Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 5390/12

ΣτΕ 5390/2012


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 5390/2012

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 04-05-2011, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Ν. Ρόζος, Ιωάννης Μαντζουράνης, Αντώνης Ντέμσιας, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Όλγα Παπαδοπούλου, Χρήστος Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη.

 

Για να δικάσει την από 10-03-2010 αίτηση:

 

των:

 

1. Σωματείου με την επωνυμία Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Φιλίππου 51), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Ευάγγελο Ντούβλη (αριθμός μητρώου 21172), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 

2. __________ ... 8. __________ ο οποίος παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Ευάγγελο Ντούβλη, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι 25-05-2011, για τη νομιμοποίησή του και

 

κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και ήδη αρμοδιότητας Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ο οποίος παρέστη με την Χριστίνα Διβάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά του παρεμβαίνοντος __________, κατοίκου Θεσσαλονίκης (__________), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Θεμιστοκλή Μύρτσο (αριθμός μητρώου 797 Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε στο ακροατήριο.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν:

 

1) η υπ' αριθμόν 34/2009 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων νομού Θεσσαλονίκης, με την οποία δέχθηκε την από 26-05-2009 αίτηση του Κωνσταντίνου Πανίδη, διέταξε την άρση της αναδασωτέας ιδιότητάς του με αριθμό 45 τεμαχίου του Αγροκτήματος Πανοράματος νομού Θεσσαλονίκης, εκτάσεως 2.300 m2 και ανακάλεσε την Γ/1157/1990 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε ανακληθεί, για λόγους νομιμότητας και δημοσίου συμφέροντος η ΓΔ/1877/1979 απόφαση του ίδιου πιο πάνω Νομάρχη,

 

2) η υπ' αριθμόν 6510/1984 απόφαση του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χρήστου Λιάκουρα.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμόν 876823/2010 ειδικό έντυπο παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση α) της υπ' αριθμόν 34/2009 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Θεσσαλονίκης, με την οποία, ύστερα από την από 26-05-2009 αίτηση του Κωνσταντίνου Πανίδη διατάχθηκε η άρση της αναδασωτέας ιδιότητας του υπ' αριθμόν 45 κληροτεμάχιου του αγροκτήματος Πανοράματος του νομού Θεσσαλονίκης, εμβαδού 2.300 m2 καθώς και η ανάκληση της υπ' αριθμόν ΓΔ/1157/1990 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης (ΦΕΚ 240/Δ/1990), με την οποία η εν λόγω έκταση είχε κηρυχθεί αναδασωτέα και β) του υπ' αριθμόν 6510/1984 εγγράφου του Προϊσταμένου του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης προς τη δικαιοπάροχο του ανωτέρω __________, με το οποίο βεβαιώνεται ότι η προαναφερόμενη έκταση καλλιεργείται σήμερα γεωργικά και έτσι σύμφωνα με την παράγραφο 6)α του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 ... δεν υπάγεται στις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου αυτού.

 

3. Επειδή, υπέρ της διατήρησης των προσβαλλόμενων πράξεων ασκεί παραδεκτώς παρέμβαση ο φερόμενος ως ιδιοκτήτης της εν λόγω έκτασης __________.

 

4. Επειδή, εκκρεμούσης της υπό κρίση αίτησης εκδόθηκε ο νόμος 3900/2010 (ΦΕΚ 213/Α/2010), με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του οποίου προστέθηκε, μεταξύ άλλων, η περίπτωση ι)δ στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 702/1977, όπως ίσχυε, σύμφωνα με την οποία υπάγονται στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων και οι διαφορές που αφορούν την κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων κατά τα άρθρα 38 και 41 του νόμου 998/1979. Περαιτέρω, στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 50 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι:

 

{Οι διατάξεις των άρθρων 47 παράγραφοι 1 και 2, 48 παράγραφος 2, 3 και 4 και 49 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις.}

 

Συνεπώς, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις η υπό κρίση αίτηση ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το Δικαστήριο, όμως, κρίνει ότι συντρέχει λόγος να δικαστεί η υπόθεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 67 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΦΕΚ 8/Α/1989).

