Απόφαση 34628/85 - Άρθρο pa

Παράρτημα Α: Ερμηνεία των όρων του κανονισμού


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Για την κατανόηση του κανονισμού αυτού ισχύουν οι παρακάτω ερμηνείες - ορισμοί:

 

Άδεια: Ένα έγγραφο που εκδίδεται από εξουσιοδοτημένο άτομο ή άτομα, επιτρέποντας την εκτέλεση εργασίας σε καθορισμένη περιοχή. (Σχετικό Παράρτημα Γ).

 

Αδρανοποίηση: Η χρησιμοποίηση ενός αδρανούς αερίου που θα καταστήσει την ατμόσφαιρα μιας δεξαμενής ή δοχείου ουσιαστικά ελεύθερη από οξυγόνο ή που θα μειώσει το οξυγόνο που περιέχει σε σημείο που να μην μπορεί να γίνει καύση.

 

Αδρανοποιημένο: Αναφέρεται σε δεξαμενή ή δοχείο στο οποίο έχει ολοκληρωθεί εργασία αδρανοποίησης.

 

Αλεξίφλογο: Αλεξίφλογο περίβλημα για ηλεκτρική συσκευή είναι αυτό που αντέχει χωρίς να υποστεί βλάβη σε οιανδήποτε έκρηξη ενός εύφλεκτου αερίου που μπορεί να υπάρξει μέσα σ' αυτή, σε πρακτικές συνθήκες λειτουργίας εντός των δυνατοτήτων της συσκευής και στα προβλεφθέντα επιπλέον φορτία εάν υπάρχουν, που είναι αλληλοσυνδεδεμένα με τη λειτουργία του και να εμποδίζει τη μεταφορά της φλόγας που θα μπορούσε να προκαλέσει και ανάφλεξη του εύφλεκτου αερίου το οποίο πιθανόν να υπάρχει στη γύρω ατμόσφαιρα.

 

Αλλαγή φορτίου: Σχετική παράγραφος 1.2.5.

 

Αναβρασμός: Η εκτίναξη πετρελαιοειδούς από καιόμενη δεξαμενή. Τα ελαφρά κλάσματα του πετρελαιοειδούς που φλέγεται παράγουν ένα κύμα θερμότητας στα απομένοντα μέρη, το οποίο φθάνοντας σε ένα στρώμα νερού μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την εκτίναξη μέρους του περιεχομένου της δεξαμενής σε μορφή υπερεκχείλισης.

 

Αναπνευστική συσκευή: Εξάρτημα το οποίο εξασφαλίζει σ' αυτόν που τη φέρει, συνεχή παροχή αμόλυντου αέρα μέσω μιας μάσκας προσώπου, κράνους ή αναπνευστήρα στόματος.

 

Ανθιστάμενο σε πυρκαγιά: Το υλικό που εκ της κατασκευής του ανθίσταται στο πέρασμα της φλόγας από μια άκρη στην άλλη εντός χρονικής περιόδου τουλάχιστον είκοσι λεπτών.

 

Ανώτατο όριο ανάφλεξης: Σχετική παράγραφος 1.2.3 (γ).

 

Απαεριωμένο: Δεξαμενή, δοχείο ή περιοχή θεωρείται ότι είναι απαεριωμένη όταν η συγκέντρωση εύφλεκτου και τοξικού αερίου, που τυχόν περιέχει, είναι εντός των καθορισμένων ορίων ασφαλείας για την είσοδο ατόμων. Σχετικός Πίνακας 3.6.

 

Απαερίωση: Η εργασία απομάκρυνσης εύφλεκτων ή τοξικών αερίων από μια δεξαμενή, δοχείο ή περιοχή.

 

Αρμόδιο πρόσωπο (ή άτομο): Το πρόσωπο που είναι κατάλληλο για μια ειδική εργασία, για ειδικό τύπο εργοταξίου ή εξοπλισμού που έχει πείρα ανάλογα με το αντικείμενο της εργασίας, που το καθιστά ικανό για την εκτελούμενη εργασία, και το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί κατάλληλα για να αναλάβει την εργασία αυτή.

 

AVTAG: Καύσιμο ευρέος κλάσματος απόσταξης, για χρήση στους αεριοστρόβιλους των αεροπλάνων. Το AVTAG είναι προϊόν μέσης τάσης ατμών και ξεχωρίζει από την κηροζίνη που χρησιμοποιείται για τον ίδιο σκοπό, και η οποία έχει χαμηλή τάση ατμών. (Σχετικό επίσης JP 4, JET B).

