Νόμος 4251/14 - Άρθρο 30

Άρθρο 30: Υποχρεώσεις μεταφορέων - Κυρώσεις


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα πολίτες τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους παραλαμβάνουν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της χώρας ή στο έδαφος κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται:

 

α. με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 30.000 έως 60.000 € για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο,

β. με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή 60.000 έως 100.000 € για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ή τουριστικού ή ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορα ή αν δύο ή περισσότεροι ενεργούν από κοινού,

γ. με κάθειρξη τουλάχιστον 15 ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 200.000 € για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

δ. με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον 700.000 € για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν στην περίπτωση γ' επήλθε θάνατος.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 1 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 12 του νόμου 4637/2019 (ΦΕΚ 169/Α/2019).

 

2. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου υποχρεούνται να μη δέχονται για μεταφορά πρόσωπα, τα οποία δεν είναι εφοδιασμένα με τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα ή δεν έχουν υποστεί τον κανονικό αστυνομικό έλεγχο. Οι παραβάτες τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

 

Η ανωτέρω αξιόποινη πράξη θεωρείται τετελεσμένη, προκειμένου μεν για θαλάσσια και εναέρια μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο που επιβιβάσθηκε λαθραίως βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά την έναρξη του ελέγχου από τα αρμόδια κρατικά όργανα προ του απόπλου ή της απογείωσης ή μετά τον απόπλου του πλοίου ή την απογείωση του αεροπλάνου, προκειμένου δε για άλλα μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο που αναχωρεί λαθραίως βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά τον τελευταίο έλεγχο εξόδου ή πλησίον των συνόρων. Οι κυρώσεις της παραγράφου 3 του παρόντος εφαρμόζονται και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή.

 

3. α. Αεροπορικές ή ναυτιλιακές εταιρείες, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκτελεί οποιασδήποτε μορφής δημόσια μεταφορά ατόμων, υποχρεούνται να μην δέχονται για μεταφορά και να λαμβάνουν κάθε μέτρο που να αποκλείει τη μεταφορά από το εξωτερικό στην Ελλάδα πολιτών τρίτων χωρών που:

 

α) δεν είναι εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα εν ισχύ διαβατήρια ή άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα και θεώρηση εισόδου, όπου απαιτείται η λήψη τους πριν από την άφιξη των πολιτών τρίτων χωρών στη χώρα, εκτός αν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Κανονισμού 2009/810 Κώδικας Θεωρήσεων σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο β' του Κανονισμού 2016/399 Κώδικας Συνόρων Schengen ή β) κατέχουν διαβατήρια ή άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα με εμφανείς ενδείξεις πλαστογράφησης ή παραποίησης. Με απόφαση της κατά τόπο αρμόδιας Αεροπορικής Αρχής επιβάλλεται στις αεροπορικές εταιρείες, καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μεταφέρει άτομα αεροπορικώς που παραβαίνουν την παραπάνω υποχρέωση, χρηματικό πρόστιμο από 5.000 € έως 30.000 € για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο. Στις ναυτιλιακές εταιρείες, καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκτελεί δημόσια μεταφορά ατόμων με πλωτό μέσο, το ανωτέρω πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση της αστυνομικής Αρχής, η οποία είναι κατά τόπον αρμόδια για τη διενέργεια του ελέγχου των προσώπων που εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος ή εξέρχονται από αυτό, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3. Σε περίπτωση υποτροπής εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους, τα ανωτέρω πρόστιμα μπορεί να προσαυξάνονται στο διπλάσιο και πάντως όχι πέραν του ποσού των 30.000 €, με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου οργάνου. Τα παραπάνω πρόστιμα επιβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα που εκτελούν οποιασδήποτε μορφής δημόσια μεταφορά ή αποκλειστικά στο νομικό πρόσωπο των ανωτέρω αεροπορικών ή ναυτιλιακών εταιρειών ή μεταφορέων και στα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 50 του νόμου 4174/2013 (ΦΕΚ 170/Α/2013), τα οποία ευθύνονται αλληλεγγύως.

 

Το παραπάνω πρόστιμο δεν επιβάλλεται στα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που αποδεικνύουν ότι έχουν λάβει επαρκή προληπτικά μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι επιβαίνοντες πολίτες τρίτων χωρών δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις α' και β' της παρούσας παραγράφου. Ειδικότερα απαιτείται η λήψη των κατάλληλων μέτρων ενημέρωσης των επιβατών, πριν από την επιβίβασή τους, ως προς τα ταξιδιωτικά έγγραφα που απαιτούνται για τη νόμιμη είσοδό τους στην Ελλάδα, η καταχώρισή τους, κατά την επιβίβαση, με τα στοιχεία που φέρουν τα ταξιδιωτικά έγγραφα, στους καταλόγους επιβατών και η κοινοποίηση των καταλόγων στις αρμόδιες αερολιμενικές, λιμενικές και τελωνειακές αρχές.