 

5. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την υπ' αριθμόν 50113/2580/1935 απόφαση του Γενικού Διοικητού Μακεδονίας (ΦΕΚ 88/Β/1935) είχε κηρυχθεί αναδασωτέα έκταση πέριξ της Θεσσαλονίκης, εμβαδού, κατά την απόφαση, 14.500 στρεμμάτων, περιγραφόμενη κατά τρόπο γενικό ως προς τα όριά της. Όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση, από την αναδάσωση εξαιρέθηκαν οι υπάρχουσες εντός της εκτάσεως αυτής συμπαγείς γεωργικές εκτάσεις των χωρίων της περιοχής. Η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμόν ΓΔ/2193/1973 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης (ΦΕΚ 1322/Β/1973), με σκοπό να προσδιοριστεί κατά τρόπο συγκεκριμένο η αναδασωτέα έκταση ως προς τα όρια και το εμβαδόν.

 

Ειδικότερα, με την τροποποιητική αυτή απόφαση καθορίσθηκαν λεπτομερώς τα εξωτερικά όρια της έκτασης, προσδιορίσθηκε το συνολικό εμβαδόν της σε 29.790 στρέμματα, από τα οποία 23.868 στρέμματα θεωρήθηκε ότι ανήκουν στο Δημόσιο, 5.270 στρέμματα στην Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ανταλλαξίμων Κτημάτων και 652 στρέμματα σε ιδιώτες από οριστικές διανομές, κηρύχθηκε δε ολόκληρη η έκταση των 29.790 στρεμμάτων ως αναδασωτέα, με την εξαίρεση μόνον 14 χώρων ειδικώς κατονομαζομένων, με μνεία της χρήσης και του εμβαδού τους, όπως δεξαμενές, νεκροταφεία, σχολεία, Ιερά Μονή και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Η τελευταία αυτή απόφαση συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμόν ΓΔ/1877/1979 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης (ΦΕΚ 366/Δ/1979), με την οποία, κατά τροποποίηση της προηγούμενης, εξαιρέθηκαν από την αναδάσωση οι εκτάσεις, των οποίων είχε αναγνωρισθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας, καθώς και οι γεωργοδενδροκομικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις και οι εκτάσεις στις οποίες είχαν ανεγερθεί κτιριακές επαγγελματικές εγκαταστάσεις και οι οποίες ήταν μισθωμένες στους κατόχους τους καλλιεργητές.

 

Η νομαρχιακή αυτή απόφαση του έτους 1979 ανακλήθηκε με την υπ' αριθμόν 1157/1990 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης (ΦΕΚ 251/Δ/1990) για λόγους νομιμότητας και δημοσίου συμφέροντος, κατόπιν της διαπίστωσης ότι με την ανακληθείσα απόφαση είχε γίνει, υπό το κράτος ισχύος του Συντάγματος 1975, μη επιτρεπόμενη μερική άρση της αναδάσωσης.

 

Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια της ισχύος της ανωτέρω υπ' αριθμόν ΓΔ/1877/1979 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, ύστερα από αίτηση της μητέρας και δικαιοπαρόχου του παρεμβαίνοντος, εκδόθηκε το συμπροσβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση υπ' αριθμόν 6510/1984 έγγραφο του Δασάρχη Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το οποίο το επίδικο υπ' αριθμόν 45 κληροτεμάχιο υπάγεται στις διατάξεις της παραγράφου 6)α του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 και, ως εκ τούτου, δεν διέπεται από τη δασική νομοθεσία. Οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 14 του νόμου 998/1979 διατυπώσεις δημοσιότητας για το εν λόγω έγγραφο τηρήθηκαν μόλις το έτος 2007, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμόν 1494/2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Πανοράματος, στο οποίο βεβαιώνεται ότι το ανωτέρω έγγραφο αναρτήθηκε στον πίνακα ανακοινώσεων του Δήμου στις 16-03-2007, και από τα 16-03-2007 φύλλα των τοπικών εφημερίδων ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΤΥΠΟΣ Θεσσαλονίκης στα οποία δημοσιεύθηκε το εν λόγω έγγραφο.

 

Περαιτέρω, μετά την ανάκληση της ΓΔ/1877/1979 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης με την προαναφερόμενη 1157/1990 απόφαση του ιδίου αναβίωσε η ΓΔ/2193/1973 νομαρχιακή απόφαση με συνέπεια ολόκληρη η έκταση των 29.790 στρεμμάτων, πλην των 14 ειδικώς κατονομαζόμενων χώρων, να υπαχθεί εκ νέου στο προστατευτικό καθεστώς των αναδασωτέων εκτάσεων, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, της γεωργοδενδροκομικής καλλιέργειας ή της επαγγελματικής χρήσης ορισμένων τμημάτων της.

