Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 400/96

ΝΣΚ 400/1996


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 400/1996 (07-06-1996)

 

Αριθμός ερωτήματος: Αριθμός πρωτοκόλλου οίκοθεν 70427/2733/1995 της Γενικής Γραμματείας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας.

 

Περίληψη Ερωτήματος: 1. Αν το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει η Διοίκηση επί διακατεχόμενων υπό τρίτων δασών και δασικών εκτάσεων είναι δικαίωμα, δυνάμενο ν' αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής στα πλαίσια του ισχύοντος Αστικού Κώδικα και, σε καταφατική περίπτωση, αν προς τούτο απαιτείται ή όχι η συγκατάθεση του Ελληνικού Δημοσίου.

 

2. Αν το δικαίωμα αυτό είναι προσωποπαγές και αποσβέννυται με τον θάνατο του διακατόχου ή αν κληρονομείται σε περίπτωση κατά την οποία κληρονομείται, αν η διοίκηση οφείλει να δέχεται και ν' αντιμετωπίζει, ως διακατόχους, κληρονόμους, οι οποίοι δεν ασχολούνται με τη δασική εκμετάλλευση ως πχ ιατρούς, δικηγόρους, εμπόρους κ.λ.π.

 

3. Αν μετά τη διαπίστωση ότι οι διακάτοχοι έχουν εγκαταλείψει από μακρού σε πάρα πολλά δάση την εκμετάλλευση και έχουν προβεί σε άτυπες διανομές μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το διακατεχόμενο δάσος, εν κατατμήσει, να γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησιών, δωρεών, προικών (νυν γονικών παροχών) κ.λ.π., των διακατόχων συμπεριφερόμενων ως κυρίων των δασοτεμαχίων αυτών, μπορεί η διοίκηση να τους αντιμετωπίζει ως καταλήπτες και να λαμβάνει κατ' αυτών όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων του Δημοσίου και να καθυποβάλλει το δάσος σε δημόσια διαχείριση και

 

4. Αν επί δασών, καταστρεφόμενων από πυρκαϊές, έχει η διοίκηση την ευχέρεια να επιτρέπει στους διακατόχους να υλοτομούν τον καμένο ιστάμενο ξυλώδη όγκο του δάσους ή πρέπει να θεωρεί στις περιπτώσεις αυτές, ότι, καταστραφέντος του δάσους και μέχρι πλήρους αποκαταστάσεως του και δυνατότητα να καρπώνεται εκ νέου νομίμως, οι διακάτοχοι έχουν απολέσει το δικαίωμα διακατοχής και τον ιστάμενο καμένο ξυλώδη όγκο έχει δικαίωμα να καρπώνεται το Δημόσιο.

 

Επί του ως άνω ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους σε Ολομέλεια και κατά πλειοψηφία των παρόντων, αναφερομένων στην αρχήν, μελών του (ψήφοι 30, γνώμες 2) - πλην των μειοψηφισάντων Αντιπροέδρου Δ. Διαμαντοπούλου και Νομικού Συμβούλου Χρήστου Φραγκούλη, - γνωμοδότησε ως ακολούθως:

 

Ι. Εκ προοιμίου τονίζεται ότι η επίλυση των επί μέρους τιθεμένων ζητημάτων συνάπτεται με την έννοια, τον χαρακτήρα και τη νομική φύση της διακατοχής επί δασών κ.λ.π. κατά τις κείμενες διατάξεις τα αναπτυχθέντα στην επιστήμη και τη νομολογία των δικαστηρίων και τα μέχρι τώρα γενόμενα δεκτά από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και τη Διοίκηση.

 

Οι επί του ως άνω κυρίου ζητήματος μέχρι τώρα καθ' οιονδήποτε τρόπο εξενεχθείσες απόψεις ενδείκνυται να αποσαφηνισθούν και συμπληρωθούν - ενδεχομένως δε ν' αναθεωρηθούν και ν' ανασκευαστούν ως προς ορισμένα εριστά σημεία τους - εις τρόπον ώστε να υποβοηθηθεί η Διοίκηση στην οριστική διοικητική ή και νομοθετική ρύθμιση μιας καταστάσεως η οποία διαιωνίζεται και ως εκ της ασάφειας της, έχει δημιουργήσει και θα εξακολουθήσει να δημιουργεί αν παραμείνει, ως έχει πλείστα όσα προβλήματα ακανθώδη και δυσεπίλυτα.

 

ΙΙ. Α. Διάκριση Δασών - Διακατεχόμενα δάση

 

1. Από απόψεως ιδιοκτησίας τα δάση διακρίνονται ανέκαθεν εις Δημόσια (Εθνικά) και μη δημόσια (Ιδιωτικά), ως περί τούτων αναφέρεται αρχικώς στις διατάξεις των άρθρων 1 - 3 του από [Ν] 17-11-1836 νομοθετικού διατάγματος Περί ιδιωτικών δασών.

 

2. Η έννοια της διακατοχής επί δάσους απαντάται το πρώτον στις διατάξεις του άρθρου 3 του ως άνω νόμου, όπου ορίζονται τα εξής:

 

{Εντός ενός έτους από την ημέρα της δημοσιεύσεως του παρόντος οφείλουν οι ιδιοκτήτες των υπό τα άρθρα 1 και 2 δασών - (εννοεί των ιδιωτικών δασών, ήτοι εκείνων για τα οποία ... δι' εγγράφων, εκδιδόμενων κατά τους νομίμους τίτλους από τις Αρμόδιες Τουρκικές Αρχές, αποδειχθούν ότι υπήρχαν και πριν της αρχής του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, ιδιοκτησίες πλήρεις ιδιωτών προσέτι και εκείνων τα οποία ... κείνται εις ιδιωτικά χωρία - τζεφλίκια, - εντός των ακριβώς υποδειχθέντων ορίων ... και σχηματίζουν αναγκαίο και φυσικό συστατικό μέρος αυτών..., ως και ...των δασών περί της ιδιοκτησίας των οποίων εγείρουν αξιώσεις Δήμοι ή Μοναστήρια, στηριζομένης εις νομικά έγγραφα...), - να παρουσιάσουν εις την επί των Οικονομικών Γραμματεία (Υπουργείον) ... τους νομίμους τίτλους της ιδιοκτησίας των. Η Γραμματεία θέλει εξετάσει αυτούς, θέλει τους αναγνωρίσει ή απορρίψει, και εις την πρώτην περίπτωσιν, θέλει επισήμως δώσει την κατοχήν εις τους ιδιοκτήτες, εις δε την δευτέρα, θέλει αποπέμψει τις ελλείπουσες νομίμων αποδείξεων, αξιώσεις αυτών, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Εις την περίπτωσιν, ταύτη όμως, μέχρι της τελειωτικής δικαστικής αποφάσεως περί της ιδιοκτησίας, μένει η διακατοχή του διαφιλονικούμενου δάσους αναφαίρετος εις ον ευρίσκεται. Παρελθούσης της ανωτέρω προθεσμίας, θεωρούνται όλα τα δάση, περί των οποίων δεν παρουσιασθούν οι ως άνω, απαιτούμενοι τίτλοι, ως αδιαφιλονίκητα Εθνικά και θέλουν διατίθενται ως τοιαύτα.}

 

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται διάκριση των δασών:

 

α) Εις Ιδιωτικά οία θεωρούνται τα δάση για τα οποία υποβλήθηκαν αρμοδίως εντός της τασσομένης προθεσμίας οι απαιτούμενοι τίτλοι, εξετάσθηκαν και αναγνωρίσθηκαν ως νόμιμοι και έγκυροι και κατόπιν επισήμως, (δια πρωτοκόλλου προφανώς), παρεδόθη η κατοχή τους στους ιδιοκτήτες.

