Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 8/1980
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
Επειδή, δια της υπ' αριθμόν 377/1980 αποφάσεως του Γ' Τμήματος του Αρείου Πάγου (1), δικάσαντος μετ' αναίρεση της υπ' αριθμόν 3892/1976 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, κατόπιν της υπ' αριθμόν 809/1977 παραπεμπτικής προς αυτό αποφάσεως του Α' Τμήματος τούτου, εκδοθείσης επί αιτήσεως αναιρέσεως του εν Θεσσαλονίκη εδρεύοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού υπό την επωνυμία Οικοδομικός Συνεταιρισμός Διοικητικού Προσωπικού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Συνεταιρισμός Περιορισμένης Ευθύνης, παραπέμφθηκε στο δικαστήριον τούτο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 48 παράγραφος 2 του νόμου [Ν] 345/1976 περί κυρώσεως του Κωδικός περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΦΕΚ 141/Α/1976), το θέμα της έννοιας των διατάξεων των άρθρων 1 παράγραφοι 1 και 2, 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1 και 2, 9 παράγραφοι 1 και 2, 10 παράγραφος 3 και 11 παράγραφος 4 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 857/1937 περί παραχωρήσεως δημοσίων και κοινοτικών δασικών εκτάσεων δια σκοπούς γεωργικούς και δενδροκομικής εκμεταλλεύσεως (ΦΕΚ 367/Α/1937), ως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν δια των άρθρων 15, 16 και 20 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 2501/1953 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων των περί δασών νόμων (ΦΕΚ 200/Α/1953), και, ειδικότερα, το ζήτημα εάν ή υπό των διατάξεων τούτων προβλεπομένη και δι' αυτών ρυθμιζόμενη παραχώρησις δασικών εκτάσεων εις ομάδα οικογενειών δια την ανέγερση οικιών δύναται να γίνει και προς συγκρότηση οικισμού, που προϋποθέτει έγκριση υπό της αρμοδίας αρχής ρυμοτομικού σχεδίου, επί του οποίου ζητήματος ό Άρειος Πάγος, δια της ως άνω αποφάσεως του, απεφάνθη καταφατικά, αποδίδοντας ούτω εις αυτές έννοια αντίθετη από εκείνην την οποίαν έχει αποδώσει εις τις αυτές διατάξεις το Συμβούλιο της Επικρατείας, δια της εν αυτή μνημονευόμενης υπ' αριθμόν 1320/1976 αποφάσεως της Ολομέλειας αυτού.
Επειδή δια την εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτησιν, ετηρήθη η νόμιμος προδικασία, με ενέργεια των υπό των άρθρων 49 παράγραφος 2 και 50 παράγραφοι 1 και 2 του νόμου [Ν] 345/1976 προβλεπομένων δημοσιεύσεων και κοινοποιήσεων, ως προκύπτει εκ των εν τη δικογραφία εγγράφων.
Επειδή, δια του άρθρου 48 του προαναφερθέντος νόμου [Ν] 345/1976 ορίζονται τα εξής:
{1. Το Ειδικό Δικαστήριον εν περιπτώσει εκδόσεως περί της ουσιαστικής συνταγματικότητας ή της έννοιας τυπικού νόμου αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίρει την αμφισβήτηση κατόπιν αιτήσεως:
α) του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά το Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού Επιτρόπου της Διοικητικής Δικαιοσύνης,
β) παντός έχοντος έννομο συμφέρον.
2. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Άρειος Πάγος ή το Ελεγκτικό Συνέδριον, εάν αποφασίσει επί της Συνταγματικότητας ή της έννοιας Νόμου τυπικού κατ' αποδοχή απόψεως διαφόρου εκείνης υπό την οποίαν είχε εκδοθεί απόφασις ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων, την οποίαν επικαλέσθηκε τις των διαδίκων ή είναι εξ άλλου λόγου γνωστή εις το Δικαστήριον, υποχρεούται, εκδίδον την αντίθετη ως προς το θύμα απόφασή του να παραπέμψει τούτο δι' ειδικής αποφάσεώς του εις το Ειδικό Δικαστήριον προς άρση της δημιουργηθείσης αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η υπόθεσις παραμένει κατά τα λοιπά εκκρεμής εις το δικαστήριον που εκδίδει την παραπεμπτική απόφαση, το οποίον μετά την έκδοση της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου κοινοποιούμενης προς αυτό με μέριμνα του Γραμματέως τούτου, επιλαμβάνεται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως της εκδικάσεως εκ νέου της υποθέσεως υποχρεούμενο να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου.
3...}
Επειδή, συμφώνως προς τις παρατεθείσες διατάξεις, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριον επιλαμβάνεται, της άρσεως αμφισβητήσεων περί της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας ή της έννοιας διατάξεων τυπικού νόμου, οι οποίες ανακύπτουν εκ της εκδόσεως αντιθέτων αποφάσεων των εν αυτές μνημονευόμενων ανωτάτων δικαστηρίων της Χώρας, ασκούν σε τούτο την προβλεπόμενη εις το άρθρο 100 παράγραφος 1 εδάφιο ε', του Συντάγματος (αντίστοιχο άρθρο 6 εδάφιο ε' του νόμου [Ν] 345/1976) αρμοδιότητα του, είτε κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού τής Δικαιοσύνης ή των αναφερομένων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, είτε κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομο συμφέρον, είτε, τέλος, κατόπιν παραπομπής του θέματος εις αυτό δι' αποφάσεως του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου. Κατά την έννοια δε των διατάξεων τούτων - και ανεξαρτήτως των ορισμών του άρθρου 313 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βασιλικό διάταγμα 657/1971) του οποίου δεν ορίζεται ρητώς ή εν προκειμένω εφαρμογή - το δικαστήριον τούτο ασκεί την ως είρηται αρμοδιότητα του προς άρση των περί ων ανωτέρω αμφισβητήσεων, εφ' όσον η παραπεμπτική απόφασις και, γενικότερα, οι αντίθετες αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, εκ των οποίων ανέκυψε ή αμφισβήτησις, φέρουν τα εξωτερικά στοιχεία δικαστικών αποφάσεων, χωρίς να ελέγξει περαιτέρω εάν αυτές εξεδόθησαν εντός της ανηκούσης εις το οικείον δικαστήριον δικαιοδοσίας ή καθ' υπέρβαση αυτής. Πρέπει, κατά συνέπειαν, ν' απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος ό ισχυρισμός του Δημοσίου ότι ή παραπεμπτική απόφασις εξεδόθη καθ υπέρβαση δικαιοδοσίας. Την επίλυσιν του ζητήματος τούτου, άλλωστε, δεν θα κωλυόταν να επιδίωξη το Δημόσιον, ως και πας άλλος ενδιαφερόμενος διάδικος, που ακολουθεί την διαδικασίαν την διαγραφόμενη εις τα άρθρα 42 και επόμενα του νόμου [Ν] 345/1976, τα όποια αναφέρονται εις την άσκηση τής κατά το εδάφιο δ' τής παραγράφου 1 του άρθρου 100 του Συντάγματος (αντίστοιχο άρθρο 6 εδάφιο δ του νόμου [Ν] 345/1976) αρμοδιότητος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εφ' όσον θα συνέτρεχαν οι σε αυτές οριζόμενες προϋποθέσεις.