 

AVTUR: Καύσιμο κηροζίνης για χρήση σε αεριοστρόβιλους αεροπλάνων. (Σχετικό επίσης JET A).

 

Βαρύ πετρέλαιο (Μαζούτ, Fuel Oil): Πετρελαιοειδές κατηγορίας iii, βαρέα αποστάγματα κατάλοιπα απόσταξης ή μιγμάτων αυτών, χρησιμοποιούμενα σαν καύσιμο για την παραγωγή θερμότητας ή ισχύος.

 

Βενζίνη: Διυλισμένο πετρελαιοειδές Κατηγορίας Ι, κατάλληλο για χρήση σαν καύσιμο μηχανών ανάφλεξης με σπινθήρα.

 

Βρωμοχλωροδιφθορομεθάνιο (BCF): Ένας τύπος βαρέος αερίου που χρησιμοποιείται ως μέσο κατάσβεσης της πυρκαγιάς.

 

Γουρουνάκι (σωλήνωσης): Ένα εξάρτημα συσκευής σε σχήμα κυπέλλου από εύκαμπτο υλικό, που χρησιμοποιείται για να ξεχωρίζει διαδοχικές κατηγορίες προϊόντων σε σωληνώσεις πολλαπλών προϊόντων, ή που χρησιμοποιείται κινούμενο με αέρα ή αέριο, για τον καθαρισμό των σωληνώσεων από υγρά.

 

Δεξαμενή υπέργειος: Δεξαμενή της οποίας κανένα μέρος δεν βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του εδάφους, και η οποία δεν καλύπτεται από χώμα, άμμο ή άλλο παρόμοιο υλικό.

 

Διυλισμένο πετρελαιοειδές (ή προϊόντα): Πετρελαιοειδή που παράγονται, σε εμπορική κλίμακα, από το αργό πετρέλαιο, σε ένα διυλιστήριο.

 

Εγκατάσταση Κατηγορίας Α: Χώροι που συνήθως παραλαμβάνουν τις προμήθειες τους κατευθείαν από ένα διυλιστήριο, με πλοίο, σωληνώσεις ή σιδηρόδρομο και εκτός από παραδόσεις που κάνουν κατευθείαν στην κατανάλωση της άμεσα γειτνιάζουσας περιοχής, μπορούν να διαμετακομίσουν χύμα και συσκευασμένα προϊόντα με παράκτιο πλοίο, φορτηγίδα ποταμού, σιδηροδρομικά ή οδικά οχήματα, σε εγκαταστάσεις κατηγορίας Β.

 

Σημείωση: Αυτή η ονομασία και η ονομασία της Εγκατάστασης Κατηγορίας Β βασίζονται πάνω στη συνήθεια και τη χρήση, με την πρόθεση να υπάρχει κάποιο όριο δυναμικότητας για τον όγκο αποθήκευσης που δίνεται υπό την ονομασία της Εγκατάστασης Κατηγορίας Β.

 

Εγκατάσταση Κατηγορίας Β: Η εγκατάσταση αυτή συνήθως παραλαμβάνει τις προμήθειες της από διυλιστήριο ή άλλη εγκατάσταση, οδικά, σιδηροδρομικά, θαλάσσια ή από σωληνώσεις, ή με συνδυασμό αυτών των μεθόδων και παραδίδει προϊόντα κατευθείαν στην κατανάλωση στις γύρω περιοχές με την Εγκατάσταση. Οι υποδείξεις του κανονισμού που ισχύουν για τις Εγκαταστάσεις Κατηγορίας Β γενικά αφορούν κυρίως τους αποθηκευτικούς χώρους, για πετρελαιοειδή κατηγορίας Ι και εφόσον η δυναμικότητα εναποθήκευσης σε χύμα όλων των κατηγοριών πετρελαιοειδών δεν υπερβαίνει τα 7.000 m3.

 

Ελαφρό πετρέλαιο (diesel - Gas Oil): Ένα απόσταγμα πετρελαιοειδούς κατηγορίας iii που έχει ιξώδες και σημείο απόσταξης μεταξύ αυτών που έχουν η κηροζίνη και το βαρύ πετρελαιοειδές και που χρησιμοποιείται σαν καύσιμο ταχύστροφων μηχανών diesel, όπως και καυστήρων, στις εγκαταστάσεις θέρμανσης και για τον εμπλουτισμό αερίου κατά την παραγωγή καύσιμων αερίων.

