Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 1159/89

ΣτΕ 1159/1989


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1159/1989

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-02-1989, με την εξής σύνθεση: Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Σ. Σπηλιωτόπουλος, Α. Μαρίνος, Τ. Κούνδουρος, Ιωάννης Τζεβελεκάκης, Χ. Γεραρής, Γ. Δεληγιάννης, Ν. Παπαδημητρίου, Π. Παραράς, Π. Ζ. Φλώρος, Ι. Μαρή, Μ. Παληατσάρας, Σ. Χαραλαμπίδης, Σύμβουλοι, Ν. Ρόζος, Χ. Ράμμος, Πάρεδροι, Γραμματέας ο Φ. Καμπάνης.

 

Για να δικάσει την από 03-10-1988 αίτηση:

 

των: 1) __________, 14) __________, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Α. Αποστολίδη (Αριθμός Μητρώου 1132/1988) τον οποίο διόρισαν πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Ευτύχιο Κουρογένη Σύμβουλο της Διοικήσεως,

 

και των παρεμβαινόντων: 1) __________, και 5) __________, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Α. Μπακόλα (Αριθμός Μητρώου 1877/1988) τον οποίο διόρισαν με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν 1) η 372/1988 πράξη αναθεωρήσεως οικοδομικής αδείας (1641/1987) του Γραφείου Πολεοδομίας Αργυρουπόλεως, 2) το 48/1988 πρακτικό της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου του Γραφείου Πολεοδομίας Αργυρουπόλεως της Νομαρχίας Πειραιώς, και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Χ. Γεραρή.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και,

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή, με την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο, όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμούς 6991866, 6991867 του έτους 1988 διπλότυπα του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, και τα υπ' αριθμούς 1894389, 584644 γραμμάτια παραβόλου.

 

2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται απευθείας στην Ολομέλεια, λόγω σπουδαιότητας, με την από 24-10-1988 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της υπ' αριθμόν 372/1988 πράξεως αναθεωρήσεως οικοδομικής αδείας (1641/1987) του Γραφείου Πολεοδομίας Αργυρουπόλεως και της διατυπωμένης στο υπ' αριθμόν 48/1988 πρακτικό σύμφωνης γνωμοδοτήσεως της οικείας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου. Η αναθεώρηση που έγινε κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 2 του νόμου 1772/1988 αφορά την ανέγερση οκταώροφης οικοδομής στο Παλαιό Φάληρο (οδός __________). Οι αιτούντες, φερόμενοι ως ιδιοκτήτες διαμερισμάτων γειτονικής οικοδομής τα οποία βρίσκονται στο κοινό πλάγιο όριο προς την υπό ανέγερση και έχουν ανοίγματα προς το κοινό αυτό όριο, παραδεκτώς ζητούν την ακύρωση της πράξεως αναθεωρήσεως, όχι όμως και της μη υποκείμενης σε αυτοτελή προσβολή σύμφωνης γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου που έχει ενσωματωθεί στην πράξη αναθεωρήσεως.

 

4. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνουν παραδεκτώς υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης τα πρόσωπα που έλαβαν την αναθεωρημένη οικοδομική άδεια.

 

5. Επειδή, το άρθρο 9 του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985) υπό τον τίτλο Τρόπος δόμησης - θέση κτιρίου, ορίζει τα ακόλουθα:

 

{1. Το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόστασή Δ=3+0,10 Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης ή το μέγιστο επιτρεπόμενο σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός).

 

2. Κατ' εξαίρεση από την προηγούμενη παράγραφο, κατά την έγκριση επέκταση ή αναθεώρηση σχεδίων πόλεων είναι δυνατό να καθορίζονται περιορισμοί για τη θέση του κτιρίου σε σχέση με τα όρια του οικοπέδου, εφόσον αιτιολογούνται από την αντίστοιχη μελέτη της περιοχής.}

 

Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου καθόριζε την θέση του κτιρίου σε περίπτωση που υπήρχε στο όμορο οικόπεδο κτίριο κατοικίας που είχε ανεγερθεί σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο πριν από την ισχύ του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Η διάταξη αυτή επέτρεπε βασικώς την τοποθέτηση της οικοδομής σε επαφή με το κοινό όριο, όταν η γειτονική οικοδομή είχε ανεγερθεί σε απόσταση από το κοινό όριο μεγαλύτερη από την απόσταση Δ της υπό ανέγερση οικοδομής και στην αντίθετη περίπτωση την τοποθέτηση της νέας οικοδομής σε απόσταση 2.5 m από το κοινό όριο. Η διάταξη αυτή της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος με την υπ' αριθμόν 10/1988 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου και με άλλες αποφάσεις του Δ' Τμήματος.

