Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 49/10

ΣτΕ 49/2010


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 49/2010

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27-02-2008, με την εξής σύνθεση: Π. Ν. Φλώρος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Αντώνης Ντέμσιας, Σύμβουλοι, Όλγα Παπαδοπούλου, Χρήστος Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.

 

Για να δικάσει την από 24-07-2007 έφεση:

 

του Ν. Ι. Κ., κατοίκου Δ. Λ. Α., οδός Δ., αριθμός 3, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Γεωργία Φλώρου (Αριθμός Μητρώου 19879), που την διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος παρέστη με τον Παν. Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

και κατά της υπ' αριθμόν 922/2006 απόφασης του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Όλγα Παπαδοπούλου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του εκκαλούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμούς 3173909 - 10/2006 και 2316382 - 3/2006 έντυπα γραμμάτια παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται, εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, η εξαφάνιση της υπ' αριθμόν 922/2006 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της υπ' αριθμόν 2776/2004 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής. Με την τελευταία αυτή απόφαση διατάχθηκε η κατεδάφιση - απομάκρυνση περιφράξεως και εξήντα πέντε ελαιοδένδρων, με την αιτιολογία ότι οι επεμβάσεις αυτές έγιναν αυθαιρέτως εντός δασικής εκτάσεως, εμβαδού 1.770,00 m2, στη θέση Κατερίνιζα περιφέρειας του Δήμου Άνω Λιοσίων Νομού Αττικής.

 

3. Επειδή, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 71 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 289/Α/1979), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 46 του νόμου 2145/1993 (ΦΕΚ 88/Α/1993):

 

{Εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ... την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος ... ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση ... και με χρηματική ποινή ...}

 

ενώ, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 71 του νόμου 998/1979:

 

{Η δασική αρχή διατάσσει και, εν αρνήσει του υπόχρεου, εκτελεί άνευ ετέρας διατυπώσεως την κατεδάφιση των κτισμάτων.}

 

Εξ άλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 114 του νόμου 1892/1990 (ΦΕΚ 101/Α/1990):

 

{Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημοσίων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαϊά ...}

 

ενώ, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του νόμου 2880/2001 (ΦΕΚ 9/Α/2001):

 

{Ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις στις ανωτέρω εκτάσεις κατεδαφίζονται υποχρεωτικά κατόπιν αποφάσεως του οικείου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας με τεχνική υποστήριξη που διατίθεται και από τεχνική υπηρεσία νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και με την συνδρομή της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας.}

 

Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του νόμου 2145/1993:

 

{Η απόφαση περί κατεδαφίσεως εκδίδεται μετά από κλήτευση προ 2 τουλάχιστον εργάσιμων ημερών, του φερομένου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής, του κτίσματος ή της εγκαταστάσεως. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής, η κλήση τοιχοκολλείται στην είσοδο του κτίσματος. Κατά της αποφάσεως του νομάρχη (και ήδη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας) περί κατεδαφίσεως επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου ...}

 

κατά την παράγραφο 6 δε του ιδίου ως άνω άρθρου:

 

{Οι προηγούμενες παράγραφοι 2 έως και 5 εφαρμόζονται αναλόγως και για περιπτώσεις κατεδάφισης κτιρίων ή εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του νόμου 998/1979.}

 

4. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η διαφορά που γεννάται από την απόφαση του αρμοδίου οργάνου για την κατεδάφιση οικοδομής, κτίσματος και κάθε φύσεως εγκαταστάσεων, που έχουν ανεγερθεί μέσα σε δάση και δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, είναι διαφορά ακυρωτική και όχι διαφορά ουσίας. Εξ άλλου, η απόφαση του Προέδρου του οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου, η οποία εκδίδεται επί της σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως, υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 702/1977 (ΦΕΚ 268/Α/1977) (βλέπε ΣτΕ 1444/2006 επταμελές, 3193/2000 Ολομέλεια κ.ά.).