 

Κατά τα αυτά στοιχεία του φακέλου, λόγω εκραγείσας την 06-07-1997 πυρκαϊάς, αποτεφρώθηκε στην ίδια περιοχή συνολική έκταση 15.431 στρεμμάτων. Από την έκταση αυτή, η Διοίκηση θεώρησε ότι δασικές εκτάσεις αποτελούσαν μόνον τα 14.869 στρέμματα, τα οποία και κήρυξε εκ νέου αναδασωτέα με την υπ' αριθμόν ΔΔ/2835/1997 απόφαση του Γενικού Γραμματέως Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (ΦΕΚ 956/Δ/1997), ενώ έκρινε αφενός μεν ότι εντός των ορίων του Δάσους - Πάρκου υφίσταντο και μη δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, συνολικού εμβαδού 1.117,8 στρεμμάτων, τις οποίες, για λόγους ενότητας με τις δασικές εκτάσεις, κήρυξε, με την υπ' αριθμόν ΔΔ/2871/1997 απόφαση του Γενικού Γραμματέως Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (ΦΕΚ 956/Δ/1997), δασωτέες προς απαλλοτρίωση, αφετέρου δε ότι υφίσταντο στην αυτή περιοχή και εκτάσεις, οι οποίες είχαν δομηθεί νομίμως προ του 1973 και μεταξύ των ετών 1979 και 1990 και τις οποίες με την ίδια απόφαση, που συνοδεύεται και από ειδικό πίνακα των τελευταίων αυτών εκτάσεων, εξαίρεσε από την δάσωση, με την αιτιολογία ότι είχε δημιουργηθεί μη αναστρέψιμη κατάσταση.

 

Με την υπ' αριθμόν 3643/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι δύο τελευταίες αυτές πράξεις του Γενικού Γραμματέως Περιφέρειας ακυρώθηκαν στο σύνολό τους. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι με την πρώτη μη νομίμως εξαιρέθηκαν από το προστατευτικό καθεστώς των αναδασωτέων εκτάσεων εκτάσεις περιλαμβανόμενες εντός των ορίων της κηρυχθείσης το έτος 1973, με πράξη που εξακολουθούσε να ισχύει, ως αναδασωτέας περιοχής, και με τον τρόπο αυτό μεταβλήθηκε ανεπιτρέπτως ο χαρακτήρας τους, και ότι με τη δεύτερη μη νομίμως αφενός χαρακτηρίσθηκαν ως δασωτέες, με την εκδοχή ότι είχαν αγροτικό χαρακτήρα, εκτάσεις, οι οποίες ενέπιπταν στα όρια της κατά τα ανωτέρω κηρυχθείσης ως αναδασωτέας περιοχής, αφετέρου δε εξαιρέθηκαν και από τον χαρακτηρισμό ως δασωτέων, για μόνο τον λόγο ότι είχαν νομίμως, κατά την αντίληψη της διοίκησης, δομηθεί, οι αναγραφόμενες στον σχετικό πίνακα και περιλαμβανόμενες στην ανωτέρω περιοχή εκτάσεις, ενώ, όπως έγινε δεκτό με την απόφαση αυτή του Δικαστηρίου, το γεγονός αυτό δεν αποτελούσε επιτρεπτό κατά το Σύνταγμα και τον νόμο λόγο εξαίρεσης των εκτάσεων αυτών από την αναδάσωση. Τριτανακοπές ιδιοκτητών εκτάσεων που είχαν εξαιρεθεί από την αναδάσωση κατά της παραπάνω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορρίφθηκαν με τις υπ' αριθμόν 4086/2001 - 4095/2001 αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου.

 

Με την από 20-02-2004 αίτησή του προς το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ο παρεμβαίνων Κωνσταντίνος Πανίδης ζήτησε την άρση της αναδάσωσης, η οποία είχε επιβληθεί, δυνάμει των προαναφερθεισών αποφάσεων, σε ακίνητό του ευρισκόμενο στην περιοχή Πανοράματος Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, και αφού το προαναφερόμενο αίτημά του απορρίφθηκε σιωπηρά, ο παρεμβαίνων, υπέβαλε ενώπιον του Δασάρχη Θεσσαλονίκης την από 26-05-2009 αίτησή του με την οποία ζήτησε την τήρηση της διαδικασίας της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 44 του νόμου 998/1979, που προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 36 του νόμου 3698/2008, προκειμένου να αρθεί η επιβληθείσα στο ακίνητό του αναδάσωση. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την υπ' αριθμόν 34/2009 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Θεσσαλονίκης με την ακόλουθη αιτιολογία:

 