 

β) Εις Δημόσια (αδιαφιλονίκητα Εθνικά), οία θεωρούνται κατά τεκμήριο όλα τα δάση, για τα οποία δεν υπεβλήθησαν αρμοδίως και εμπροθέσμως, - έστω και αν υπήρχαν, - οι απαιτούμενοι τίτλοι προς αναγνώρισή τους.

 

γ) Εις Διακατεχόμενα, οία, κατά την διατύπωση και το πνεύμα των ως άνω διατάξεων, προσήκει να χαρακτηρίζονται τα δάση, για τα οποία υπεβλήθησαν αρμοδίως από τους θεωρούντες εαυτούς κυρίους οι επικαλούμενοι υπ' αυτών τίτλοι, αλλά εκρίθησαν μη νόμιμοι ή άκυροι, άλλων πλημμελείς ή αβάσιμοι, και οι ενδεείς νομίμων αποδείξεων αξιώσεις των υποβαλλόντων τους τίτλους παραπέμφθηκαν από την επί των Οικονομικών Γραμματεία (η την προς τούτο, δυνάμει της από 16-04-1842 Δηλοποιήσεως προς ακριβή εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου 3 του ανωτέρω Διατάγματος, συσταθείσα τριμελή Επιτροπή) ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, μέχρι της εκδόσεως τελειωτικής περί της ιδιοκτησίας δικαστικής αποφάσεως, η δε διακατοχή τους παρέμεινε αναφαίρετος εις όποιον ευρίσκετο. Το δάσος δηλαδή είναι διαφιλονικούμενο μεταξύ του ιδιώτη αφ' ενός, ο οποίος θεωρεί εαυτόν κύριον, αλλά δεν έχει δικαιωθεί κατά την προσκόμιση των επικαλουμένων υπ' αυτού τίτλων του από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, και του Δημοσίου αφ' ετέρου, το οποίο με την απόρριψη του τίτλου δεν θεωρεί λελυμένο οριστικώς το ζήτημα της ιδιοκτησίας, αλλά, επιφυλασσόμενο των δικαιωμάτων του εκ του λόγου αυτού, παραπέμπει τούτο εις τα αρμόδια δικαστήρια, παρέχοντας έτσι την ευκαιρία στον ιδιώτη να ενισχύσει, ει δυνατόν, τις ελλείπουσες αποδείξεις των αξιώσεών του και ενδεχομένως να αναγνωρισθεί κύριος. Μέχρι τότε, όμως, και οπωσδήποτε υπό την έννοια της προσωρινότητας η διακατοχή παραμένει σ' αυτόν που την έχει.

 

Σε αυτές λοιπόν τις διατάξεις ευρίσκεται αναμφιβόλως το νόμιμο έρεισμα και η αιτία της δημιουργίας της έννοιας των διακατεχόμενων δασών.

 

Β. Χαρακτήρας - Περιεχόμενο Διακατοχής - Συνέπειες

 

1. Στον ισχύοντα Αστικό Κώδικα δεν αναφέρεται ως αυτοτελής έννοια η Διακατοχή. Αναγνωρίζεται μόνο κατ' άρθρο 974 τούτου η Νομή, συγκείμενη εκ δύο στοιχείων (corpus και animus) με την οποία το δίκαιο συνδέει ορισμένες νομικές συνέπειες, η απλή κατοχή και η κατ' άρθρο 997 τούτου προστατευόμενη κατοχή (Οράτε περί τούτου λεπτομερώς, αντί άλλων, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας εμπράγματο υπό τίτλο Νομή Παράρτημα ΙΙΙ σημειώσεις 31, 18 - 31 σελίδα 214 και επόμενα και υπ' άρθρο 974 παράγραφος 1 σημειώσεις 1 - 5).

 

2. Υπό το κράτος του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου και στις διάφορες περιόδους του οι όροι Διακατοχή - Νομή άλλοτε χρησιμοποιούντο επάλληλα και συγχέονταν, ενώ άλλοτε υπό τον όρο διακατοχή νοείται η απλή κατοχή (βλέπε αναλυτικώς εις Χρήστου Θηβαίου Το δίκαιον της νομής τόμος 1ος).

 

3. Κατά το προ της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα ισχύσαν δίκαιο, από τη διατύπωση των διατάξεων του νόμου [Ν] 3787/1911 και των άρθρων 490 παράγραφος 2 περίπτωση στ, 608, 156 περίπτωση 4, 629 - 633 και 880 της Πολιτικής Δικονομίας μπορεί να συναχθεί ότι οι όροι διακάτοχος - διακατοχή προσιδιάζουν προς τις έννοιες νομεύς - νομή.

 

4. Εν πάση, όμως, περιπτώσει η κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του από (Νόμου) [Ν] 17-11-1836 νομοθετικού διατάγματος Διακατοχή πρέπει να εκληφθεί ως ταυτιζόμενη με την Νομή, διότι ο νόμος με τις ως άνω διατάξεις εκκαθαρίζει όλη τη νομική και πραγματική κατάσταση, την προκύπτουσα από την υποβολή των τίτλων, και αφήνει αρρύθμιστο μόνο το ζήτημα της κυριότητας, το οποίο, λόγω της διοικητικής κρίσεως περί ανεπάρκειας, η πλημμελειών των προσκομισθέντων τίτλων, παραπέμπει προς επίλυση στα Δικαστήρια. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι όλα τα άλλα δικαιώματα, είτε εμπράγματης είτε ενοχικής φύσεως, μπορεί ν' ασκηθούν από τον διακάτοχο, πλην της κυριότητας.