 

5. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 71 του νόμου 998/1979 και 114 του νόμου 1892/1990 συνάγεται ότι οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος ή την πραγματοποίηση κάθε είδους εγκαταστάσεως, υπό ευρεία έννοια, μέσα σε δάση και δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις και καταστρώνουν λεπτομερή διαδικασία, όχι μόνο για την κατεδάφιση των ανεγερθέντων μέσα στα δάση και τις δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις κατασκευασμάτων και των λοιπών εγκαταστάσεων που έχουν τη μορφή κτιρίου, αλλά και για την απομάκρυνση κατασκευασμάτων ή εγκαταστάσεων που δεν αποτελούν μεν κτίσματα, τοποθετούνται, όμως, ή δημιουργούνται ή εναποτίθενται σε δάση και δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις. Επιβάλλουν, επομένως, οι εν λόγω διατάξεις, κατά την έννοιά τους, την απομάκρυνση και των μη δασικών φυτών, που έχουν φυτευτεί ή καλλιεργηθεί μη νομίμως στις εκτάσεις αυτές. Υπό την αντίθετη εκδοχή, τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις, τα οποία με τη φύτευση ή την καλλιέργεια, εντός αυτών, μη δασικών φυτών μετατρέπονται αυθαιρέτως σε γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις, δεν θα μπορούσαν να ανακτήσουν τη δασική τους μορφή, ακόμη και όταν έχουν κηρυχθεί αναδασωτέα, αφού τα μη δασικά είδη θα παρέμεναν στις εκτάσεις αυτές και θα εμπόδιζαν την αναγέννηση της δασικής βλαστήσεως, δεδομένου ότι η πρόβλεψη ποινικών και διοικητικών κυρώσεων εις βάρος του υπαιτίου μπορεί μεν να αποτελεί παράγοντα αποθαρρυντικό για τη συνέχιση της παράνομης καλλιέργειας, δεν αρκεί, όμως, για την απομάκρυνση των μη δασικών φυτών και, κατ' επέκταση, για την αναγέννηση της δασικής βλαστήσεως των εν λόγω εκτάσεων (βλέπε ΣτΕ 3759/2009 επταμελές).

 

6. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, προϋπόθεση για τη νομιμότητα της διαταγής κατεδαφίσεως αυθαιρέτου κτίσματος, κατασκευάσματος και εγκαταστάσεως εν γένει είναι, μεταξύ άλλων, η διαπίστωση της ανεγέρσεώς ή της πραγματοποιήσεώς τους εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας εκτάσεως. Η σχετική κρίση της διοικήσεως πρέπει, εν όψει των συνεπειών της, να είναι πλήρως αιτιολογημένη, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 2891/2006 κ.ά.).

 

7. Επειδή, εξάλλου, η ειδικώς προβλεπόμενη και λεπτομερώς ρυθμιζόμενη από την παράγραφο 3 του άρθρου 114 του νόμου 1892/1990 κλήτευση του φερομένου ως κυρίου κ.λ.π. της αυθαιρέτως κατασκευασθείσας εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας εκτάσεως εγκαταστάσεως, πριν από την έκδοση της περί κατεδαφίσεως της αποφάσεως, αποσκοπούσα στην παροχή σ' αυτόν της δυνατότητας να εκθέσει τις επί του θέματος απόψεις του, αποτελεί, ενόψει του λόγου που την δικαιολογεί και των συνεπειών της τελευταίας αυτής αποφάσεως, ουσιώδη τύπο της οικείας διαδικασίας. Η κλήτευση δε αυτή ενεργείται ήδη σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος, κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 2717/1999 (ΦΕΚ 97/Α/1999), είχε εφαρμογή κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο και ο οποίος ορίζει τα ακόλουθα:

 

{Άρθρο 50

 

1. Οι επιδόσεις προς τους ιδιώτες διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας, κατά περίπτωση, προσωπικώς στους ίδιους ή στους νόμιμους αντιπροσώπους ή στους εκπροσώπους ...