 

Μεταγενεστέρως ο νόμος 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1988) τροποποίησε διάφορες διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985), μεταξύ των οποίων και το άρθρο 9 παράγραφος 3 που αντικαταστάθηκε (άρθρο 1 παράγραφος 4) ως εξής:

 

{α) Σε περίπτωση που υπάρχει σε όμορο οικόπεδο μη ειδικό κτίριο και έχει ανεγερθεί μετά την ένταξη της περιοχής σε σχέδιο, με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την ισχύ του νόμου 1577/1985, σε περιοχή που ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμηση και σε απόσταση από το κοινό όριο ίση ή μεγαλύτερη του 1 m τότε το υπό ανέγερση κτίριο τοποθετείται υποχρεωτικώς σε απόσταση τουλάχιστον Δ από το κοινό όριο, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου ...

 

β) ...

 

γ) Κατ' εξαίρεση είναι δυνατή η ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού μετά από σύμφωνη γνωμοδότηση της αρμοδίας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, η οποία κρίνει αιτιολογημένα ότι η προτεινόμενη τοποθέτηση του υπό ανέγερση κτιρίου εναρμονίζεται με το διαμορφωμένο οικιστικό και φυσικό περιβάλλον ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου.

 

δ) Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που ίσχυε το συνεχές οικοδομικό σύστημα, μόνο εφόσον πρόκειται για όμορα μεσαία οικόπεδα και για το κοινό τμήμα του οπίσθιου ορίου τους.}

 

Ο ίδιος νόμος όρισε στο άρθρο 3 παράγραφος 2 αυτού ότι:

 

{Οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν μέχρι και τη 18-01-1988, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 παράγραφος 1, 9 παράγραφος 3 και 14 του νόμου 1577/1985, εκτελούνται όπως εκδόθηκαν ή αναθεωρούνται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ...}

 

Κατ' εφαρμογή της τελευταίας αυτής μεταβατικής διατάξεως εκδόθηκε, μετά σύμφωνη γνωμοδότηση (48/1988) της οικείας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου του Πολεοδομικού Γραφείου Αργυρουπόλεως, η προσβαλλόμενη πράξη αναθεωρήσεως της οικοδομικής αδείας 1641/1987. Η προσβαλλόμενη πράξη επέτρεψε, βάσει της νέας διατάξεως του άρθρου 9 παράγραφος 3 εδάφιο γ του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, την τοποθέτηση της οικοδομής των παρεμβαινόντων σε επαφή με το κοινό πλάγιο όριο της οικοδομής, όπου είναι τα διαμερίσματα των αιτούντων με ανοίγματα προς το πλάγιο όριο.

 

Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου η υπό ανέγερση οικοδομή έχει συνολικό ύψος 27 m, κάλυψη περίπου 38% σε οικόπεδο που περιβάλλεται, κατά τα πλάγια όρια, από δύο πολυόροφες οικοδομές, η δε οικοδομή των αιτούντων έχει κτισθεί, υπό το πανταχόθεν ελεύθερο οικοδομικό σύστημα πριν από την έναρξη ισχύος του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο 5,85 m. Ήδη προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού επιτρέπουσα την τοποθέτηση της ανεγειρόμενη οικοδομής σε επαφή με το κοινό πλάγιο όριο, αντίκειται στο άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος και συνεπώς ότι είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη πράξη αναθεωρήσεως της οικοδομικής αδείας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως θέτει θέμα συνταγματικότητας τόσο της διατάξεως του εδαφίου γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, κατ' εφαρμογή του οποίου επετράπη η τοποθέτηση της οικοδομής επί του κοινού πλαγίου ορίου, όσο και της καθιερούσης την αρχή της ελεύθερης τοποθέτησης του κτιρίου διατάξεως της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, της οποίας η επίμαχη διάταξη αποτελεί ειδικότερη εφαρμογή.