 

Ότι το περιεχόμενο της διακατοχής είναι σύμπτωτο και έχει την ίδια έννοια με τη νομή πανηγυρικώς επιβεβαιώνεται με το από [Ν] 21-06-1837 νομοθετικό διάταγμα Περί διακρίσεως κτημάτων, στο άρθρο 22 του οποίου αναφέρεται ότι:

 

{Δίκαια εγκείμενα εις το κτήμα είναι τα της διακατοχής της ιδιοκτησίας της κληρονομίας, των δουλειών, της υποθήκης και του ενεχύρου, ήτοι μεταξύ των εμπραγμάτων δικαιωμάτων καταλέγεται και η διακατοχή, υπό την έννοια, προδήλως, της νομής, αφού ειδικώς περί αυτής ουδείς γίνεται λόγος, ουδέ διάστιξη της διακατοχής από τη νομή.}

 

5. Άξιες σημειώσεως τυγχάνουν ενταύθα οι εξής παρατηρήσεις:

 

α) Ότι κατά τα δύο ως άνω νομοθετήματα η διακατοχή έχει μία περιεκτικότητα, ένα εύρος, το οποίο καλύπτει όλα τα εντεύθεν της κυριότητας δικαιώματα, τα οποία δύνανται ν' ασκηθούν από τον διακάτοχο.

 

β) Ότι η σχέση της διακατοχής δεν χαρακτηρίζεται εκ του νόμου ως παρακλητική (precarium), ενώ τούτο συνέβη επί αναλόγων περιπτώσεων, ως φερ' ειπείν για τη σχέση των καλλιεργητών γαιών του Δημοσίου, οι οποίου λογίζονταν κατέχοντες κατά παράκληση, επί τη βάσει του άρθρου 5 του από [Ν] 26-05-1838 νομοθετικού διατάγματος και των συναφών διατάξεων (Βλέπε Χρήστου Θηβαίου, όπου ανωτέρω σελίδα 364 και εκεί παραπομπές) ή για τη σχέση των καρπούμενων εθνικοϊδιόκτητα κτήματα, οι οποίοι εθεωρούντο ως κατά παράκληση κάτοχοι κατ' άρθρο 1 του νόμου [Ν] 2481/1897.

 

γ) Ότι το Δημόσιο δεν αναγνωρίζεται, άνευ ετέρου, ως πλασματικός νομεύς των φερομένων ως δημοσίων κτημάτων για τον προ της 12-09-1911 χρόνο (Οράτε και Άρειος Πάγος 699/1977 Νομικό Βήμα 26 σελίδα 370, Άρειος Πάγος 784/1977 Νομικό Βήμα 26 σελίδα 498).

 

δ) Ότι και επί των δημοσίων κτημάτων (άρα και των δασών) ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας δια χρησικτησίας έκτακτης, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του από [Ν] 21-06-1837 νομοθετικού διατάγματος Περί διακρίσεως κτημάτων, σε συνδυασμό προς τις οικείες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου χωρεί και επί κτημάτων του Δημοσίου, δια της ασκήσεως νομής επ' αυτών διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί τριακονταετία, συμπληρούμενη την 11-09-1915, δεδομένου ότι μετά ταύτα καθιερώθηκε το απαράγραπτο των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων του δια της διατάξεως του άρθρου 21 του από [Ν] 22-04-1926 νομοθετικού διατάγματος Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π., κατά συνδυασμό προς τις διατάξεις του νόμου [Ν] 4068/1912 και τα εις εκτέλεση αυτού εκδοθέντα και ισχύσαντα έκτοτε, μέχρι και πέραν του έτους 1926, αλλεπάλληλα Διατάγματα περί δικαιοστασίου (Βλέπε Άρειος Πάγος 575/1967 Νομικό Βήμα 16 σελίδα 174, Άρειος Πάγος 406/1974 Νομικό Βήμα 22 σελίδα 1384, Άρειος Πάγος 784/1977 Νομικό Βήμα 26 σελίδα 498, Άρειος Πάγος 561/1978 Νομικό Βήμα 27 σελίδα 391, Άρειος Πάγος 865/1979 Νομικό Βήμα 28 σελίδα 256, Άρειος Πάγος 75/1987 Ολομέλεια Νομικό Βήμα 37 σελίδα 84, Άρειος Πάγος 1230/1991, Άρειος Πάγος 1283/1991). Δεν παραβλέπεται, βεβαίως, ότι η συνδρομή του στοιχείου της καλής πίστεως δύναται ν' αμφισβητηθεί, και, κατά του επικαλουμένου κτήση κυριότητας δια χρησικτησίας έναντι του Δημοσίου, να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι προς κτήση κυριότητας, έπρεπε η καλή πίστη να υπάρχει κατά την έναρξη της χρησικτησίας. (Βλέπε Χρήστου Θηβαίου ένθα ανωτέρω σελίδα 439 και επόμενα και εκεί παραπομπές) και ότι δεν δύναται να θεωρηθεί συντρέχουσα καλή πίστη αν ο νομέας γνωρίζει ή ασυγγνώστως αγνοεί ότι ο τίτλος στον οποίο στηρίζει το δικαίωμά του, είναι ελαττωματικός, η τελική όμως κρίση εξαρτάται από την εκτίμηση των ειδικών περιστάσεων εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως.

 

Γ. Μεταγενέστερες διατάξεις περί διακατοχής.

 

1. Μετά τις περί διακατοχής, ως άνω, αναφορές του από [Ν] 17-11-1836 νομοθετικού διατάγματος, η έννοια του διακατεχόμενου δάσους (ή δασικής κ.λ.π. εκτάσεως) δεν προσδιορίζεται επακριβώς ούτε στον προϊσχύσαντα Δασικό Κώδικα (νόμος [Ν] 4173/1929) ή άλλους ειδικούς προγενεστέρους ή μεταγενεστέρους νόμους, ούτε στον ισχύοντα Δασικό Κώδικα (νομοθετικό διάταγμα [Ν] 86/1969) ή τον περί προστασίας των δασών κ.λ.π νόμο (νόμος 998/1979), παρά την σε ορισμένες διατάξεις τούτων χρήση του όρου διακατεχόμενα ή άλλων παρεμφερών όρων. Παρατηρείται μάλιστα ότι στις κείμενες διατάξεις ο όρος διακατοχή χρησιμοποιείται άλλοτε μεν επί αμφισβητήσεως της κυριότητας μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου (άρθρα 62, 93, 108, 131 του νόμου [Ν] 4173/1929, άρθρο 5 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 2204/1940, άρθρο 156 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 ήδη άρθρο 7 του νόμου 998/1979), και άλλοτε επί αμφισβητήσεως μόνο μεταξύ ιδιωτών επί μη δημοσίων δασών (άρθρο 131 παράγραφος 5 του νόμου [Ν] 4173/1929, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 του νόμου [Ν] 5263/1931 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 5497/1932, άρθρο 88 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 και άρθρο 60 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969), επί των οποίων εν τούτοις, το Δημόσιο, δυνάμει ρητών διατάξεων (Βλέπε άρθρο 4 του από [Ν] 17-11-1836 νομοθετικού διατάγματος, 70 του νόμου [Ν] 4173/1929, άρθρο 62 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969), ασκεί έλεγχο και εποπτεία για την ορθολογική εκμετάλλευση τους για λόγους κυρίως εθνικής οικονομίας και προστασίας εν γένει (Παράβλεπε ΣτΕ 1120/1939), Κ. Βαβούσκου Οι υπό το κράτος του Δ.Κ. ρυθμίσεις των γενικών διατάξεων περί της διαχειρίσεως των δασών εν γένει εις Αρμενόπουλο 41 (1987) σελίδα 365 και επόμενα).

