Νόμος 3234/04 - Άρθρο 2

Άρθρο 2: Συντάξεις παθόντων από βίαιο συμβάν και τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

 

{15. Για τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές του καταληκτικού κλιμακίου ή καταληκτικού βαθμού στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.

 

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία εξαιτίας δολοφονικής επίθεσης από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή συνταξιούχου.}

 

β. Στο τέλος του άρθρου 18 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:

 

{7. Ειδικά για τον υπολογισμό της σύνταξης της χήρας συζύγου και των τέκνων των προσώπων της παραγράφου 15 του άρθρου 9 και της παραγράφου 4 του άρθρου 20 έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 94 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων.}

 

γ. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 20 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

 

{4. Η σύνταξη που θα έπρεπε να απονεμηθεί στον υπάλληλο που πεθαίνει κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ή δολοφονείται ή τραυματίζεται θανάσιμα από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή σε σύνταξη, υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές του μισθού του καταληκτικού κλιμακίου ή καταληκτικού βαθμού στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά αυτός που πέθανε ή δολοφονήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του θανάτου του ή της δολοφονίας και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.}

 

δ. Οι διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

 

{17. Για τον κανονισμό της σύνταξης του στρατιωτικού, ο οποίος κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία και δεν μετατάσσεται για την αιτία αυτή σε ειδικές καταστάσεις διαθεσιμότητας, αποστρατείας ή υπηρεσίας γραφείου, λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές του καταληκτικού βαθμού, στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος, και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία. Ο βαθμός αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερος του βαθμού Αντιστρατήγου προκειμένου περί ανθυπολοχαγών, υπολοχαγών, λοχαγών, ταγματαρχών, αντισυνταγματαρχών και συνταγματαρχών και των αντίστοιχων προς αυτούς. Ειδικά προκειμένου για τους Αρχηγούς των Σωμάτων Ασφαλείας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος για τον κανονισμό της σύνταξης λαμβάνεται υπόψη ο μισθός του βαθμού Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας.

 

Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία συνεπεία δολοφονικής επίθεσης από ένα άτομο μόνο του ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή για την ιδιότητά του ως στρατιωτικού στην ενέργεια ή σε σύνταξη.}

 

ε. Στο τέλος του άρθρου 46 του Κώδικα Πολιτικών και στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:

 

{7. Ειδικά για τον υπολογισμό της σύνταξης της χήρας συζύγου και των τέκνων των προσώπων της παραγράφου 17 του άρθρου 34 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 94 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων.}

 

2.α. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

 

{Για τους στρατιωτικούς που είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, καθώς και για όσους πάσχουν από Βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική αναιμία και υποβάλλονται σε μετάγγιση ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας 67%, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.}

 

β. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 42 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

 

{6. Η μηνιαία σύνταξη των προσώπων του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Κώδικα αυτού, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά, ορίζεται στα ογδόντα εκατοστά (80%) των αποδοχών της παραγράφου 2 του άρθρου 34, που λαμβάνουν κατά το χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία, εφόσον εξέρχονται, λόγω παραίτησης ή απολύονται για λόγους υγείας, μετά τη συμπλήρωση δεκαπενταετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.}

 

3. Ο χρόνος υπηρεσίας που υπολογίζεται στο διπλάσιο από τις διατάξεις του άρθρου 1 των νομοθετικών διαταγμάτων 414/1974 (ΦΕΚ 138/Α/1974), 142/1974 (ΦΕΚ 318/Α/1974) και 179/1974 (ΦΕΚ 347/Α/1974), επεκτείνεται από 01-01-1985 μέχρι το τέλος του έτους 1992, μετά το οποίο διατηρείται όπως αποκτήθηκε έως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και μόνο για τον κανονισμό της σύνταξης.

