Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 4151/2011
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Ε
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 04-11-2009, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Ν. Ρόζος, Χρήστος Ράμμος, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Αντώνης Ντέμσιας, Σύμβουλοι, Όλγα Παπαδοπούλου, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Ε' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 05-04-2007 αίτηση:
των: 1) __________, χήρας __________ και 2) __________, κατοίκων Πατρών νομού Αχαΐας, οδός __________, αριθμός __________, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Βασίλειο Αντωνόπουλο (Αριθμός Μητρώου 636 Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά των: 1) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Υπουργού Πολιτισμού, οι οποίοι παρέστησαν με τον Παν. Δημόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη της από 07-11-2006 αίτησής τους προς τους Υπουργούς Πολιτισμού και Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία ζητούσαν την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακίνητου ιδιοκτησίας τους, εντός του σχεδίου της πόλης της Πάτρας, στο οποίο, κατά τις εργασίες ανέγερσης οικοδομής, αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες, καθώς και την καταβολή αποζημίωσης για τη στέρηση της χρήσης του ακινήτου αυτού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αικατερίνη Σακελλαροπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμούς 924899, 1693295/2007 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Ε' Τμήμα με την 2754/2008 απόφαση του Στ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης της από 07-11-2006 αίτησης των αιτούντων προς τους Υπουργούς Πολιτισμού και Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία ζητούσαν την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακίνητου ιδιοκτησίας τους, εντός του σχεδίου της πόλης της Πάτρας, στο οποίο, κατά τις εργασίες ανέγερσης οικοδομής, αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες, καθώς και την καταβολή αποζημίωσης για τη στέρηση της χρήσης του ακινήτου αυτού.
3. Επειδή, στο άρθρο 6 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 361/2001 Κατανομή σε Τμήματα των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΦΕΚ 244/Α/2001) ορίζεται ότι:
{Στο Στ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για: α) ... β) τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και τις επιτάξεις, ανεξάρτητα από το όργανο που τις κηρύσσει, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 5 παράγραφος 1 περίπτωση ε του παρόντος}
στο δε άρθρο 5 παράγραφος 1 προβλέπεται ότι:
{Στο Ε' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές οι οποίες ανακύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για: α) ... β) την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, των αρχαιοτήτων και αρχαιολογικών χώρων, των μνημείων, των διατηρητέων κτιρίων και των παραδοσιακών οικισμών, ... ε) τη χωροταξία, την πολεοδομία και τη δόμηση γενικά, στ) ...}.
Με τις εκτιθέμενες κατωτέρω διατάξεις των άρθρων 18 και 19 του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου για την προστασία των Αρχαιοτήτων νόμου 3028/2002, οι οποίες ρυθμίζουν τα θέματα περιορισμών της ιδιοκτησίας για λόγους προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος και αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών θεσπίζεται συνολική ρύθμιση, τόσο ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, όσο και ως προς τη διαδικασία, που αναφέρεται, πλην άλλων, και στην πρόβλεψη εναλλακτικών δυνατοτήτων της Διοίκησης, ώστε τα επιβαλλόμενα μέτρα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς να εναρμονίζονται προς το δικαίωμα ιδιοκτησίας, μεταξύ δε των δυνατοτήτων αυτών περιλαμβάνεται και η αναγκαστική απαλλοτρίωση του βαρυνόμενου ακινήτου. Συνεπώς, και οι διαφορές από πράξεις ή παραλείψεις της Διοικήσεως, που αφορούν αναγκαστική απαλλοτρίωση κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών, μη δυνάμενες να διαχωρισθούν από τις λοιπές διαφορές, οι οποίες απορρέουν από την εφαρμογή της παραπάνω συνολικής ρύθμισης που εντάσσεται στη νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, υπάγονται στο Ε' Τμήμα, στο οποίο, επομένως, αρμοδίως εισάγεται η κρινόμενη αίτηση.