 

Εμφανίζεται τέλος και το φαινόμενο συγχύσεως ενίοτε των δύο ως άνω καταστάσεων το οποίο οδήγησε και τη Διοίκηση εις ανάλογες, πεπλανημένες κατά το μάλλον ή ήττον, ενέργειες.

 

Δ. Αντιμετώπιση του θέματος από την Διοίκηση τη νομολογία των δικαστηρίων και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.

 

1. Η από το άρθρο 3 του από [Ν] 17-11-1836 διατάγματος διδόμενη και προαναλυθείσα πρωτογενής και ιστορική έννοια των διακατεχόμενων δασών είχε μία νοηματική και πραγματολογική εξέλιξη, τόσο μέσω των εκάστοτε ισχυσάντων νόμων (και του αρχικού ακόμη) όσο και κυρίως μέσω της πρακτικής της Διοικήσεως η οποία εκδηλώθηκε:

 

είτε α) δια του χαρακτηρισμού με πράξεις της (Υπουργικές αποφάσεις) ως διακατεχόμενων, και δασών κ.λ.π., για τα οποία δεν είχε τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 3 του περί ιδιωτικών δασών νόμου, ήτοι δεν είχαν υποβληθεί παντάπασι τίτλοι προς αναγνώριση, και τα οποία, ως εκ τούτου έπρεπε να θεωρούνται αδιαφιλονίκητα εθνικά και να διαχειρίζονται ως τοιαύτα είτε

 

β) δια παρανοήσεως της αρχικής κλασσικής έννοιας και συγχύσεως αυτής με τις περιπτώσεις αμφισβητήσεως της διακατοχής μεταξύ ιδιωτών επί δασών μη δημοσίων με συνέπεια και τη υποβολή από την Διοίκηση κατά καιρούς μη απολύτως σαφών ερωτημάτων.

 

2. Αλλά και από την νομολογία των δικαστηρίων και από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους δεν αντιμετωπίζεται ριζικώς και τελεσφόρως το όλο ζήτημα, αφού σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται ότι εμφιλοχωρούν οι ίδιες, ως άνω συγχύσεις.

 

Το ΝΣΚ με την 845/1970 γνωμοδότηση της Ολομέλειας Διακοπών επελήφθη ερωτήματος της Διοικήσεως σχετικού προς την με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, έγκριση προσωρινώς της διαχειρίσεως των δασών Κρήτης, ως διακατεχόμενων παρά φυσικών ή νομικών προσώπων με πάσαν επιφύλαξη των επί τούτων υφισταμένων δικαιωμάτων του Δημοσίου. (του ζητήματος ενδιαφέροντος και τα δάση της λοιπής Ελλάδος) και γνωμοδότησε ως εξής: {α) ... β) Ότι ... η διαφορά μεταξύ ιδιωτικού και διακατεχόμενου δάσους συνίσταται εις το ότι το μεν πρώτον ανήκει κατά πλήρες κυριότητος δικαίωμα εις οιονδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου το δε δεύτερον τελεί απλώς εν τη διάνοια κυρίου νομή του επ' αυτού ασκούντος την άμεση φυσική εξουσία (διακατόχου, όστις, ναι μεν εκδηλώνει την βούλησιν να κατέχει και νέμεται ως ίδιον το δάσος, πλην όμως στερείται νομίμου τίτλου, παρέχοντος σε αυτό πλήρες ιδιοκτησίας δικαίωμα.}

 

γ) Ότι {... όλες τις περί νομής πράξεις ασκεί διάνοια κυρίου ο αναγνωριζόμενος βάσει των διατάξεων του νόμου διακάτοχος, προσωρινώς όμως, μέχρις εκδόσεως τελεσίδικου αποφάσεως κατά την τακτική διαδικασίαν επί της περί νομής ή κυριότητος δίκης του διακατεχόμενου δάσους.}

 

δ) Ότι οι διακάτοχοι δασών και διακατεχόμενων εν γένει εκτάσεων για να ενεργήσουν έγκυρη πώληση τούτων {... δέον να προηγηθεί διοικητική ή δικαστική αναγνώρισις του δικαιώματος κυριότητος αυτών κατά την ισχύουσα δασική νομοθεσία. Επομένως, επί τη υποθέσει ότι δεν απέκτησαν αυτοί νομίμως δικαίωμα κυριότητος επί των υπ' αυτών διακατεχόμενων εκτάσεων, δεν δύνανται να προβαίνουν εις έγκυρη πώληση αυτών, ει μη μόνον εις μεταβίβαση των οποίων αυτοί κέκτηνται δικαιωμάτων επ' αυτών.}

 

Από την μελέτη της ως άνω γνωμοδοτήσεως διαπιστώνονται τα ακόλουθα:

 

α) Δεν διευκρινίζεται με βάση ποιες διατάξεις χαρακτηρίσθηκαν ως Διακατεχόμενα τα δάση Κρήτης, διατυπώνεται μάλιστα και η άποψη ότι η περί αυτών 51098/454/1957 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας στερείται νομοθετικού ερείσματος.

 

β) Η γνωμοδότηση δίδεται καθ' ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 88 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 και άρθρου 131 παράγραφος 5 του νόμου [Ν] 4173/1929, οι οποίες όπως προετονίσθη, αναφέρονται σε ρύθμιση διακατοχής, αμφισβητούμενης μεταξύ ιδιωτών, επί δασών μη δημοσίων.

 

γ) Δεν αναφέρεται στις σχέσεις των διακατόχων δασών, υπό την έννοια του άρθρου 3 του [Ν] 17-12-1836 διατάγματος, έναντι του Δημοσίου.

 

δ) Δέχεται ότι ο αναγνωριζόμενος κατά τα άνω διακάτοχος ασκεί προσωρινώς νομή επί του δάσους, και

 

ε) Επισημαίνει εμφαντικά ότι η έγκριση της οιασδήποτε, κατά νομό, διαχειρίσεως των πάσης φύσεως δασών (επομένως και των ιδιωτικών ή των μεταξύ ιδιωτών αμφισβητουμένων) γίνεται στα πλαίσια ασκήσεως εποπτείας και ελέγχου υπό του κράτους του τρόπου εκμεταλλεύσεως αυτών και προστασίας εν γένει τούτων.

