 1

 

1. Η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των δημόσιων εσόδων που αποφασίζεται με διοικητική πράξη, καταργείται.

 

2. Από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων αυτού του νόμου η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των δημόσιων εσόδων, διατάσσεται από το δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.

 

Άρθρο 2.

 

1. Προσωπική κράτηση διατάσσεται εφ' όσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Πρόκειται για έσοδο που εισπράττεται κατ' εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 περί κώδικα εισπράξεως δημοσίων εσόδων. β) πρόκειται για χρέη που απορρέουν είτε από επιχορηγήσεις κατά την εφαρμογή των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων αναπτυξιακών νόμων είτε από σύμβαση δανείου είτε από την επιβολή προστίμου ή χρηματικής ποινής για πράξεις ή παραλείψεις που είναι κολάσιμες και ποινικώς, ή, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για χρέη, η μη καταβολή των οποίων εκ μέρους του οφειλέτη συνιστά ποινικώς κολάσιμη πράξη κατά τις κείμενες διατάξεις...

 

2. Η προσωπική κράτηση διατάσσεται πάντοτε αυτοτελώς, κατά τις διατάξεις του επόμενου άρθρου, από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση: α) Του αρμόδιου για την είσπραξη του σχετικού εσόδου προϊσταμένου δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή προϊσταμένου του τελωνείου, όταν πρόκειται για χρέη προς το Δημόσιο. β) του κατά τις κείμενες διατάξεις οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου, όταν πρόκειται για απαιτήσεις νομικών προσώπων, οι οποίες εισπράττονται σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη, κατά τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 περί κώδικα εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

 

3. Η κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου αίτηση πρέπει, με την ποινή του απαραδέκτου, να υποβληθεί ένα τουλάχιστον μήνα μετά την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης προς τον οφειλέτη και να συνοδεύεται από αντίγραφο της ατομικής ειδοποίησης, στην οποία περιέχονται οπωσδήποτε τα στοιχεία του οφειλέτη και του χρέους του.

 

Άρθρο 3.

 

1. α. Την προσωπική κράτηση, της οποίας η διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος, διατάσσει με απόφασή του το αρμόδιο σύμφωνα με την περίπτωση β' δικαστήριο. Άλλη αίτηση προσωπικής κράτησης για το ίδιο χρέος δεν μπορεί να υποβληθεί. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνον εφόσον συντρέχουν εκ νέου οι σχετικές προϋποθέσεις και μόνο μετά την παρέλευση έξη μηνών από την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου και την απόλυση του κρατουμένου.

 

β. Η αίτηση για προσωπική κράτηση δικάζεται, αν ο νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση δημόσιου χαρακτήρα, από τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο ή, αν ο νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση ιδιωτικού χαρακτήρα, από το μονομελές πολιτικό πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα της η αρχή η οποία είναι, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του προηγουμένου άρθρου, αρμόδια για να την υποβάλει.

 

2. Το διοικητικό δικαστήριο δικάζει κατά την διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 73 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και το πολιτικό δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία.

 

3. Στις περιπτώσεις όπου οι κείμενες διατάξεις τάσσουν προθεσμία, μέσα στην οποία είναι δυνατή η δικαστική αμφισβήτηση του νόμιμου τίτλου, η απόφαση για προσωπική κράτηση δεν μπορεί να εκτελεσθεί πριν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή ή πριν εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, εκτός αν η δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε πρώτο βαθμό είναι, κατά νόμο, εκτελεστή.

 

4. Αν εκκρεμεί σε άλλο δικαστήριο δίκη ως προς το κύρος του νόμιμου τίτλου, αντίγραφο της αίτησης για προσωπική κράτηση είναι δυνατόν να διαβιβασθεί, με την επιμέλεια οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, στο δικαστήριο αυτό. Η διαβίβαση αυτή ισοδυναμεί με αίτηση προτίμησης, η οποία γίνεται υποχρεωτικώς δεκτή.

 

5. Το αρμόδιο κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 δικαστήριο αποφασίζει την προσωπική κράτηση αν κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι, ιδίως εν όψει του ύψους του χρέους αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους, καθώς και ότι η λήψη του μέτρου αυτού είναι το μόνο μέσο, κατ' αποκλεισμό κάθε άλλου προβλεπομένου από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικού μέτρου είσπραξης δημόσιων εσόδων, ικανοποίησης της σχετικής απαίτησης. Το δικαστήριο κρίνει με βάση οποιαδήποτε κατάλληλα αποδεικτικά μέσα επιτρέπει ο νόμος και αν ακόμα δεν τα επικαλέσθηκαν οι διάδικοι.

 

Άρθρο 4.