4. Επειδή, το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του έτους 2001, προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι:
{Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας ...}
και στην παράγραφο 6 ότι:
{Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών.}
Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομία της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει αφ' ενός μεν τη διατήρηση στο διηνεκές των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων, αφ' ετέρου δε τη δυνατότητα επιβολής γενικών περιορισμών ή ιδιαίτερων μέτρων για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοίωσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος τα μνημεία χώρου. Οι περιορισμοί αυτοί, που ερείδονται αποκλειστικά στο άρθρο 24 του Συντάγματος και μπορούν, κατ' αρχήν, να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, δημιουργούν υποχρέωση αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη κατά το άρθρο 24 παράγραφος 6 του Συντάγματος, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Και ναι μεν προβλέπεται από την τελευταία συνταγματική διάταξη ή έκδοση ειδικού νόμου, ο οποίος θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης, που μπορεί να διαφέρει από τα οριζόμενα στο άρθρο 17 του Συντάγματος, αλλά, και όταν δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, γεννάται ευθεία από το Σύνταγμα υποχρέωση της Διοίκησης να εξασφαλίζει διηνεκώς την προστασία του μνημείου και, παραλλήλως, να αποζημιώνει τον πληττόμενο ιδιοκτήτη. Πράγματι, το άρθρο 24 παράγραφος 6 του Συντάγματος καθορίζει τόσο την ανάγκη της χωρίς χρονικούς περιορισμούς προστασίας του εννόμου αγαθού του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όσο και την αποζημίωση ως αντιστάθμισμα της επερχόμενης βλάβης στον ιδιοκτήτη, καταλείποντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίσει τη διοικητική διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης, υπό τον έλεγχο του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και το είδος της αποζημίωσης, ως χρηματικής ή άλλης μορφής (ΣτΕ 3146/1986, Ολομέλεια 323/2009, 1998/2007, 1920/2007, 1606/2007, 3009/2006, 3000/2005).
5. Επειδή, περαιτέρω, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του νόμου 3028/2002 (ΦΕΚ 153/Α/2002), σε εκτέλεση των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων. Στο τέταρτο τμήμα του δευτέρου κεφαλαίου του νόμου αυτού (άρθρα 18 - 19), υπό τον τίτλο Απαλλοτριώσεις - Στέρηση χρήσης ορίζεται, στο άρθρο 18, ότι:
{1. Το Δημόσιο μπορεί να προβαίνει με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, είτε στην ολική ή τη μερική απαλλοτρίωση είτε στην απευθείας εξαγορά μνημείου ή οποιουδήποτε ακινήτου μέσα στο οποίο υπάρχουν μνημεία, καθώς και παρακείμενων ακινήτων ή μνημείων, εάν αυτό κρίνεται απαραίτητο για την προστασία των μνημείων. ...
6. Η εισήγηση της Υπηρεσίας για ολική ή μερική απαλλοτρίωση ή απευθείας εξαγορά ακινήτου περιλαμβάνει την αιτιολογημένη απόρριψη άλλων λύσεων προστασίας των μνημείων..., καθώς και τις βασικές κατευθύνσεις για τον τρόπο διατήρησης και ανάδειξής τους μέσα στο προς απαλλοτρίωση ακίνητο. ...}
και στο άρθρο 19 ότι:
{1. Για την προστασία μνημείων ... ή για τη διενέργεια ανασκαφών ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί να επιβάλλει προσωρινή η οριστική στέρηση ή περιορισμό της χρήσης ακινήτου.
2. Σε περίπτωση ουσιώδους προσωρινού περιορισμού ή ουσιώδους προσωρινής στέρησης της κατά προορισμό χρήσης του όλου ακινήτου, καταβάλλεται αποζημίωση, η οποία υπολογίζεται με βάση τη μέση κατά προορισμό απόδοση του ακινήτου πριν τον περιορισμό ή τη στέρηση της χρήσης, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιότητας του ακινήτου ως μνημείου, εφόσον αυτή συντρέχει.