 

Επικίνδυνη ατμόσφαιρα: Μια ατμόσφαιρα που περιέχει μια σημαντική ποσότητα εύφλεκτου αερίου σε μια περιεκτικότητα ικανή για ανάφλεξη, είναι συνώνυμο με το εκρηκτικό μείγμα αερίου και αέρα, το οποίο ορίζεται σαν μείγμα εύφλεκτων αερίων με αέρα υπό ατμοσφαιρικές συνθήκες και στο οποίο, μετά την ανάφλεξη η καύση απλώνεται διάχυτα στο απομένον μείγμα.

 

Σημείωση: Ο όρος αναφέρεται αποκλειστικά στον κίνδυνο που προέρχεται από την ανάφλεξη. Όταν ο κίνδυνος μπορεί να προέλθει από άλλες αιτίες όπως είναι η τοξικότητα, η ασφυξία ή η ραδιενέργεια, αυτό πρέπει να αναφέρεται ιδιαίτερα.

 

Επικίνδυνη περιοχή: Μια περιοχή στην οποία υπάρχει ή μπορεί να υπάρχει επικίνδυνη ατμόσφαιρα.

 

Εργασία εν θερμώ: Αυτή συμπεριλαμβάνει ηλεκτροσυγκόλληση ή τη χρήση φλόγας ή ηλεκτρικού τόξου ή τη χρήση οιουδήποτε εξοπλισμού που μπορεί να προκαλέσει θερμότητα, φλόγα ή σπινθήρα. Επίσης, συμπεριλαμβάνει το καλαφάτισμα, τη στεγανοποίηση, το πελέκημα, το τρύπημα, το κάρφωμα (καθήλωση), και οιαδήποτε άλλη εργασία παραγωγής θερμότητας, εκτός εάν εκτελείται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία των εργαλείων και της εργασίας κάτω των 100 οC. (Σχετική επίσης, εργασία εν ψυχρώ).

 

Εργασία εν ψυχρώ: Η εργασία εν ψυχρώ συμπεριλαμβάνει τη χρήση εργαλείων για συναρμολόγηση, αποσυναρμολόγηση, ή καθαρισμό, που όμως δεν έχουν τη δυνατότητα να παράγουν σπινθήρα, και εργασίες όπως τρύπημα, κατασκευή σπειρώματος και κοπή μετάλλων που εκτελούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίζουν την παραγωγή θερμότητας και να διατηρούν τη θερμοκρασία των εργαλείων και της επεξεργασίας κάτω των 100 οC. (Σχετική επίσης εργασία εν θερμώ).

 

Εστία Ανάφλεξης: Γυμνά φώτα, φωτιές, εκτεθειμένα πυρακτωμένα υλικά, ηλεκτρικά τόξα συγκόλλησης, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός μη εγκεκριμένου τύπου ή σπίθα ή φλόγα που παράγεται από οιονδήποτε άλλο μέσο. Οιαδήποτε θερμή επιφάνεια, όπως ένας θερμός σωλήνας εξάτμισης που έχει θερμανθεί πάνω από τη θερμοκρασία ανάφλεξης ενός εύφλεκτου μίγματος αερίων πετρελαιοειδών και αέρα, μπορεί επίσης, να αποτελεί εστία ανάφλεξης.

 

Εύφλεκτο: Αναφέρεται σε οιανδήποτε ουσία, στερεή, υγρή, αέρια ή ατμώδη, η οποία, με την παρουσία του αέρα μπορεί εύκολα να αναφλεγεί. Η προσθήκη του στερητικού α (άφλεκτο) υποδεικνύει ότι οι ουσίες δεν φλέγονται αμέσως, αλλά τούτο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι άκαυστες.

 

Θαμμένες δεξαμενές ή τελείως σκεπασμένες με χώμα δεξαμενές: Δεξαμενή η οποία είναι θαμμένη στο έδαφος έτσι ώστε δεν υπάρχει τμήμα της δεξαμενής στην οροφή ή στο περίβλημα που να μην είναι θαμμένο εκτός από τα εξαρτήματα που στερεώνονται στη δεξαμενή που βρίσκονται στο επίπεδο του εδάφους.