 

6. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης δύναται καταρχήν να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές διαρρυθμίσεις και να μεταβάλει τους υφιστάμενους όρους δομήσεως των σχεδίων πόλεων, πλην πρέπει η εισαγόμενη ρύθμιση να βελτιώνει τις συνθήκες διαβιώσεως των κατοίκων. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να επέρχεται με τις νέες πολεοδομικές ρυθμίσεις επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, δηλαδή υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο το ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον. Έτσι συνιστά επιδείνωση των όρων διαβιώσεως η μείωση περίπου στο μισό της εδαφικής λωρίδας για τον ηλιασμό, φωτισμό και αερισμό δύο γειτονικών οικοπέδων κατά το πλάγιο όριο, μείωση που επέτρεψε με ορισμένες προϋποθέσεις η αρχική διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 (ΣτΕ 10/1988).

 

7. Επειδή, από το συνδυασμό των μνημονευμένων διατάξεων των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 9 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου 1772/1988), προκύπτει ότι κανόνας είναι η ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο όταν το όμορο οικόπεδο είναι ακάλυπτο ή υπάρχει κτίριο που έχει ανεγερθεί υπό την ισχύ του τελευταίου (νόμος 1577/1985) Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Η αρχή δε της ελεύθερης τοποθέτησης έχει την έννοια της ανοικοδομήσεως σε επαφή με τα πλάγια και οπίσθια όρια ή της τηρήσεως υποχρεωτικής απόστασης Δ από το κοινό όριο. Αντιθέτως σε περιπτώσεις ομόρων οικοπέδων με κτίριο που έχει ανεγερθεί σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο, υπό το προϊσχύσαν πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης, κανόνας είναι η τήρηση της υποχρεωτικής απόστασης Δ του νέου κτιρίου από το κοινό όριο των δύο οικοπέδων. Η αρχή της ελεύθερης τοποθέτησης του κτιρίου καταργεί τα προϋφιστάμενα διάφορα οικοδομικά συστήματα με τις συναφείς δεσμεύσεις και παρέχει στο μελετητή μεγαλύτερη ευχέρεια για το σχεδιασμό οικοδομών με περισσότερη λειτουργικότητα και αισθητική πολυμορφία.

 

Έτσι παρέχεται η δυνατότητα δημιουργίας ενιαίου ακάλυπτου χώρου στο συγκεκριμένο οικόπεδο και ενδεχομένως ευρύτερου ελεύθερου χώρου στο οικοδομικό τετράγωνο, ενώ συγχρόνως επιτυγχάνεται η καλλίτερη προσαρμογή της οικοδομής προς τις ιδιαιτερότητες του οικοπέδου (προσανατολισμός, σχήμα κ.λ.π.) και το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους. Περαιτέρω όταν η οικιστικής φυσιογνωμία της περιοχής απαιτεί να τίθεται περιορισμοί στην τοποθέτηση του κτιρίου, ο νόμος (παράγραφος 2, άρθρο 9) προβλέπει τη δυνατότητα θεσπίσεως ιδιαίτερων όρων δομήσεως κατά την έγκριση, επέκταση ή αναθεώρηση των σχεδίων πόλεων.

 