 

Συμπερασματικά με την γνωμοδότηση αυτή επιλύονται μεν προσκαίρως σημαντικά προβλήματα, απασχολούντα τότε την Διοίκηση, δεν δίδεται όμως, οριστική και αναμφισβήτητη απάντηση ως προς τον χαρακτήρα και τη νομική φύση των Διακατεχόμενων δασών κ.λ.π. δηλαδή δασών για τα οποία υπεβλήθησαν τίτλοι κατά τα άνω, οι οποίοι εκρίθησαν ανεπαρκείς ή πλημμελείς και μέχρις επιλύσεως της διαφοράς από τα Δικαστήρια το Δημόσιο επιφυλάχθηκε των επ' αυτών δικαιωμάτων του.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι και οι προγενέστερες γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ 913/1960, 936/1960, 796/1962, 6/1963 (Ατομική) αναφέρονται στην κατά την διαδικασία του άρθρου 131 παράγραφος 5 νόμου [Ν] 4173/1929 αναγνώριση της διακατοχής επί δασών μη δημοσίων, των οποίων η διακατοχή αμφισβητείται μεταξύ ιδιωτών.

 

Ομοίως και οι αποφάσεις του ΣτΕ Ολομέλεια 2304/1960 Νομικό Βήμα 9 σελίδα 923 και 401/1952 Ζαχαρόπουλου Ευρετήρια Νόμος 1935 - 1952 Τόμος 1ος σελίδα 223 παράγραφος 36).

 

3. Το Εφετείο Αθηνών με την υπ' αριθμόν 648/1976 απόφασή του (αδημοσίευτη σε νομικά περιοδικά) αφορώσα στα δάση περιοχής Καλάμου Αττικής, έχοντα χαρακτηρισθεί ως διακατεχόμενα με αποφάσεις του Υπουργείου Γεωργίας απεφάνθη ότι:

 

{...Η κατηγορία αυτή των δασών δημιουργήθηκε αφ' ενός μεν εκ του λόγου ότι δεν εκρίθησαν οριστικώς υπό των Υπουργών βάσει γνωμοδοτήσεων των σε αυτούς αρμοδίων Συμβουλίων (από [ΒΔ] 04-06-1914 βασιλικό διάταγμα, νόμος [Ν] 2306/1920 άρθρο 65, νόμος [Ν] 4173/1929 άρθρο 131 παράγραφος 5, νομοθετικό διάταγμα [Ν] 86/1969 άρθρο 10) οι επί των δημοσίων δασών αμφισβητήσεις αφ' ετέρου δεν προς το συμφέρον της εθνικής οικονομίας επετράπη η κάρπωση των δημοσίων δασών, ήτοι η ξύλευση, βόσκηση ποιμνίων, ρητινοσυλλογή επί καταβολή του υπό του πίνακα διατιμήσεως οριζομένου φόρου, δι' ο και ο χαρακτηρισμός αυτός του διακατεχόμενου περιελήφθη και εις τους δασικούς Κώδικες νόμος [Ν] 4173/1929 (άρθρα 93, 105, 107, 108, 131) και νομοθετικό διάταγμα [Ν] 86/1969 (άρθρα 156, 163), Εκ των διατάξεων τούτων συνάγεται ότι τα διακατεχόμενα δάση ανήκουν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητος εις το Δημόσιον, οι δε διακάτοχοι ασκούσαν και ασκούν ήδη περιορισμένα δικαιώματα καρπώσεως, χωρίς να δύνανται να χρησιμοποιήσουν ταύτα δι' άλλους, πλην της δασικής εκμεταλλεύσεως σκοπούς, ήτοι εκχερσώσεις, κατατμήσεις ...}

 

Παρατηρείται ότι και η απόφαση αυτή, ως εκ του σκεπτικού της προκύπτει: α) αναφέρεται σε δάση για τα οποία δεν υπεβλήθησαν καθόλου τίτλοι και κατά συνέπεια έπρεπε να θεωρούνται αδιαφιλονίκητα εθνικά και παρά ταύτα με αποφάσεις του Υπουργείου Γεωργίας χαρακτηρίσθηκαν ως διακατεχόμενα και των οποίων επομένως, ο δημόσιος χαρακτήρας ήταν πλέον έκδηλος, και όχι σε δάση για τα οποία είχαν υποβληθεί τίτλοι, κριθέντες ανεπαρκείς, τουτέστιν διακατεχόμενα υπό την αρχική κλασσική έννοια και β) ενώ δέχεται ότι ταύτα ανήκουν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας στο Δημόσιο και ότι οι διακάτοχοι ασκούσαν και ασκούν περιορισμένα δικαιώματα καρπώσεως, προς το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, δεν φαίνεται ν' αποκλείει την επ' αυτών κτήση κυριότητας, δι' εκτάκτου χρησικτησίας μέχρι 11-9-15 αν και εφ' όσον συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις χωρίς να εξετάζει ειδικώς τέτοια βάση ένεκα μη επικλήσεώς της από τους τότε ενάγοντες. Συμπερασματικά ούτε η απόφαση αυτή δίδει οριστική λύση στο ζήτημα των διακατεχόμενων δασών, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ως πυξίδα για τις επακολουθήσασες ερμηνείες.

 

4. Με βάση τα διαλαμβανόμενα στην 648/1976 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και την υπ' αριθμόν 845/1970 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του ΝΣΚ (845/1970) και με επίκληση τούτων, από το διακατεχόμενων με σειρά γνωμοδοτήσεών του ως οι υπ' αριθμούς 282/1976 Α' Τμήμα, 873/1976 Β' Τμήμα, 542/1977 Ολομέλεια, 636/1977 Α' Τμήμα, 385/1978 Ολομέλεια, 7/1978 Ατομική Γνωμοδότηση, 128/1979 Ολομέλεια, 382/1979 Ολομέλεια, 1218/1984 Συνεδριάσεως ΝΥΔ, 384/19888 ΝΥΔ, 820/1988 ΝΥΔ, 53/1989 ΝΥΔ, και 444/1989 Συνεδρίασης ΝΥΔ έχουν αντιμετωπισθεί επί μέρους ζητήματα, αφορώντα στα διακατεχόμενα δάση και δασικές εκτάσεις, όχι, όμως, πάντοτε κατά τρόπο λυσιτελή και αίροντα τις δικαιολογημένες ως εκ της φύσεως του θέματος, αμφιβολίες.

 

Αποτέλεσμα τούτου είναι η διατήρηση προβληματισμών της Διοικήσεως και μάλιστα αναγομένων σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις χαρακτηρισμού ως Διακατεχόμενων δασών κ.λ.π, δηλαδή αμφισβητουμένων, μεταξύ ιδιωτών, υποβαλλόντων τίτλους κριθέντες πλημμελείς ή ανεπαρκείς - αλλά και μη υποβαλλόντων - και Δημοσίου και ή ιδιωτών μεταξύ τους επί μη δημοσίων δασών.

 

Ε. Συμπεράσματα - Υποδείξεις

 

Εμβριθέστερη προσέγγιση στα προαναλυθέντα επιτρέπει την συναγωγή των κάτωθι γενικότερων συμπερασμάτων.