3. Σε περίπτωση ουσιώδους οριστικού περιορισμού ή οριστικής στέρησης της κατά προορισμό χρήσης του όλου ακινήτου καταβάλλεται πλήρης αποζημίωση ...
6. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη επιτροπής διαπιστώνεται εάν συντρέχει περίπτωση καταβολής αποζημίωσης ... Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού καθορίζεται η συγκρότηση και οι αρμοδιότητες της επιτροπής, η διαδικασία κατά την οποία γνωμοδοτεί, τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη, το είδος και ο τρόπος καταβολής της αποζημίωσης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
7. Σε περίπτωση κατά την οποία το ποσό που έχει ή προβλέπεται να καταβληθεί ως αποζημίωση λόγω στέρησης ή περιορισμού χρήσης ακινήτου προσεγγίζει την αξία του ακινήτου τότε αυτό κηρύσσεται απαλλοτριωτέο.}
Κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 6 του ως άνω άρθρου 19 εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/9130/2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού Σύσταση Επιτροπής του άρθρου 19 παράγραφος 6 του νόμου 3028/2002 (ΦΕΚ 229/Β/2002), στην παράγραφο 4 του άρθρου μόνου της οποίας προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
{... 4. Για την έκδοση της γνωμοδότησης της Επιτροπής λαμβάνονται υπόψη: α. Ο περιορισμός ή η στέρηση της κατά προορισμό νόμιμης χρήσης του όλου ή τμήματος ενός εκτός σχεδίου κειμένου ακινήτου, όταν είναι ουσιώδης, ήτοι όταν συνεπεία αυτού επέρχεται εκμηδένιση της εκμεταλλεύσεως του ακινήτου, ή ουσιωδώς μειώνεται η εκμετάλλευση, χρήση και απόδοση αυτού. β. Ο περιορισμός ή η στέρηση της κατά προορισμό νόμιμης χρήσης του όλου ή τμήματος ενός ακινήτου, όταν είναι προσωρινός, ήτοι όταν προβλέπεται να διαρκέσει μέχρι της λήξεως διενεργουμένου, ή προγραμματιζόμενου αρχαιολογικού έργου και πάντως όχι πέραν της πενταετίας σε κάθε περίπτωση. γ. Ο περιορισμός ή η στέρηση της κατά προορισμό νόμιμης χρήσης του όλου ή τμήματος ενός ακινήτου, όταν αυτός είναι οριστικός, ήτοι όταν αυτός διαρκεί πέραν της πενταετίας. Και οι δύο ως άνω περιπτώσεις τελούν υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 7 του άρθρου 19 του νόμου 3028/2002...}
Κατά τα αναφερόμενα δε στην εισηγητική έκθεση του νόμου, σύμφωνα με την αρχή της αναγκαιότητας, η λύση της απαλλοτρίωσης πρέπει να τεκμηριώνεται από την Υπηρεσία ως μόνη κατάλληλη για την προστασία του μνημείου ... Περαιτέρω, στην αιτιολογική αυτή έκθεση αναφέρεται ότι αν:
{οι χρήστες ακινήτων υφίστανται περιορισμό ή στέρηση της χρήσης ακινήτου κατά τον προορισμό του, καταβάλλεται αποζημίωση, το ύψος της οποίας θα ποικίλλει ανάλογα με την έκθεση, την ένταση, και τη χρονική διάρκεια του περιορισμού ή της στέρησης. ... Επειδή όμως ο οποιασδήποτε έκτασης, έντασης ή χρονικής διάρκειας περιορισμός ή στέρηση της χρήσης του ακινήτου δεν πρέπει να καταστεί επένδυση του ιδιοκτήτη του, με συνέπεια να εισπράξει υπό μορφή αποζημίωσης αξία μεγαλύτερη εκείνης του επιβαρυμένου ακινήτου του, η Διοίκηση προβαίνει στην απαλλοτρίωσή του εάν το ποσό που έχει καταβληθεί ή προβλέπεται ότι θα καταβληθεί ως αποζημίωση προσεγγίζει και κατά μείζονα λόγο θα υπερβεί την αξία του ...}
6. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του νόμου 3028/2002, επιδιώκεται η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και παραλλήλως η δυνατότητα ικανοποίησης της αξίωσης του ιδιοκτήτη ακινήτου βαρυνόμενου με περιορισμούς επιβαλλόμενους για λόγους προστασίας πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 4, γεννάται σε περίπτωση ουσιώδους δέσμευσης της ιδιοκτησίας και, όπως είχε κριθεί υπό το προγενέστερο του ως άνω νόμου 3028/2002 νομοθετικό καθεστώς, ελλείψει σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, απέρρεε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ευθέως από την παράγραφο 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος (ΣτΕ 3146/1986 Ολομέλεια, 323/2009, 1998/2007, 1920/2007, 1606/2007, 3009/2006, 3000/2005).
