Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 648/01

ΝΣΚ 648/2001


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 648/2001 (31-10-2001)

 

Αριθμός ερωτήματος: οίκοθεν 2363/17-10-2001 της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων / Ολυμπιακών Έργων 2004 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων.

 

Περίληψη ερωτήματος: α) Αν υπάρχει δέσμευση από τις διατάξεις της Ελληνικής και Κοινοτικής Νομοθεσίας ως προς το ύψος του ποσού μεταξύ της προεκτιμώμενης αμοιβής και της συμβατικής αμοιβής που προκύπτει κατά την έγκριση του σταδίου της προμελέτης

 

β) Πώς υπολογίζεται το ποσοστό 50% της αξίας της κύριας σύμβασης σε περίπτωση ανάθεσης συμπληρωματικών μελετητικών εργασιών υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η Ελληνική και Κοινοτική Νομοθεσία και

 

γ) Σε περίπτωση που ανατεθούν στον ανάδοχο μελετητή συμπληρωματικές ή νέες εργασίες πριν από την έγκριση της συμβατικής αμοιβής υπάρχει δέσμευση ως προς το ύψος της προεκτιμώμενης αμοιβής ή η δαπάνη των εργασιών αυτών θεωρείται και αυτή προεκτιμώμενη.

 

Επί των ερωτημάτων αυτών το Α' Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ως εξής:

 

Ι. α) Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 696/1974 (ΦΕΚ 301/Α/1974) αναγράφεται ότι:

 

{1. Παράγραφος 1. Οι δια του παρόντος καθοριζόμενοι αμοιβές αποτελούν τα υποχρεωτικώς εφαρμοζόμενα κατώτατα όρια αποζημιώσεων δια την εκπόνηση μελετών και διενέργειαν επιβλέψεων - παραλαβών και εκτιμήσεων, Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και Κτιριακών Έργων ως και Τοπογραφικών, Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών εργασιών, κατά τις κατωτέρω κατηγορίας ή διακρίσεις αυτών.}

 

Με το άρθρο 11 του νόμου 716/1977 (ΦΕΚ 295/Α/1977) ορίζεται η διαδικασία ανάθεσης των εκπονούμενων μελετών από ιδιώτες μελετητές και ιδιωτικά μελετητικά γραφεία για λογαριασμό του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και Επιχειρήσεων και Οργανισμών δημοσίου ενδιαφέροντος και στις παραγράφους 3 και 7 αναγράφεται ότι:

 

{παράγραφος 3. Εις την πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος καθορίζονται συνοπτικώς το αντικείμενον της μελέτης, η κατηγορία ή οι κατηγορίες και οι τάξεις των απαιτουμένων πτυχίων ως και τυχόν πρόσθετα ειδικά προσόντα, άτινα δέον να συγκεντρώνει το Γραφείον Μελετών, κατά περίπτωσιν. Οι τάξεις των πτυχίων προσδιορίζονται επί τη βάσει προσωρινής εκτιμήσεως της αμοιβής της μελέτης διενεργούμενης υπό του εργοδότου.

 

παράγραφος 7. Εάν ο εργοδότης κρίνει ότι δεν υφίσταται δυνατότης εφαρμογής της εν παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου διαδικασίας αναθέσεως δύναται, εφ' όσον τούτο αναγράφεται εις την πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, η μελέτη να ανατίθεται δι' απ' ευθείας επιλογής, βάσει αιτιολογημένης αποφάσεως του εργοδότου, μη τηρουμένων των διατάξεων των προηγουμένων παραγραφών 5 ή 6, εις Γραφείον Μελετών που εκδήλωσε ενδιαφέρον, ανταποκρινόμενο εις τους όρους τους διαλαμβανόμενους εις την πρόσκληση ενδιαφέροντος και τις διατάξεις του παρόντος. Η συμβατική αμοιβή του μελετητή υπολογίζεται βάσει του προϋπολογισμού που θα εγκριθεί του σταδίου της προμελέτης και καθορίζεται δια της εγκριτικής του σταδίου τούτου αποφάσεως του εργοδότου. Η αμοιβή που θα καταβληθεί τελικά εις τον μελετητή, ήτις καθορίζεται βάσει των ισχυουσών διατάξεων περί αμοιβών μελετητών, δεν δύναται να είναι ανωτέρα της κατά τα ως άνω συμβατικώς καθορισθησομένης, ως αυτή διαμορφώνεται αναγόμενη εις τον χρόνον υποβολής της μελέτης κατόπιν αναθεωρήσεως κατά τις διατάξεις περί αναθεωρήσεως τιμών δημοσίων έργων, κατά ποσοστόν μεγαλύτερο του 40%, έστω και εάν συμφώνως προς τις διατάξεις περί αμοιβών η αμοιβή της οποίας δικαιούται ο μελετητής, βάσει του τελικού προϋπολογισμού της μελέτης, είναι ανωτέρα του ως άνω ποσοστού ^ της διαφοράς θεωρούμενης ως ποινικής ρήτρας εις βάρος του αναδόχου δι' εσφαλμένη εκτίμησιν του προϋπολογισμού του πρώτου σταδίου της μελέτης.}