 

α) Ως Διακατεχόμενα δάση, σύμφωνα με τις διατάξεις του από [ΝΔ] 17-11-1836 νομοθετικού διατάγματος, ήταν όπως προελέχθη, δυνατό να χαρακτηρισθούν εκείνα για τα οποία είχαν υποβληθεί τίτλοι, είχαν κριθεί διοικητικώς πλημμελείς ή ανεπαρκείς και τα επικαλούμενα υπό των ιδιωτών δικαιώματα επί των δασών είχαν παραπεμφθεί προς επίλυση ενώπιον των Δικαστηρίων.

 

β) Δεν έπρεπε να χαρακτηρίζονται ως διακατεχόμενα, υπό την άνω έννοια, δάση για τα οποία είχε παρέλθει η προθεσμία υποβολής τίτλων και ως εκ τούτου έπρεπε ex tege να θεωρούνται αδιαφιλονίκητα εθνικά (δημόσια) και να διαχειρίζονται και διατίθενται ως τοιαύτα.

 

γ) Δεν έπρεπε επίσης, να χαρακτηρίζονται υπό την άνω έννοια, ως Διακατεχόμενα δάση για τα οποία υπήρχε φιλονικία ως προς την κυριότητα μόνο μεταξύ ιδιωτών. Η έννοια της επ' αυτών διακατοχής είναι διάφορος και ασκεί επιρροή μόνο ως προς την έναντι αυτών συμπεριφορά του Δημοσίου, ως ασκούντος έλεγχο και εποπτεία επί πάντων των δασών.

 

δ) Κύριο χαρακτηριστικό της έννοιας της διακατοχής επί δάσους κ.λ.π., είναι, όπως προαναφέρθηκε, η προσωρινότητα αυτής της καταστάσεως ήτοι η κατ' ανοχή κατά τινά τρόπο διατήρηση αυτής μέχρι της τελειωτικής επιλύσεως του ιδιοκτησιακού αυτού ζητήματος δια της δικαστικής οδού.

 

ε) Η Διοίκηση, ως χρηστή και εύρυθμη έπρεπε για μεν τα διακατεχόμενα να αξιώσει την εκ μέρους των διεκδικούντων δικαιώματα επ' αυτών επίσπευση της σχετικής διαδικασίας ή να μεριμνήσει για την τήρηση αυτής εγκαίρως από πλευράς Ελληνικού Δημοσίου προς αποτροπή δημιουργίας επ' αυτών δικαιωμάτων και ιδίως προβολής ισχυρισμού περί κυριότητας κτηθείσης δια εκτάκτου χρησικτησίας μέχρι 11-09-1915, με επίκληση μάλιστα καλής πίστεως, στηριζομένης εις την ύπαρξη τίτλων τα δεν εκ του νόμου θεωρούμενα, αδιαφιλονίκητα, ως εθνικά δεν έπρεπε να χαρακτηρίζει ως διακατεχόμενα, αλλά να τα διαχειρίζεται ως δημόσια, ώστε να υποχρεώνει τους θεωρούντες εαυτούς κυρίους να προσφεύγουν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων και έτσι να έχει ήδη επιλυθεί το ιδιοκτησιακό ζήτημα και να μη διατηρείται η ασαφής και αδιευκρίνιστη, βλαπτική δε οπωσδήποτε για το Δημόσιο κατάσταση.

 

- Η ακολουθούμενη από τη Διοίκηση πρακτική του χαρακτηρισμού δασών ως διακατεχόμενων υπό ιδιωτών, έστω και με επιφύλαξη των επ' αυτού δικαιωμάτων του Δημοσίου, χωρίς την συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων, δεν φαίνεται να είχε νόμιμο έρεισμα, και πέραν τούτου, παρά το γεγονός ότι φαίνεται ότι θεράπευε ανάγκες διατηρήσεως κοινωνικής γαλήνης και ωφελείας της οικονομίας, περισσότερα δημιούργησε παρά επέλυσε, προβλήματα.

 

στ) Η αντιμετώπιση ορισμένων επί μέρους προβλημάτων με γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν έχει δώσει ριζική απάντηση για τον τρόπο διευθετήσεως των επί των διακατεχόμενων δασών σχέσεων με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να προβληματίζεται εντονότατα η διοίκηση και ν' ανακύπτει επιτακτική ανάγκη νομοθετικής, μάλλον ρυθμίσεως.

 

ζ) Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, μπορεί ν' αποτολμηθεί η κρίση ότι είναι αδικαιολόγητη η επί μακρά σειρά ετών εξακολούθηση της ισχύος αυτής της μετέωρης καταστάσεως, τόσο από πλευράς ιδιωτών, διακατόχων των τοιούτων δασών ή δασικών εκτάσεων, όσο και από πλευράς Δημοσίου. Και αν μεν οι ιδιώτες αποφεύγουν να κινήσουν την σχετική διαδικασία για την αναγνώριση επ' αυτών δικαιώματος πλήρους κυριότητας, επειδή ορρωδούν προ του κινδύνου της μη δυνατότητας αποδείξεως των αξιώσεων των και αρκούνται ή ίσως ικανοποιούνται ή βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση, από την οποία μάλλον ωφελούνται το Δημόσιο δεν θα έπρεπε να στέργει στην διαιώνιση μιας οπωσδήποτε ανώμαλης σχέσεως επί πολλών δυστυχώς, ανά την επικράτεια δασών και όφειλε να προβεί το ίδιο σε εκκαθάριση είτε δικαστικώς, είτε διοικητικώς, είτε νομοθετικά, εντός των συνταγματικών πλαισίων, αυτής, πράγμα το οποίο οφείλει, έστω και καθυστερημένα, να πράξει.

 

ΙΙΙ. Απάντηση επί των συγκεκριμένων ερωτημάτων.

 

Με δεδομένες τις από τα προαναλυθέντα προκύπτουσες παραδοχές, βασικότερη των οποίων ότι ο διακάτοχος του δάσους ασκεί εκμετάλλευση και κάρπωση αυτού, ως νομεύς, έστω και υπό τους υπό της διοικήσεως επιβαλλόμενους σ' αυτόν περιορισμούς, τους υπαγορευόμενους από τους βάσει των οικείων διατάξεων της δασικής νομοθεσίας θεσπιζόμενους κανόνες της δασικής εκμεταλλεύσεως και καρπώσεως, ενώ η κυριότητα παραμένει στο δημόσιο μέχρι της οριστικής επιλύσεως του ζητήματος, επί των επί μέρους τιθεμένων ερωτημάτων προσήκουν οι ακόλουθες απαντήσεις:

 