 

2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα, νοείται, ως κατοικία, η οικία, το διαμέρισμα και γενικώς ο στεγασμένος χώρος που προορίζεται για διημέρευση και διανυκτέρευση, ενώ, ως χώρος εργασίας, ο χώρος άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας ...

 

Άρθρο 51

 

1. Αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 απουσιάζουν από την κατοικία τους, το έγγραφο παραδίδεται στο σύζυγο ή σε οποιονδήποτε από τους συγγενείς ή σε μέλος του προσωπικού, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν μαζί τους και, σε περίπτωση μη ανεύρεσης κανενός από τα παραπάνω πρόσωπα, σε οποιονδήποτε από τους λοιπούς συνοίκους.

 

2. Σύνοικοι θεωρούνται και οι θυρωροί των πολυκατοικιών ...

 

3. Η επίδοση στα πρόσωπα που προβλέπουν οι προηγούμενες παράγραφοι επιτρέπεται εφόσον, κατά την κρίση του οργάνου που ενεργεί την επίδοση, αυτά έχουν συνείδηση των πράξεών τους.

 

Άρθρο 55

 

1. Η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση: α) αν όλα τα πρόσωπα, προς τα οποία προβλέπεται ότι διενεργείται η παράδοση του εγγράφου ... αρνούνται την παραλαβή του ...

 

2. Η θυροκόλληση συνίσταται στην επικόλληση από μέρους του οργάνου της επίδοσης, με την παρουσία ενός μάρτυρα, του επιδοτέου εγγράφου στη θύρα της κατοικίας ... όπου κατοικεί ... το πρόσωπο προς το οποίο έπρεπε να διενεργηθεί η παράδοση του εγγράφου}

 

(παράβαλε και άρθρα 52, 59 και 61 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας).

 

8. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμόν 2895/2000 πράξη του Δασάρχη Πάρνηθας, εκδοθείσα, αυτεπαγγέλτως, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 του προαναφερθέντος νόμου 998/1979, χαρακτηρίσθηκε, ως δάσος, κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 3 του νόμου αυτού, έκταση εμβαδού 2.143,00 στρεμμάτων, στη θέση Ντάρδιζα - Σπηλιά Κορπή του Δήμου Άνω Λιοσίων, με την αιτιολογία ότι καλυπτόταν:

 

{εν όλω ή σποραδικώς από άγρια ξυλώδη φυτά (χαλέπιος πεύκη, αείφυλλα - πλατύφυλλα) τα οποία αποτελούσαν ... οργανική ενότητα}

 

ως δασική έκταση δε, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 5 της αυτής διατάξεως, έκταση εμβαδού 25,00 στρεμμάτων με την αιτιολογία ότι καλυπτόταν εν όλω ή σποραδικώς από άγρια ξυλώδη φυτά (πουρνάρια, αγριελιές κ.λ.π.) τα οποία αποτελούσαν ... οργανική ενότητα. Η ως άνω πράξη χαρακτηρισμού αναφέρει στο προοίμιό της, μεταξύ άλλων, στοιχεία από τον προσωρινό κτηματικό χάρτη της περιοχής, την σχετική από 23-06-2000 εισήγηση του δασολόγου του Δασαρχείου Πάρνηθας Γ. Π. που στηρίχθηκε σε φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών ετών λήψεως 1938 και 1945, καθώς και αποφάσεις των ετών 1936, 1985 και 1996, περί κηρύξεως ορισμένων εκτάσεων ως αναδασωτέων. Στις 02-06-2003 δασοφύλακας του Δασαρχείου Πάρνηθας διαπίστωσε ότι κατά το β' δεκαπενθήμερο του μηνός Μαΐου 2003 ο ήδη εκκαλών προέβη σε επανακατάληψη και περίφραξη εκτάσεως εμβαδού 1.770,00 m2 περίπου, στη θέση Κατερίνιζα του Δήμου Άνω Λιοσίων και φύτεψε στην έκταση αυτή 65 ρίζες ελιές. Όπως αναφέρεται στο σχετικό, από 04-09-2003 πρωτόκολλο μηνύσεως του ως άνω δασοφύλακα, η έκταση αυτή περιλαμβάνεται στις χαρακτηρισθείσες ως δασικές με την προαναφερθείσα 2895/2000 πράξη και φέρεται ως δημόσια δασική στους οικείους κτηματικούς χάρτες και πίνακες.

