Νόμος 3219/04 - Άρθρο 6

Άρθρο 6: Υποχρεώσεις ενισχυόμενων επιχειρήσεων - Συνέπειες μη τήρησης


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Το άρθρο 11 του νόμου 2601/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Άρθρο 11: Υποχρεώσεις ενισχυόμενων επιχειρήσεων Συνέπειες μη τήρησης

 

1. Α. Επιχειρήσεις των οποίων επενδύσεις έχουν υπαχθεί στο καθεστώς επιχορήγησης και χρηματοδοτικής μίσθωσης του παρόντος νόμου, μετά την υπαγωγή τους και επί μία πενταετία από τη δημοσίευση της απόφασης ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας, οφείλουν:

 

α) Να τηρούν τους όρους της υπαγωγής.

 

β) Οι υπαχθείσες ως νέοι φορείς να μην συγχωνευθούν ή απορροφηθούν ή απορροφήσουν άλλη εταιρία ή επιχείρηση ή κλάδο αυτής που αποτελεί παλαιό φορέα.

 

γ) Να αποκτούν την κυριότητα του μισθωμένου εξοπλισμού με τη λήξη της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.

 

δ) Να μη διακόπτουν την παραγωγική δραστηριότητα της επένδυσης, εκτός της περίπτωσης που συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που προκαλούνται από φυσικά φαινόμενα.

 

ε) Να μην παύσουν τη λειτουργία της επιχείρησης εκτός της περίπτωσης που συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που προκαλούνται από φυσικά φαινόμενα.

 

στ) Να μη μεταβιβάζουν για οποιονδήποτε λόγο πάγια περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενισχυθεί, εκτός εάν αυτά αντικατασταθούν εντός εξαμήνου από άλλα κυριότητας του φορέα και ανάλογης αξίας, που ανταποκρίνονται στην εξυπηρέτηση της παραγωγικής λειτουργίας της επιχείρησης, με υποχρέωση γνωστοποίησης της αντικατάστασης εντός τριών (3) μηνών στην αρμόδια υπηρεσία.

 

Β. Οι ανωτέρω επιχειρήσεις για το ίδιο χρονικό διάστημα δεν επιτρέπεται χωρίς έγκριση του αρμόδιου για την έκδοση της απόφασης υπαγωγής οργάνου:

 

α) Να μεταβάλλουν κατά οποιονδήποτε τρόπο την εταιρική τους σύνθεση ως προς τα πρόσωπα ή / και τα ποσοστά συμμετοχής τους. Εξαιρούνται οι εταιρίες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες ή εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και οι περιπτώσεις μεταβιβάσεων λόγω κληρονομικής διαδοχής.

 

β) Να εκμισθώσουν μέρος ή το σύνολο της ενισχυθείσας επένδυσης. Η έγκριση δίδεται με τον όρο της συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης στο ίδιο παραγωγικό αντικείμενο και η ευθύνη για την τήρηση των όρων υπαγωγής παραμένει στον εκμισθωτή.

 

Γ. Όλες οι ανωτέρω επιχειρήσεις μετά την υπαγωγή τους και για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας οφείλουν:

 

Να διατηρούν τον αριθμό των δημιουργούμενων νέων θέσεων απασχόλησης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2)α του άρθρου 6 του νόμου 2601/1998, όσο και των υφιστάμενων κατά το χρόνο υπαγωγής θέσεων απασχόλησης.

 

2. Α. Εάν η ενισχυθείσα επιχείρηση παραβεί τις υποχρεώσεις υπαγωγής πριν την ολοκλήρωση της επένδυσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας:

 

α) Ανακαλείται η απόφαση υπαγωγής και καταπίπτει η εγγυητική επιστολή εάν έγινε χρήση της περίπτωσης στ' της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του νόμου 2601/1998 στις περιπτώσεις β' και ε' της παραγράφου 1Α.

 

β) Δύναται να ανακληθεί η απόφαση υπαγωγής και να καταπέσει η εγγυητική επιστολή εάν έγινε χρήση της περίπτωσης στ' της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του νόμου 2601/1998 ή να παρακρατηθεί μέρος της ενίσχυσης, στις περιπτώσεις α', δ' της παραγράφου 1Α και α' της παραγράφου 1Β.

 

Β. Εάν η ενισχυθείσα επιχείρηση παραβεί τις υποχρεώσεις υπαγωγής μετά τη δημοσίευση της απόφασης ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης και εντός του οριζόμενου στην παράγραφο 1Α χρονικού περιορισμού, επιστρέφεται το σύνολο ή μέρος της κεφαλαιακής ενίσχυσης.

 

Γ. Εάν η ενισχυθείσα επιχείρηση παραβεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην περίπτωση 1Α)γ επιστρέφεται η αναλογούσα στο συγκεκριμένο εξοπλισμό καταβληθείσα επιδότηση στο σύνολό της. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση διακοπής της σύμβασης και επιστροφής του εξοπλισμού στην εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης.