1. Η επί δάσους ή δασικής εκτάσεως ασκουμένη υπό τρίτων διακατοχή ούσα πραγματική και νομική κατάσταση διάφορος οπωσδήποτε και στενότερα κατά περιεχόμενο της κυριότητας, συνισταμένη στη δυνατότητα της καρπώσεως και εκμεταλλεύσεως του δάσους (έστω και με περιορισμούς) και ως εκ τούτου οικονομικώς επωφελής για τον διακάτοχο, δεν παρεμποδίζεται ν' αποτελέσει ως τοιαύτη αντικείμενο συναλλαγής (πωλήσεως, δωρεάς, γονικής παροχής κ.λ.π.) κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, χωρίς η σχετική δικαιοπραξία να πάσχει, εκ μόνης της τοιαύτης ιδιότητας της εκτάσεως ακυρότητα. Με την οποιασδήποτε όμως μορφής, κατά τα άνω δικαιοπραξία δεν μεταβιβάζεται στον αντισυμβαλλόμενο του διακατόχου η κυριότητα του δάσους, αφού τοιαύτη δεν υπάρχει παρά τον μεταβιβάζοντα, βάσει του γενικού κανόνος: Ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος. Συγκατάθεση για την μεταβίβαση της διακατοχής, ως τοιαύτης, εκ μέρους του Δημοσίου κατ' αρχήν δεν απαιτείται ούτε άλλωστε είναι εφικτό να παρασχεθεί, αφού, κατά το συνήθως συμβαίνον δεν τίθενται καν υπόψη του ούτε περιέρχονται εις γνώση του τέτοιες ενέργειες εκτός, βεβαίως, αν ζητηθεί οπότε θα εκτιμηθούν οι ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, ή αν από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται ειδικώς υπό άλλη μορφή, έκδοση σχετικής πράξεως της Διοικήσεως ως πχ επί κατατμήσεως κατ' άρθρο 60 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 και υπό την εκδοχή ότι η τυχόν μεταβίβαση της διακατοχής επί τμήματος δάσους συνιστά τέτοια κατάτμηση (παράβλεπε αντιθέτως ανωτέρω 385/1978 γνωμοδότηση ΝΣΚ).

 

2. Η κατάσταση άλλως ιδιόρρυθμο δικαίωμα της διακατοχής, δεν περιορίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις εις προσωποπαγές δικαίωμα συγκεκριμένου διακατόχου, αλλά, τουλάχιστον υπό την κλασσική της μορφή ορίζεται ως δικαίωμα επί δάσους βάσει τίτλων, οι οποίοι δεν έχουν οριστικώς κριθεί και μέχρις οριστικής επιλύσεως του ζητήματος της κυριότητας αναγνωρίζεται επ' ονόματι του ευρισκομένου στην διακατοχή του δάσους όχι αναγκαίως του υποβάλλοντος τους τίτλους. Και ο αρχικός νόμος άλλωστε [Ν] 17-11-1836 δεν θέλησε την διακατοχή συνδεόμενη με ένα πρόσωπο, αφού ομιλεί περί διατηρήσεως της και μη δυνατότητας αφαιρέσεώς της μέχρις εκδόσεως τελειωτικής περί της ιδιοκτησίας δικαστικής αποφάσεως. Γι' αυτό και δεν αποσβέννυται με τον θάνατο του αρχικού διακατόχου.

 

Απεναντίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 983 του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό προς τα άρθρα 1710 παράγραφος 1 και 1872 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του διακατόχου - νομέως, οι οποίοι βεβαίως αποκτούν όσα δικαιώματα είχε ο κληρονομούμενος, υπό την έννοια ότι ο φυσικός εξουσιασμός επί του πράγματος καταλύεται με τον θάνατο του νομέως και στους κληρονόμους μεταβιβάζεται το δικαίωμα (άλλως κατάσταση) της νομής, δυνάμει του οποίου πλέον αυτός μπορεί να επιληφθεί του πράγματος και να ιδρύσει νέα τη δική του φυσική εξουσίαση επ' αυτού (Βλέπε Γεωργιάδη - Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ Εμπράγματο Δ. υπό τίτλο Νομή Β' σημειώσεις 25,26 και υπ' άρθρο 983 Ι σημειώσεις 4, 5 και ΙΙΙ σελίδα 256).

 

Το κληρονομητό, μάλιστα της διακατοχής έχει γίνει δεκτό τόσο με γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ορισμένες των οποίων προαναφέρονται (384/1988, 444/1989, 53/1989) όσο και από τη Διοίκηση, η οποία εξακολουθεί να θεωρεί ως διακατεχόμενα, δάση κ.λ.π. χαρακτηρισθέντα ως τοιαύτα από πολλών δεκαετιών και ενώ στη διακατοχή τους δεν ευρίσκονται, ασφαλώς τα ίδια φυσικά πρόσωπα, αλλά προφανώς οι διάδοχοι αυτών.

 

Η Διοίκηση ως εκ τούτου δεν έχει, στηριζομένη στο νόμο, ευχέρεια να μη δεχθεί ως δικαιούχους τους κληρονόμους του διακατόχου. Αν, όμως διαπιστώσει ότι αυτοί δεν ασχολούνται με τη δασική εκμετάλλευση λόγω ασκήσεως άλλων επαγγελμάτων ένεκα τούτου δεν κινδυνεύει η ορθολογική και επωφελής κατά τους οικείους κανόνες, εκμετάλλευση του δάσους κ.λ.π., οφείλει εκτιμώντας τις εκ της καταστάσεως αυτής συνέπειες, να συστήσει στους νέους διακατόχους να προβούν στην όσο το δυνατό ταχύτερη επίλυση του ιδιοκτησιακού ζητήματος ή αν επιδιώξει η ίδια την τελειωτική του ρύθμιση σε κάθε εμφανιζόμενη περίπτωση.

 

3. Περαιτέρω, αν διαπιστώσει η Διοίκηση ότι οι διακάτοχοι έχουν στην πραγματικότητα εγκαταλείψει την εκμετάλλευση του δάσους κ.λ.π. και έχουν προβεί μεταξύ τους σε άτυπες διανομές, με αποτέλεσμα το δάσος να γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησιών, δωρεών, γονικών παροχών κ.λ.π. και οι διακάτοχοι να συμπεριφέρονται ως κύριοι των δασοτεμαχίων, και πάλι δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να αντιμετωπίζει αυτούς ως αυθαιρέτους κατόχους και να λαμβάνει κατ' αυτών μέτρα ως εναντίον καταληπτών, ούτε να καθυποβάλλει το δάσος σε δημόσια διαχείριση. Η προς βλάβη του δάσους όμως, διαφοροποίηση της καταστάσεως πρέπει να ωθήσει την Διοίκηση στις απαιτούμενες ενέργειες για την προστασία του ως τοιούτου, ως και για την επίσπευση της επιλύσεως του ζητήματος της επ' αυτού κυριότητας.

 

Εξυπακούεται ότι, αν επιδιώκεται η μεταβίβαση καθ' οιονδήποτε τρόπο με την πρόθεση μετακυλίσεως της κυριότητας, αυτή, ως προελέχθη δεν μπορεί να γίνει αφού δεν αναγνωρίζεται τέτοια κυριότητα στον μεταβιβάζοντα - ταύτης παραμένουσας στο Δημόσιο, κατά τα άνω - παρά μόνο αν γίνουν οι δέουσες ενέργειες για την εκκαθάριση του ζητήματος της ιδιοκτησίας είτε διοικητικώς, δια της διαδικασία ενώπιον των αρμοδίων Συμβούλων (ΣΙΔ ΑΣΙΔ) - όπου μπορεί να προσφύγει όχι μόνο ο διακάτοχος ιδιώτης, αλλά και ο Υπουργός Γεωργίας κατ' άρθρο 8 παράγραφος 5 του νόμου 998/1979 - είτε, ασφαλέστερα, δικαστικώς, δι' εγέρσεως τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής της κυριότητας αγωγής και μετά την επιτυχή υπέρ του διακατόχου τελεσφόρηση (αμετακλήτως) της διαδικασίας.