 

4.α. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 2084/1992 (ΦΕΚ 165/Α/1992) αντικαθίσταται από την έναρξη ισχύος του νόμου [Ν] 3181/2003 (ΦΕΚ 218/Α/2003) ως εξής:

 

{2. Στρατιωτικός νοείται αυτός, που υπηρετεί στις Ένοπλες Δυνάμεις, στην Ελληνική Αστυνομία, στο Λιμενικό και στο Πυροσβεστικό Σώμα, ως αξιωματικός, ανθυπασπιστής ή οπλίτης ή αυτός, που κατά το νόμο αντιστοιχεί στους βαθμούς αυτούς, ανεξάρτητα από το όπλο, σώμα, κλάδο ή ειδικότητα που ανήκει, καθώς και οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί της Ελληνικής Αστυνομίας.}

 

β. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνοριακών φυλάκων, καθώς και των ειδικών φρουρών που διανύθηκε στην Ελληνική Αστυνομία από την κατάταξή τους μέχρι τη μονιμοποίησή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου [Ν] 3181/2003, αναγνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Η αναγνώριση γίνεται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, με πράξη της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Οι ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη (εργοδότη και ασφαλισμένου) που έχουν καταβληθεί στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα αποδίδονται στο Δημόσιο εντός εξαμήνου από την κοινοποίηση σε αυτό της σχετικής πράξης αναγνώρισης.

 

5.α. Στο τέλος του άρθρου 53 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:

 

{7. Ως έτος γέννησης οποιουδήποτε δικαιούχου σύνταξης λαμβάνεται εκείνο, που αποδεικνύεται από ληξιαρχική πράξη, η οποία έχει συνταχθεί μέσα σε ενενήντα ημέρες το πολύ από την ημέρα γέννησης. Αν δεν έχει συνταχθεί τέτοια ληξιαρχική πράξη, το έτος γέννησης αποδεικνύεται για τους άνδρες από το μητρώο αρρένων και για τις γυναίκες από το γενικό μητρώο των δημοτών.

 

Αν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στα μητρώα, επικρατεί η χρονικά προγενέστερη. Δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ή διοικητικές αποφάσεις που βεβαιώνουν την ηλικία ή διορθώνουν τις σχετικές εγγραφές δεν λαμβάνονται υπόψη από τα όργανα που κρίνουν ή δικαιοδοτούν για τις συντάξεις.}

 

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για συνταξιοδοτικά δικαιώματα που κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, καθώς και τις διατάξεις του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 167/2000 (ΦΕΚ 154/Α/2000)).

 

6. Στο τέλος του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 15, ως εξής:

 

{15, Η σύνταξη όσων θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους.}

 

7. Η παράγραφος 11 του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων που τέθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 2 του νόμου 3075/2002 αναριθμείται, λαμβάνει αριθμό 12 και αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

 

{12. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα της παραγράφου 9, του άρθρου αυτού.}

 

8.α. Στο τέλος του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής:

 

{13. Η εισφορά, η συμπληρωματική εισφορά, η εισφορά εξαγοράς, καθώς και η κράτηση για κύρια σύνταξη, όπου απαιτούνται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, για την αναγνώριση ως συντάξιμης, οποιασδήποτε προϋπηρεσίας ή υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής θητείας, υπολογίζονται με βάση τις κάθε φορά συντάξιμες αποδοχές του χρόνου υποβολής της σχετικής αίτησης του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού.}

 

β. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου αυτής αρχίζει από 01-01 2003 και από την ίδια ημερομηνία κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει το θέμα της προηγούμενης περίπτωσης διαφορετικά καταργείται

 

9.α. Οι συντάξεις που έχουν κανονισθεί με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 15 και της παραγράφου 7 του άρθρου 42, του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, οι οποίες καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 5, του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 3029/2002, αντίστοιχα, αναπροσαρμόζονται οίκοθεν ή μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 15 και 42 του ίδιου Κώδικα, κατά περίπτωση.

 

β. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής αρχίζουν από 01-01-2004.

 

10. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του νόμου [Ν] 2084/1992 αντικαθίστανται ως εξής:

 

{2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τις συντάξεις των οικογενειών όσων από αυτούς έχουν πεθάνει, καθώς και για τις συντάξεις όσων έπαθαν από τραύμα ή νόσημα που οφείλεται στην υπηρεσία.}

 

β. Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 του νόμου [Ν] 2084/1992 καταργείται και οι ακολουθούσες παράγραφοι αναριθμούνται αναλόγως,

 

γ. Οι συντάξεις που έχουν κανονισθεί με διαφορετικό τρόπο από όσα ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου αυτής αναπροσαρμόζονται οίκοθεν ή μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις αυτές.