 

Δ. Εάν κατά παράβαση των υποχρεώσεων που ορίζονται στην περίπτωση 1Γ διαπιστωθεί μείωση των μέσων όρων του αριθμού των δημιουργούμενων νέων θέσεων απασχόλησης, που προσδιόρισαν την ενίσχυση, επιστρέφεται μέρος της ενίσχυσης, ούτως ώστε να τηρείται το ύψος της επιχορήγησης ανά θέση εργασίας. Στην περίπτωση που μειωθούν νέες θέσεις που δεν προσδιόρισαν την ενίσχυση ή / και υφιστάμενες κατά το χρόνο υπαγωγής θέσεις απασχόλησης, η απόφαση υπαγωγής δύναται να ανακληθεί και να καταπέσει η εγγυητική επιστολή εάν έγινε χρήση της περίπτωσης στ' της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του νόμου 2601/1998 ή να παρακρατηθεί μέρος της ενίσχυσης εάν δεν έχει ολοκληρωθεί η επένδυση, εάν δε έχει ολοκληρωθεί, επιστρέφεται το σύνολο ή μέρος της ενίσχυσης.

 

3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται ο τρόπος διενέργειας του ελέγχου συμμόρφωσης των υπαγόμενων επιχειρήσεων στις διατάξεις του παρόντος νόμου, οι σχετικές διαδικασίες, ο τρόπος επέλευσης των συνεπειών σε περίπτωση μη τήρησης αυτών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

 

4. Η επιστροφή των ενισχύσεων του παρόντος νόμου γίνεται με τη διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων, τα δε επιστρεφόμενα ποσά προσαυξάνονται κατά το ποσό των νόμιμων τόκων από την εκάστοτε καταβολή τους. Οι σχετικές αποδείξεις καταβολής των ενισχύσεων από το Δημόσιο αποτελούν τίτλο για τη βεβαίωση του χρέους από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία.

 

5. Απώλεια της φορολογικής απαλλαγής και καταβολή των οφειλόμενων φόρων.

 

Α. Το αφορολόγητο αποθεματικό της απαλλαγής που σχηματίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος προστίθεται στα κέρδη της επιχείρησης και φορολογείται στη διαχειριστική χρήση κατά την οποία:

 

α) Πωλήθηκαν τα πάγια περιουσιακά στοιχεία πριν περάσουν πέντε (5) χρόνια από τότε που αγοράστηκαν ή έπαψαν να χρησιμοποιούνται τα μηχανήματα των οποίων η χρήση είχε αποκτηθεί με χρηματοδοτική μίσθωση και ακυρώθηκε η σύμβαση, για το ποσό που το αφορολόγητο αποθεματικό αντιστοιχεί στην αξία των πάγιων αυτών στοιχείων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τα πάγια αυτά στοιχεία, μέσα σε έξι (6) μήνες από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έγινε η πώληση ή η διακοπή της χρηματοδοτικής μίσθωσής τους, με νέα πάγια στοιχεία ίσης τουλάχιστον αξίας, τα οποία συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης ή της χρηματοδοτικής μίσθωσης που ορίζει το παρόν.

 

β) Θα γίνει διανομή ή ανάληψη του αντίστοιχου ποσού του αφορολόγητου αποθεματικού και για το ποσό που θα διανεμηθεί ή θα αναληφθεί

 

γ) Διαλύεται η ατομική επιχείρηση ή η εταιρία λόγω θανάτου του επιχειρηματία ή μέλους της εταιρίας.

 

Β. Επίσης το αφορολόγητο αποθεματικό που σχηματίστηκε φορολογείται:

 

α) Σε περίπτωση αποχώρησης εταίρου, στο όνομά του, στο χρόνο αποχώρησής του και για το ποσό που αναλογεί σε αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του

στην εταιρία.

 

β) Σε περίπτωση μεταβίβασης εταιρικής μερίδας, στο όνομα του μεταβιβάζοντος, στο χρόνο της μεταβίβασης και για το ποσό που αναλογεί σε αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία.

 

γ) Σε περίπτωση ανάληψης του αποθεματικού από εταίρο ή τους κληρονόμους του, στο όνομα του αναλαμβάνοντος, στο χρόνο της ανάληψης και για το ποσό που αναλαμβάνεται από αυτόν.

 

δ) Σε περίπτωση θανάτου ενός εταίρου και εφόσον η εταιρία συνεχίζεται νόμιμα μόνο μεταξύ των λοιπών εταίρων, στο όνομα του κληρονόμου και για το ποσό που αναλογεί σε αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του θανόντος στην εταιρία.

 

ε) Σε περίπτωση που η επιχείρηση μετά τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης

δεν αποκτά την κυριότητα του εξοπλισμού.

 

Γ. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της επένδυσης ή / και μη απόκτησης της χρήσης του εξοπλισμού με χρηματοδοτική μίσθωση εντός της πενταετούς προθεσμίας που ορίζεται από την παράγραφο 27 του άρθρου 6, η επιχείρηση υποχρεούται στην υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος για κάθε οικονομικό έτος και για το μέρος των κερδών που απηλλάγησαν της φορολογίας λόγω σχηματισμού του αφορολόγητου αποθεματικού.

 

Οι πιο πάνω δηλώσεις θεωρούνται εκπρόθεσμες και οι υπόχρεοι που υποβάλλουν αυτές ή δεν υποβάλλουν ή υποβάλλουν ανακριβείς υπόκεινται στις κυρώσεις του νόμου 2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α/1997). Το συνολικό ποσό φόρου εισοδήματος και πρόσθετου φόρου, που οφείλεται με βάση τη δήλωση της παραγράφου αυτής, καταβάλλεται σε πέντε (5) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η μεν πρώτη με την υποβολή της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες τέσσερις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των τεσσάρων επόμενων από την υποβολή της δήλωσης μηνών.}

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.