Εξάλλου, ο κίνδυνος υπέρμετρης περιβαλλοντολογικής επιβαρύνσεως οικοδομών που έχουν ήδη πριν από την ισχύ του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 κτισθεί σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό οικοπέδων με την προοπτική η ανοικοδόμηση και των γειτονικών οικοπέδων να γίνει με την τήρηση υποχρεωτικής απόστασης, ήδη αποτρέπεται μετά την τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου 1772/1988, το οποίο στην περίπτωση αυτή θεσπίζει τον κανόνα της υποχρεωτικής απόστασης Δ από το κοινό όριο. Υπό τα δεδομένα αυτά, η θεσπιζόμενη με την παράγραφο 1 το άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού αρχή της ελεύθερης τοποθέτησης του κτιρίου σε περιοχές που ίσχυε προηγουμένως το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα και το όμορο οικόπεδο είναι ακάλυπτο ή έχει δομηθεί υπό την ισχύ του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, δεν προσκρούει στο άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, διότι το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα καθ' αυτό δεν έχει καμιά συνταγματική κατοχύρωση, η δε εφαρμογή της προμνησθείσης οικοδομικής αρχής στις περιπτώσεις αυτές όχι μόνο δεν υποβαθμίζει το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον αλλά αντιθέτως παρέχει δυνατότητες αναβαθμίσεώς του. Αν και, κατά τη γνώμη πέντε μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψόφο η εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού σε περιοχές που είχαν οικοδομηθεί με σύστημα υποχρεωτικών αποστάσεως από το κοινό όριο των οικοπέδων έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 24 του Συντάγματος. Ο νομοθέτης δεν δύναται να θεσπίζει ενιαίους και ισοπεδωτικούς όρους δόμησης σε όλη τη Χώρα, αλλά οφείλει να σέβεται τη φυσική ιδιομορφία της περιοχής και το χαρακτήρα της οικιστικής της ανάπτυξης.

 

Έτσι σε περιοχές με κύριο και δεσπόζον στοιχείο τις υποχρεωτικές αποστάσεις από τα όρια των οικοπέδων δεν επιτρέπεται να θιγεί η φυσιογνωμία της περιοχής γεγονός που έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος σε αυτή. Η ρύθμιση του άρθρου 9 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού αλλοιώνει τη φυσιογνωμία της περιοχής χωρίς να εξασφαλίζει πολεοδομικά πλεονεκτήματα έναντι των δεσμεύσεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973, αφού καταλείπει τον τρόπο τοποθέτησης της οικοδομής αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των ιδιωτών χωρίς μέριμνα για την αρμονική διάταξη των κτιρίων και την ενοποίηση των ακάλυπτων χώρων. Η δυσμενής αυτή ρύθμιση δεν αντισταθμίζεται από άλλη ευνοϊκή για το περιβάλλον ρύθμιση. Αντιθέτως με το άρθρο 8 παράγραφος 1 παρέχεται δυνατότητα κάλυψης των οικοπέδων μέχρις 70% ενώ με το άρθρο 11 για την κατασκευή ημιυπαίθριων χώρων που σε ποσοστό 40% δεν υπολογίζονται στο συντελεστή δόμησης αυξάνεται η οικιστική πυκνότητα της περιοχής και έτσι επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο το οικιστικό περιβάλλον.

 

8. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, η παράγραφος 3 το άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 αντικαταστάθηκε μετά την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα της, από το άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου 1772/1988, όπου πλέον θεσπίζεται ο κανόνας της ανοικοδομήσεως που νέου κτιρίου σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο οικοπέδων, όταν και η γειτονική οικοδομή έχει αφήσει υποχρεωτική απόσταση από την ισχύ προϋφιστάμενου του 1985 Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Ο οικοδομικός αυτός κανόνας αποβλέπει να παραμείνει ακάλυπτη μεταξύ των δύο οικοδομών η εδαφική εκείνη λωρίδα η οποία κρίνεται ότι είναι απαραίτητη για να εξασφαλισθεί επαρκής ηλιασμός, φωτισμός, και αερισμός σε κτίρια που είχαν ανεγερθεί με την προοπτική ότι η αρτίωση της ακάλυπτης εδαφικής λωρίδας θα γίνει με την τήρηση υποχρεωτικής αποστάσεως και από τη μελλοντική γειτονική οικοδομή. Η μείωση του πλάτους της εδαφικής αυτής λωρίδας επιφέρει εξ ορισμού επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων και υποβαθμίζει το υφιστάμενο οικιστικό περιβάλλον.

 

Έτσι στην πιο πάνω περίπτωση (όμορης οικοδομής που έχει τηρήσει την υποχρεωτική απόσταση υπό την ισχύ παλαιοτέρων του 1985 Γενικών Οικοδομικών Κανονισμών) η εξαίρεση που θεσπίζει το εδάφιο γ' της μνημονευόμενης διατάξεως επιτρέποντας την τοποθέτηση της νέας οικοδομής σε επαφή με το κοινό όριο, ουσιαστικά αναιρεί τον σκοπό που επιδιώκει ο προηγούμενος νομοθετικός κανόνας της υποχρεωτικής απόστασης και αντίκειται προς το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος γιατί επιδεινώνει τους όρους διαβιώσεως των κατοίκων.