 

4. Παρακολούθημα της κατά τα άνω αναγνωριζομένης εξουσίας του διακατόχου να εκμεταλλεύεται και καρπώνεται με την ανοχή του Δημοσίου το υπ' αυτού διακατεχόμενο δάσος μέχρι οριστικής επιλύσεως του επ' αυτού ιδιοκτησιακού καθεστώτος, απολαύων τις εκ τούτου ωφέλειες, είναι και το δικαίωμα σε περίπτωση καταστροφής του δάσους εκ πυρκαϊάς, να υλοτομεί αυτός και όχι το Δημόσιο και τον καμένο ιστάμενο ξυλώδη όγκο του δάσους, ο οποίος, ως έχων οπωσδήποτε οικονομική αξία, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εν ευρεία έννοια καρπός του δάσους. Μετά την πυρκαϊά, όμως, κατά ρητή συνταγματική επιταγή εκ του άρθρου 117 παράγραφος 3 σε συνδυασμό προς το άρθρο 24 παράγραφος 1 του Συντάγματος η έκταση κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα και απαγορεύεται να διατεθεί για άλλη χρήση ή άλλο προορισμό.

 

5. Εν κατακλείδι πάντως, η οδός της δια νομοθετικής ρυθμίσεως οριστικής επιλύσεως του ζητήματος των διακατεχόμενων δασών παραμένει ανοικτή.

 

Τούτο δύναται να επιτευχθεί, κατόπιν ενδελεχούς του όλου ζητήματος έρευνας είτε: α) δια θεσπίσεως υποχρεωτικής παραπομπής όλων των αφορωσών σ' αυτά περιπτώσεων ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων προς τελειωτική εκκαθάριση της επ' αυτών κυριότητας, κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργούνται μετά ταύτα αμφισβητήσεις, είτε β) δια καταργήσεως των επ' αυτών τυχόν δικαιωμάτων των διακατόχων, έναντι αποζημιώσεως και τηρουμένων των σχετικών συνταγματικών εγγυήσεων. Ακόμη γ) δεν πρέπει ν' αποκλεισθεί η λύση της εις ορισμένες περιπτώσεις αποδόσεως της κυριότητας αυτών στους διακατόχους, υπό μορφή εξαγοράς έναντι ανταλλάγματος, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της διασφαλίσεως της διατηρήσεως της δασικής αυτών μορφής και της εντεύθεν συνταγματικής προστασίας τους.

 

Ίσως μάλιστα λόγω των προβλημάτων τα οποία η κατάσταση της διατηρήσεως των διακατεχόμενων δασών δημιουργεί και θα εξακολουθεί να δημιουργεί εις το διηνεκές, η νομοθετική ρύθμιση να είναι η πλέον ενδεδειγμένη και ευκταία. 'Έρεισμα προς τούτο θα μπορούσε ν' αναζητηθεί και στη διάταξη του άρθρου 117 παράγραφος 2 του Συντάγματος το οποίο επιτρέπει την κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 17 τούτου, νομοθετική κατάργηση ή ρύθμιση ιδιόρρυθμων εμπραγμάτων σχέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι προσήκουσα εμπεριστατωμένη διερεύνηση του ζητήματος θα κατέληγε ότι η κατάσταση αυτή των διακατεχόμενων δασών δύναται να χαρακτηρισθεί ως τοιαύτη σχέση.

 

ΙV. Κατ' ακολουθία όλων των προαναφερομένων οι προσήκουσες κατά την γνώμη της πλειοψηφίας, απαντήσεις επί των τιθεμένων ερωτημάτων είναι οι ανωτέρω αναλυόμενες.

 

V. Κατά τη γνώμη την οποία διετύπωσαν ο Αντιπρόεδρος Δ. Διαμαντόπουλος και ο Νομικός Σύμβουλος Χριστόφορος Φραγκούλης (ψήφοι 2).

 

Διακατοχή δάσους είναι η έκπαλαι υφισταμένη πραγματική και μόνο κατάσταση, η μετά κάποιου συγκεκριμένου προσώπου συνδεόμενη, η οποία δεν γεννά δικαίωμα και δεν θεμελιώνει αυτή καθ' εαυτή εις το μέλλον οιονδήποτε δικαίωμα του διακατόχου ή των μετ' αυτού δια συγγένειας ή άλλης σχέσεως συνδεομένων, αλλά επάγεται αποκλειστικώς και μόνο την υποχρέωση της Διοικήσεως να μη θεωρεί τον διακάτοχο αυθαίρετο κάτοχο, διωκόμενο δια του σχετικού πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής. Η τύχη του υπό διακατοχή δάσους κατ' ουδέν διαφέρει εκείνης του αυθαιρέτως κατεχομένου. Όποια δικαιώματα θα μπορούσε ν' αποκτήσει ο αυθαίρετος κάτοχος δια της διαδρομής του χρόνου κυρίως αυτά ενδέχεται ν' αποκτήσει και ο διακάτοχος και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις του νόμου. Και η χρησικτησία ειδικότερα, επί διακατεχόμενου δάσους διέπεται από τους γενικούς και ειδικούς περί αυτής, χρονικούς και ουσιαστικούς νομικούς περιορισμούς της χρησικτησίας επί δημοσίου κτήματος αν τυχόν ήθελε αποδειχθεί ποτέ ότι ο διακατέχων στερείται τίτλων.

 

Η τυχόν φορολογία της διακατοχής, ως κληρονομιαίου στοιχείου του διακατόχου, ουδέν απολύτως, προς οιανδήποτε διαφορετική κατεύθυνση, στοιχείο αποτελεί και ουδέν εξ αυτής επιχείρημα εξάγεται - Φορολογείται η διακατοχή όπως κάθε δηλούμενο ως ίδιο περιουσιακό στοιχείο του αποβιώσαντος, έστω και αν η αλήθεια είναι διαφορετική και εν γνώσει ακόμη της φορολογούσης αρχής. Δέσμευση δε της Διοικήσεως προς αναγνώριση οιουδήποτε δικαιώματος του διακατόχου δεν υφίσταται, εφ' όσον δεν αποδεικνύει πρωτότυπο ή παράγωγο κτήση αυτού.

 

Για τους ανωτέρω λόγους κατά την μειοψηφήσασα άποψη, αρνητική πρέπει να είναι η απάντηση εφ' όλων των σκελών του ερωτήματος.

 

Ο Εισηγητής

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.