{Από την κατάθεση της μάρτυρος Αγγελίδου Ελένης δασολόγου, τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα που βρίσκονται στο φάκελο της υπόθεσης, το σύνολο των ισχυρισμών των ενδιαφερομένων μερών και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμόν 50113/2580/1935 πράξη του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας κηρύχθηκαν αναδασωτέες δημόσιες εκτάσεις πέριξ της πόλης της Θεσσαλονίκης, εμβαδού 14.500 στρεμμάτων εκτός των συμπαγών γεωργικών εκτάσεων που βρίσκονται εντός της περιμέτρου της κηρυχθείσας ως αναδασωτέας έκτασης. Από την παραπάνω πράξη, σύμφωνα με παλαιότερα έγγραφα του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης (αριθμ. 9179/320/1966 και 50794/3731/1969 έγγραφα του Υπουργείου Γεωργίας και υπ' αριθμόν 8812/1968 έγγραφο του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης) προκύπτει ότι εξαιρούντο της αναδασωτέας ιδιότητας τα κληροτεμάχια των οριστικών διανομών που δόθηκαν για γεωργική καλλιέργεια καθώς και οι αγροί για τους οποίους υπήρχαν αναγνωριστικές αποφάσεις κυριότητας. Οριστική διανομή στο αγρόκτημα Πανοράματος για την αποκατάσταση προσφύγων έγινε το έτος 1931 και κυρώθηκε με το νόμο [Ν] 5496/1932 στη νεοϊδρυθείσα το έτος 1930 Κοινότητα Πανοράματος. Στο πρωτόκολλο προσωρινής οροθεσίας και αποτερματισμού του Δάσους Πάρκου, στην 19η Συνεδρίαση που έγινε στις 03-06-1968 αναφέρονται όλες οι εκτάσεις που παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες κατοίκους περιοχής Πανοράματος προς καλλιέργεια βάσει της οριστικής διανομής του 1931. Μεταξύ των άλλων αναφέρεται και το υπ' αριθμόν 45 κληροτεμάχιο εμβαδού 2.300 m2 το οποίο παραχωρήθηκε στον Παχατουρίδη Κωνσταντίνο με το υπ' αριθμόν 123/1932 παραχωρητήριο και εκδόθηκε ο υπ' αριθμόν 6118/1949 τίτλος κυριότητας της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, στη δε κυριότητα του αιτούντος περιήλθε με το υπ' αριθμόν 16134/986 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Μαρίνας Ψαρού - Χιωτέρη. Με την υπ' αριθμόν ΓΔ/1877/1979 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία τροποποιήθηκε η 2193/1973 όμοια, εξαιρέθηκαν της αναδασωτέας ιδιότητας οι γεωργικά και δενδροκομικά καλλιεργούμενες εκτάσεις και όσες έχουν αλλάξει χρήση ή ανήκαν στην κυριότητα φυσικών και νομικών προσώπων. Από την στερεοσκοπική παρατήρηση των αεροφωτογραφιών έτους 1945 φαίνεται ότι το αριθμ. 45 κληροτεμάχιο καλλιεργείται και βρίσκεται εντός ευρύτερης έκτασης της ίδιας μορφής. Από τη στερεοσκοπική παρατήρηση των αεροφωτογραφιών έτους 1960 φαίνεται ότι η έκταση έχει την ίδια μορφή με το 1945. Από την στερεοσκοπική παρατήρηση των αεροφωτογραφιών έτους 1979 φαίνεται ότι η έκταση δεν καλλιεργείται και φέρει χορτολιβαδική βλάστηση. Από τη στερεοσκοπική παρατήρηση των αεροφωτογραφιών έτους 1988 φαίνεται ότι η έκταση είναι γυμνή, χωρίς δασική βλάστηση και αποτελεί τμήμα ευρύτερης μη δασικής έκτασης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το υπ' αριθμόν 45 κληροτεμάχιο ανέκαθεν στερείτο παντελώς δασικής βλάστησης, δηλαδή δεν προέκυψε ποτέ το θέμα δασοκάλυψης, πόσο μάλλον καταστροφής της από οποιαδήποτε αιτία. Στη μελέτη αναδασώσεων του Δημόσιου Δάσους Πάρκου Θεσσαλονίκης η οποία εγκρίθηκε με την υπ' αριθμόν 204790/3395/1976 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, τα κληροτεμάχια που απεικονίζονται ως γεωργικές εκτάσεις στο χάρτη που συνοδεύει τη μελέτη δεν περιλαμβάνονται στις εκτάσεις προς αναδάσωση. Το υπ' αριθμόν 45 κληροτεμάχιο συμπεριλαμβάνεται στις αγροτικές εκτάσεις της συστάδας 10Γ. Το έτος 1996 συντάχθηκε ο προσωρινός κτηματικός χάρτης του Δάσους Πάρκου περιοχής Πανοράματος κατ' εφαρμογή των διατάξεων του νόμου [Ν] 248/1976 και του νόμου 998/1979. Σύμφωνα με τον κτηματολογικό πίνακα και χάρτη το υπ' αριθμόν 45 κληροτεμάχιο εμβαδού 2.300 m2 εμπίπτει εντός του Κ.Α.5098 στο φύλλο χάρτη 015652 ως ιδιωτική μη δασικού χαρακτήρα έκταση κηρυγμένη αναδασωτέα με την υπ' αριθμόν ΓΔ/1573/1990 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης. Το έτος 1984 εκδόθηκε η με αριθμό 6510/1984 βεβαίωση του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης σύμφωνα με την οποία η έκταση του με αριθμό 45 κληροτεμαχίου ως ανήκουσα στην κατηγορία 6)α του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 δεν διέπεται από τις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας. Ο αιτών προχώρησε στη διαδικασία δημοσιοποίησης της παραπάνω βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 998/1979 επέχει πλέον θέση χαρακτηρισμού. Σύμφωνα με το υπ' αριθμόν ΔΔ/2290/2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών νομού Θεσσαλονίκης δεν ασκήθηκαν αντιρρήσεις κατά της παραπάνω πράξης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίδικη έκταση κατά τη χρονική περίοδο από το έτος 1931 έως σήμερα ήταν μη δασική. Συνεπώς, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 παράγραφος 2 του νόμου 3208/2003, εφόσον πρόκειται για έκταση που εμπίπτει στην περίπτωση της παραγράφου 6)α του νόμου 998/1979, δεν υπάγεται στις διατάξεις του Δασικού Κώδικα και η εκδοθείσα απόφαση περί κηρύξεώς της αναδασωτέας πρέπει να αρθεί.}