 

Η αντισυνταγματικότητα αυτή δεν αίρεται με την ανάθεση σε διοικητικό όργανο της διαπιστώσεως, κατά περίπτωση, αν το υπό ανέγερση κτίριο εναρμονίζεται με το διαμορφωμένο οικιστικό περιβάλλον και το φυσικό περιβάλλον ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου. Αν και, κατά την γνώμη τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η εξαιρετική διάταξη του εδαφίου γ' της νέας παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού εφαρμόζεται υπό συγκεκριμένες διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν να εξυπηρετείται το γενικότερο συμφέρον της κατασκευής οικοδομών με περισσότερη λειτουργικότητα και προσαρμογή στον περιβάλλοντα χώρο χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στα γειτονικά κτίρια.

 

Έτσι απαιτείται σύμφωνη γνώμη της οικείας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου με τυπική αιτιολογία στο σώμα της γνωμοδοτήσεως, όπου θα διαπιστώνεται θετικά η εναρμόνιση με το περιβάλλον σε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο, επί τη βάσει κριτηρίων που παρέχει εμμέσως ο νόμος όταν αναφέρεται στο διαμορφωμένο οικιστικό περιβάλλον (δηλαδή θέση και ανοίγματα οικοδομών, κάλυψη, διαστάσεις, ύψος, προσανατολισμός) και στο υφιστάμενο φυσικό περιβάλλον (δηλαδή πράσινο και ανάγλυφο εδάφους). Η παρεμβολή του διοικητικού οργάνου δικαιολογείται από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των κανόνων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, οι οποίοι μαζί με τα ειδικά κατά περιοχήν πολεοδομικά διατάγματα διαμορφώνουν ένα κανονιστικό πλαίσιο δεσμευτικό για τον αρχιτέκτονα μελετητή, από απόψεως ανωτάτων και κατωτάτων ορίων εντός των οποίων αναζητείται η καλλίτερη αρχιτεκτονική λύση. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή της μειοψηφίας, η πιο πάνω εξαιρετική διάταξη δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, η εκάστοτε δε εφαρμογή της θα υπέκειτο σε κάθε περίπτωση στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας ιδίως από την άποψη της αιτιολογίας, η οποία λόγω το εξαιρετικού χαρακτήρα της διατάξεως θα έπρεπε να είναι απολύτως εξειδικευμένη και εμπεριστατωμένη.

 

9. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη αναθεωρήσεως της υπ' αριθμόν 1641/1987 οικοδομικής αδείας, η οποία χορηγήθηκε από το Πολεοδομικό Γραφείο Αργυρουπόλεως στους παρεμβαίνοντες έχει εκδοθεί κατ' εφαρμογήν της ως άνω αντισυνταγματικής διατάξεως του άρθρου 9 παράγραφος 1 εδάφιο γ' του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 και επιτρέπει, όπως έχει λεχθεί, την ανοικοδόμηση πολυώροφης οικοδομής ύψους 27 m σε επαφή με το κοινό πλάγιο όριο με οικόπεδο, όπου έχει ανεγερθεί με το προϊσχύον πανταχόθεν ελεύθερο οικοδομικό σύστημα η οκταώροφη οικοδομή των αιτούντων σε υποχρεωτική απόσταση 5,85 m από το κοινό όριο. Ενόψει της γνώμης που επικράτησε μεταξύ των μελών του Δικαστηρίου, ως προς την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της πράξεως αναθεωρήσεως και της σχετικής οικοδομικής αδείας, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση. Αντιστοίχως πρέπει ν' απορριφθεί, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, η κατά της αιτήσεως ακυρώσεως παρέμβαση.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Απορρίπτει την παρέμβαση.

 

Ακυρώνει την υπ' αριθμόν 372/1988 πράξη αναθεωρήσεως και την υπ' αριθμόν 1641/1987 οικοδομική άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Αργυρουπόλεως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και

 

Επιβάλλει συμμέτρως στο Δημόσιο και στους παρεμβαίνοντες τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων που ανέρχεται σε 21.600 δραχμές.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10-03-1989 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14-04-1989.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.