 

1. Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται: α) κατά των ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα ή υπό επιτροπεία και κατά των απαγορευμένων με δικαστική απόφαση, β) κατά βουλευτών, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος και τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήξη της, γ) κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, δ) κατά κληρικών κάθε βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας, ε) κατά των στρατευμένων, κατά τη διάρκεια της στράτευσής τους, 30 ημέρες πριν από αυτήν και έξι μήνες μετά από αυτήν, στ) κατά των προσώπων που τελούν σε πτώχευση και για όσο χρόνο διαρκούν οι εργασίες της πτώχευσης, ζ) κατά των εξ απογραφής κληρονόμων για χρέη της κληρονομιάς, η) κατά των πολυτέκνων που έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των παιδιών τους, θ) κατά των κάθε είδους εκπροσώπων ανώνυμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, για χρέη των εταιρειών αυτών, ι) κατά των προσώπων που έχουν συμβληθεί ως εγγυητές ανεξάρτητα από το αν έχουν διατηρήσει το ευεργέτημα δίζησης ή όχι.

 

2. Αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, εκτός εκείνων που αναφέρονται στις διατάξεις της περίπτωση η' της προηγούμενης παραγράφου, η προσωπική κράτηση για τα χρέη τους διατάσσεται κατά των εκπροσώπων τους.

 

3. Αν πρόκειται για πρόσωπα που τελούν υπό επιμέλεια, η προσωπική κράτηση για χρέη τους διατάσσεται κατά των νόμιμων αντιπροσώπων τους.

 

Άρθρο 5

 

1. Η διάταξη για προσωπική κράτηση εκτελείται μόνο αφότου η δικαστική απόφαση που τη διατάσσει γίνει τελεσίδικη και αφού προηγουμένως επιδοθεί σ' αυτόν που καταδικάστηκε. Όταν πρόκειται για εκπρόσωπο νομικού προσώπου, η προσωπική κράτηση δεν εκτελείται πριν περάσουν τρεις ημέρες αφότου η απόφαση του επιδόθηκε.

 

2. Όποιος καταδικάστηκε σε προσωπική κράτηση συλλαμβάνεται από το δικαστικό επιμελητή, πάντοτε μπροστά σε μάρτυρα που προσλαμβάνεται για το σκοπό αυτόν, και συντάσσεται σχετική έκθεση. Η σύλληψη απαγορεύεται: α) μεταξύ της 7ης εσπερινής και της 7ης πρωινής ώρας, β) κατά τις εθνικές επετείους, κατά το από 23 Δεκεμβρίου έως και 2 Ιανουαρίου χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας επί βουλευτικών, δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, οκτώ ημέρες πριν από την έναρξη αυτών και πέντε ημέρες μετά τη λήξη τους και κατά τη διάρκεια των εβδομάδων των Παθών και του Πάσχα, γ) στον τόπο όπου συνεδριάζει δικαστήριο και όσο διαρκεί η συνεδρίαση, δ) σε καθιερωμένο τόπο ιερουργίας γνωστής θρησκείας και όσο διαρκεί η ιερουργία, ε) από 1 έως 31 Αυγούστου.}

 

Στα επόμενα άρθρα ρυθμίζονται θέματα όπως η διαδικασία αντιρρήσεων (άρθρο 6), η απόλυση κρατουμένων (άρθρο 7), η κράτηση σε άλλο χώρο (άρθρο 8) και τα ένδικα βοηθήματα (άρθρο 9), ενώ στις τελικές και μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 10) ορίζονται τα εξής:

 

{1. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη, που είναι αντίθετη προς τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου, καταργείται.

 

2. Όσοι κατά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων αυτού του νόμου κρατούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 63 και επόμενων του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 περί κώδικα εισπράξεως δημοσίων εσόδων απολύονται αυθημερόν με επιμέλεια του διευθυντή της φυλακής. Όσοι παραβαίνουν τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, εκτός από την προσωπική αστική και πειθαρχική ευθύνη, υπέχουν και ποινική ευθύνη, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.

 

3. Μετά την απόλυση των κρατουμένων κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατή η κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου εκ νέου κίνηση της διαδικασίας προσωπικής κράτησης για το χρέος ή τα χρέη, για τα οποία είχε ήδη διαταχθεί η προσωπική τους κράτηση. Στην περίπτωση αυτή συνυπολογίζεται, κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί, ο προηγούμενος χρόνος κράτησης.}

 

Στη συνέχεια, με το άρθρο 46 του νόμου 2065/1992 (ΦΕΚ 113/Α/1992), όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 33 του νόμου 2214/1994 (ΦΕΚ 75/Α/1994) (το οποίο καταλαμβάνει, κατ' άρθρο 66 του νόμου αυτού, και την κρινόμενη υπόθεση), ορίσθηκαν τα εξής:

 

{1. Για τα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο χρέη, που βεβαιώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 (ΦΕΚ 90/Α/1974) καθώς και για τα ληξιπρόθεσμα προς το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων χρέη, εκτός των φόρων μεταβίβασης ακινήτων, δωρεών, γονικών παροχών και κληρονομιών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989 (ΦΕΚ 227/Α/1989) με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις:

 

α) Η αίτηση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας για τα παραπάνω χρέη εκδικάζεται από τον πρόεδρο του οικείου διοικητικού πρωτοδικείου, σύμφωνα με τη διαδικασία περί ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 868 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Η προθεσμία προς άσκηση έφεσης, καθώς και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.

