Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 324/77

ΝΣΚ 324/1977


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 324/1977 (05-05-1977)

 

Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται, εάν το αρμόδιο όργανον της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας διαπιστώσει παράβασιν των όρων, δυνάμει των οποίων εξεδόθη μια άδεια οικοδομικών εργασιών και καταγγείλει ταύτη εις την αρμόδια Αστυνομική Αρχήν, τι υποχρεούται να πράξη αυτή δια την προστασία των παραδοσιακών οικισμών, των αρχαίων και ιστορικών μνημείων.

 

Επί του ανωτέρω ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:

 

Η διάταξις του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1469/1950 περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830, ορίζει ότι:

 

α) Η ανέγερσις οικοδομημάτων επί τόπων χαρακτηριζομένων ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους (εξαιρουμένων των Ιστορικών και αρχαιολογικών), ως και η επισκευή κατασκευή και οιαδήποτε των επ' αυτών κειμένων οικοδομημάτων ή μνημείων και εν γένει κτισμάτων, μεταγενεστέρων του έτους 1830 και

 

β) η επισκευή, μετασκευή και οιαδήποτε εσωτερική ή εξωτερική διαρρύθμισις, ως και η εκτέλεσις έργων συντηρήσεως οικοδομημάτων ή μνημείων μεταγενεστέρων του έτους 1830 χαρακτηριζομένων ως έργων τέχνης χρηζόντων ειδικής προστασίας δια τα οποία ήθελε κριθή επιβεβλημένη η θέσπισης ειδικής προστασίας υπάγονται εις τις διατάξεις του άρθρου 82 του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 5351/1932, της κατά το άρθρον τούτο απαιτουμένης εγκρίσεως του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, παρεχομένης μετά σύμφωνον γνώμη της δια της επομένης παραγράφου οριζόμενης επιτροπής.

 

Το άρθρον 52 του νόμου [Ν] 5351/1932, εις το οποίον παραπέμπει η ως άνω διάταξις του νόμου [Ν] 1469/1950, ορίζει ότι, επισκευή ή καθ' οιανδήποτε τρόπον μετασκευή εκκλησιών ή άλλων καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων και οικοδομημάτων παλαιοτέρων του 1830 γίνεται μόνον μετ' έγκριση του Υπουργείου Παιδείας, παρεχομένη μετά γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.

 

Οι δια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1469/1950, παρασχεθείσες αρμοδιότητες εις τον Υπουργόν Εθνικής Παιδείας, ασκούνται εφεξής υπό του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών... και η δευτέρα παράγραφος του ιδίου ως άνω νόμου αντικαταστάθηκε ως ακολούθως:

 

{Ο κατά την προηγουμένη παράγραφο χαρακτηρισμός τόπου ή έργου ενεργείται δια πράξεως του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.}

 

Εκ των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι δια την ανέγερση οικοδομημάτων επί τόπων χαρακτηριζομένων ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους ή την επισκευή κ.λ.π. αυτών απαιτείται εκτός της οικοδομικής αδείας της προβλεπομένης υπό των πολεοδομικών διατάξεων και άδεια εκδιδομένη μετ' εκτίμησιν της βλάβης ή της αλλοιώσεως κ.λ.π. την οποία ενδέχεται να προξενήσει η ως άνω οικοδομική εργασία εις τον τόπον τον χαρακτηρισθέντα ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους κ.λ.π. (βλέπε ΣτΕ 2053/1970, Εφετείο Αθηνών 2243/1934 Θ ΜΣΤ' 651).

 

Εν όψει των ανωτέρω διατάξεων γεννήθηκε εις την Υπηρεσία το ερώτημα εάν το αρμόδιο όργανον της αρχαιολογικής Υπηρεσίας διαπιστώσει ότι οι εργασίες δεν εκτελούνται συμφώνως με τους όρους και τις υποδείξεις της αρχαιολογικής Υπηρεσίας και καταγγείλει ταύτα εις την αρμοδία αστυνομική αρχήν, τι υποχρεούται να πράξη αυτή δια την προστασία των παραδοσιακών οικισμών και των αρχαίων και ιστορικών μνημείων.