 

δ. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής αρχίζουν από 01-01-2004.

 

11. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του νόμου 3075/2002 αντικαθίστανται από τότε που ίσχυσαν, ως εξής:

 

{3. Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων των προηγούμενων παραγράφων από το διορισμό τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τις πάγιες διατάξεις του φορέα ή ταμείου για το θέμα αυτό, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

 

Ειδικά στην περίπτωση αυτή για τα πρόσωπα που θα υπαχθούν στην ασφάλιση του Δημοσίου ή το ειδικό καθεστώς του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικές εισφορές, όπως το ποσοστό τους ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, υπολογίζονται για όλο το χρόνο υπηρεσίας τους στις θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού που αναγνωρίζεται ως συντάξιμος. Για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών και τον υπολογισμό της σύνταξης των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη αυτές που ορίζουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 2768/1999 (ΦΕΚ 273/Α/1999), σε συνδυασμό και με τις διατάξεις της περίπτωσης δ' της παραγράφου 8 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Το ποσό που προκύπτει από τον κατά τα ανωτέρω υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη κατά την αναλογία των ισχυόντων ποσοστών εισφορών για κύρια σύνταξη, είτε εφάπαξ μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης ή πράξης, οπότε παρέχεται έκπτωση πέντε τοις εκατό (5%), είτε σε δόσεις ισάριθμες με τους μήνες που αναγνωρίζονται, ο αριθμός των οποίων δε μπορεί να είναι μεγαλύτερος των σαράντα οκτώ (48) και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα που έπεται της κοινοποίησης της απόφασης ή πράξης, κάθε δε επόμενη δόση μέχρι το τέλος του μήνα στον οποίο αναφέρεται Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσης το ποσό της επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.

 

Εάν ο υπάλληλος ή ο συνταξιούχος αποβιώσει πριν την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, οι υπολειπόμενες μηνιαίες δόσεις καταβάλλονται από τα πρόσωπα στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξη, σύμφωνα με τα ανωτέρω.

 

Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται στον ασφαλισμένο και σε περίπτωση θανάτου αυτού στα δικαιούχα πρόσωπα από την επόμενη ημέρα της εξόφλησης των οφειλόμενων από τον ασφαλισμένο εισφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.}

 

β. Στο τέλος του άρθρου 9 του νόμου 3075/2002 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

 

{4. α. Για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού που θα υπαχθούν στην ασφάλιση του κοινού καθεστώτος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών, η αναγνώριση γίνεται με βάση τις αποδοχές τους και το άθροισμα της μηνιαίας εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη που ισχύει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, για τον κλάδο σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Ως βάση υπολογισμού των εισφορών δεν λαμβάνονται υπόψη αποδοχές που υπερβαίνουν, για μεν τους υπαγόμενους στο κοινό καθεστώς του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της δέκατης πέμπτης ασφαλιστικής κλάσης, για δε τους υπαγόμενους στην ασφάλιση των λοιπών φορέων κύριας ασφάλισης το διπλάσιο του μέσου μηνιαίου κατά κεφαλή Ακαθόριστου Εθνικού Προϊόντος του έτους 1991, όπως τα ποσά αυτά ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

 

Σε περίπτωση αποχώρησης από την υπηρεσία ή θανάτου πριν την υπαγωγή στην ασφάλιση, ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές για τον αναγνωριζόμενο χρόνο, καθορίζεται το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της όγδοης ασφαλιστικής κλάσης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Το ποσό που προκύπτει βάσει του ανωτέρω υπολογισμού καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη κατά την αναλογία των ισχυόντων ποσοστών εισφορών κλάδου σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, είτε εφάπαξ, μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης, οπότε παρέχεται έκπτωση πέντε τοις εκατό (5%), είτε σε δόσεις ισάριθμες με τους μήνες που αναγνωρίζονται, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των σαράντα οκτώ (48). Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα που έπεται της κοινοποίησης της απόφασης, κάθε δε επόμενη δόση μέχρι το τέλος του μήνα στον οποίο αναφέρεται Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσης, το ποσό της επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.