 

β) Εντός 15 ημερών από την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο οικείο βιβλίο της γραμματείας του Δικαστηρίου, η απόφαση διαβιβάζεται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας ή διαμονής του οφειλέτη προς εκτέλεση.

 

γ) Τα άρθρα 2 παράγραφοι 1 και 3, 3 παράγραφοι 3, 4 και 5, 4 παράγραφος 1 περιπτώσεις γ, θ και ι, 5 παράγραφοι 1 και 2 εδάφιο πρώτο, 7 παράγραφος 1 περίπτωση γ, 9 και 12 του νόμου [Ν] 1867/1989 δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω.

 

δ) Η προσωπική κράτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου διατάσσεται για συνολικές οφειλές πάνω από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.

 

2. Η διαδικασία για την επιβολή του μέτρου της προσωπικής κράτησης αναστέλλεται ή διακόπτεται στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει και προβάλλει ανταπαίτηση ίση ή ανώτερη του οφειλόμενου ποσού κατά του Δημοσίου, από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία, έστω και αν αυτή δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και εφόσον αποδείξει με έγγραφα στοιχεία το υπαρκτό της ανταπαίτησης. Στις περιπτώσεις αυτές η υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια για την εκκαθάριση της ανταπαίτησης του οφειλέτη, υποχρεούται, ύστερα από σχετικό έγγραφο του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, να ενεργήσει εντός 2 μηνών για την εκκαθάριση της ανταπαίτησης αυτής και την έκδοση του κατά περίπτωση απαιτούμενου νόμιμου τίτλου, αποστέλλουσα τα σχετικά στοιχεία στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, στην οποία εκκρεμεί η οφειλή προς το Δημόσιο, για την ενέργεια συμψηφισμού.

 

3. Αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης επιτρέπονται μόνο για την περίπτωση εξόφλησης της οφειλής ή συμψηφισμού αυτής και εκδικάζονται από τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή και επί όλων των κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου βεβαιωμένων για είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή από 01-10-1992.}

 

4. Επειδή, το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξη δημοσίων εσόδων θεσπίσθηκε το πρώτον με το από [ΒΔ] 07-02-1835 βασιλικό διάταγμα και διαμορφώθηκε με διαδοχικά νομοθετήματα (νόμος [Ν] 436/1871, νόμος [Ν] 4845/1930 (ΝΕΔΕ), νομοθετικό διάταγμα [Ν] 356/1974 -ΚΕΔΕ-), επιβαλλόμενο υπό των αρμοδίων διοικητικών οργάνων κατά των οφειλετών αφ' ενός μεν του Δημοσίου, αφ' ετέρου δε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά περίπτωση. Ο θεσμός αναμορφώθηκε ριζικώς με τον ανωτέρω νόμο [Ν] 1867/1989 ο οποίος, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, επέτρεψε την επιβολή του μέτρου μόνο με δικαστική απόφαση, εκδιδόμενη κατόπιν αιτήσεως του αρμοδίου προς είσπραξη οργάνου του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ρύθμισε δε τις ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις επιβολής αυτού κατά τρόπο ευνοϊκότερο για τον οφειλέτη, εν σχέσει με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Οι προϋποθέσεις αυτές τροποποιήθηκαν κατά τα ως άνω τόσον όσον αφορά στα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο, όσο και προς στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων χρέη με το άρθρο 46 του νόμου 2065/1992, εν συνεχεία δε με τα άρθρα 33 του νόμου 2214/1994 και 22 του νόμου 2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α/1997). Επακολούθησε η θέση εν ισχύι του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (νόμος [Ν] 2717/1999 (ΦΕΚ 97/Α/1999)) ο οποίος στο Πρώτο Τμήμα του Δευτέρου Μέρους του και υπό το Δεύτερο Τίτλο Επιβολή Προσωπικής Κράτησης (άρθρα 231-243) περιέλαβε νέα ρύθμιση του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως κατά τρόπο εν πολλοίς ανάλογο με τις ρυθμίσεις του νόμου [Ν] 1867/1989, όπως αυτός ίσχυε προ των τροποποιήσεών του, με σημαντικές δηλαδή αποκλίσεις από τις ρυθμίσεις των νόμων 2065/1992, 2214/1994 και 2523/1997 (βλέπε και εισηγητική έκθεση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας επί του άρθρου 231, η οποία αναφέρει ότι αποδίδεται κατά βάση η έως τώρα ισχύουσα ρύθμιση).