 

Εις το άρθρον 1 του από 12-03-1958 Κανονισμού της Χωροφυλακής, κυρωθέντος δια του από [ΒΔ] 28-04-1958 βασιλικού διατάγματος ορίζεται ότι η Χωροφυλακή είναι τεταγμένη δια την διαχείρισιν της δημοσίας και Εθνικής ασφαλείας, την τήρηση της τάξεως, την άσκηση της αστυνομίας εν γένει, την εκτέλεσιν των δια νόμων του Κράτους ανατίθεμεν δια την αστυνομία καθηκόντων και την εξασφάλιση της εκτελέσεως των νομίμων και αρμοδίως εκδιδομένων αποφάσεων των αρχών του Κράτους.

 

Ειδικότερα:

 

α) Μεριμνά δια την εφαρμογήν παντός νόμου και διατάγματος, ούτινος η εκτέλεσις είναι ανατιθέμενη εις αυτήν.

 

β) ...

 

στ) Παρέχει την συνδρομή της προς εφαρμογήν των νόμων και κανονισμών περί οικοδομών και σχεδίων πόλεων, κωμοπόλεων και συνοικισμών. Η υποχρέωσις αυτή προκύπτει και εκ της διατάξεως του άρθρου 79 παράγραφος 2 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών, εις ην ορίζεται ότι η επιτήρησις της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος ανήκει πάντως εις την αστυνομική αρχήν, ήτις θέλει ενεργεί κατά τις σχετικές υποδείξεις της επί της εφαρμογής αυτών υπηρεσίας επιβάλλουν την εκτέλεσιν των διατάξεων αυτής.

 

Παρόμοια δε είναι και η διατύπωσις του Κανονισμού της Αστυνομίας Πόλεων, διότι και οι αστυνομικοί υπάλληλοι, υποχρεούνται να επεμβαίνουν εν πάση περιπτώσει καθ' ην ήθελε ν' απειληθεί παράβασις των κειμένων διατάξεων και να παρέχουν την συνδρομή των εάν ταύτη ήθελε ζητήσει νομίμως δημοσία αρχή ή ιδιώτης.

 

Ειδικώς δε προς του αρχαιολόγους εις τους οποίους έχει αφεθεί η εποπτεία των αρχαίων, εις περίπτωσιν κατά την οποία διαπιστώσουν την παράβασιν, υποχρεούνται να καταγγείλουν τούτο εις την αστυνομική αρχήν, διότι εκ της διατάξεως του άρθρου 8 παράγραφος 3 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1521/1942 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1947/1939 περί οργανώσεως υπηρεσίας αρχαιοτήτων, ορίζει ότι οι έφοροι των αρχαιολογικών περιφερειών ασκούν και αστυνομικά καθήκοντα προς διάσωση και διατήρηση των αρχαιοτήτων, απευθυνόμενοι εγγράφως προς τις δικαστικές, ή διοικητικές και αστυνομικές αρχές δια πάσαν υπόθεση αφορούν τις αρχαιότητας της περιφέρειας εις την οποίαν υπηρετούν.

 

Οι αστυνομικές όθεν αρχές εν γένει, πλην των άλλων ανατεθειμένων εις αυτές υπό των κειμένων νόμων καθηκόντων, αποστολή έχουν την διαχείρισιν και διαφύλαξη της δημοσίας και Εθνικής ασφαλείας, την τήρηση της δημοσίας τάξεως, την άσκηση της αστυνομίας εν γένει και την εξασφάλιση της εκτελέσεως των νόμων. Προς τούτο ενεργούν πάντοτε κατά νόμιμο τρόπον, δέχονται πληροφορίας σχετιζόμενες προς την διάπραξη αδικημάτων και λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα τόσον δια την πρόληψη της εκτελέσεως των αδικημάτων, όσον ίνα φέρουν και τους τυχόν δράστες αυτών ενώπιον της δικαιοσύνης, δια τον τελευταίον σκοπόν και απενεμήθησαν εις αυτές υπ' των νόμων και ιδία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ανακριτικά καθήκοντα.