 

Κατά της πράξης αυτής ασκείται η υπό κρίση αίτηση.

 

6. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τα άρθρα 24 παράγραφος 1 και 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις υπάγονται ως φυσικά αγαθά σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς προς διατήρηση της μορφής τους και της κατά προορισμό χρήσης τους, στο αυτό δε προστατευτικό καθεστώς υπάγονται και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ως αναδασωτέες. Στις τελευταίες εξ άλλου αυτές εκτάσεις, ανεξαρτήτως εάν είναι ιδιωτικές ή δημόσιες, απαγορεύονται επεμβάσεις πριν από την πραγματοποίηση του σκοπού της αναδάσωσης και την ανάκτηση της δασικής μορφής της έκτασης, ανεξαρτήτως εάν η πράξη κήρυξης της αναδάσωσης έχει εκδοθεί πριν ή μετά την ισχύ του Συντάγματος (ΣτΕ Ολομέλεια 2778/1988, 3479/1997, 2500/1998, 3643/1999, 1520/2002, 286/2005). Συνεπώς, τυχόν αποφάσεις, με τις οποίες ορισμένες εκτάσεις κηρύσσονται αναδασωτέες, μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να ανακληθούν μόνο για πλάνη περί τα πράγματα ως προς το δασικό χαρακτήρα, η οποία πρέπει να καλύπτει ολόκληρο το χρονικό διάστημα από την κήρυξη της αναδάσωσης και εφεξής και να αποδεικνύεται με συγκεκριμένα, ειδικά για κάθε ακίνητο, στοιχεία (ΣτΕ 4086/2001, 235/2004). Παρέπεται, επομένως, ότι, όπως έχει κριθεί (βλέπε ΣτΕ 3696/1998, 235/2004), προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατ' αρχήν υποχρέωση της Διοίκησης να εξετάσει κατ' ουσία σχετικό αίτημα και, ενδεχομένως, να ανακαλέσει πράξη κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας, πρέπει να τεθούν υπ' όψη της νέα συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, ανατρέπουν την πραγματική βάση, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση αυτής, θεμελιώνοντας πλάνη περί τα πράγματα. Άλλως, η απόφαση περί αναδάσωσης είναι δυνατόν να αρθεί μόνον όταν έχει αυτή υλοποιηθεί και έχει ολοκληρωθεί η αναβίωση της καταστραφείσας δασικής βλάστησης. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η άρνηση της Διοίκησης, όπως, κατόπιν σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου, προβεί σε ανάκληση και παράνομης ακόμη διοικητικής πράξης, δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, δυναμένη να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως. Εφ' όσον, όμως, η Διοίκηση επιληφθεί σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου και αποφανθεί κατόπιν νέας κατ' ουσία έρευνας, η σχετική αρνητική πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα, πρέπει δε να αιτιολογείται νομίμως (βλέπε ΣτΕ 5931/1996, 3696/1998, 389/1998, 2830/1999, 2673/2001, 2399/2002, 235/2004).