 

Κατηγορίες πετρελαιοειδών: Σχετική η παράγραφος 1.1.1.

 

Κατώτατο όριο ανάφλεξης: Σχετική παράγραφος 1.2.3 (γ).

 

Καύσιμο: Η λέξη καύση αναφέρεται σε οιανδήποτε ουσία, στερεή, υγρή ή αέρια που καίγεται εάν θερμανθεί.

 

Κηροζίνη: Απόσταγμα διυλισμένου πετρελαιοειδούς κατηγορίας ΙΙ, ενδιάμεσο σε πτητικότητα μεταξύ βενζίνης και ελαφρού πετρελαιοειδούς diesel. Η κύρια χρήση του είναι για θέρμανση αλλά έχει επίσης, μια περιορισμένη χρήση για φωτισμό και για ορισμένους τύπους μηχανών εσωτερικής καύσης. Είναι γνωστό επίσης σαν φωτιστικό πετρέλαιο.

 

Κινητός εξοπλισμός: Εξοπλισμός που έχει τους δικούς του τροχούς, μεταφέρεται πάνω σε οχήματα ή έχει κάποια άλλη δυνατότητα κίνησης.

 

Λεκάνη ασφαλείας: Μια λεκάνη κατάλληλου ύψους, κατασκευασμένη από χώμα, τσιμέντο, χάλυβα, τοιχοποιία, τούβλα ή άλλο κατάλληλο υλικό, σχεδιασμένο να περιορίζει την έκχυση, να εμποδίζει την επέκταση της πυρκαγιάς και να μπορεί να προστατεύσει το προσωπικό που ασχολείται με την κατάσβεση της πυρκαγιάς.

 

Μετρητής εύφλεκτων αερίων: Όργανο που μετρά την περιεκτικότητα των εύφλεκτων αερίων.

 

Μη επικίνδυνη περιοχή: Μια περιοχή στην οποία δεν αναμένονται να παρουσιαστούν επικίνδυνες ατμόσφαιρες ώστε να μην απαιτούνται ειδικές προφυλάξεις για τις κατασκευές και για τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών.

 

Πετρέλαιο θέρμανσης: Αποστάγματα πετρελαίου ή κατάλοιπα που χρησιμοποιούνται σαν καύσιμα για την παραγωγή θερμότητας, διακρινόμενα από εκείνα που προορίζονται για τη παραγωγή ισχύος.

 

Προϊόν μέσης τάσης ατμών: Προϊόν πετρελαιοειδές, όπως το AVTAG και διαλυτικά όπως η ξυλόλη, το βενζόλιο και το τολουόλη, το οποίο, υπό συνθήκες ισορροπίας, έχει πιθανότητα να δημιουργήσει εύφλεκτο μείγμα στο χώρο του διάκενου της δεξαμενής ή του δοχείου στο οποίο διακινείται. (Σχετικά παράγραφοι 1.2.3 και 1.2.4).

 

Προϊόν υψηλής τάσης ατμών: Ένα πετρελαιοειδές όπως η βενζίνη, η οποία υπό συνθήκες ισορροπίας σε κανονικές θερμοκρασίες διακίνησης θα παράγει μείγμα πολύ πλούσιο ώστε να είναι εύφλεκτο, στο χώρο του διάκενου της δεξαμενής ή του δοχείου, στο οποίο εναποθηκεύεται ή διακινείται. (Σχετικά παράγραφοι 1.2.3 και 1.2.4).

 

Προϊόν χαμηλής τάσης ατμών: Ένα πετρελαιοειδές όπως η κηροζίνη, το ελαφρό πετρέλαιο diesel, τα οποία διακινούνται σε θερμοκρασίες αρκετά κάτω του σημείου ανάφλεξης τους και κανένας κίνδυνος δεν δημιουργείται επειδή δεν δημιουργείται εύφλεκτο μείγμα στο χώρο του διάκενου της δεξαμενής ή του δοχείου στο οποίο εναποθηκεύονται, εκτός εάν βρίσκονται υπό τις συνθήκες των παραρτημάτων 1.1.2 και 1.2.5 (Σχετικές επίσης παράγραφοι 1.2.3 και 1.2.4).

 

Πλοίο: Πλοία, (ανοικτής θαλάσσης - υπερπόντια), ακτοπλοΐας, ωκεανού, ποταμών και διωρύγων και φορτηγίδες που μεταφέρουν πετρελαιοειδή χύμα ή σε συσκευασίες.