Επειδή, δια του άρθρου 1 του μνημονευθέντος αναγκαστικού νόμου [Ν] 857/1937 (ΦΕΚ 367/Α/1937), ως τούτο είχε τροποποιηθεί δια του άρθρου 15 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 2501/1963 (ΦΕΚ 200/Α/1963), κατ' εφαρμογήν του οποίου εγένετο παραχώρησις δασικής εκτάσεως 63.170 m2, κειμένης εις την τοποθεσία Βίνα της Κοινότητος Ολυμπιάδος Χαλκιδικής, εις τον προαναφερθέντα οικοδομικό συνεταιρισμό, ορίζονται τα εξής:
{1. Δημόσιες εκτάσεις, είτε δασών, είτε μερικώς δασοσκεπείς, είτε και χορτολιβαδίων που πληρούν τους κατά την επομένη παράγραφο όρους δύνανται να παραχωρηθούν κατά κυριότητα εις φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δι' αποφάσεως της οικείας αρχής... Οι παραχωρούμενες εκτάσεις περιέρχονται εκ νέου και άνευ άλλης τινός διατυπώσεως υπό την διαχείρισιν του Υπουργού Γεωργίας, άμα ως ήθελε εκλείψει ο σκοπός δι' ον παραχωρήθηκαν.
2. Δημόσιες εκτάσεις, δυνάμενες να παραχωρηθούν κατά την προηγούμενη παράγραφο του άρθρου τούτου είναι οι μη προστατευτικές και μη έχουσες σπουδαία σημασία από δασοπονικής απόψεως, ειδικότερα δε:
α) Οι κατάλληλοι δια μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση,
β) ...
ε) Οι αναγκαίοι δια την ανέγερση οικιών ή ξενοδοχείων μετά των παραρτημάτων ή καταφυγίων ορειβατών ή αναλόγου φύσεως οικοδομημάτων,
στ) ...
ζ) ...}
Περαιτέρω δια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του αυτού ως άνω αναγκαστικού νόμου ως είχε αντικατασταθεί υπό του άρθρου 16 του ρηθέντος νομοθετικού διατάγματος [Ν] 2501/1963, καθορίζονταν οι αρμόδιες δια την παραχώρηση ταύτη αρχές, δια δε του άρθρου 4 του αυτού αναγκαστικού νόμου ορίστηκε ότι:
{1. Το εμβαδόν της εκτάσεως η οποία δύναται να παραχωρηθεί ... εις το αυτό πρόσωπον δεν δύναται να υπερβεί:
α) Δια γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση τα 40 στρέμματα,
β) ...
γ) Δι' ανέγερση οικιών παραθερισμού ή ξενοδοχείων μετά των παραρτημάτων των ή καταφυγίων ορειβατών ή αναλόγου φύσεως οικοδομημάτων τα 5 στρέμματα.
2. Εκτάσεις συνεχείς μεγαλύτερες των ως άνω οριζομένων διατίθενται εις ομάδα οικογενειών, του κατά οικογένεια ποσού στρεμμάτων μη δυναμένου να υπερβεί τα ανωτέρω οριζόμενα ανώτατα όρια.
3. ...}
Εξάλλου, κατά τα άρθρα 9 παράγραφοι 1 και 2 και 10 παράγραφος 3 του αυτού αναγκαστικού νόμου εις την ως άνω περίπτωση ε' εκδίδεται προσωρινός μόνον τίτλος, παρέχων το δικαίωμα εγκαταστάσεως εν τη νομή της εκτάσεως, του οριστικού τίτλου εκδιδομένου μετά την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος και αφού βεβαιωθεί υπό του δασάρχου ότι ο προς ον η παραχώρησις συνεμορφώθη πλήρως προς τους όρους της παραχωρήσεως. Τέλος, δια του άρθρου 11 παράγραφος 4 του αναγκαστικού νόμου τούτου, ως είχε αντικατασταθεί δια του άρθρου 20 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 2501/1963, ορίστηκε ότι:
{Ο εις ον παραχωρήθηκε δασική έκτασις δια τον στις περιπτώσεις ε' και ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 1 σκοπόν, υποχρεούται όπως εκπληρώσει τον σκοπόν της παραχωρήσεως εντός τριών ετών από της εγκαταστάσεώς του εις την νομή της εκτάσεως, άλλως εκπίπτει των επί της εκτάσεως δικαιωμάτων του εφαρμοζομένων και των λοιπών στην παράγραφο 2 οριζομένων.}
Επειδή, δια των παρατεθεισών διατάξεων επετράπη, καθ' ον χρόνον ισχύον, ή παραχώρησις, όλως εξαιρετικώς, δασικών εκτάσεων και δη όχι μόνον μερικώς δασοσκεπών ή χορτολιβαδικών, αλλά και καθαρώς δασικών, προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων αναγκών. Ειδικότερα δε, δια τής παραχωρήσεως εκτάσεων δια τον περί ου ή μνημονευθείσα περίπτωσις ε' τής παραγράφου 2 του άρθρου 1 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 857/1937 σκοπόν τής ανεγέρσεως ξενοδοχείων ή ορειβατικών καταφυγίων ή οικιών παραθερισμού, ό νόμος ούτος δεν θέλησε ούτε ηνέχθη, εφ' όσον δε όρισε τούτο ρητώς, την δημιουργίαν εντός του δάσους πόλεων, κωμών ή συνοικισμών, κατά την έννοια των διατάξεων τής πολεοδομικής νομοθεσίας, ή οποία θα συνεπάγετο την χάραξη εντός αυτού οδών και άλλων κοινοχρήστων χώρων, την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφελείας και οικιών καθ' ορισμένη πυκνότητα δομήσεως, εξ ων πάντων θα αναιρούταν ή έννοια του δάσους, αλλά επέτρεψε, ως και εκ τής διατυπώσεως των οικείων διατάξεων προκύπτει, την παραχώρηση εις εν ή περισσότερα άτομα μικρών σχετικώς εκτάσεων προς ανέγερση ξενοδοχείου ή καταφυγίου ή μεμονωμένων οικιών, εις τρόπον ώστε δι' αυτής να μη αλλοιώνεται, άλλα να διαφυλάσσεται ή μορφή και ό εν γένει χαρακτήρ τής περιοχής ως δάσους. Εξάλλου, ή ανέγερσις των οικιών εις τις ούτω παραχωρούμενες εκτάσεις θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί επί τη βάσει των διατάξεων περί δομήσεως εκτός σχεδίου (από 23-10-1928 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 231/Α/1928)), και υπό τις εν αυτές προϋποθέσεις, οι οποίες κατ' αρχήν συνέτρεχαν προκειμένου περί των παραχωρήσεων τούτων, δοθέντος ότι ή κατά τις ειρημένες διατάξεις απαιτουμένη δια την ανέγερση οικίας έκτασις οριζόταν σε τέσσερα κατά βάσιν στρέμματα και, συνεπώς, δεν υπερέβαινε την δυναμένη να παραχωρείται, συμφώνως προς τις παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 4 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 857/1937, κατά οικογένεια έκταση. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αποδοθεί εις τις ρηθείσας διατάξεις του αναγκαστικού νόμου [Ν] 857/1937 ή κατά τα άνω έννοια ήτοι ότι ή συμφώνως προς αυτές παραχώρησις δασικών εκτάσεων εις ομάδα οικογενειών δια την ανέγερση οικιών δεν θα μπορούσε να γίνει προς συγκρότηση οικισμού επί τη βάσει ρυμοτομικού σχεδίου, εγκρινομένου κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και επόμενα του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π. (ΦΕΚ 228/Α/1923). Αν και, κατά την γνώμη δύο εκ των μελών του δικαστηρίου, εκ του συνδυασμού των παρατεθεισών διατάξεων του αναγκαστικού νόμου [Ν] 857/1937, σκοπούμενων και των διατάξεων του ρηθέντος από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π., συνάγεται