 

7. Επειδή, στο άρθρο 44 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 289/Α/1979), προβλέπονται περιπτώσεις άρσης της αναδάσωσης, στη δε παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, που προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 36 του νόμου 3698/2008 (ΦΕΚ 198/Α/2008), ορίζονται τα εξής:

 

{4. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, καθώς και όταν ανακαλείται πράξη κηρύξεως εκτάσεως αναδασωτέας για οποιαδήποτε πραγματική ή νομική αιτία, απαιτείται απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του νόμου 998/1979, επί της προτάσεως της οικείας Δασικής Υπηρεσίας.}

 

8. Επειδή, σύμφωνα με την πλειοψηφούσα γνώμη, με την ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 44 του νόμου 998/1979, που προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 36 του νόμου 3698/2008, θεσπίζεται νέα, σε σχέση με την έως τότε ισχύουσα ρύθμιση, διαδικασία ανάκλησης πράξης αναδάσωσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η αίτηση για την ανάκληση πρέπει να υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο στο αρμόδιο για την έκδοση της πράξης αναδάσωσης όργανο, στο οποίο ανήκει και η αρμοδιότητα ανάκλησής της, δηλαδή στον οικείο Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, συνοδευόμενη από νέα στοιχεία, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, μπορούν να κλονίσουν την πραγματική βάση της αναδάσωσης, ο δε Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας υποχρεούται, σε κάθε περίπτωση, να αποστείλει την εν λόγω αίτηση στην αρμόδια κατά τόπο Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, η απόφαση της οποίας δεν συνιστά εκτελεστή πράξη αλλά απλή γνωμοδότηση σχετικά με τη βασιμότητα του αιτήματος ανάκλησης της αναδάσωσης και ακολούθως ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας, στον οποίο ανήκει η αποφασιστική αρμοδιότητα, δέχεται ή απορρίπτει την σχετική αίτηση. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση απαραδέκτως ασκείται κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, η οποία στερείται εκτελεστότητας. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου Κ. Μενουδάκου και του Συμβούλου κ. Ρόζου, από την γραμματική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης, σύμφωνα με τη διατύπωση της οποίας τόσο για την άρση αναδάσωσης κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 44 του νόμου 998/1979, όσο και για την ανάκληση πράξης αναδάσωσης, εφόσον συντρέχουν οι κατά τα προαναφερόμενα προϋποθέσεις, απαιτείται απόφαση της οικείας πρωτοβάθμιας επιτροπής, ύστερα από πρόταση της δασικής υπηρεσίας, προκύπτει ότι η απόφαση της επιτροπής έχει εκτελεστό χαρακτήρα, η δε άρση ή ανάκληση της αναδάσωσης χωρεί, βάσει της απόφασης αυτής, με πράξη, που έχει επίσης εκτελεστό χαρακτήρα, εκδιδόμενη από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, ο οποίος δύναται να αναπέμψει την υπόθεση στην επιτροπή για λόγους νομιμότητας.

 

9. Επειδή, στον νόμο 998/1979 (ΦΕΚ 289/Α/1979) προβλέπεται η χαρτογράφηση των δασών και των δασικών εκτάσεων και η σύνταξη δασικού χάρτη, ο οποίος, μετά την τήρηση ορισμένης διαδικασίας, κυρώνεται με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (άρθρο 12), καθώς και η τήρηση γενικού δασολογίου στην Κεντρική Δασική Υπηρεσία και τοπικού δασολογίου σε κάθε Δασαρχείο, στο οποίο καταχωρίζονται τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που αποτυπώνονται στους δασικούς χάρτες (άρθρο 13). Περαιτέρω, στο άρθρο 14 του νόμου αυτού ορίζονται τα εξής:

 

{1. Εάν δεν έχει καταρτισθεί εισέτι δασολόγιο, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει το δάσος ή η δασική έκτασις κατά τις στο άρθρο 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ' αίτηση οιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως δια πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου.