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η Διοίκηση, προκειμένου για ακίνητο εντός σχεδίου, για το οποίο κρίνεται απαραίτητη η επιβολή περιορισμών για την προστασία μνημείου, οφείλει να αναζητήσει τη βέλτιστη λύση που θα συνδυάζει την ανάδειξη - προστασία του μνημείου με τη δυνατότητα ανοικοδόμησης του ακινήτου, ώστε να μη θίγεται ουσιωδώς το δικαίωμα ιδιοκτησίας επ' αυτού, σε περίπτωση δε, κατά την οποία κριθεί αναγκαία η απαγόρευση δόμησης, που όπως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομέλεια 3146/1986), συνιστά ουσιώδη περιορισμό της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της, και εφόσον δεν χωρήσει απευθείας εξαγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου, έχει την υποχρέωση να εξετάσει αν συντρέχει δικαίωμα αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη και να καθορίσει το ύψος της. Κατά συνέπεια, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον ιδιοκτήτη του βαρυνομένου ακινήτου, η Διοίκηση οφείλει να διαλάβει ειδική κρίση εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής μιας από τις προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις δυνατότητες, δηλαδή απευθείας εξαγοράς, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή καταβολής αποζημίωσης, ενόψει και του ισχύοντος στην περιοχή του ακινήτου πολεοδομικού καθεστώτος. Κατά τη ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 7 του άρθρου 19, όπως τονίζεται και στην εισηγητική έκθεση, αν το ύψος της αποζημίωσης προσεγγίζει την αξία του ακινήτου, τότε η απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση.
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, οι αιτούντες φέρονται ιδιοκτήτες οικοπέδου εμβαδού 180,73 m2 στο οικοδομικό τετράγωνο 433, στην περιοχή της Άνω Πόλης των Πατρών επί της οδού Λόντου 25 νότια του μεσαιωνικού κάστρου της Πάτρας. Για την ανέγερση νέας διώροφης μονοκατοικίας επί του οικοπέδου αυτού εκδόθηκε η 1612/2002 άδεια οικοδομής, κατά τη διενέργεια, όμως, των εκσκαφών για τη θεμελίωση, αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες, ενόψει δε αυτού με το Φ888/Α9/13580/2002 έγγραφο της ΣΤ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ) δεσμεύθηκε το οικόπεδο για τη διενέργεια ανασκαφικής έρευνας. Κατά την έρευνα, όπως αναφέρεται και στη σχετική ανασκαφική έκθεση, αποκαλύφθηκε καμαροσκεπές στωικό κτίριο μήκους 16.32 m, εσωτερικού πλάτους 4.15 m και εξωτερικού ύψους 5.7 m μέχρι την ανώτερη επιφάνεια της στοάς. Η ανώτερη σωζόμενη επιφάνεια της καμάρας υπέρκειται του επιπέδου της οδού Λόντου κατά 1.35 m, πλευρικό δε τοίχωμα της στοάς