 

Στις 14-11-2003 διενεργήθηκε αυτοψία από υπαλλήλους του Δασαρχείου Πάρνηθας στην επίδικη θέση. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση αυτοψίας, η έκταση των 1.770,00 m2, για την οποία συνετάγη το προαναφερθέν πρωτόκολλο μηνύσεως, έχει χαρακτηρισθεί ως δάσος με την ανωτέρω πράξη του Δασάρχη, συνορεύει ανατολικά και βορείως με δημόσια δασική έκταση, νοτίως με δρόμο και δυτικά με ρέμα, οργώθηκε με μηχανικά μέσα τον Ιανουάριο 2003, τον Μάιο δε του ιδίου έτους στην έκταση αυτή κατασκευάσθηκε περίφραξη από συρματόπλεγμα και σιδηροπασσάλους, ύψους 2,00 m και φυτεύτηκαν 65 ρίζες ελιές. Η ανωτέρω έκθεση αυτοψίας συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο η έκταση εμβαδού 1.770,00 m2, αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Α. Ενόψει των διαπιστώσεων της αυτοψίας αυτής, με το 5519/2003 έγγραφο του Δασάρχη ο εκκαλών κλήθηκε να απομακρύνει την ανωτέρω περίφραξη, καθώς και τα ελαιόδενδρα, ακολούθως δε εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 2776/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία διατάχθηκε η κατεδάφιση - απομάκρυνση της περιφράξεως και των ελαιοδένδρων, με την αιτιολογία ότι οι επεμβάσεις αυτές έγιναν αυθαιρέτως εντός δασικής εκτάσεως, εμβαδού 1.770,00 m2, κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου 2003.

 

Εξάλλου, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, επίσης, ότι ο εκκαλών άσκησε αντιρρήσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αχαρνών κατά του προσωρινού κτηματικού χάρτη και πίνακα και ζήτησε να διορθωθούν αυτοί ως προς την εμφαινόμενη στον οικείο πίνακα με τον κωδικό αριθμό 1158575702 έκταση, ισχυριζόμενος ότι τμήμα της εκτάσεως αυτής, εμβαδού 1.950,00 m2, είναι αγροτική έκταση, ανήκουσα σε αυτόν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή. Το εν λόγω Ειρηνοδικείο, με την 51/1987 απόφασή του έκρινε ότι το τμήμα των 1.950,00 m2 έχει μορφή γεωργικής καλλιεργησίμου εκτάσεως και καλλιεργείτο ανέκαθεν ... με δημητριακά, έκανε δε δεκτές τις αντιρρήσεις και διέταξε την αναμόρφωση του προσωρινού κτηματικού χάρτη. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε εν συνεχεία από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο απέρριψε σχετική έφεση του Ελληνικού Δημοσίου (βλέπε την 7854/1997 απόφαση του εν λόγω Πολυμελούς Πρωτοδικείου). Ακολούθως, με την 7/1998 πράξη της Διευθύνσεως Δασών της Περιφέρειας Αττικής διορθώθηκαν ο Π. και Π. της Κτηματικής Μονάδας του Δήμου Άνω Λιοσίων και το κτήμα με κωδικό αριθμό 1158575702, εμβαδού 1.950,00 m2, καταχωρήθηκε ως ιδιωτική γεωργική έκταση, ανέκαθεν καλλιεργούμενη (βλέπε και το σχετικό απόσπασμα του διορθωτικού κτηματολογικού πίνακα). Τέλος, όπως αναφέρεται στην Έκθεση αντίκρουσης του Δασαρχείου Πάρνηθας, που διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με το 3842/2007 έγγραφο του Δασαρχείου αυτού, τμήμα της συνολικής εκτάσεως των 1.770,00 m2, για την οποία εκδόθηκε η προαναφερθείσα 2776/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, και συγκεκριμένα το τμήμα που εμφαίνεται με τα στοιχεία Ε, Γ, Β, Ζ, Ε στο διάγραμμα που συνοδεύει το ανωτέρω έγγραφο του Δασαρχείου, εμβαδού 967,77 m2, περιλαμβάνεται στην έκταση των 1.950,00 m2, την καταχωρηθείσα ως ιδιωτική γεωργική, ανέκαθεν καλλιεργούμενη, στη σχετική 7/6.4.1998 πράξη διορθώσεως των Π. και Π. της περιοχής.