 

2. Η κατά την προηγουμένη παράγραφο πράξις, ερειδόμενη επί σχετικής εισηγήσεως αρμοδίου δασολόγου και των τυχόν υφισταμένων στοιχείων φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη δι' αναφοράς εις την μορφολογία του εδάφους, το είδος, την σύνθεση, την έκταση της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τις τυχόν επελθούσας προσφάτους αλλοιώσεις ή καταστροφές, ως και εις παν έτερον χρήσιμο στοιχείον προς χαρακτηρισμό της εκτάσεως. Η πράξις αυτή κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετική αίτηση ιδιώτη ή νομικό πρόσωπον ή δημοσία υπηρεσία, αποστέλλεται δε εις τον οικείον δήμο ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα με μέριμνα του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικό κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμο ή κοινότητα μετά περιλήψεως του περιεχομένου της δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικές εφημερίδες ή εις μίαν τοπική και μίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης.

 

3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης οι προηγούμενες παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομο συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου, εντός δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, ή, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγουμένη παράγραφο δημοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το άρθρο 10 παράγραφος 3 επιτροπής του νομού, εις ον ευρίσκεται η υπό αμφισβήτηση έκτασις ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτής. Η επιτροπή ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ' όψιν τον σχετικό φάκελο και τις προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτη, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήσει αυτοψία προς μόρφωση ασφαλέστερης γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται αιτιολογημένα εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων.

 

4. Οι κατά την προηγουμένη παράγραφο αποφάσεις των επιτροπών, δι' ων χαρακτηρίζονται περιοχές τινές ή τμήματα αυτών ως δάση ή δασικές εκτάσεις, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ' όψιν κατά την μεταγενεστέρα χαρτογράφηση και την σύνταξιν του δασολογίου της περιοχής ή κατά την συμπλήρωση αυτού, συμφώνως προς τα στα άρθρα 12 και 13 οριζόμενα.}

 

10. Επειδή, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 14 του νόμου 998/1979 θεσπίζουν προσωρινά, μέχρι την έγκριση του δασικού χάρτη, ειδική διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με σκοπό την επίλυση του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό, τόσο για την Διοίκηση όσο και για τους ενδιαφερομένους ιδιώτες. Οι κρίσεις των προβλεπομένων στις ανωτέρω διατάξεις οργάνων, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πρέπει, εν όψει των συνεπειών του χαρακτηρισμού, να είναι προσηκόντως αιτιολογημένες, από πλευράς, ιδίως, της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της σύνθεσης, της πυκνότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βλάστησης, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου.

 

Από τις διατάξεις εξ άλλου αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας των δασών (άρθρα 24 παράγραφος 1 και 117 παράγραφος 3), συνάγονται τα ακόλουθα: Η διαδικασία χαρακτηρισμού κινείται είτε αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο δασάρχη είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου ιδιώτη είτε ύστερα από παραπομπή του ζητήματος από δημόσια αρχή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο δασάρχης υποχρεούται να ακολουθήσει τη διαδικασία του νόμου και δεν έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα. Ο δασάρχης οφείλει, δηλαδή, να εκδώσει προσηκόντως αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με τα κριτήρια του νόμου, περαιτέρω δε υποχρεούται να κοινοποιήσει την απόφασή του στον ιδιώτη ή στη δημόσια αρχή που υπέβαλε τη σχετική αίτηση και να τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο. Η απόφασή του αυτή, ήδη από την έκδοσή της και την αποστολή της στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη ή τον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι δεσμευτική για το δασάρχη. Δηλαδή, δεν δικαιούται πλέον ο δασάρχης να επανέλθει στην υπόθεση και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει, ακόμη και για τυπικούς λόγους, την απόφασή του, η οποία στο εξής υπόκειται σε ακύρωση ή μεταρρύθμιση μόνο από τις αρμόδιες επιτροπές κατά τη θεσπιζόμενη από το νόμο ενδικοφανή διαδικασία. Οι έννομες όμως συνέπειες της ανωτέρω απόφασης ως προς τους τρίτους αναπτύσσονται, σε σχέση με το χαρακτηρισμό ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη, μόνο εφόσον και αφότου τηρηθούν όλες οι διατυπώσεις δημοσιότητας, οπότε γίνεται ευρύτερα γνωστή η απόφαση του δασάρχη και καθίσταται δυνατή η αμφισβήτησή της ενώπιον των αρμοδίων Επιτροπών (ΣτΕ 2756/1994 Ολομέλεια).