 

Οι αποφάσεις επιβολής προστίμου, κατά τα παραπάνω εδάφια, υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών και του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη αντίστοιχα, μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίησή τους. Σε περίπτωση μερικής ακύρωσης επιβάλλεται πρόστιμο, όχι χαμηλότερο από το ήμισυ του ελάχιστου προβλεπόμενου.

 

Τυχόν υποβληθείσες προσφυγές κατά των αποφάσεων επιβολής προστίμου των Συντονιστών Αποκεντρωμένης Διοίκησης κατά τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 30, όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του νόμου 4587/2018 (ΦΕΚ 218/Α/2018), θα εξετασθούν ως ενδικοφανείς προσφυγές από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη.

 

β. Η ισχύς της περίπτωσης (α) αρχίζει από την έναρξη ισχύος της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του νόμου 4251/2014 (ΦΕΚ 80/Α/2014), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του νόμου 4587/2018.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του νόμου 4676/2020 (ΦΕΚ 67/Α/2020).

 

4. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, καθώς και ταξιδιωτικά γραφεία και οι ιδιοκτήτες των μεταφορικών μέσων ευθύνονται εις ολόκληρον για τις δαπάνες διαβίωσης και τα έξοδα επαναπροώθησης των ανωτέρω προσώπων στο εξωτερικό. Την ίδια ευθύνη έχουν και όσοι εγγυήθηκαν τον επαναπατρισμό πολίτη τρίτης χώρας, αν παραβιάσθηκαν όροι εισόδου ή διαμονής του στη χώρα. Η διαδικασία βεβαίωσης και καταβολής του ανωτέρω προστίμου ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.

 

5. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 ή οι ιδιοκτήτες των μεταφορικών μέσων ή οι αντιπρόσωποι αυτών στην Ελλάδα υποχρεούνται αμέσως μετά την άφιξη του μεταφορικού μέσου να παραδίδουν στις υπηρεσίες του αστυνομικού ελέγχου διαβατηρίων δελτία άφιξης ή καταστάσεις των επιβατών που είναι πολίτες τρίτων χωρών, τους οποίους μεταφέρουν και προορίζουν για την Ελλάδα και αντίστροφα. Την ίδια υποχρέωση έχουν κατά την άφιξη αεροπλάνων μη τακτικών πτήσεων από τρίτες χώρες. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται τα στοιχεία των ανωτέρω δελτίων ή καταστάσεων.

 

6. Οι ανωτέρω κυρώσεις δεν επιβάλλονται στις περιπτώσεις διάσωσης ανθρώπων στη θάλασσα, της μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, καθώς και στις περιπτώσεις προώθησης στο εσωτερικό της χώρας ή διευκόλυνσης της μεταφοράς, προς το σκοπό υπαγωγής στις διαδικασίες των άρθρων 83 του νόμου 3386/2005 ή του άρθρου 13 του νόμου 3907/2011, κατόπιν ενημέρωσης των αρμοδίων αστυνομικών και λιμενικών αρχών.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 6 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του νόμου 4332/2015 (ΦΕΚ 76/Α/2015).

 

7. Οι διατάξεις του άρθρου 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται και για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 και του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα.

 

8. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της κατά της καταδικαστικής απόφασης για παραβάσεις του παρόντος άρθρου, καθώς και των παραγράφων 5, 6 και 8 του προηγούμενου άρθρου, δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.

 

9. Για την εκδίκαση των κακουργημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εκτός από αυτό της περίπτωσης δ, καθώς και στο άρθρο 29, αρμόδιο είναι το Μονομελές Εφετείο και εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 308Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 9 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου πέμπτου του νόμου [Ν] 4268/2014 (ΦΕΚ 141/Α/2014).

 

10. Περιουσία που αποτελεί προϊόν της εγκληματικής δραστηριότητας του παρόντος άρθρου, καθώς και των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 29 ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση της παραπάνω εγκληματικής δραστηριότητας κατάσχεται και μπορεί να δημευθεί με την καταδικαστική απόφαση, αν ανήκει στον αυτουργό ή σε οποιονδήποτε από τους συμμέτοχους. Αν το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτημα διαδίκου ή τρίτου, κρίνει ότι η δήμευση που θα επιβληθεί στον καταδικασθέντα θα αποστερήσει τον ίδιο ή τρίτους, ιδίως την οικογένειά του, από πράγμα που εξυπηρετεί τον αναγκαίο βιοπορισμό τους και ότι υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σε αυτούς υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη, δεν επιβάλλει αυτήν. Η απόδοση περιουσίας στον ιδιοκτήτη της γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 310 παράγραφος 2 και 373 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

Σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά το πρώτο εδάφιο υπερβαίνει τις 4.000 € και δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους του ίδιου εδαφίου περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 10 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 του νόμου 4356/2015 (ΦΕΚ 181/Α/2015).

 

11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 29 εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτά αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή αλλοδαπό ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.