Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 4162/97

ΣτΕ 4162/1997


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 4162/1997

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Α

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 04-11-1996, με την εξής σύνθεση: Τ. Κούνδουρος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α Τμήματος, Φ. Κατζούρος, Αθανασία Τσαμπάση, Π.Ζ. Φλώρος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Σύμβουλοι, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Καπελούζος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 23-05-1990 αίτηση:

 

των Υπουργών 1) Οικονομικών και 2) Εθνικής Άμυνας, οι οποίοι παρέστησαν με την Νίκη Μαριόλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

κατά της Κοινοπραξίας με την επωνυμία Κωνσταντίνος Γεωργίου Γκιζελής - Αναστάσιος Πηλιχός, που εδρεύει στη Φιλοθέη Αττικής, οδός Μαυρομιχάλη 33, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αναστάσιο Μαρνέζο (αριθμός μητρώου 2491), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή οι Υπουργοί επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 16/1990 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητού, Συμβούλου Φ. Κατζούρου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο των Υπουργών, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητου Κοινοπραξίας, που ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή δια της υπό κρίσιν ατελώς κατά νόμον και άνευ καταβολής παραβόλου ασκηθείσης αιτήσεως, η οποία λόγω της σπουδαιότητος της υποθέσεως εισήχθη εις το Α' Τμήμα υπό επταμελή σύνθεση διά πράξεως του Προέδρου αυτού συμφώνως προς το άρθρον 14 παράγραφος 5 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973, ως αντικαταστάθηκε διά του άρθρου 1 παράγραφος 6 του νόμου [Ν] 1470/1984 (άρθρο 14 παράγραφος 5 του προεδρικού διατάγματος 18/1989), το Ελληνικό Δημόσιον, φερόμενο ως εκπροσωπούμενο υπό των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Αμύνης, διώκει την αναίρεση της υπ' αριθμόν 16/1990 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λαρίσης, διά της οποίας εγένετο δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητου κοινοπραξίας δύο εργολάβων δημοσίων έργων, αναδόχου του δημοσίου έργου της κατασκευής κτηρίου στατικού κόμβου δυνάμει συμβάσεως συναφθείσης την 1ην Οκτωβρίου 1987, ακυρώθηκε η διά ταύτης προσβληθείσα υπ' αριθμόν Φ.917.142.2Β/90/702278/Σ3386/1988 από 31-08-1988 απόφασις του Β' Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Διευθύνσεως Υποδομής 4ου Γραφείου/2), που απέρριψε αίτηση θεραπείας της κοινοπραξίας, στρεφόμενης, κατά της υπ' αριθμόν Φ.917142.2Β/27/698860/Σ.692/21-03-1988 αποφάσεως της αποτελούσης την προϊσταμένη αρχήν Διευθύνσεως Υποδομής του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΔΥ/ΓΕΣ), απορριψάσης ένσταση της αυτής κοινοπραξίας κατά της υπ' αριθμόν Φ.917.142.2/36/355/Σ146/22-01-1988 πράξεως της διευθυνούσης το έργον τούτο υπηρεσίας, διά της οποίας, εις απάντησιν εις σχετική αναφορά της αναιρεσίβλητου κοινοπραξίας, γνωρίσθηκε εις ταύτη ότι βαρύνεται διά των εξόδων της διανοίξεως προσπελάσεως προς το έργον, κείμενον επί της κορυφής όρους, μετά τις ζημίας οι οποίες επήλθαν εις τον υφιστάμενο χωματόδρομο εκ βροχών. Διά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προσέτι αναγνωρίσθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιον όφειλε να καταβάλει εις την κοινοπραξία εκ της αιτίας ταύτης ποσόν δραχμών 7.902.000 μετά των τόκων υπερημερίας.

 

2. Επειδή συμφώνως προς το άρθρον 7 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, εις το οποίον το άρθρον 4 του νόμου [Ν] 1406/1983, σε συνδυασμό προς το άρθρον 9 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 458/1985, παραπέμπει, νόμιμος καθ' ου η προσφυγή διάδικος κατά την ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δίκην υπήρξε ο εις ταύτη παραστάς Υπουργός Εθνικής Αμύνης, απόφασις του οποίου προσβάλλεται διά της προσφυγής. Συνεπώς μόνον ούτος, ως εκπροσωπών εν προκειμένω το Ελληνικό Δημόσιον, νομιμοποιείται, συμφώνως προς το άρθρον 53 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 (άρθρο 53 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989), προς άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως, η οποία, ασκηθείσα την 24-05-1990 εμπροθέσμως και εν γένει νομοτύπως δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασις επιδόθηκε εις τον Υπουργόν τούτον την 04-05-1990, είναι τύποις δεκτή.