 

Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, θεσπίζουν διαδικασία για την έγκυρη διαπίστωση ότι ορισμένη έκταση αποτελεί ή όχι δασικό οικοσύστημα, μετά από εξέταση της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της σύνθεσης και της πυκνότητας της φυόμενης βλάστησης, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της έκτασης, των τυχόν επελθουσών αλλοιώσεων ή καταστροφών της βλάστησης, καθώς και κάθε άλλου χρήσιμου για τον χαρακτηρισμό της έκτασης στοιχείου, μετά δηλαδή από εξέταση της κρίσιμης για τον χαρακτηρισμό πραγματικής κατάστασης, συνάγεται ότι η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο και, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, έχουν ως συνέπεια, να επέρχονται οι έννομες συνέπειες της απόφασης έναντι των τρίτων, πρέπει να λαμβάνει χώρα επικαίρως, δηλαδή εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση της πράξης με την οποία το αρμόδιο όργανο, ήτοι ο Δασάρχης και οι οικείες επιτροπές, διαπιστώνει εάν μια έκταση αποτελεί ή όχι, κατά τον χρόνο άσκησης της αρμοδιότητάς του, δασικό οικοσύστημα. Συνεπώς, μετά την ολοκλήρωση, κατά τα ανωτέρω, των διατυπώσεων δημοσιότητας, η πράξη χαρακτηρισμού ορισμένης έκτασης ως μη δασικής δύναται να χρησιμοποιηθεί ενώπιον άλλης δημόσιας αρχής, στην οποία ανακύπτει, ως προκριματικό, το ζήτημα του χαρακτήρα της έκτασης, όπως οι πολεοδομικές υπηρεσίες προκειμένου για την έκδοση οικοδομικής αδείας, μόνον εάν είναι πρόσφατη, διότι άλλως, εάν δηλαδή έχει παρέλθει μακρό χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξης το περιεχόμενό της ενδέχεται να μην αντιστοιχεί προς την πραγματική κατάσταση που υφίσταται κατά την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας, με τις οποίες επέρχονται πλήρως οι έννομες συνέπειες της πράξης, δεδομένου ότι στο διάστημα αυτό η πραγματική κατάσταση δεν αποκλείεται να έχει μεταβληθεί, με την αύξηση του ποσοστού δασοκάλυψης ορισμένης έκτασης ή με την ανάπτυξη δασικής βλάστησης σε έκταση η οποία είχε στο παρελθόν μη δασικό χαρακτήρα, και η έκταση να έχει αποκτήσει δασική μορφή επιγενομένως, μετά δηλαδή από την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού της ως μη δασικής.

 

Συνεπώς, αν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξης, με την οποία ορισμένη έκταση χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική, δεν είναι πλέον επιτρεπτή η ολοκλήρωση της διαδικασίας χαρακτηρισμού με την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας και η τυχόν τήρηση των διατυπώσεων αυτών μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου δεν έχει ως αποτέλεσμα να επέρχονται οι έννομες συνέπειες της πράξης έναντι άλλων αρχών ή τρίτων, ο δε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει την έκδοση νέας πράξης χαρακτηρισμού κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 του νόμου 998/1979. Η επάνοδος δε του δασάρχη, στην περίπτωση αυτή, με την έκδοση νέας πράξης, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη ανάκληση ή τροποποίηση της προγενέστερης πράξεώς του, εφόσον η διαπίστωση για τον δασικό ή μη χαρακτήρα της έκτασης δεν γίνεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα του χρόνου έκδοσης της προγενέστερης πράξης χαρακτηρισμού, αλλά με βάση την υφιστάμενη κατά τον χρόνο υποβολής του νέου αιτήματος πραγματική κατάσταση.

 

11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η διαδικασία δημοσιότητας του προσβαλλόμενου υπ' αριθμόν 6510/1984 εγγράφου του Προϊσταμένου του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης, με το οποίο βεβαιώνεται ότι η προαναφερόμενη έκταση το έτος 1984 καλλιεργείτο γεωργικά και δεν υπαγόταν στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου 998/1979, τηρήθηκε, με μέριμνα του παρεμβαίνοντος το έτος 2007, δηλαδή 23 περίπου έτη μετά από την έκδοσή του. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, το έγγραφο αυτό λόγω της κατά το νόμο δημοσίευσής του πέραν του ευλόγου χρόνου από την έκδοσή του στερείται εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ως στερούμενο εκτελεστότητας.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Δέχεται την παρέμβαση.

 

Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος σωματείου τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 460 € και του παρεμβαίνοντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 640 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14-06-2011 και 14-11-2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση την 31-12-2012.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.