 

5. Επειδή, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως διαφέρει των γνησίων μέσων εκτελέσεως (κατάσχεση κ.λ.π.), τα οποία συνιστούν άμεση επέμβαση του Δημοσίου στην περιουσία του οφειλέτη προς είσπραξη του προς αυτό χρέους, διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας, αλλά επ' αυτού τούτου του προσώπου του οφειλέτη, προκειμένου να εξαναγκασθεί αυτός στη δια παντός μέσου καταβολή του οφειλομένου χρέους. Τούτο όμως είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, ως αντικείμενο στα άρθρα 2 παράγραφος 1 και 5 παράγραφος 3 του Συντάγματος. Τούτο δε διότι πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι, κατά τα ανωτέρω άρθρα, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία. Και ναι μεν το Σύνταγμα ανέχεται τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η στέρηση αυτή είναι λογικώς αναγκαία για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, χάριν του οποίου επιβάλλεται. Τέτοιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογούντες την επιβολή των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι οι προβλεπόμενοι υπό του ποινικού δικαίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται άλλωστε, το ποινικό αδίκημα της παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 25 του νόμου 1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/1990) - όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παράγραφος 1 του νόμου 2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α/1997)). Είναι, όμως, όλως διάφορο το θέμα της στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας, όχι ως ποινής για αποδοκιμαστέα κοινωνική συμπεριφορά, αλλά ως διοικητικού μέτρου, αποβλέποντος στην άσκηση πιέσεως προς εξόφληση χρέους με χρήματα, τα οποία δεν έχει ή δεν δύναται το Δημόσιο να αποδείξει ότι έχει ο οφειλέτης. Υπό το πρίσμα τούτο, δεν υφίσταται καν θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, διότι αυτή προϋποθέτει ότι τόσον ο σκοπός, όσον και τα χρησιμοποιούμενα προς επίτευξη αυτού μέσα είναι, κατ' αρχήν, θεμιτά, οπότε και ερευνάται, περαιτέρω, η μεταξύ των σχέση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το μέτρο, όμως, της προσωπικής κρατήσεως απαγορεύεται καθ' εαυτό σε κάθε περίπτωση ως αντικείμενο στο Σύνταγμα (άρθρα 2 παράγραφος 1 και 5 παράγραφος 3), κατά τα προεκτεθέντα και, για τον λόγον αυτόν, οι διατάξεις των άρθρων 1 και επόμενα του νόμου [Ν] 1867/1989, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 46 του νόμου 2065/1992 και 33 του νόμου 2214/1994 δεν είναι εφαρμοστέες.

 

Περαιτέρω, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Αικατερίνη Συγγούνα, Χρήστου Ράμμου, Στ. Χαραλάμπους, Κ. Ευστρατίου και Μ. Γκορτζολίδου, το μέτρο της προσωποκρατήσεως, πέραν της αντιθέσεώς του προς τα ως άνω άρθρα 2 παράγραφος 1 και 5 παράγραφος 3 του Συντάγματος, αντίκειται επί πλέον και στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του Συντάγματος, κατά την έννοια του οποίου το ανθρώπινο σώμα ουδέποτε δύναται να χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη σκοπού, έστω και δημοσίου συμφέροντος.

 

Κατά τη γνώμη των Συμβούλων Δ. Κωστοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Σκαλτσούνη, Ι. Γράβαρη και Π. Καρλή, το μέτρο της προσωποκρατήσεως αντίκειται μόνο στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, ενώ κατά τη γνώμη των Συμβούλων Π. Κοτσώνη, Ι. Μαντζουράνη και Δ. Γρατσία, προς την γνώμη των οποίων ετάχθη και ο Πάρεδρος Α. Σταθάκης, το επίμαχο μέτρο αντίκειται, κατά τα προεκτεθέντα, στα άρθρα 2 παράγραφος 1 και 7 παράγραφος 2 του Συντάγματος. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη των Συμβούλων Δ. Μπριόλα, Ε. Δανδουλάκη και Γ. Παπαγεωργίου, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως δια την είσπραξη βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιον, όπως προβλέπεται από το νόμο [Ν] 1867/1989, όπως τροποποιήθηκε, ούτε αντίκειται, καθ' εαυτό, εις τα άρθρα 2 παράγραφος 1 και 5 παράγραφος 3 του Συντάγματος, εφ' όσον αφ' ενός μεν επιβάλλεται δια δικαστικής αποφάσεως κατόπιν διαπιστώσεως της συνδρομής των υπό του νόμου τασσομένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, αφ' ετέρου δε αποσκοπεί εις την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. ούτε εμπίπτει, προφανώς, το μέτρον τούτο εις το πεδίον εφαρμογής του άρθρου 7 παράγραφος 2 του Συντάγματος (απαγόρευσις βασανιστηρίων κ.λ.π.) πλην, η επιβολή του μέτρου τούτου υπό του νομοθέτου παραβιάζει την υπό του άρθρου 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος κατοχυρωμένη αρχήν της αναλογικότητα, διότι η στέρησις της προσωπικής ελευθερίας, αποτελούσα το έσχατο μέτρο καταναγκασμού του προσώπου, προδήλως υπερακοντίζει, εν όψει της ρυθμίσεως του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 (η οποία καθιερώνει την παραβίασιν της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιον ως ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο δια φυλακίσεως), τον επιδιωκόμενο σκοπόν της αποτελεσματικής συμμορφώσεως του οφειλέτου προς τις έναντι του Δημοσίου οικονομικές του υποχρεώσεις.