ότι ή κατά τον αναγκαστικό νόμο τούτον παραχώρησις εις ομάδα οικογενειών, δυναμένη να λάβει την μορφήν συνεταιρισμού, είτε δασοσκεπούς εν όλω ή εν μέρει, είτε χορτολιβαδικής εκτάσεως, εμβαδού απεριορίστου μεν, πλην μη υπερβαίνοντος τα 5 στρέμματα κατά οικογένεια, θα μπορούσε να γίνει, έκτος των λοιπών εν τω νόμω περιπτώσεων, και προς συγκρότηση οικισμού, υποκειμένου εις το μνησθέν νομοθετικό διάταγμα περί σχεδίων πόλεων και όχι μόνον μεμονωμένων έκτος ζώνης πόλεως κατοικιών εκ των του άρθρου 5 του από 23-10-1928 προεδρικού διατάγματος, αφού ό νόμος όχι μόνον δεν διέκρινε, άλλα και δεν απέκλειε την διάθεση εις ομάδα οικογενειών ολικής εκτάσεως τόσου εμβαδού, ώστε εις εκάστην οικογένεια να αναλογεί εμβαδόν έλασσον των τεσσάρων στρεμμάτων, ήτοι τοιούτον συνεπαγόμενο το νομικώς αδύνατον τής δι' εκάστην οικογένεια ανεγέρσεως μεμονωμένης κατοικίας, τούτο δ' εν όψει τής οικείας απαγορευτικής διατάξεως του άρθρου 5 του μνησθέντος προεδρικού διατάγματος. Ούτε αντίκειται, κατά την γνώμη των μελών τούτων, η κατ' εξαίρεση και προς τον σκοπόν συγκροτήσεως συνοικισμού υπό την έννοια των διατάξεων τής πολεοδομικής νομοθεσίας, κατά τα άνω, παραχώρησις εις την διατήρηση τής μορφής περιοχής τίνος ως δάσους και εν γένει τής δασικής βλαστήσεως, την οποίαν αναμφισβητήτως κατά κανόνα άρα το δημόσιον συμφέρον, καθόσον, ως ρητώς ό αυτός αναγκαστικός νόμος ορίζει, η παραχώρησις αυτή άφορα εις εκτάσεις κρινόμενος υπ' αυτού τούτου του παραχωρούντος ως ήσσονος δασικής χρησιμότητας και εν γένει σπουδαιότητος, δυνάμενες δε να εκπληρώσουν ανάγκες μείζονος κοινωνικοοικονομικής σημασίας.
Επειδή, κατά ταύτα, αιρόμενης τής αμφισβητήσεως, πρέπει να αποδοθεί στις προδιαληφθείσες διατάξεις ή ως άνω, κατά την γνώμη που επικράτησε, έννοια αυτών.
Επειδή, επί δίκης προκαλούμενης υπό του παραπέμποντος δικαστηρίου κατά το άρθρο 48 παράγραφος 2 του νόμου [Ν] 345/1976, δεν συντρέχει περίπτωσις επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως διεξαχθείσας διαδικασίας και της δικαστικής δαπάνης.
Δια ταύτα
Αίρει την δημιουργηθείσα αμφισβήτηση.
Αποφαίνεται ότι κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 παράγραφοι 1 και 2, 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1 και 2, 9 παράγραφοι 1 και 2, 10 παράγραφος 3 και 11 παράγραφος 4 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 857/1937 περί παραχωρήσεως δημοσίων και κοινοτικών δασών εκτάσεων δια σκοπούς γεωργικούς και δενδροκομικής εκμεταλλεύσεως (ΦΕΚ 367/Α/1937), ως αυτές είχαν τροποποιηθεί δια των άρθρων 15, 16 και 20 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 2501/1963 (ΦΕΚ 200/Α/1963), ή υπ' αυτών προβλεπομένη παραχώρησις δασικών εκτάσεων εις ομάδα οικογενειών δια την ανέγερση οικιών παραθερισμού δεν θα μπορούσε να γίνει προς συγκρότηση οικισμού, που προϋποθέτει έγκριση υπό τής αρμοδίας αρχής ρυμοτομικού σχεδίου.
Εκρίθη και αποφασίσθηκε εν Αθήναις τη 08-11-1980 και δημοσιεύθηκε αυτόθι εν δημοσία συνεδριάσει τη αυτή ιδίου μηνός και έτους.