 

9. Επειδή, κατά της ανωτέρω 2776/2004 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής ο εκκαλών άσκησε προσφυγή, ήτοι αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Προέδρου του οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία προέβαλε ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη κλήση του σε ακρόαση, κατά παράβαση του Συντάγματος και του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, και ότι είναι ακυρωτέα ως αόριστη, διότι δεν αναφέρει τις ακριβείς διαστάσεις της επίδικης περιφράξεως, ειδικότερα δε το μήκος της. Με το δικόγραφο της προσφυγής, ο εκκαλών ισχυρίσθηκε, περαιτέρω, ότι το έτος 1965 περιήλθε στην κυριότητά του ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού τριών στρεμμάτων, στην ειδικότερη θέση Φουρίθι, της θέσης Κατερίνιζα της ευρύτερης περιοχής Ντάρδιζα - Σπηλιά Κορπή του Δήμου Άνω Λιοσίων, ότι με την προαναφερθείσα 7854/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έκταση εμβαδού 1.950,00 m2 αναγνωρίσθηκε, αμετακλήτως, ως καλλιεργούμενη, τουλάχιστον από το 1945, ότι σε συμμόρφωση προς τη δικαστική αυτή απόφαση, με την ως άνω 7/1998 πράξη της Διευθύνσεως Δασών της Περιφέρειας Αττικής έγινε διόρθωση του προσωρινού κτηματικού χάρτη και του προσωρινού κτηματικού πίνακα της περιοχής και ότι, ενόψει τούτων, μη νομίμως εκδόθηκε η διαταγή κατεδαφίσεως, εφόσον οι επίδικες κατασκευές δεν βρίσκονται εντός δασικής αλλά εντός αγροτικής εκτάσεως. Προς αντίκρουση της προσφυγής το Δημόσιο προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη έκταση χαρακτηρίσθηκε ως δάσος με την προαναφερθείσα 2895/2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πάρνηθας και ότι, όπως προκύπτει από τη σχετική υπ' αριθμόν 760/2001 βεβαίωση της Διευθύνσεως Δασών Ανατολικής Αττικής, κατά της ανωτέρω πράξεως χαρακτηρισμού δεν ασκήθηκαν αντιρρήσεις στην οικεία Πρωτοβάθμιο Επιτροπή (βλέπε το από 15-03-2005 υπόμνημα του Δημοσίου). Με την εκκαλούμενη, αφού απορρίφθηκε ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, κρίθηκε ότι η προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής ήταν νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως. Ειδικότερα, η εκκαλούμενη, αφού έλαβε υπόψη τα προεκτεθέντα στοιχεία του φακέλου, δέχθηκε ότι η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα της ευρύτερης εκτάσεως, συνολικού εμβαδού 2.168,00 στρεμμάτων, για την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω 2895/13-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού, ότι η εν λόγω πράξη οριστικοποιήθηκε, εφόσον κατ' αυτής δεν ασκήθηκαν αντιρρήσεις σύμφωνα με σχετική βεβαίωση, και ότι, συνεπώς, ανεξαρτήτως εάν η έκταση των 1.950,00 m2, την οποία αφορά η πράξη διορθώσεως του προσωρινού κτηματικού χάρτη και πίνακα, ταυτίζεται με την επίδικη, νομίμως εκδόθηκε η διαταγή κατεδαφίσεως ενόψει της προαναφερθείσης πράξεως χαρακτηρισμού.