 

Τέλος, κατά τη γνώμη του Συμβούλου Α. Ράντου, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως για χρέη προς το Δημόσιο, όπως οργανώνεται από το νόμο [Ν] 1867/1989, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους νόμους 2065/1992 και 2214/1994, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της απαγορεύσεως επιβολής δύο ποινών για την αυτή παράβαση. Τούτο δε διότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 του νόμου 1882/1990 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παράγραφος 1 του νόμου 2523/1997), ταυτίζεται, εν πολλοίς, με το πραγματικό που επισύρει την επιβολή του ως άνω μέτρου, η δε προβλεπομένη από αμφότερες τις διατάξεις έννομη συνέπεια, δηλαδή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την μεσολάβηση δικαστικής κρίσεως είναι, ομοίως, εν πολλοίς, ταυτόσημη. Απαραδέκτως, συνεπώς, προβλέπει η ελληνική έννομη τάξη τη δις τιμώρηση της αυτής πράξεως κατά τον αυτόν τρόπο, πρέπει δε, ως εκ τούτου, να κριθεί αντίθετη προς το Σύνταγμα η πρόβλεψη του προληπτικού συμπληρωματικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως για τα ως άνω χρέη.

 

Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και οι Σύμβουλοι Φ. Αρναούτογλου και Δ. Πετρούλιας, οι οποίοι υπεστήριξαν την εξής γνώμη, την οποία ακολούθησε και ο Πάρεδρος Ι. Μιχαλακόπουλος: Το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως του οφειλέτη για χρέη προς το Δημόσιο που διατάσσεται από δικαστήριο δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος (παράβαλε ΣτΕ 2775/1989). Και τούτο γιατί:

 

α) το άρθρο 5 παράγραφος 3 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:

 

{Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανείς δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος.}

 

Με τη συνταγματική αυτή διάταξη κατοχυρώνεται μεν το θεμελιώδες δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, ρητώς όμως επιτρέπεται να θεσπίζονται με νόμο, και κατά τρόπο βεβαίως γενικό και αντικειμενικό, περιορισμοί στον εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν έως και τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (παράβαλε ΣτΕ 4675/1998 Ολομέλεια). Η στέρηση πάντως της προσωπικής ελευθερίας, εκτός του ότι επιβάλλεται να διατάσσεται με δικαστική απόφαση, πρέπει, όπως, άλλωστε, ισχύει και για κάθε περιορισμό ατομικού δικαιώματος, να υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και να σέβεται τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας

 

β) Οι διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989, όπως ίσχυαν μετά την τροποποίηση και συμπλήρωσή τους με το άρθρο 46 του νόμου 2065/1992 και το άρθρο 33 παράγραφος 2 έως 8 του νόμου 2214/1994 προέβλεπαν την προσωπική κράτηση ως αναγκαστικό μέτρο για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων, ορίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτή διατάσσεται από δικαστήριο για χρέη προς το Δημόσιο, εισπραττόμενα κατά τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974, (εκτός των φόρων μεταβίβασης ακινήτων, δωρεών, γονικών παροχών και κληρονομιών) και το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφόσον το συνολικώς οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει το 1.000.000 δραχμές και δεν επιβάλλεται, μεταξύ άλλων κατηγοριών προσώπων, κατά ανηλίκων και πολυτέκνων που έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των τέκνων τους. Η προσωπική κράτηση, η διάρκεια της οποίας πάντως δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος και επιβάλλεται μόνον μια φορά για συγκεκριμένο χρέος, ύστερα από αίτηση του κρατουμένου διακόπτεται και ο κρατούμενος απολύεται, αν καταβληθεί ή συμψηφιστεί το χρέος, για το οποίο επιβλήθηκε μαζί με τους τόκους, αναστέλλεται δε για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες αν αποσβεστεί, κατά τ' ανωτέρω, τμήμα του χρέους. Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την απόλυση του κρατούμενου οφειλέτη, αν είναι ασθενής και υπάρχει κίνδυνος, από την παράταση της κράτησης, για την υγεία, καθώς και τη μετάβασή του στο εξωτερικό για λόγους υγείας.

