Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 1972/12

ΣτΕ 1971/2012


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1971/2012

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Δ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23-11-2010, με την εξής σύνθεση: Αθανάσιος Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ε. Σαρπ, Αντώνης Σταθάκης, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Χ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικ. Αθανασίου.

 

Για να δικάσει την από 28-12-2009 αίτηση:

 

του __________, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Ευάγγελο Μάλλιο (Αριθμός Μητρώου 22288), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

 

κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας - Καβάλας - Ξάνθης, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Αθανάσιο Αθανασίου (Αριθμός Μητρώου 117 Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας), που τον διόρισε με απόφαση της Νομαρχιακής της Επιτροπής.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου οίκοθεν 13/7212/2009 απόφαση του Νομάρχη Καβάλας και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Σαρπ.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1097223/2009 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου οίκοθεν 13/7212/21-12-2009 αποφάσεως του Νομάρχη Καβάλας. Με την απόφαση αυτή ανακλήθηκε, κατ' εφαρμογήν της διατάξεως του εδαφίου β' της παράγραφος 4 του άρθρου 1 του νόμου 1963/1991, η υπ' αριθμόν 17100/1969 απόφαση του ίδιου ως άνω Νομάρχη, με την οποία είχε χορηγηθεί στον αιτούντα άδεια ιδρύσεως φαρμακείου στο Δήμο Ελευθερουπόλεως του Νομού Καβάλας, λόγω της υπ' αυτού συμπληρώσεως του 70ου έτους της ηλικίας του από 22-04-2008. Στη συνέχεια δε εκδόθηκε και η υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου οίκοθεν 13/5463/04-10-2010 απόφαση του Αντινομάρχη Καβάλας, με την διαπιστώθηκε η συνεπεία της ανακλήσεως της αδείας ιδρύσεως του φαρμακείου του αιτούντος αυτοδίκαιη ανάκληση και της αδείας λειτουργίας αυτού.

 

3. Επειδή, ο αιτών δεν άσκησε την προβλεπόμενη από την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του νόμου 1963/1991 (ΦΕΚ 138/Α/1991) ενδικοφανή προσφυγή. Παρά το γεγονός, όμως, αυτό η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς από της εξεταζόμενης απόψεως, εφ' όσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η Διοίκηση είχε ενημερώσει τον αιτούντα - όπως όφειλε, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 45 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989) - ότι κατά της εν λόγω αποφάσεως προβλέπεται η ενδικοφανής αυτή προσφυγή, καθώς και για την προθεσμία ασκήσεώς της και τις συνέπειες από την παράλειψη ασκήσεώς της (βλέπε ΣτΕ 2522-2528, 2530, 2532, 2533, 2535/2011, 3034-3040, 3042-3054/2006, κ.ά.). Εξ άλλου, η κρινόμενη αίτηση, ασκουμένη και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα.

 

4. Επειδή, η παράγραφος 4 του άρθρου 1 του νόμου 1963/1991, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο Θ.3 του άρθρου 11 του νόμου 2955/2001 (ΦΕΚ 256/Α/2001) και κατ' εφαρμογήν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, ορίζει τα εξής:

 

{Δεν χορηγείται άδεια ιδρύσεως φαρμακείου σε φαρμακοποιούς που έχουν συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας τους. Άδειες ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείων και φαρμακαποθηκών, που ανήκουν σε φαρμακοποιούς, που έχουν συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας τους, ανακαλούνται με πράξη της αρμόδιας αρχής. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 01-01-2003.}

 

Εξ άλλου, με το άρθρο 19 παράγραφος 14 εδάφιο α' του νόμου 3106/2003 (ΦΕΚ 30/Α/2003) ορίσθηκε ότι:

 

{Η ισχύς της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του νόμου 1963/1991 (ΦΕΚ 138/Α/1991), που προστέθηκε με την παράγραφο Θ.3 του άρθρου 11 του νόμου 2955/2001, αρχίζει από 01-01-2005.}

 