 

Πυρίμαχο: Το υλικό που από τη φύση του δεν μπορεί αμέσως να αναφλεγεί και δεν πρόκειται αμέσως να οδηγήσει στην εξάπλωση φλόγας.

 

Σημείο ανάφλεξης (κλειστό δοχείο): Η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία η εφαρμογή μιας μικρής φλόγας προκαλεί στα αέρια που βρίσκονται πάνω από το πετρελαιοειδές ανάφλεξη, όταν το προϊόν θερμαίνεται υπό καθορισμένες συνθήκες σε ένα κλειστό δοχείο. (Σχετικές π.χ. οι μέθοδοι ΙΡ 34, 113 και 170).

 

(Ανοικτό δοχείο): Η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία η εφαρμογή μιας μικρής φλόγας προκαλεί στο πετρελαιοειδές ανάφλεξη όταν θερμαίνεται υπό καθορισμένες συνθήκες σε ένα ανοικτό δοχείο. (Σχετικές π.χ. οι μέθοδοι ΙΡ 35 και 36).

 

Στατικός συσσωρευτής: Σχετική παράγραφος 1.3.2 (α).

 

Σύστημα σωληνώσεων: Το σύστημα σωληνώσεων αποτελείται από σωλήνες, φλάντζες, εξαρτήματα, βαλβίδες και βοηθητικό εξοπλισμό για τη διαμετακόμιση προϊόντων πετρελαίου ή υγρών λειτουργίας.

 

Σφαίρα (σωληνώσεις): Σφαίρα από ελαστικό υλικό που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό διαδοχικών κατηγοριών πετρελαιοειδών σε σωληνώσεις πολλαπλών προϊόντων. Σχετικό επίσης γουρουνάκι.

 

Σωλήνας πλήρωσης εξ αποστάσεως: Σωλήνας πλήρωσης σε δεξαμενή της οποίας, η σύνδεση με τον εύκαμπτο σωλήνα του οχήματος παράδοσης προϊόντος, βρίσκεται σε κάποια απόσταση από τη δεξαμενή.

 

JET A: Καύσιμο κηροζίνης που χρησιμοποιείται για αεριοστρόβιλους αεροπλάνων. Σχετικό επίσης το AVTUR.

 

JET B: Καύσιμο ευρέος κλάσματος απόσταξης που χρησιμοποιείται για αεριοστρόβιλους αεροπλάνων. (Σχετικό επίσης AVTAG, JP 4).

 

JP 4: Τύπος καυσίμου ευρέος κλάσματος απόσταξης που χρησιμοποιείται για αεριοστρόβιλους αεροπλάνων. (Σχετικά AVTAG, JΕΤ Β).

 

Τύπος μελανής θερμοκρασίας: Ο τύπος μελανής θερμοκρασίας θερμαντικού μηχανήματος είναι αυτός όπου η εξωτερική ακτινοβολούμενη ή μεταφερόμενη θερμότητα επιφάνειας λειτουργεί σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους 200 οC και που δεν έχει εσωτερική εστία ανάφλεξης.

 

Υγροποιημένα αέρια πετρελαιοειδούς (LPG) (υγραέρια): Υδρογονάνθρακες ελαφρού τύπου σε αεριώδη κατάσταση υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης και οι οποίοι μπορούν να παραμείνουν σε υγρή κατάσταση υπό πίεση ή ψύξη για να διευκολύνεται η εναποθήκευση, μεταφορά ή η διακίνηση. Το υγροποιημένο αέριο πετρελαιοειδούς που συναντάται στο εμπόριο περιέχει βουτάνιο, προπάνιο και μείγμα αυτών.

 

Φαργοστεγανό περίβλημα: Εξοπλισμός με αλεξίφλογο περίβλημα ή περιβλήματα των ηλεκτρικών συσκευών ή μονάδων του εξοπλισμού.

 

Φλογοστεγανός: Ο εξοπλισμός ή η ηλεκτρική συσκευή που βρίσκεται μέσα σε αλεξίφλογο περίβλημα ή περιβλήματα.

 

Φράγμα πυρκαγιάς: Ένα παραπέτασμα που διασχίζει ένα χαντάκι σωληνώσεων εμποδίζοντας την επέκταση της πυρκαγιάς.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.