 

3. Επειδή ναι μεν το άρθρο 19 παράγραφος 28 του νόμου 2386/1996 της 06-03-1996 (ΦΕΚ 43/Α/1996), ισχύον από της δημοσιεύσεως του νόμου τούτου, προβλέπει ότι οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του από [ΒΔ] 26-06-1944 κανονιστικού διατάγματος περί Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΦΕΚ 139/Α/1955), ως τροποποιήθηκαν, έχουν εφαρμογήν και επί των δικαστικών διαφορών του Δημοσίου, των υπαγομένων εις την δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εξαιρέσει των υποθέσεων της ακυρωτικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου, εις τις οποίας διάδικος είναι ο αρμόδιος κατά περίπτωσιν υπουργός, η διάταξις όμως αυτή, ως συνάγεται και εκ της επ' αυτής εισηγητικής εκθέσεως, έχει εφαρμογήν επί των μετά την έναρξη της ισχύος αυτής συζητουμένων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων υποθέσεων, πλην των υποθέσεων της ακυρωτικής διαδικασίας, και συνεπώς διά της ρυθμίσεως ταύτης δεν θίγονται οι ως άνω περί αναιρέσεως διατάξεις της νομοθεσίας περί Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ' ακολουθίαν δε τούτου επί αιτήσεων αναιρέσεως κατ' αποφάσεων εκδοθεισών επί υποθέσεων που συζητήθηκαν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων προ της ενάρξεως της ισχύος του άρθρου 19 παράγραφος 28 του νόμου 2386/1996 εξακολουθεί εκπροσωπών το Ελληνικό Δημόσιον εις την κατ' αναίρεση δίκην ο Υπουργός ο διάδικος που διετέλεσε ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Όθεν νομίμως παρέστη κατά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν της παρούσης υποθέσεως μόνος ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης ως εκπροσωπών το Ελληνικό Δημόσιον.

 

4. Επειδή μετά την διά των άρθρων 1 παράγραφος 1 και 2 περίπτωση ι' και 7 του νόμου [Ν] 1406/1983 υπαγωγή εις την δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων των διαφορών ουσίας εκ διοικητικών συμβάσεων, εις τις οποίας περιλαμβάνονται και οι ανακύπτουσες εκ της εκτελέσεως δημοσίων έργων, οι πράξεις διά των οποίων τελειώνεται η κατά το άρθρο 12 του εν προκειμένω εφαρμοστέου νόμου 1418/1984 ενδικοφανής διοικητική διαδικασία αμφισβητήσεως των πράξεων της διευθυνούσης το δημόσιον έργον υπηρεσίας υπόκεινται κατά το άρθρον 2 παράγραφος 1 του ως άνω νόμου [Ν] 1406/1983 εις προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου διοικητικού εφετείου ασκουμένη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, εις τις οποίας το άρθρον 4 του νόμου [Ν] 1406/1983 παραπέμπει, διά καταθέσεως εντός της νομίμου προθεσμίας δικογράφου εις την γραμματεία του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, συντασσόμενης σχετικής εκθέσεως, κατά δε το άρθρον 9 του επί τη βάσει της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 12 παράγραφος 1 του νόμου τούτου εκδοθέντος προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 458/1985, αντίγραφον της προσφυγής και της πράξεως του Προέδρου του δικαστηρίου περί ορισμού δικασίμου της υποθέσεως κοινοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου, δύο τουλάχιστον μήνας προ της δικασίμου εις εκείνους κατά της οποίας στρέφεται, κατά τα οριζόμενα εις το άρθρον 7 παράγραφος 3 και 4 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978. Κατ' ακολουθίαν τούτων τα διά του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβαλλόμενα ότι η υπό της αναιρεσειούσης κοινοπραξίας ασκηθείσα προσφυγή ήταν απαράδεκτος ως μη κοινοποιηθείσα εντός της προς άσκηση αυτής προθεσμίας εις τον καθ' ου αυτή Υπουργόν Εθνικής Αμύνης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, δεδομένου ότι δεν τάσσεται τοιαύτη προϋπόθεση διά το παραδεκτό της προσφυγής.