 

Αν έχει χωρήσει απασχόληση σε περισσότερες της μίας επιχειρήσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1256/1982 οι εργοδοτικές εισφορές επιμερίζονται στους οικείους εργοδότες, ανάλογα με το χρόνο απασχόλησης, με βάση το προβλεπόμενο ποσοστό εισφορών κλάδου σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τις αποδοχές του τελευταίου φορέα, επιφυλασσομένων των διατάξεων του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής.

 

Επί αδυναμίας προσδιορισμού του υπόχρεου εργοδότη λόγω παύσης λειτουργίας της επιχείρησης του νόμου [Ν] 1256/1982 το σύνολο των εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον ασφαλισμένο και καταβάλλονται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια.

 

Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου πριν την υποβολή της αίτησης ή πριν την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, το καθοριζόμενο ή υπολειπόμενο ποσό καταβάλλεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω από τα δικαιοδόχα πρόσωπα, στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξη.

 

Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται ή μεταβιβάζεται μετά την εξόφληση των εισφορών που αναλογούν στον ασφαλισμένο, βάσει των διατάξεων της περίπτωσης αυτής ή του συνόλου των εισφορών, επί αδυναμίας προσδιορισμού του εργοδότη.

 

β. Οι διατάξεις του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 981/1979 (ΦΕΚ 239/Α/1979) δεν έχουν εφαρμογή στα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.}

 

12. Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της περίπτωσης δ' της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του νόμου 3075/2002, ειδικά, για όσους έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, τα όρια ηλικίας που προβλέπονται από τις ίδιες διατάξεις, αρκεί να συντρέχουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση.

 

13. Για την αναγνώριση του χρόνου δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τον υπολογισμό της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 4202/1961, απαιτείται η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών του μεν εργοδότη από το Δημόσιο, του δε ασφαλισμένου από τον ίδιο. Η σύνταξη και οι ασφαλιστικές εισφορές στην περίπτωση αυτή υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές της θέσης τους, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για την αναγνώριση.

 

14. Η διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 3 του νόμου 3075/2002 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:

 

{12. Οι προθεσμίες που τάσσουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού για δικαιώματα που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αρχίζουν από την ισχύ του.}

 

15.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του νόμου [Ν] 2592/1998 (ΦΕΚ 57/Α/1998) έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής που απασχολούνται στο δημόσιο τομέα της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α/1982) με οποιαδήποτε σχέση εργασίας και ανεξάρτητα από τον τρόπο αμοιβής τους, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά που τους ανατίθεται η διδασκαλία μαθημάτων σε σχολεία ή σχολές όλων των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης.

 

β. Από τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του νόμου [Ν] 2592/1998 εξαιρούνται και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, καθώς και τα πρόσωπα τα οποία απασχολούνται στο δημόσιο τομέα της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1256/1982 με μειωμένο ωράριο εργασίας και μέχρι δέκα (10) ώρες την εβδομάδα.

 

16. Ειδικά για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου οι οποίοι δεν έλαβαν το επίδομα των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ του άρθρου 14 του νόμου 3016/2002, οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 3029/2002 κρατήσεις για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, καθώς και υπέρ Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων και μόνο για το έτος 2003 διενεργούνται από 1ης Ιανουαρίου του έτους αυτού επί του πράγματι καταβαλλόμενου επιδόματος του άρθρου 13 του νόμου [Ν] 2470/1997 και μέχρι του συνολικού ποσού των 176 ευρώ. Η σύνταξη των υπαλλήλων του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 3029/2002, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου 3075/2002, ως να ελάμβαναν με τις αποδοχές τους το επίδομα των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ και να είχε υποβληθεί το ποσό αυτό στις σχετικές κρατήσεις.

 

17.α. Οι βουλευτές οι οποίοι τελούν σε αναστολή άσκησης του επαγγέλματός τους συνεχίζουν, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας τους, να ασφαλίζονται για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια στους φορείς κύριας σύνταξης, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας που ασφαλίζονταν πριν την εκλογή τους στο βουλευτικό αξίωμα. Η παράλληλη ασφάλιση με εκείνη ως βουλευτών παρέχει και αντίστοιχο συντάξιμο ή ασφαλιστέο χρόνο, στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, κατά περίπτωση. Οι αναλογούσες εισφορές για κύρια, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής. Οι ασφαλιστικές αυτές εισφορές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα.

