Νόμος 3075/02 - Άρθρο 9

Άρθρο 9


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Δικηγόροι, νομικοί ή δικαστικοί σύμβουλοι, που παρέχουν ή παρείχαν τις νομικές υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε δημόσιες επιχειρήσεις που στο παρελθόν ήταν δημόσιες υπηρεσίες ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε δημόσιες επιχειρήσεις με οποιαδήποτε μορφή που ανήκαν ή ανήκουν στο δημόσιο τομέα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του νόμου [Ν] 1232/1982, όπως ισχύει κάθε φορά, καθώς και σε νομικά πρόσωπα που εξομοιώνονται κατά νόμο προς το Δημόσιο με πάγια μηνιαία ή περιοδική αμοιβή και εφόσον με την ιδιότητά τους αυτή δεν έχουν ασφαλιστεί σε άλλο πλην του Ταμείου Νομικών φορέα κύριας ασφάλισης, δύνανται, με υπεύθυνη δήλωσή τους που υποβάλλεται στην υπηρεσία τους σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, παράλληλα με την ασφάλισή τους στο Ταμείο Νομικών, να υπαχθούν στο ασφαλιστικό συνταξιοδοτικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται το τακτικό διοικητικό προσωπικό της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούν.

 

2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για τους δικηγόρους, νομικούς ή δικαστικούς συμβούλους που έχουν προσληφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου [Ν] 2084/1992.

 

3. Η ασφαλιστική - συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων των προηγούμενων παραγράφων από το διορισμό τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τις πάγιες διατάξεις του φορέα ή ταμείου για το θέμα αυτό, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

 

Ειδικά στην περίπτωση αυτή για τα πρόσωπα που θα υπαχθούν στην ασφάλιση του Δημοσίου ή το ειδικό καθεστώς του Ι, οι ασφαλιστικές εισφορές, όπως το ποσοστό τους ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, υπολογίζονται για όλο το χρόνο υπηρεσίας τους στις θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού που αναγνωρίζεται ως συντάξιμος. Για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών και τον υπολογισμό της σύνταξης των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη αυτές που ορίζουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 2768/1999 (ΦΕΚ 273/Α/1999), σε συνδυασμό και με τις διατάξεις της περίπτωσης δ της παραγράφου 8 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Το ποσό που προκύπτει από τον κατά τα ανωτέρω υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη κατά την αναλογία των ισχυόντων ποσοστών εισφορών για κύρια σύνταξη, είτε εφάπαξ μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης ή πράξης, οπότε παρέχεται έκπτωση πέντε τοις εκατό (5%), είτε σε δόσεις ισάριθμες με τους μήνες που αναγνωρίζονται, ο αριθμός των οποίων δε μπορεί να είναι μεγαλύτερος των σαράντα οκτώ (48) και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα που έπεται της κοινοποίησης της απόφασης ή πράξης, κάθε δε επόμενη δόση μέχρι το τέλος του μήνα στον οποίο αναφέρεται Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσης το ποσό της επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.

 

Εάν ο υπάλληλος ή ο συνταξιούχος αποβιώσει πριν την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, οι υπολειπόμενες μηνιαίες δόσεις καταβάλλονται από τα πρόσωπα στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξη, σύμφωνα με τα ανωτέρω.

 

Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται στον ασφαλισμένο και σε περίπτωση θανάτου αυτού στα δικαιούχα πρόσωπα από την επόμενη ημέρα της εξόφλησης των οφειλόμενων από τον ασφαλισμένο εισφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 2 του νόμου 3234/2004 (ΦΕΚ 52/Α/2004).

 

4.α. Για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού που θα υπαχθούν στην ασφάλιση του κοινού καθεστώτος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών, η αναγνώριση γίνεται με βάση τις αποδοχές τους και το άθροισμα της μηνιαίας εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη που ισχύει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, για τον κλάδο σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

Ως βάση υπολογισμού των εισφορών δεν λαμβάνονται υπόψη αποδοχές που υπερβαίνουν, για μεν τους υπαγόμενους στο κοινό καθεστώς του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της 15ης ασφαλιστικής κλάσης, για δε τους υπαγόμενους στην ασφάλιση των λοιπών φορέων κύριας ασφάλισης το διπλάσιο του μέσου μηνιαίου κατά κεφαλή Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος του έτους 1991, όπως τα ποσά αυτά ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

 

Σε περίπτωση αποχώρησης από την υπηρεσία ή θανάτου πριν την υπαγωγή στην ασφάλιση, ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές για τον αναγνωριζόμενο χρόνο, καθορίζεται το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της 8ης ασφαλιστικής κλάσης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Το ποσό που προκύπτει βάσει του ανωτέρω υπολογισμού καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη κατά την αναλογία των ισχυόντων ποσοστών εισφορών κλάδου σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, είτε εφάπαξ, μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης, οπότε παρέχεται έκπτωση πέντε τοις εκατό (5%), είτε σε δόσεις ισάριθμες με τους μήνες που αναγνωρίζονται, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των σαράντα οκτώ (48). Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα που έπεται της κοινοποίησης της απόφασης, κάθε δε επόμενη δόση μέχρι το τέλος του μήνα στον οποίο αναφέρεται. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσης, το ποσό της επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.

 

Αν έχει χωρήσει απασχόληση σε περισσότερες της μίας επιχειρήσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1256/1982 οι εργοδοτικές εισφορές επιμερίζονται στους οικείους εργοδότες, ανάλογα με το χρόνο απασχόλησης, με βάση το προβλεπόμενο ποσοστό εισφορών κλάδου σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τις αποδοχές του τελευταίου φορέα, επιφυλασσομένων των διατάξεων του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής.

 

Επί αδυναμίας προσδιορισμού του υπόχρεου εργοδότη λόγω παύσης λειτουργίας της επιχείρησης του νόμου [Ν] 1256/1982 το σύνολο των εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον ασφαλισμένο και καταβάλλονται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια.

 

Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου πριν την υποβολή της αίτησης ή πριν την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, το καθοριζόμενο ή υπολειπόμενο ποσό καταβάλλεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω από τα δικαιοδόχα πρόσωπα, στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξη.

 

Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται ή μεταβιβάζεται μετά την εξόφληση των εισφορών που αναλογούν στον ασφαλισμένο, βάσει των διατάξεων της περίπτωσης αυτής ή του συνόλου των εισφορών, επί αδυναμίας προσδιορισμού του εργοδότη.

 

β. Οι διατάξεις του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 981/1979 (ΦΕΚ 239/Α/1979) δεν έχουν εφαρμογή στα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 προστέθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 2 του νόμου 3234/2004 (ΦΕΚ 52/Α/2004).

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.