 

5. Επειδή, κατά το άρθρον 30 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 1406/1983, υποχρέωσις καταβολής του κατά το νόμο [Ν] 3978/1912 δικαστικού ενσήμου υφίσταται μόνον διά την συζήτησιν των καταψηφιστικών αγωγών. Συνεπώς τοιαύτη υποχρέωσις δεν υφίσταται προκειμένου περί των προσφυγών και όταν έτι αυτές κατατείνουν εις την καταψήφιση ορισμένου ποσού. Όθεν το διά του δευτέρου λόγου αναιρέσεως προβαλλόμενο παράπονον ότι το εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διοικητικό εφετείον παρά τον νόμον δεν απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσίβλητου κοινοπραξίας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 

6. Επειδή, ναι μεν, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 19 παράγραφοι 3-5 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, εις τις οποίας το άρθρον 4 του νόμου [Ν] 1406/1983 παραπέμπει, απαιτείται να υπάρχει ταυτότης αντικειμένου μεταξύ της προβλεπομένης υπό της οικείας διοικητικής νομοθεσίας ενδικοφανούς διαδικασίας, η τήρησις της οποίας είναι απαραίτητος προ της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς και της προσφυγής της ασκούμενης κατά της πράξης που τελειώνει την διαδικασίαν ταύτη, πλην εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, αντικείμενον της υπό της αναιρεσίβλητου κοινοπραξίας κινηθείσης ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 12 του νόμου 1418/1984 ήταν η αμφισβήτησις της βλαπτικής δι' αυτήν κρίσεως της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας ότι η διάνοιξις προσπελάσεως προς το επί της κορυφής όρους υπό κατασκευήν έργον μετά τις εκ βροχών ζημίας του υφισταμένου χωματόδρομου βάρυνε την ανάδοχο κοινοπραξία και όχι το κύριον του έργου Ελληνικό Δημόσιον, εις την οποίαν ενέμεινε τόσον η προϊσταμένη όσον και η εποπτεύουσα αρχή. Δεδομένου δ' ότι διά της ασκηθείσης κατά της απορριπτικής της αιτήσεως θεραπείας της κοινοπραξίας ταύτης αποφάσεως του Β' Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού προσφυγής, επί της οποίας εξεδόθη η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασις, η ρηθείσα κοινοπραξία παραπονείται διά την επίρριψη εις αυτήν του βάρους της διανοίξεως της προσπελάσεως, υποστηρίζουσα ότι το βάρος τούτο έπρεπε να φέρει το Ελληνικό Δημόσιον, υφίστατο κατά τούτο η απαιτουμένη ταυτότης αντικειμένου μεταξύ της προσφυγής ταύτης και της προηγηθείσης ενδικοφανούς διαδικασίας. Συνεπώς το διά του τρίτου λόγου αναιρέσεως προβαλλόμενο παράπονον ότι το εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διοικητικό εφετείον δεν απέρριψε εκ του ανωτέρω λόγου την προσφυγή ως απαράδεκτον, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 

7. Επειδή ο ρηθείς νόμος 1418/1984 εις μεν το άρθρο 7 παράγραφος 1 εδάφιο α' ορίζει ότι ο ανάδοχος υποχρεούται να κατασκευάσει το έργον κατά τους όρους της συμβάσεως και τις σύμφωνους προς αυτήν και τον νόμον εγγράφους εντολές του φορέως κατασκευής του έργου, εις δε το άρθρο 8 προβλέπει τα της αυξήσεως των ποσοτήτων των εργασιών ή της εκτελέσεως εργασιών μη προβλεπομένων υπό της συμβάσεως, όταν η αρτιότης ή η λειτουργικότης του έργου επιβάλλει τούτο. Εις τα άρθρα 43 και 44 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 ρυθμίζονται ειδικότερα τα της συντάξεως εις την περίπτωσιν ταύτη συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμής μονάδος νέων εργασιών. Και, ναι μεν κατά την παράγραφο 1 εδάφιο β' του ως άνω άρθρου 43 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, ο ανάδοχος δεν δύναται να προβεί εις τροποποιήσεις ως προς την μορφήν του έργου, την ποιότητα, το είδος ή την ποσότητα των εργασιών άνευ εγγράφου εντολής, κατά δε την παράγραφο 2 του άρθρου 34 του αυτού προεδρικού διατάγματος, ο ανάδοχος δεν δικαιούται εις αποζημίωση ή αύξηση τιμών διά μεταβολές εις τα έργα οι οποίες εγένοντο άνευ εγγράφου διαταγής έστω και αυτές βελτιώνουν το έργον, πλην εκ των διατάξεων τούτων δεν αποκλείεται τοιαύτες εργασίες, εκτελεσθείσες άνευ εγγράφου διαταγής, να κριθούν εν συνεχεία υπό των αρμοδίων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου ή υπό του αρμοδίου διοικητικού εφετείου εις περίπτωσιν ασκήσεως προσφυγής, ως αναγκαία, οπότε αυτές νομιμοποιούνται εκ των υστέρων διά συντάξεως αντιστοίχου συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμής μονάδος νέων εργασιών. Εξ ετέρου, κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 34 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, ο ανάδοχος βαρύνεται δι' όλων των απαιτουμένων δαπανών (μεταξύ άλλων) των προσπελάσεων προς το έργον, εκ τούτου δε συνάγεται, ότι η κατασκευή των προσπελάσεων τούτων συνάπτεται προς την κατασκευήν του έργου, η δε σχετική δαπάνη βαρύνει τον ανάδοχο, τούτο όμως προδήλως υπό την προϋπόθεση ότι ως προς την εργασίαν ταύτη δεν συντρέχουν έκτακτες συνθήκες, μη δυνάμενες να προβλεφθούν κατά τον χρόνον αναλήψεως του έργου.