εισέρχεται κάτω από όμορη τετραώροφη πολυκατοικία της οδού Λόντου αριθμοί 27 - 29, η δε στοά εκτείνεται ανατολικά προς τον ακάλυπτο χώρο όμορου οικοπέδου επί της οδού Μπουκαούρη αριθμοί 32 - 34, αλλά και δυτικά προς την οδό Λόντου την οποία διατρέχει εγκάρσια. Το κτίσμα, το οποίο σώζεται σχεδόν στο ακέραιο σε όλο του το ύψος, χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους και αποτελεί τμήμα ευρύτερου συγκροτήματος της αγοράς. Μετά τις ανασκαφικές εργασίες, η ΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, εκτίμησε ότι το οικοδόμημα αυτό είναι μοναδικό όσον αφορά τη μορφή του, διότι σώζεται ολόκληρο, σχεδόν ως την κορυφή της ημικυλινδρικής στέγης και διατηρεί τέσσερα ακέραια τόξα της στοάς και με το Φ888/Α9/7625/2003 έγγραφο της ΣΤ' ΕΠΚΑ προς το Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού πρότεινε να παραμείνει στο υπόγειο της προς οικοδόμηση κατοικίας διατηρητέο και επισκέψιμο από ξεχωριστή είσοδο, με πρόβλεψη και για φυσικό φωτισμό.
Ενόψει της πρότασης αυτής, ο αρχιτέκτονας μηχανικός των αιτούντων Π. Βανδώρος υπέβαλε προς την ΣΤ' ΕΠΚΑ με την 6789/2003 αίτησή του τεχνική έκθεση στην οποία αναφέρει ότι η ως άνω πρόταση, πέρα από το απαγορευτικό κόστος για τους ιδιοκτήτες, δεν είναι και τεχνικώς εφικτή διότι η θέση του ευρήματος, που διατρέχει υπό κλίση όλο το μήκος του οικοπέδου, καθιστά αδύνατη τη θεμελίωση κατά μήκος του ορίου με τη διπλανή τετραώροφη οικοδομή, ενώ και το μικρό εμβαδόν του οικοπέδου, σε συνδυασμό με τις υποχρεωτικές κατά Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό αποστάσεις από τα όρια, δεν επιτρέπουν την τοποθέτηση του κτίσματος σε άλλο σημείο, με συνέπεια, η θεμελίωση οποιασδήποτε μορφής αναγκαστικά να προσβάλει εκτεταμένα το εύρημα. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι λύσεις που απομένουν είναι η απαλλοτρίωση, η οποία, όμως, δεν ενδείκνυται διότι το μικρό μέγεθος του οικοπέδου, σε συνδυασμό με τον πυκνοδομημένο χαρακτήρα της περιοχής καθιστά αδύνατη την αποκάλυψη της συνέχειας της στοάς, και η κατάχωση, η οποία εμφανίζεται ως η πλέον ρεαλιστική λύση αν και συνεπάγεται ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες και σημαντικό οικονομικό κόστος. Ειδικότερα, προτείνεται η κατάχωση του ευρήματος με κροκάλα και η εξυγίανση του εδάφους, η στρώση μπετόν καθαριότητας σε στάθμη πάνω από το εύρημα, καθώς και η κατασκευή πλάκας κοιτόστρωσης (radier) ώστε να αποτελέσει το θεμέλιο της οικοδομής διευκρινίζεται δε ότι με τη λύση αυτή όλες οι οικοδομικές εργασίες, συμπεριλαμβανομένης και της θεμελίωσης γίνονται πάνω από το επίπεδο του ευρήματος.