 

γ) Οι ανωτέρω διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989, ερμηνευόμενες κατά τρόπο σύμφωνο με το Σύνταγμα, και συγκεκριμένα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, που επιβάλλει το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και με την αρχή της αναλογικότητας, έχουν την έννοια ότι το μέτρο της προσωπικής κράτησης δεν επιβάλλεται, αν το δικαστήριο κρίνει ότι ο οφειλέτης, τελεί αποδεδειγμένα σε οικονομική αδυναμία εκπλήρωσης της οφειλής του. Τούτο δε διότι, άλλως, το μέτρο αυτό θα ήταν απρόσφορο για το σκοπό, στον οποίο αποβλέπει και θα παραβίαζε, ως εκ τούτου, τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

 

δ) Με το περιεχόμενο αυτό, οι εφαρμοστέες, εν προκειμένω, ρυθμίσεις του νόμου [Ν] 1867/1989, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 3 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα, της προσωπικής ελευθερίας. Η διάταξη, άλλωστε, αυτή ρητώς προβλέπει τον περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, κατά τους ορισμούς του νόμου, και στο πεδίο εφαρμογής της οποίας εμπίπτει και η προσωπική κράτηση. Τούτο δε διότι το στερητικό της προσωπικής ελευθερίας μέτρο αυτό, το οποίο έχει προσωρινό χαρακτήρα, μπορεί να αρθεί ή να ανασταλεί και προβλέπεται για σημαντικά χρέη, περιοδικώς αναπροσαρμοζόμενα από το νομοθέτη, δικαιολογείται από την επιτακτική ανάγκη ικανοποίησης ιδιαιτέρως σοβαρού δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, εκείνου δηλαδή της είσπραξης και μάλιστα έγκαιρης των δημοσίων εσόδων. Πράγματι, η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, που διαχρονικά συνιστά μείζον και κρίσιμο πρόβλημα της Χώρας, είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, την ικανοποίηση των αναγκών γενικά του Κράτους και της κοινωνίας, καθώς και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Χώρας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επί πλέον, χωρίς την αποτελεσματική είσπραξη των δημόσιων εσόδων, το Κράτος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί και στον σύγχρονο κοινωνικό του ρόλο με την πραγματοποίηση των αναγκαίων παροχών σε τομείς, όπως η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η απασχόληση, που αποτελεί, άλλωστε, και συνταγματική υποχρέωσή του, (άρθρα 16, 21, 22 και 25 του Συντάγματος). Επίσης, οι επίμαχες διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989 με την ανωτέρω έννοια, σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, αφού προσωπική κράτηση δεν επιβάλλεται, όταν ο οφειλέτης τελεί αποδεδειγμένα σε οικονομική αδυναμία καταβολής του χρέους του (παράβαλε και ΣτΕ 2775/1989, επταμελής με την οποία κρίθηκε ότι η, κατά τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974, προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο, είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα - άρθρα 5 παράγραφος 3 και 2 παράγραφος 1- εφ' όσον διατάσσεται από δικαστήριο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας).

 

ε) Άλλωστε, κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το επίμαχο μέτρο στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, δεν αντίκειται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το νομοθετικό διάταγμα [Ν] 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί ότι η προσωπική κράτηση, που, σημειωτέον, προβλέπεται στις εθνικές νομοθεσίες και άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (όπως του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Γερμανίας), ως μέτρο για την είσπραξη δημόσιων εσόδων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παράγραφος 1 περίπτωση β της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου στην ελευθερία και την ασφάλεια, ορίζοντας περαιτέρω ότι Ουδείς επιτρέπεται να στερηθεί της ελευθερίας του ειμή εις τις ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμη διαδικασία: α) ... β) εάν υπεβλήθη εις κανονικής σύλληψη και κράτησιν ... εις εγγύηση εκτελέσεως υποχρεώσεως ορισμένης υπό του νόμου (βλέπε ΕΔΔΑ, απόφαση της 10-06-1996, Benham κατά Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία κρίθηκε ότι η προσωπική κράτηση του αιτούντος, λόγω μη πληρωμής δημοτικού φόρου, προβλέπεται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 περίπτωση β της ΕΣΔΑ και απορρίφθηκε μάλιστα ισχυρισμός του αιτούντος, ότι αφού δεν είχε κανένα μέσο να καταβάλει την οφειλή του, η κράτησή του δεν θα μπορούσε να έχει ως σκοπό την εκπλήρωση υποχρέωσης, προβλεπόμενης από το νόμο, κατά τους όρους του ανωτέρω άρθρου, (σκέψεις 36, 39 και 47), απόφαση της 12-10-1999 Perks κατά Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία έγινε δεκτό ότι ο σκοπός της κράτησης των αιτούντων ήταν να διασφαλισθεί η εκπλήρωση της υποχρέωσής τους να καταβάλουν το ποσό του δημοτικού φόρου που όφειλαν και, κατά συνέπεια, ήταν συμβατός με το άρθρο 5 παράγραφος 1 περίπτωση β της ΕΣΔΑ (σκέψη 70), βλέπε επίσης, όσον αφορά στη Γαλλία, την απόφαση της 18-07-1989, Jamil της Cour de Cassation και όσον αφορά στη Γερμανία, την απόφαση BverwGE 4, 196 του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου). Επίσης, πρόσφατα το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ανάλογος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας, συνιστάμενος στην απαγόρευση εξόδου από τη χώρα οφειλετών του Δημοσίου, δεν αντίκειται, κατ' αρχήν, στο άρθρο 2 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, απόφαση της 23-05-2006, Reiner κατά Βουλγαρίας).