 

Τα ως άνω καθήκοντα διαγράφονται αναλυτικότερα, τόσον εις το άρθρο 1 και άρθρο 230 του από [ΒΔ] 22-03-1958 βασιλικού διατάγματος περί κυρώσεως του Κανονισμού Υπηρεσίας Χωροφυλακής, όσον και εις το άρθρον 1 και επόμενα του από [ΒΔ] 26-10-1958 βασιλικού διατάγματος περί κανονισμού του Αστυνομικού Σώματος.

 

Ως εν αρχή ελέχθη δια την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών πλησίον παραδοσιακών οικισμών και αρχαίων και ιστορικών μνημείων απαιτείται πλην της οικοδομικής αδείας και τοιαύτη χορηγούμενη υπό της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Η τοιαύτη δε άδεια απαιτείται παρά το γεγονός ότι ο Γενικός Οικοδομικός Οργανισμός περιέχει διατάξεις σχετικές με την προστασία τόπων ιστορικής ή αρχαιολογικής σημασίας κ.λ.π. ως του άρθρου 80 και επόμενα και τούτο διότι δια της υπό των διατάξεων τούτων παρεχομένης προστασίας δεν εξασφαλίζονται επαρκώς οι ως άνω παραδοσιακοί οικισμοί και τα αρχαία (βλέπε ΝΣΚ 426/1976 γνωμοδότηση ολομέλεια ΝΣΚ).

 

Επί τη βάσει όλων τούτων δύναται να λεχθεί ότι εφ' όσον το αρμόδιο όργανον της αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το οποίον δεν στερείται μετά την έκδοση της ως άνω αδείας του δικαιώματος παρακολουθήσεως των ως είρηται εργασιών, διαπιστώσει, ότι οι εκτελούμενες εργασίες δεν ενεργούνται συμφώνως προς τις υποδείξεις τις γενόμενες υπό της αρχαιολογικής υπηρεσίας και ακολούθως καταγγείλει ως έχει την υποχρέωσιν, την παράβασιν ταύτη εις την αστυνομική αρχήν, αυτή έχουσα ως εξετέθη την υποχρέωσιν να παρέχει την συνδρομή της προς εφαρμογήν των νόμων των αφορώντων τις οικοδομές και τα σχέδια πόλεων, δέον όπως διακόψει προσωρινώς τις εργασίες.

 

Την άποψη ταύτη υπεστήριξαν οι εκ των παρισταμένων Συμβούλων κ.κ. Σ. Ποταμιάνος, Α. Παπαγιαννόπουλος και Ε. Πετσαλάκης προς τους οποίους συντάχθηκαν και οι Πάρεδροι Λ. Παπίδας και Α. Βουδούρης, ενώ οι Ν. Μπλιάτσος, Αντιπρόεδρος, Μ. Στασινόπουλος και Β. Ρεγκάκος, Σύμβουλοι, προς τους οποίους προσχώρησαν και ο Πάρεδρος Ν. Τριανταφύλλου, εδέχθησαν ότι η αστυνομική αρχή ενεργούσα είτε οίκοθεν είτε τη υποδείξει της αρχαιολογικής Υπηρεσίας θα διακόψει προσωρινώς τις ως άνω εκτελούμενες εργασίες, εφ' όσον ήθελε διαπιστώσει παράβασιν των όρων της χορηγηθείσης αδείας, αναφερομένη εν συνεχεία εις την πολεοδομική Υπηρεσία κατά πάσαν δε άλλη περίπτωσιν αμφισβητήσεων οι υπάλληλοι της αρχαιολογικής Υπηρεσίας δέον ν' απευθύνονται προς την οικεία πολεοδομική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσιών Έργων, η οποία αρμοδία ούσα κατά το άρθρο 126 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού δια την εφαρμογήν των πολεοδομικών διατάξεων θέλει διατάξει περιπτώσεως συντρέχουσας, την διακοπή των εργασιών.

 

Εν Αθήναις τη 21-03-1978.

 

Ο Εισηγητής Νομικός Σύμβουλος

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.