Σχετικά με την πρόταση αυτή, η ΣΤ' ΕΚΠΑ με το Φ.888/Α9/7625/2003 έγγραφό της διατύπωσε την άποψη ότι η κατάχωση δεν είναι η καλύτερη λύση διότι θα εξαφανιστεί ένα σχεδόν ακέραιο μνημείο, το οποίο υπέρκειται της επιφάνειας του εδάφους κατά 1.35 m και διατηρεί ακόμη το μεγαλύτερο μέρος της στέγης του, παρέπεμψε δε την υπόθεση στο Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Στη συνέχεια, με αφορμή διαμαρτυρίες των ενοίκων της όμορης πολυκατοικίας σχετικά με την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας της πολυκατοικίας αυτής, διενήργησε στο οικόπεδο αυτοψία κλιμάκιο της Διεύθυνσης Αναστηλώσεως Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, ενόψει δε των διαπιστώσεων της αυτοψίας, πέρα από την πρόταση προσωρινών μέτρων προστασίας, μεταξύ των οποίων και της άμεσης κατάχωσης της ανασκαφής για την προστασία των αρχαιοτήτων και την εξασφάλιση της όμορης πολυκατοικίας, η ως άνω Διεύθυνση Αναστηλώσεως Αρχαίων Μνημείων, στο ΥΠΠΟ/ΔΑΑΜ/2328/55834/2003 έγγραφό της προς την ΣΤ' ΕΠΚΑ, προτείνει προς την κατεύθυνση της προστασίας και της ανάδειξης του μνημείου την εισαγωγή του θέματος στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο για την απαλλοτρίωση του οικοπέδου και τη μελλοντική απαλλοτρίωση της όμορης πολυκατοικίας.
Κατόπιν τούτων, η ΣΤ' ΕΚΠΑ με το Φ888/Α9/1526/2004 έγγραφό της, διαβίβασε όλο τον φάκελο της υπόθεσης στο Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων Μνημείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού προς το σκοπό της εισαγωγής της στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο για την απαλλοτρίωση του οικοπέδου των αιτούντων, αλλά και της όμορης πολυκατοικίας, με την επισήμανση της μοναδικότητας του επίμαχου οικοδομήματος, το οποίο όσον αφορά τη μορφή του έρχεται για πρώτη φορά στο φως στην Πάτρα και είναι όμοιο με τον Cryptoporticus της αγοράς της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, ύστερα από προσωρινή κατάχωση των ευρημάτων μέχρι το επίπεδο του δρόμου, υποβλήθηκε η από 20-10-2004 Προμελέτη ξυλότυπου θεμελίωσης διωρόφου κατοικίας, υπογεγραμμένη από τον αρχιτέκτονα των αιτούντων Π. Βανδώρο, με την οποία προτείνεται πλέον η θεμελίωση του κτιρίου στο επίπεδο της κατάχωσης.
Ακολούθως, η ΣΤ' ΕΚΠΑ με το Φ888/Α9/11609/2004 έγγραφό της, γνώρισε στο Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας ότι εμμένει στην ήδη διατυπωθείσα άποψή της και ότι η ανέγερση της οικοδομής με κατάχωση του μνημείου θα σημαίνει την καταστροφή του και την απώλεια μέρους της ιστορικής μνήμης της Πάτρας, διότι το μνημείο αυτό είναι το πρώτο αποδεδειγμένα κτίριο της αρχαίας αγοράς.
Ύστερα από νέες συνεννοήσεις με αρμοδίους του Υπουργείου Πολιτισμού, ο αρχιτέκτων μηχανικός των αιτούντων Π. Βανδώρος υπέβαλε και νέα από 04-04-2005 τεχνική έκθεση, με νέα πρόταση θεμελίωσης της οικοδομής πάνω από τις κορυφές των τόξων των ευρημάτων. Στη συνέχεια, η υπόθεση εισήχθη στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στη συνεδρίαση 20/2005. Κατά τη συνεδρίαση διατυπώθηκε η άποψη της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΔΙΠΚΑ), ότι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση δεν κρίνεται σκόπιμη η απαλλοτρίωση της όμορης οικοδομής, δεδομένου ότι δεν ξέρουμε αν υπάρχουν αρχαία από κάτω, οπότε αναιρείται ο καθ' εαυτό λόγος της απαλλοτρίωσης ενός ακινήτου. Πέραν της μεσοτοιχίας και του στοιχείου του μεμονωμένου της τοξοστοιχίας, δεν υπάρχει κάτι άλλο που να μπορεί να αποτελέσει μνημείο αναδείξιμο, ενιαίο.