 

8. Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το αναληφθέν υπό της αναιρεσίβλητου κοινοπραξίας έργου βρισκόταν επί της κορυφής όρους, η προς την οποίαν προσπέλασις διά την μεταφορά του αναγκαίου διά την κατασκευήν του έργου προσωπικού και υλικού εγένετο διά χωματόδρομου, υφισταμένου μεν, ο οποίος όμως είχε καταστεί εις μεγάλην έκταση αδιάβατος και επικίνδυνος λόγω των βροχών του Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1987, τούτο δε συνιστά απρόοπτο μεταβολή των πραγματικών συνθηκών κατά την κρίσιν του εκδόντος την απόφαση ταύτη διοικητικού εφετείου, το οποίον συνάμα απέρριψε ως αβάσιμο τον υπό του Ελληνικού Δημοσίου προβληθέντα ισχυρισμό ότι το γεγονός τούτο αναγόταν εις τις τοπικές συνθήκες του έργου, τις οποίας η ανάδοχος κοινοπραξία έλαβε υπ' όψιν αυτής κατά την υπογραφή της συμβάσεως και την ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου. Εν όψει των ανωτέρω, ορθώς κατά τα προεκτεθέντα το διοικητικό τούτο εφετείον έκρινε, αν και επί τη βάσει διαφόρου νομικής αιτιολογίας, ότι το Ελληνικό Δημόσιον έφερε το βάρος της αποκαταστάσεως της βατότητας της προσπελάσεως ταύτης, κατόπιν δε τούτου ακύρωσε την προσβληθείσα διά της προσφυγής απόφαση του Β' Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, τα δε κατά της κρίσεως ταύτης του διοικητικού εφετείου προβαλλόμενα διά του τετάρτου λόγου αναιρέσεως περί παραβάσεως του άρθρου 7 παράγραφος 1 εδάφιο α' του νόμου 1418/1984 ως και του άρθρου 34 παράγραφος 2 εδάφιο β' και παράγραφος 3 εδάφιο β' του προεδρικού διατάγματος 609/1985, διά τον λόγον ότι οι ως άνω εργασίες δεν είχαν σχέση προς την από 01-10-1987 εργολαβική σύμβαση, εκτελέσθηκαν δε εις τόπον διάφορον εκείνου του έργου άνευ εγγράφου διαταγής της υπηρεσίας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, αν και, κατά την γνώμη του συμβούλου Π. Φλώρου, η απόφασις αυτή ήταν αναιρετέα ως προς το ανωτέρω κεφάλαιον αυτής διά τον λόγον ότι το εκδόν ταύτη διοικητικό εφετείον στηρίχθηκε αποκλειστικώς επί των διατάξεων του Αστικού Κώδικα, δεν έλαβε δε υπ' όψιν του και δεν εφήρμοσε τις ως άνω ειδικές περί νέων εργασιών διατάξεις του νόμου 1418/1984 και του προεδρικού διατάγματος 609/1985.