 

Για τον προσδιορισμό των ανωτέρω ασφαλιστικών εισφορών, λαμβάνονται, ως βάση, ο ασφαλιστέος μισθός ή το τεκμαρτό ημερομίσθιο της αντίστοιχης ασφαλιστικής κλάσης ή κατηγορίας, όπως θα διαμορφώνονταν κάθε φορά εάν οι βουλευτές της παραγράφου αυτής συνέχιζαν, κατά περίπτωση, να απασχολούνται ή να αυτοαπασχολούνται ή να ασκούν ελεύθερο επάγγελμα και κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας τους. Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ασφαλιστέος μισθός ή τεκμαρτό ημερομίσθιο ή το ύψος αυτών υπερβαίνει τον ασφαλιστέο μισθό ή το τεκμαρτό ημερομίσθιο που αντιστοιχούν στην εικοστή όγδοη ασφαλιστική κλάση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών, οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ασφαλιστέου μισθού ή του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσης αυτής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραπάνω εδάφιο προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου 3670/2008 (ΦΕΚ 117/Α/2008).

 

β. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία αναστολής άσκησης του επαγγέλματος των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης λόγω της απόκτησης της βουλευτικής ιδιότητας.

 

18. Στους βουλευτές της παραγράφου 17, οι οποίοι, πριν από την εκλογή τους, υπάγονταν στην ασφάλιση αναγνωρισμένων, δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων κύριας σύνταξης, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας της αλλοδαπής, εφόσον συνεχίζουν την ασφάλιση τους στους φορείς αυτούς και κατά τη διάρκεια της θητείας τους, καταβάλλονται, για την περίοδο αυτή από 01-01-2003 και εφεξής σε βάρος του προϋπολογισμού της Βουλής, οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές που οφείλονται στους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς. Το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβεί το ύψος των εισφορών που αντιστοιχεί στο ανώτατο όριο αποδοχών της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών, όπως ισχύει κάθε φορά. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, καθορίζονται η διαδικασία και ο τρόπος καταβολής των ποσών, που αντιστοιχούν στις ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια.

 

19.α. Οι διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 17 του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους έμμισθους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, τους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης Α' και Β' βαθμού, καθώς και τους υπαλλήλους των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, οι οποίοι παραιτούνται από την ενεργό υπηρεσία, προκειμένου να θέσουν υποψηφιότητα για την εκλογή τους στο βουλευτικό αξίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 του Συντάγματος.

 

β. Οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης υπολογίζονται στο συντάξιμο ή στον ασφαλιστέο μισθό της οργανικής τους θέσης, όπως αυτός θα διαμορφωνόταν κάθε φορά αν συνέχιζαν να υπηρετούν στη θέση αυτή.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι παράγραφοι 18 και 19 προστέθηκαν με την παράγραφο 2)α του άρθρου 3 του νόμου 3670/2008 (ΦΕΚ 117/Α/2008).

 

Με την παράγραφο 2)γ του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται ότι:

 

{γ. Η ασφαλιστική - συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων της παραγράφου αυτής, από 01-01-2003 μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, και για όσο χρόνο κατείχαν το βουλευτικό αξίωμα, θα γίνει σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα.}

 

20. Η υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 17, 18 και 19, που βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής, παύει να υφίσταται από την 01-08-2008, λόγω της κατάργησης του επαγγελματικού ασυμβιβάστου με την αναθεώρηση του άρθρου 57 του Συντάγματος, σύμφωνα με το Ψήφισμα της 27-05-2008 της Η' Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 102/Α/2008). Οι ασφαλιστικές εισφορές της παραγράφου 19 του άρθρου αυτού, από 01-08-2008, καταβάλλονται από τους ενδιαφερομένους με παρακράτηση από τη βουλευτική τους αποζημίωση, μετά από αίτηση τους προς τη Βουλή.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 20 προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του νόμου 3670/2008 (ΦΕΚ 117/Α/2008).

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.