Νόμος 1882/90 - Άρθρο 4

Άρθρο 4: Παρακράτηση, απόδοση και βεβαίωση φόρων


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Η περίπτωση α' του άρθρου 31 του νόμου 1828/1989 καταργείται.

 

2. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 820/1978 (ΦΕΚ 174/Α/1978) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

{Η χορηγούμενη αναστολή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη του ενός έτους.}

 

3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 59 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του νόμου 1828/1989 (ΦΕΚ 2/Α/1989), αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν φόρων και τελών. Στην περίπτωση που δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το νομικό πρόσωπο ή την ένωση προσώπων εμπρόθεσμη προσφυγή κατά της πράξης που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 16Α, το ποσοστό αυτό βεβαιώνεται στο όνομα των μελών της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρείας, της κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρείας, κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Για τον προσδιορισμό του αμφισβητούμενου φόρου, λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά κέρδη ή ζημίες του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων που καθορίζονται με την πράξη του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής, υπηρεσίας και αναλογούν σε κάθε μέλος. Το ποσό που βεβαιώνεται με αυτόν τον τρόπο καταβάλλεται σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από την βεβαίωση της οφειλής.}

 

4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 59 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{3. Αμελείται η βεβαίωση του ποσού που τελικά οφείλεται με βάση οποιονδήποτε τίτλο βεβαίωσης εφ' όσον τούτο δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) δραχμές, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγο του. Επίσης, αμελείται η βεβαίωση και η καταβολή του ποσού της οφειλής η οποία προκύπτει στο συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου, εφ' όσον τούτο δεν υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών και ο φορολογούμενος έχει υπερβεί την ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών. Αν το συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, το διαθέσιμο εισόδημα που απομένει σε αυτόν, μετά την αφαίρεση της οφειλής, η οποία προκύπτει από το εισόδημά του για κύριο και συμπληρωματικό φόρο, τέλη και εισφορές που συμβεβαιώνονται με το φόρο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.}

 

5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 καταργείται.

 

6. Η παράγραφος 5 του άρθρου 37Α του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 1 και της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με σχετική δήλωση που πρέπει να υποβάλουν μέσα στον επόμενο από την παρακράτηση μήνα στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος. Ο φόρος αποδίδεται εφάπαξ στις περιπτώσεις β' και γ' της παραγράφου 1 και της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού με τη υποβολή της οικείας δήλωσης και σε τρεις ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται με την υποβολή της δήλωσης, στην περίπτωση δ' της παραγράφου 1.}

 

7. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

 

{δ) Η αποζημίωση που καταβάλλεται στους εργαζόμενους με βάση μηνιαίο μισθό, σύμφωνα με το νόμο [Ν] 2112/1920 (ΦΕΚ 67/Α/1920) και το άρθρο 94 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3026/1954 (ΦΕΚ 235/Α/1954), όπως ισχύουν, κατά το τμήμα αυτής το οποίο αντιστοιχεί στο πολλαπλάσιο των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών το μήνα, δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο. Το υπόλοιπο τμήμα αυτής φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) και ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή της αποζημίωσης.

 

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης περίπτωσης γ', οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για κάθε εφάπαξ αποζημίωση, που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης η οποία συνδέει το φορέα με το δικαιούχο της αποζημίωσης.

 

Όταν τα ποσά της αποζημίωσης, η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια υπόκειται σε φόρο, ξεπερνάει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών, το άνω από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές ποσό αυτής υπόκειται σε φόρο με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) που παρακρατείται κατά την πληρωμή αυτής.

 

Αν το ποσό που καταβάλλεται στο δικαιούχο της αποζημίωσης υπερβαίνει εκείνο που θα έπρεπε να του καταβληθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλεται σε αυτόν, μετά την αφαίρεση του ποσού που δεν θεωρείται εισόδημα, ανάλογα με τους μήνες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της νόμιμης αποζημίωσης, υπόκειται σε φόρο με τους πιο πάνω συντελεστές. Με τους ίδιους επίσης συντελεστές υπόκειται σε φόρο το ποσό της αποζημίωσης, που καταβάλλεται σε δικαιούχους των οποίων η αποζημίωση υπολογίζεται με ημερομίσθιο, κατά το τμήμα που αυτό υπερβαίνει το ποσό του ημερομισθίου που σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης.

 

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η φορολογική αρχή που είναι αρμόδια για την επιστροφή του φόρου στο δικαιούχο, σε περίπτωση που το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε υπερβαίνει αυτό που οφείλεται.}

 

8. Η παράγραφος 1 του άρθρου 48 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{1. Στο εισόδημα από αμοιβές ελευθέριου επαγγέλματος ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών αυτών. Ο φόρος παρακρατείται από τις δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικούς οργανισμούς, συνεταιρισμούς και ενώσεις τους, συλλόγους γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας, του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, κατά την καταβολή των αμοιβών.

 

Επίσης, οι υπόχρεοι του προηγούμενου εδαφίου, όταν για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 99/1977, προμήθειες, μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες κάθε είδους παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας, ενοίκια αυτοκινήτων, μηχανημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων, εφ' όσον σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ορίζεται από το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 99/1977 η έκδοση θεωρημένου αποδεικτικού στοιχείου από το δικαιούχο των αμοιβών αυτών, οφείλουν να παρακρατούν κατά την καταβολή της αμοιβής φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό αυτής.

 

Εξαιρούνται από την παρακράτηση οι προμήθειες που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρείες στους νόμιμους αντιπροσώπους ή εξουσιοδοτημένους γενικούς ή απλούς πράκτορές τους.}
 

9. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 70 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3323/1955 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

 

{Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ορίζεται ότι ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων, αντί για το δεύτερο αντίτυπο αυτής της βεβαίωσης, υποβάλλουν στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τις ίδιες πληροφορίες σε μαγνητικά μέσα.}

 

10. Για τις κοινοπραξίες, τις κοινωνίες και τις αστικές εταιρείες, που ασκούν επιχείρηση, οι οφειλές κύριες και πρόσθετες, από φόρους, τέλη, εισφορές και από πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις γενικά που αφορούν αυτές βεβαιώνονται στο όνομά τους, η ευθύνη όμως για την καταβολή των οφειλών αυτών βαρύνει αλληλεγγύως και σε ολόκληρο καθένα από τα μέλη τους.

 

11. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 79 του νόμου [Ν] 4125/1960 εφαρμόζεται και επί προσφυγής που ασκείται από νομικό πρόσωπο, όταν ο εκπρόσωπος αυτού διαμένει, κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, έξω από την έδρα της φορολογικής αρχής που εξέδωσε τη με αυτή προσβαλλόμενη πράξη.

 

12. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνει και τις προσφυγές που έχουν ασκηθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφ' όσον οι σχετικές υποθέσεις εκκρεμούν είτε ενώπιον της φορολογικής αρχής είτε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού, καθώς και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.