Η ίδια υπηρεσία ως προς τη λύση της ανέγερσης της οικοδομής με διατήρηση των αρχαιοτήτων ορατών σε υπόγειο υποστήριξε ότι για την κατασκευή του υπογείου απαιτείται αντιστήριξη αυτής της τριώροφης οικοδομής, τούτο, όμως, προϋποθέτει διάλυση του 50% των αρχαιοτήτων, δηλαδή διάλυση όλου του δεξιού αρχαίου τοίχου, για την κατασκευή του τοιχίου και μέρους του αριστερού για την διέλευση των συνδετήριων δοκών. Ενόψει αυτών, η ΔΙΠΚΑ τάχθηκε υπέρ της διατήρησης όλων των αρχαιοτήτων σε κατάχωση με την κατασκευή περιμετρικού τοιχίου για τον εγκιβωτισμό της κατάχωσης και στη συνέχεια γενική κοιτόστρωση για τη θεμελίωση του κτιρίου. Τελικώς, το ΚΑΣ γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ της ανέγερσης οικοδομής στο επίμαχο ακίνητο με τους όρους ότι οι αρχαιότητες θα διατηρηθούν σε κατάχωση, ότι θα υποβληθεί προς έγκριση στη Γενική Διεύθυνση Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων, στατική μελέτη, στην οποία θα προβλέπεται η θεμελίωση της οικοδομής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επηρεάζεται στατικά το αρχαίο μνημείο.
Με βάση την ανωτέρω γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ06/97701/13/2005 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού για έγκριση της ανέγερσης της οικοδομής στο οικόπεδο των αιτούντων με τους προαναφερθέντες όρους. Η αιτούσα με την 1168/2006 αίτησή της προς την ΣΤ' ΕΠΚΑ, ζήτησε τη διαβίβαση της υποβαλλόμενης με την αίτηση αυτή στατικής μελέτης στη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων για τον έλεγχό της σύμφωνα με τον σχετικό όρο που είχε περιληφθεί στην υπουργική απόφαση και στη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Η ανωτέρω μελέτη εξετάστηκε από τη Διεύθυνση Αναστηλώσεως Αρχαίων Μνημείων, η οποία με το ΥΠΠΟ/ΔΑΑΜ/1582/64855/2006 έγγραφό της διατύπωσε αμφιβολίες αν η κατάσταση του μνημείου παρέχει δυνατότητα ανάληψης φορτίων και ζήτησε την επανεξέταση του θέματος για την εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης.
Κατόπιν τούτων, ο ανωτέρω αρχιτέκτονας Π. Βανδώρος υπέβαλε την από 31-07-2006 τεχνική έκθεση, στην οποία αναφέρει ότι εξετάστηκε η περίπτωση επίλυσης του στατικού φορέα της οικοδομής από μεταλλική κατασκευή, τα φορτία της οποίας θα ήταν σημαντικά λιγότερα από αυτή με οπλισμένο σκυρόδεμα, αλλά σημειώνει ότι η πιο ενδεδειγμένη λύση θεμελίωσης είναι αυτή η οποία ουσιαστικά απορρίφθηκε με το ανωτέρω ΥΠΠΟ/ΔΑΑΜ/1582/64855/2006 έγγραφο, καταλήγει δε η έκθεση αυτή στο συμπέρασμα ότι δεν καθίσταται εφικτή η ανέγερση της οικοδομής, διότι η θέση και το μέγεθος του μνημείου είναι τέτοια, που δεν επιτρέπει σε κανένα σημείο να κατασκευαστεί θεμελίωση χωρίς να εδραστεί έστω και λίγο ... πάνω στο μνημείο.