 

10. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι ο εκκαλών δεν κλήθηκε σε ακρόαση από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής πριν από την έκδοση της επίδικης 2776/2004 διαταγής κατεδαφίσεως και ότι η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε χωρίς νόμιμη αιτιολογία τον προβληθέντα σχετικό λόγο ακυρώσεως περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο δασοφύλακας του Δασαρχείου Πάρνηθας Π. Δ. μετέβη στις 02-02-2004 στην κατοικία του εκκαλούντος, για να του επιδώσει την 5519/2003 πρόσκληση του οικείου Δασάρχη, περί απομακρύνσεως της περιφράξεως και των ελαιοδένδρων από την επίδικη έκταση. Ο εκκαλών, καίτοι ανεβρέθηκε στην κατοικία του, αρνήθηκε να παραλάβει την πρόσκληση αυτή, ενόψει δε της αρνήσεως ο δασοφύλακας, παρουσία μάρτυρος, προέβη σε επικόλληση της προσκλήσεως στην θύρα της κατοικίας του εκκαλούντος (βλέπε την από 02-02-2004 έκθεση επιδόσεως). Υπό τα δεδομένα αυτά ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη ο πρωτοδίκως προβληθείς λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα.

 

11. Επειδή, με την έφεση, όπως συμπληρώνεται με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται, περαιτέρω, ότι κατά της 2895/2000 πράξεως χαρακτηρισμού ο εκκαλών είχε ασκήσει στις 23-03-2001 αντιρρήσεις, επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί απόφαση της οικείας Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων και ότι, ως εκ τούτου, δεν αιτιολογείται νομίμως η κρίση της εκκαλουμένης περί οριστικοποιήσεως της πράξεως αυτής κατά το χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως. Προς απόδειξη δε αυτού του λόγου εφέσεως προσκομίζεται στο Δικαστήριο αντίγραφο των ασκηθεισών από τον εκκαλούντα αντιρρήσεων, καθώς και το σχετικό 1752/2006 έγγραφο της Διευθύνσεως Δασών Ανατολικής Αττικής, στο οποίο αναφέρεται ότι η ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού δεν έχει τελεσιδικήσει. Όπως, όμως, συνομολογεί ο εκκαλών, οι ανωτέρω αντιρρήσεις είχαν υποβληθεί στις 23-03-2001, δηλαδή πολύ πριν από την άσκηση της από 05-11-2004 προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Συνεπώς, εφόσον δεν πρόκειται για οψιγενή ισχυρισμό, δυνάμενο να προβληθεί το πρώτον στην κατ' έφεση δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος (παράβαλε ΣτΕ 2468/2008 Ολομέλεια). Περαιτέρω, ο λόγος είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, καθόσον, όπως έχει ήδη κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 14 του προαναφερθέντος νόμου 998/1979, με την άπρακτη πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας που τάσσεται από την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού για την έκδοση της σχετικής αποφάσεως της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής τεκμαίρεται σιωπηρή απόρριψη των σχετικών αντιρρήσεων ή της προσφυγής από την οικεία επιτροπή (βλέπε ΣτΕ 3627/2003 επταμελές). Συνεπώς, εν προκειμένω, οι ασκηθείσες στις 23-03-2001 αντιρρήσεις είχαν απορριφθεί σιωπηρώς πολύ πριν από την άσκηση της από 05-11-2004 προσφυγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη και είχε, έτσι, διατηρηθεί σε ισχύ η πράξη χαρακτηρισμού που ελήφθη υπόψη από το Διοικητικό Πρωτοδικείο. Και ναι μεν, όπως επίσης έχει κριθεί, η ανωτέρω τρίμηνη προθεσμία δεν έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα, δηλαδή, με την συμπλήρωσή της, δεν εξαντλείται η κατά χρόνον αρμοδιότητα των παραπάνω επιτροπών, οι οποίες μπορούν να αποφανθούν και μετά τη λήξη του εν λόγω τριμήνου (βλέπε ΣτΕ 3627/2003 επταμελές), το ενδεχόμενο, όμως, αποδοχής των ως άνω αντιρρήσεων από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή και ανατροπής, κατόπιν τούτου, της πράξεως χαρακτηρισμού του Δασάρχη, που απετέλεσε το έρεισμα της διαταγής κατεδαφίσεως, δεν κλονίζει την αιτιολογία της επίδικης διαταγής, αλλά θα αποτελούσε λόγο ανακλήσεώς της στο μέλλον.