 

στ) Με αυτά τα δεδομένα, είναι αναμφίβολο ότι οι επίμαχες διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989 δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, κατά τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου, που μάλιστα είναι έλεγχος οριακός, ότι οι ανωτέρω διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989, με την εκτεθείσα έννοια, παραβιάζουν το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου ή ότι η προσωπική κράτηση συνιστά μάλιστα βασανισμό ή άσκηση ψυχολογικής βίας ή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που απαγορεύονται από το άρθρο 7 παράγραφος 2 του Συντάγματος, όταν το μέτρο αυτό, ως μέσο για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων, ισχύει και σε άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δε Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αποτελεί τον εγγυητή στην Ευρώπη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται όχι μόνον το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5) αλλά και ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και η απαγόρευση του βασανισμού (άρθρο 3), παγίως δέχεται ότι η προσωπική κράτηση, ως μέτρο για την είσπραξη δημοσίων εσόδων (όπως και η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα οφειλετών του Δημοσίου) όχι μόνον δεν αντίκεινται στις διατάξεις της ΕΣΔΑ, αλλά και προβλέπεται από το άρθρο της 5 παράγραφος 1 περίπτωση β. Δεν είναι δε νοητό το ΕΔΔΑ να κρίνει παγίως συμβατό με την ΕΣΔΑ ένα στερητικό της προσωπικής ελευθερίας μέτρο, (όπως είναι η προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο), που θα μπορούσε να συνιστά, όπως δέχεται η πλειοψηφία, προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή, κατά μείζονα λόγο βασανισμό.

 

ζ) Άλλωστε η προσωπική κράτηση, επιβαλλόμενη για την εκπλήρωση συμβατικής μάλιστα υποχρέωσης, προβλέπεται τόσο από το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και κυρώθηκε με το νόμο [Ν] 2462/1997, όσο και από το άρθρο 1 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (το οποίο δεν έχει κυρωθεί από την Ελλάδα), σύμφωνα με τα οποία κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση (βλέπε σχετικά την απόφαση 23/2006 του Αρείου Πάγου, με την οποία ερμηνεύεται το ανωτέρω άρθρο 11 του Συμφώνου, δεχόμενη τη συνταγματικότητά του).

 

η) Περαιτέρω, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να γίνει λόγος για αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων του νόμου [Ν] 1867/1989, που προέβλεπαν την προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο, ως εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης, αποβλέποντας στην πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της είσπραξης των δημόσιων εσόδων, χαρακτήρισε, με το άρθρο 25 του μεταγενέστερου μάλιστα νόμου 1882/1990, την μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης. Πράγματι, και υπό την εκδοχή ότι η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989 προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο δεν αποτελεί μέσο εκτελέσεως, αλλά ποινή, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας ή του κατοχυρούμενου από το άρθρο 14 παράγραφος 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δικαιώματος κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, από μόνη την παράλληλη ισχύ των ανωτέρω ρυθμίσεων. Τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί, ενδεχομένως, (λαμβανομένου υπ' όψη ότι οι προϋποθέσεις επιβολής του μέτρου της προσωπικής κράτησης, κατά τις διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989, όπως ερμηνεύθηκαν, διαφέρουν από εκείνες της επιβολής της ποινής της φυλάκισης σύμφωνα με το άρθρο 25 του νόμου 1882/1990) μόνον εάν ο ενδιαφερόμενος προβάλει και αποδείξει ότι συντρέχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβίαση της ανωτέρω αρχής.

 

θ) Τέλος, στον κοινό νομοθέτη απόκειται να προβεί στην κατάργηση του προβλεπόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις του νόμου [Ν] 1867/1989 όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, μέτρου της προσωπικής κράτησης, όταν, κατά την πολιτική του εκτίμηση, δεν είναι πλέον, εν όψει των συνθηκών, σκόπιμη η διατήρηση του εν λόγω μέτρου. Συνεπώς, σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα αντισυνταγματικότητας των ως άνω διατάξεων του νόμου [Ν] 1867/1989.