Ύστερα από τα παραπάνω, οι αιτούντες κατέθεσαν στο Υπουργείο Πολιτισμού την 5592/7.11.2006 αίτησή τους προς τους Υπουργούς Πολιτισμού και Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία, ενόψει του ότι δεν κατέστη δυνατή η οικοδόμηση στο ακίνητό τους, ζήτησαν α) την απαλλοτρίωση του ακινήτου τους με καταβολή της αγοραίας αξίας του οικοπέδου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, άλλως την καταβολή πλήρους αποζημίωσης ίσης με την αγοραία αξία για την αποστέρηση της χρήσης του ακινήτου, β) την καταβολή αποζημίωσης για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η πρώτη αιτούσα για να καταστεί δυνατή η ανοικοδόμηση του ακινήτου και γ) την καταβολή αποζημίωσης ίσης με το ποσό κατά το οποίο θα έχουν αυξηθεί τα έξοδα ανέγερσης οικοδομής κατά την 31-12-2006 σε σχέση με το ποσό που θα είχε χρειασθεί στις 31-12-2003, δηλαδή το χρόνο κατά τον οποίο θα είχε υπό κανονικές συνθήκες ολοκληρωθεί η κατασκευή της.
Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε το ΥΠΠΟ/ΔΑΑΜ/2840/2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Αναστηλώσεως Αρχαίων Μνημείων, με το οποίο απευθυνόμενο προς το Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων, η υπηρεσία αυτή επανέρχεται στην πρόταση για απαλλοτρίωση του οικοπέδου. Τέλος, σε απάντηση προς το έγγραφο αυτό, εκδόθηκε το ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ06/909/44/2007 έγγραφο του Τμήματος Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας, στο οποίο αναφέρεται ότι η πρόταση για απαλλοτρίωση έχει ήδη εξεταστεί και απορριφθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο στην 20/23-05-2005 συνεδρίασή του, κατά την οποία εγκρίθηκε η ανοικοδόμηση του οικοπέδου με τη διατήρηση των αρχαίων σε κατάχωση.
8. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφόσον, όπως προκύπτει από τις αλλεπάλληλες τεχνικές εκθέσεις και έγγραφα των υπηρεσιών, διαπιστώθηκε τελικώς ότι δεν ήταν δυνατή η οικοδόμηση στο επίμαχο ακίνητο με βάση την επιλεγείσα λύση, η οποία είχε εγκριθεί με την προαναφερόμενη υπουργική απόφαση, δηλαδή η ανοικοδόμηση με διατήρηση ορατών και επισκέψιμων των επίμαχων αρχαιοτήτων, η αδυναμία δε αυτή δεν αμφισβητείται από τη Διοίκηση, συντρέχουν καταρχήν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 18 και 19 του νόμου 3028/2002. Ενόψει αυτών η Διοίκηση όφειλε να αποφανθεί επί του αιτήματος των αιτούντων και εφόσον διαπίστωνε αδυναμία εφαρμογής της εγκριθείσης μελέτης ή εξεύρεσης άλλης λύσης, να επιλέξει ποιας από τις δυνατότητες που παρέχουν οι πιο πάνω διατάξεις θα κάνει χρήση. Συνεπώς η προσβαλλόμενη αρνητική απάντηση της Διοικήσεως δεν αιτιολογείται νομίμως και πρέπει να ακυρωθεί, κατά το βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως, περαιτέρω δε να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να αποφανθεί αιτιολογημένα σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις.
9. Επειδή, κατόπιν τούτων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή.
Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την σιωπηρή απόρριψη από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού της από 07-11-2006 αιτήσεως των αιτούντων, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και
Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, που ανέρχεται σε 920 €.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 01-06-2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 20-12-2011.