 

12. Επειδή, προβάλλεται, επίσης ότι δεν αιτιολογείται νομίμως η κρίση της εκκαλουμένης για τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως, καθόσον η έκταση αυτή είναι αγρός, καλλιεργούμενος τουλάχιστον από το 1945, όπως προκύπτει από την 51/1987 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αχαρνών και την 78854/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία διορθώσεως του προσωρινού κτηματολογικού πίνακα, καθώς και από την εκδοθείσα σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις αυτές 7/1998 πράξη διορθώσεως της Διευθύνσεως Δασών της Περιφέρειας Αττικής, σύμφωνα με την οποία έκταση εμβαδού 1.950,00 m2 είναι ιδιωτική, ανήκουσα στον εκκαλούντα, ανέκαθεν δε καλλιεργούμενη. Όπως προεκτέθηκε (βλέπε ανωτέρω, σκέψη 9), ο λόγος αυτός είχε προβληθεί και πρωτοδίκως, απορρίφθηκε δε με την εκκαλούμενη, ως αλυσιτελής, χωρίς να ερευνηθεί κατ' ουσίαν. Σύμφωνα, όμως, με τα διαλαμβανόμενα στο προαναφερθέν 3842/2007 έγγραφο του Δασαρχείου Πάρνηθας (βλέπε ανωτέρω, σκέψη 8), τμήμα της συνολικής εκτάσεως των 1.770,00 m2, για την οποία εκδόθηκε η επίδικη διαταγή κατεδαφίσεως, και συγκεκριμένα το τμήμα εμβαδού 967,77 m2, αποτυπούμενο με τα στοιχεία Ε, Γ, Β, Ζ, Ε στο διάγραμμα που συνοδεύει το έγγραφο αυτό του Δασαρχείου, περιλαμβάνεται στην έκταση η οποία εμφανίζεται ως ιδιωτική γεωργική, ανέκαθεν καλλιεργούμενη στην 7/1998 πράξη διορθώσεως των Π. και Π. της περιοχής. Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή ένα μεγάλο τμήμα της επίδικης εκτάσεως αναγνωρίζεται από το οικείο Δασαρχείο ως ανέκαθεν καλλιεργούμενο και δεν προκύπτει εάν τα προς απομάκρυνση ελαιόδενδρα και περίφραξη ευρίσκονται στο εν λόγω τμήμα ή όχι, η 2776/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία διατάχθηκε η απομάκρυνση των ελαιοδένδρων και της περιφράξεως, παρίσταται ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως δε, κατ' αποδοχή του αντίστοιχου λόγου της αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή και να ακυρωθεί η προσβληθείσα υπ' αριθμόν 2776/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, να αναπεμφθεί δε η υπόθεση στη Διοίκηση, για νέα νόμιμη κρίση.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την έφεση.

 

Εξαφανίζει την υπ' αριθμόν 922/2006 απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας.

 

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος για την έφεση παραβόλου.

 

Δικάζει την αίτηση ακυρώσεως και την δέχεται.

 

Ακυρώνει την υπ' αριθμόν 2776/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής.

 

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος για την αίτηση ακυρώσεως παραβόλου.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος, που ανέρχεται σε 920 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 04-03-2008 και στις 12-01-2010

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

Η Γραμματέας

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 13-01-2010.

 

Ο Πρόεδρος του Ε' Τμήματος

Η Γραμματέας

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.