 

β) Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι τα ελάχιστα όρια της αμοιβής των μελετητών καθορίζονται με διατάξεις δημόσιας τάξης, ενώ η αναφερόμενη στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος προεκτίμηση της αμοιβής από τον εργοδότη, χρησιμεύει μόνο για τον προσδιορισμό των τάξεων και των κατηγοριών των μελετητών ή μελετητικών γραφείων που δύνανται εκδηλώσουν ενδιαφέρον για να τους ανατεθεί η εκπόνηση της μελέτης, ενώ ως συμβατική αμοιβή θεωρείται εκείνη που προκύπτει σύμφωνα με τον εγκρινόμενο προϋπολογισμό του σταδίου της προμελέτης και αυτή που τελικά θα καταβληθεί στο μελετητή δεν μπορεί να υπερβαίνει την κατά τα άνω συμβατικώς προκύψασα κατά ποσοστό ανώτερο του 40% (νόμιμα αναθεωρούμενη) έστω και αν υπολείπεται της αναλογούσας κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων των αμοιβών των μελετητών. (Άρειος Πάγος 1698/1983, 1333/1984, ΣτΕ 2160/1997, 1138/1999, Εφετείο Αθηνών 4192/1986, κ.λ.π.)

 

ΙΙ. α) Περαιτέρω, στις ταυτόσημες διατάξεις των άρθρων 11 παράγραφος 3 περίπτωση ε της 1992/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οποίας η ισχύς άρχισε σύμφωνα με το άρθρο 44 από 01-07-1993 και 9 παράγραφος 3 περίπτωση ε του προεδρικού διατάγματος 346/1998 (ΦΕΚ 230/Α/1998) ορίζεται ότι:

 

{Οι αναθέτουσες Αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις υπηρεσιών με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, και χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

 

α. ...

 

ε. Για τις συμπληρωματικές υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό προβλεπόμενο σχέδιο (πρόγραμμα) ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας της αρχικής σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι η σύναψη γίνεται στο πρόσωπο το οποίο εκτελεί την εν λόγω υπηρεσία:

 

Όταν αυτές οι συμπληρωματικές υπηρεσίες δεν μπορούν, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στις αναθέτουσες αρχές ή όταν αυτές οι υπηρεσίες, παρ' ότι μπορούν να διαχωρισθούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της.

 

Ωστόσο, η προϋπολογιζόμενη συνολική αξία των συμβάσεων που ανατίθενται για συμπληρωματικές υπηρεσίες δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% της αξίας της κυρίας σύμβασης.}

 

Εξάλλου στο άρθρο 36 παράγραφος 1 της προ ολίγου αναφερθείσας οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ αναγράφεται ότι:

 

{36. 1. Με την επιφύλαξη των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις συμβάσεις μπορεί να είναι: ...

 

β) Από τις αμέσως ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτουν κατά τα σχετιζόμενα με τα υποβληθέντα ερωτήματα σημεία, ότι είναι δυνατή η απευθείας ανάθεση (με διαπραγμάτευση) παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών - και στην εξεταζόμενη περίπτωση εκπόνησης μελέτης - οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση και κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, υπό τον όρο ότι η ανάθεση γίνεται στο ίδιο πρόσωπο που παρέχει την υπηρεσία, εφόσον συντρέχουν οι αναφερόμενες προϋποθέσεις, οι οποίες λόγω της σαφήνειας τους δεν έχουν ανάγκη ερμηνείας, αλλά η προϋπολογιζόμενη συνολική αξία των συμπληρωματικών εργασιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% της αξίας της κύριας σύμβασης, δηλαδή αυτής που προκύπτει κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων των αμοιβών μηχανικών, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 7 του νόμου 716/1977 (συμβατική αμοιβή) και όχι σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου (προσωρινή εκτίμηση), ενώ με την έχουσα υπερνομοθετική ισχύ διάταξη του άρθρο 36 παράγραφος 1 της οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, επιφυλάσσεται η ισχύς των Εθνικών διατάξεων που διέπουν την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών και κατά συνέπεια και αυτών που ορίζουν τα ελάχιστα όρια της αμοιβής των μηχανικών.

 

III. α) Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2 του νόμου 716/1977:

 

{παράγραφος 1. Εάν παραστεί ανάγκη επεκτάσεως, συμπληρώσεως ή τροποποιήσεως της συμβάσεως εντός του αρχικού αντικειμένου αυτής, ο ανάδοχος υποχρεούται, κατόπιν υπογραφής, μετά του εργοδότου συμπληρωματικής συμβάσεως, μετά γνώμη του αρμοδίου Συμβουλίου, να προβεί εις την μελέτη του συμπληρωματικού αντικειμένου, εφ' όσον ο ολικός προϋπολογισμός δαπάνης του έργου ή η κατ' αποκοπή αμοιβή του αναδόχου κατά περίπτωσιν δεν υπερβαίνει το 50% των αρχικών τοιούτων, αναθεωρούμενων κατά τις κείμενες διατάξεις.