 

9. Επειδή η τυχόν εκ των υστέρων κρίσις των άνευ εγγράφου εντολής εκτελεσθεισών εργασιών ως βαρυνουσών τον κύριον του έργου δεν παρέχει εις τον ανάδοχο το δικαίωμα να ζητήσει άνευ ετέρου διά της προσφυγής την επιδίκαση των δαπανών εις τις οποίας υπεβλήθη προς τούτο, αλλά απαιτείται και εις την περίπτωσιν ταύτη διά τον καθορισμό του διά τις εργασίας αυτές ανταλλάγματος η τήρησις της ως άνω διαδικασίας καταρτίσεως συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμής μονάδος νέων εργασιών, διά δε την πληρωμή η διενέργεια επιμετρήσεως και η έγκρισις του σχετικού λογαριασμού αποτελούντος την προς τούτο απαιτουμένη πιστοποίηση, κατά τα οριζόμενα εις τα άρθρα 5 παράγραφος 7 και επόμενες και 8 του νόμου 1418/1984 ως και 38, 40, 43 και 44 του προεδρικού διατάγματος 609/1985. Όθεν, κατόπιν της διά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως χαρακτηρισμού της ως άνω εργασίας ως βαρύνουσας το Ελληνικό Δημόσιον και της ακυρώσεως της περί του αντιθέτου αποφάσεως του Β' Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ανακύπτει μεν συμφώνως προς το άρθρον 56 παράγραφος 4 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, εις το οποίον το άρθρο 4 του νόμου [Ν] 1406/1983 παραπέμπει, υποχρέωσις της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης να προβεί εις τις ως άνω ενεργείας προς καθορισμό και πληρωμή εις τον ανάδοχο του διά την εργασίαν ταύτη ανταλλάγματος, ουχί νομίμως όμως το εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικό Εφετείον προέβη αυτό εις κρίσιν περί του οφειλομένου διά τις εργασίας αυτές ποσού και επιδίκαση εις την αναιρεσίβλητο ανάδοχο κοινοπραξία το υπό ταύτης διά της προσφυγής αιτηθέν ποσόν των δαπανών εις τις οποίας αυτή, κατά τους ισχυρισμούς της, υπεβλήθη, χωρίς να βεβαιώσει ότι είχε εν προκειμένω κινηθεί ενώπιον της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης η υπό των ανωτέρω διατάξεων διά τον καθορισμό του σχετικού ποσού διαδικασία, εις τούτο δε δεν άσκησε επιρροή το ότι το καθ' ου η προσφυγή Ελληνικό Δημόσιον δεν αμφισβήτησε το ύψος της δαπάνης ταύτης, εφ' όσον τούτο αρνείτο κατ' αρχήν την υποχρέωσή του να αποκαταστήσει την δαπάνη ταύτη. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η απόφασις αυτή αποβαίνει αναιρετέα ως προς την επιδίκαση του ποσού τούτου, κατά τα βασίμως διά του πέμπτου λόγου αναιρέσεως προβαλλόμενα.

 

10. Επειδή, μετά την διά τον προεκτεθέντα λόγον εν μέρει αναίρεση της ως άνω αποφάσεως, η υπόθεσις είναι παραπεμπτέα κατά το αναιρεθέν μέρος εις το αυτό Διοικητικό Εφετείον ως χρήζουσα διευκρινήσεως κατά το πραγματικό, ιδία ως προς την κίνηση ή μη της περί ης ανωτέρω διαδικασίας, εφ' όσον, εν περιπτώσει μη κινήσεως αυτής, θα ανέκυπτε περίπτωσις απορρίψεως του περί επιδικάσεως ποσού αιτήματος της προσφυγής κατά τρόπον ώστε η υπόθεσις να καταστεί εκκρεμής ενώπιον της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης προς τήρηση της διαδικασίας ταύτης, αν και, κατά την γνώμη του συμβούλου Φ. Κατζούρου, εκ της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως σε συνδυασμό προς τα δικόγραφα της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λαρίσης δίκης προκύπτει η μη κίνησις της ρηθείσης διαδικασίας και συνεπώς δεν συνέτρεχε λόγος παραπομπής της υποθέσεως εις το Διοικητικό τούτο Εφετείον.

 

11. Επειδή πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας αυτών.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται εν μέρει την υπό κρίσιν αίτηση,

 

Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμόν 16/1990 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λαρίσης κατά τα στο σκεπτικό,

 

Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος εις το αυτό Διοικητικό Εφετείον, και

 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων την δικαστική δαπάνη.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12-11-1986 και 01-10-1997 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 06-10-1997.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.