 

6. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των προ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (νόμος [Ν] 2717/1999) ισχυσασών διατάξεων (άρθρα 3 και 9 του νόμου [Ν] 1867/1989, άρθρο 46 του νόμου 2065/1992, άρθρο 33 του νόμου 2214/1994, άρθρο 1 του νόμου [Ν] 1406/1983 (ΦΕΚ 182/Α/1983) και άρθρο 19 του νόμου [Ν] 1805/1988 (ΦΕΚ 199/Α/1988)), η έφεση κατά αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου επί αιτήσεως προσωποκρατήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας εκδικάζεται, εφ' όσον από τη διάταξη του άρθρου 33 παράγραφος 3 του νόμου 2214/1994 δεν προβλέπεται αρμόδιο για την εκδίκασή της δικαστήριο, από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 19 του νόμου [Ν] 1805/1988. Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο εκδικάζει την έφεση αυτή, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων όπως ορίζει η μη καταργηθείσα, κατά τούτο, διάταξη του άρθρου 46 παράγραφος 1 εδάφιο α' του νόμου 2065/1992 (βλέπε ΣτΕ 2042/1997. Επίσης ΣτΕ 1054/1998, 4504/1998 κ.α.).

 

7. Επειδή, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως ετέθη εν ισχύι ο ως άνω Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ο οποίος όρισε στο άρθρο 242 παράγραφος 4 αυτού ότι αρμόδιος για την εκδίκαση εφέσεως κατά αποφάσεως περί προσωπικής κρατήσεως, εκδιδομένης κατά τη διαδικασία των άρθρων 231-241 του ιδίου νόμου, είναι ο πρόεδρος εφετών ή ο υπ' αυτού οριζόμενος εφέτης του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το δικαστήριο όπου ανήκει ο κατ' άρθρο 232 δικαστής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

8. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου [Ν] 2717/1999 υπό του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ο οποίος, κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως (27-09-1995) δεν είχε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αρμοδιότητα προς εκδίκαση της εφέσεως του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση του Δημοσίου για προσωποκράτηση του αναιρεσίβλητου. Για το λόγο αυτόν, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο, η απόφαση αυτή θα έπρεπε να αναιρεθεί.

 

Όμως, κατά μεν τη γνώμη των Συμβούλων Δ. Κωστόπουλου, Π. Πικραμένου, Α. Θεοφιλοπούλου, Χρήστου Ράμμου, Π. Κοτσώνη, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνη, Αικατερίνη Χριστοφορίδου, Κ. Βιολάρη, Α.-Γ. Βώρου, Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιά, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλου, Δ. Γρατσία, προς την γνώμη των οποίων ετάχθη και ο Πάρεδρος Α. Σταθάκης, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα προεχόντως λόγω της, κατά τα γενόμενα ήδη δεκτά, αντιθέσεως των προβλεπουσών το μέτρο της προσωποκρατήσεως διατάξεων των άρθρων 1 και επόμενα του νόμου [Ν] 1867/1989 (όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν) προς το Σύνταγμα, ενώ κατά τη γνώμη των Συμβούλων Θ. Παπαευαγγέλου, Αικατερίνη Συγγούνα, Α. Ράντου, Στ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, προς την γνώμη των οποίων ετάχθη και ο Πάρεδρος Ι. Μιχαλακόπουλος, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη, πάντως, από τον αυτόν δικαστή, ήτοι τον Πρόεδρο Εφετών, ο οποίος είναι και υπό τον ήδη ισχύοντα Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αρμόδιος για την εκδίκαση της εφέσεως, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως και η παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του αυτού δικαστή παρίσταται, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής. Αν και κατά τη γνώμη του Προέδρου και των Συμβούλων Φ. Αρναούτογλου, Δ. Πετρούλια, Α. Γκότση, Δ. Μπριόλα, Ε. Δανδουλάκη, Δ. Αλεξανδρή, Δ. Σκαλτσούνη, Γ. Τσιμέκα και Π. Καρλή, κατά την έννοια του άρθρου 56 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, η εξέταση του τόσο σοβαρού δικονομικού λόγου της αναρμοδιότητας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση προτάσσεται, ως εκ της φύσεώς του, πάντων των λοιπών λόγων, δεν καθίσταται δε αλυσιτελής η εξέτασή του ούτε από την -ερευνητέα σε επόμενο στάδιο- τυχόν αντισυνταγματικότητα του νόμου που διέπει την ουσία της υποθέσεως, ούτε από το γεγονός ότι ο αναρμοδίως εκδώσας την προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη μετά ταύτα αρμόδιος, δεδομένου ότι οι λόγοι αναιρέσεως κρίνονται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 

9. Επειδή, εν όψει των προεκτεθέντων, δηλαδή της αντιθέσεως του μέτρου της προσωποκρατήσεως προς το Σύνταγμα, ορθώς, αν και με διαφορετική αιτιολογία, απερρίφθη με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα ως άνω, έφεση του Δημοσίου, με την οποία εζητείτο να εξαφανισθεί η 91/1994 απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και να διαταχθεί η προσωποκράτηση του αναιρεσίβλητου, ως εγγυητή του __________, λόγω οφειλών του τελευταίου προς το Δημόσιο. Υπό τα δεδομένα δε αυτά, αποβαίνει αλυσιτελής η εξέταση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως.

 

10. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30-10-2006, 23-02-2007 και 09-01-2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21-01-2008.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.