 

παράγραφος 3. Εις περίπτωσιν καθ' ην σημειωθεί υπέρβασις μεγαλύτερα του κατά την προηγούμενη παράγραφο ποσοστού, ο ανάδοχος υποχρεούται εις την συμπλήρωση τυχόν σταδίου μελέτης που εκκρεμεί, βάσει του νέου αντικειμένου, της συμβάσεως δυναμένης να λυθεί κατά την κρίσιν του εργοδότου.}

 

β) Οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι είναι υποχρεωτική για τον ανάδοχο (μελετητή) η υπογραφή συμπληρωματικής σύμβασης και η εκπόνηση του πρόσθετου μελετητικού αντικειμένου - υπό τις αναφερόμενες προϋποθέσεις - εφόσον το πρόσθετο αντικείμενο δεν υπερβαίνει το 50% του αρχικού προϋπολογισμού, του ποσού δηλαδή που αναγράφεται στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και τη σύμβαση και όχι αυτού που προέκυψε κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων των αμοιβών των μηχανικών, σύμφωνα με τον εγκριθέντα προϋπολογισμό της προμελέτης και το οποίο - κατά τα ήδη αναφερθέντα - αποτελεί τη συμβατική αμοιβή.

 

Εάν υπάρχει υπέρβαση του άνω ποσοστού ο ανάδοχος υποχρεούται στην εκπόνηση των εργασιών εκείνων οι οποίες είναι αναγκαίες για τη συμπλήρωση του - τυχόν - σταδίου της μελέτης που εκκρεμεί.

 

IV. Από το αναφερόμενο στο ερώτημα ιστορικό προκύπτει ότι η ερωτώσα υπηρεσία, η οποία έχει την ευθύνη της μελέτης και κατασκευής ορισμένων αθλητικών εγκαταστάσεων για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών αγώνων, αλλά και άλλες αρμόδιες - προ της συστάσεώς της - υπηρεσίες, ανέθεσαν την εκπόνηση των σχετικών μελετών σε ιδιώτες μελετητές και ιδιωτικά μελετητικά γραφεία.

 

Επειδή δεν υπήρχε προηγούμενη εμπειρία από τη μελέτη και κατασκευή παρόμοιων έργων, δοθέντος μάλιστα ότι μερικά αθλήματα, όπως Baseball, Softball, Hockey, Badminton κ.λ.π., είναι εντελώς άγνωστα στην Ελλάδα, παρά τις καταβληθείσες προσπάθειες για την ακριβή κοστολόγησή τους και κατ' επέκταση τον ορθό τρόπο προϋπολογισμού της αμοιβής των μελετητών, υπήρξε σημαντική απόκλιση μεταξύ της προεκτιμηθείσας και της προκύπτουσας νόμιμης αμοιβής, η οποία υπερβαίνει την προεκτιμηθείσα, ενώ πρέπει, για την πληρότητα των μελετών, να ανατεθούν και εργασίες οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στις αρχικές συμβάσεις και προς αντιμετώπιση των ανακυψάντων προβλημάτων, υποβλήθηκαν τα αναφερόμενα στην περίληψη του παρόντος ερωτήματα, η προσήκουσα απάντηση επί των οποίων κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος είναι η εξής:

 

Επί του πρώτου ερωτήματος:

 

Δεν υπάρχει δέσμευση από τις διατάξεις της Ελληνικής και Κοινοτικής νομοθεσίας ως προς το ύψος του ποσού μεταξύ της προεκτιμώμενης αμοιβής σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του νόμου 716/1977 και της συμβατικής αμοιβής που προκύπτει σύμφωνα με την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου.

 

Επί του δευτέρου ερωτήματος:

 

Το ποσοστό 50% της αξίας της κύριας σύμβασης σε περίπτωση ανάθεσης συμπληρωματικών μελετητικών εργασιών υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η Ελληνική και Κοινοτική νομοθεσία, υπολογίζεται σύμφωνα με τη συμβατική αμοιβή που προκύπτει κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 παράγραφος 7 του νόμου 716/1977 σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί ελαχίστων ορίων των αμοιβών μηχανικών.

 

Επί του τρίτου ερωτήματος:

 

Σε περίπτωση που ανατεθούν στον ανάδοχο μελετητή συμπληρωματικές ή νέες εργασίες πριν από την έγκριση της συμβατικής αμοιβής, η δαπάνη και των εργασιών αυτών θεωρείται προεκτιμώμενη αλλά το ύψος της δεν μπορεί να υπερβεί το 50% της αρχικής προεκτιμώμενης αμοιβής - εφόσον δεν είναι γνωστό ακόμη το ύψος της συμβατικής αμοιβής και η απόκλισή του από την προεκτιμώμενη - ενώ το τελικό ύψος της αμοιβής για την εκπόνηση των νέων ή συμπληρωματικών εργασιών, δεν μπορεί να υπερβεί το 50% της συμβατικής αμοιβής των αρχικά ανατεθεισών εργασιών.

 

Αθήνα 01-11-2001

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.