5. Επειδή, όπως κρίθηκε και με τις υπ' αριθμούς 2204-2224/2010 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η καθιέρωση με την, προστεθείσα με την παράγραφο Θ.3 του άρθρου 11 του νόμου 2955/2001, διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του νόμου 1963/1991 του 70ου έτους ως ορίου ηλικίας για την υποχρεωτική αποχώρηση από το ελεύθερο επάγγελμα του φαρμακοποιού και ο περιορισμός, κατ' αυτόν τον τρόπο, όχι της προσβάσεως στο εν λόγω επάγγελμα, αλλά απλώς της ασκήσεως αυτού, δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι ο περιορισμός αυτός θεσπίσθηκε στα πλαίσια του δικαιολογημένου εντόνου ενδιαφέροντος του Κράτους αφ' ενός μεν για την ορθή άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος - το οποίο, λόγω της φύσεώς του, συνδέεται αμέσως με την προστασία της δημοσίας υγείας - με την εξασφάλιση ότι τούτο θα ασκείται από πρόσωπα, τα οποία εν όψει της ηλικίας τους διαθέτουν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά το συνήθως συμβαίνον, τις απαιτούμενες για την άσκησή του σωματικές και πνευματικές ικανότητες, και αφ' ετέρου για την διευκόλυνση της προσβάσεως στο επάγγελμα αυτό νέων φαρμακοποιών. Ο ανωτέρω δε περιορισμός είναι πρόσφορος για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτόν σκοπών και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή τους μέτρο, λαμβανομένου υπ' όψη ότι το θεσπισθέν συγκεκριμένο όριο ηλικίας είναι, κατά κοινή πείρα, εύλογο, παρέχει δε επαρκές χρονικό διάστημα από την, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, έναρξη της επαγγελματικής δραστηριότητας του φαρμακοποιού για την συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεώς του από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα. Εξ άλλου, εφ' όσον με τον περιορισμό αυτό επιδιώκεται συγχρόνως η ικανοποίηση των ανωτέρω δύο σκοπών δημοσίου συμφέροντος, ο εν λόγω περιορισμός δεν υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλονται από την κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφιο δ' του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, όπως κρίθηκε και με τις υπ' αριθμούς 2204-2214, 2217, 2219, 2220/2010 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η θέσπιση του ανωτέρω ορίου ηλικίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 του Συντάγματος, διότι με την συνταγματική αυτή διάταξη θεμελιώνεται απλώς υποχρέωση του Κράτους για την δημιουργία συνθηκών εξασφαλίσεως εργασίας και, γενικότερα, επαγγελματικής απασχολήσεως στα άτομα που επιθυμούν να εργασθούν (κοινωνικό δικαίωμα της εργασίας) και δεν κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της επαγγελματικής ελευθερίας, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Εν όψει των ανωτέρω, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση λόγοι ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε κατ' εφαρμογήν της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 1 παράγραφος 4 εδάφιο β' του νόμου 1963/1991, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, για το λόγο ότι η διάταξη αυτή αντίκειται στα άρθρα 5 παράγραφος 1, 22 παράγραφος 1 και 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος.

 

6. Επειδή, το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε μαζί με το εν λόγω Πρωτόκολλο με το νομοθετικό διάταγμα [Ν] 53/1974 (ΦΕΚ 256/Α/174), ορίζει τα εξής:

 

{Παν φυσικό ή νομικό πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. - Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίο προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.}

 

7. Επειδή, η αφαίρεση της αδείας ιδρύσεως (αμεταβίβαστης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 του αναγκαστικού νόμου[Ν] 517/1968 (ΦΕΚ 188/Α/1968)) και της αδείας λειτουργίας φαρμακείου, που έχουν χορηγηθεί σε φαρμακοποιό, λόγω συμπληρώσεως του 70ου έτους της ηλικίας του, συνιστά μεν επέμβαση σε περιουσιακό δικαίωμα, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι έχει ως άμεση συνέπεια τον τερματισμό της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας και την προσβολή των συναφών οικονομικών συμφερόντων του δικαιούχου. Η επέμβαση, όμως, αυτή, έστω και αν οδηγεί σε απαγόρευση της ασκήσεως της δραστηριότητας του κατόχου των αφαιρεθεισών αδειών, δεν τον αποστερεί από το σύνολο των κινητών ή και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεώς του, ούτε βεβαίως του στερεί τη δυνατότητα να μεταβιβάσει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία (εμπορεύματα, χρήση εγκαταστάσεως, κ.λ.π.), εφ' όσον έχει σχετικό δικαίωμα, ακόμη και μετά την αφαίρεση της αδείας ιδρύσεως και της αδείας λειτουργίας του φαρμακείου. Εξ άλλου, το μέτρο της αφαιρέσεως των αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείων με τη συμπλήρωση του 70ου έτους της ηλικίας των δικαιούχων φαρμακοποιών θεσπίσθηκε με την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του νόμου 1963/1991, όπως προστέθηκε με το άρθρο 11 παράγραφος Θ.3 του νόμου 2955/2001, και ακολούθως η έναρξη ισχύος της εν λόγω διατάξεως μετατέθηκε, με το άρθρο 19 παράγραφος 14 εδάφιο α' του νόμου 3106/2003, για την 01-01-2005.

 

Με τα δεδομένα αυτά παρεσχέθη στους φαρμακοποιούς, οι οποίοι πλησίαζαν το ανωτέρω όριο ηλικίας, κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως, επαρκές χρονικό διάστημα για να ρυθμίσουν κάθε ζήτημα σχετικό με την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους, ιδίως δε να προβούν σε κάθε νόμιμη ενέργεια σκοπούσα στην μεταβίβαση των επιχειρήσεών τους πριν την αφαίρεση των αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των φαρμακείων τους λόγω συμπληρώσεως του ανωτέρω ορίου ηλικίας, λαμβανομένης υπ' όψη και της παρεχομένης με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του νόμου [Ν] 5607/1932 (ΦΕΚ 300/Α/1932), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του νόμου 1963/1991, δυνατότητας να συστεγαστεί με το φαρμακείο φαρμακοποιού υπό συνταξιοδότηση (και, επομένως, πλησιάζοντος το όριο ηλικίας για την υποχρεωτική αποχώρησή του από την άσκηση του επαγγέλματος) το φαρμακείο άλλου φαρμακοποιού και ο τελευταίος να παραμείνει σε αυτό και μετά την λύση της συστεγάσεως λόγω της συνταξιοδοτήσεως, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή προϋποθέσεων, που κατ' αρχήν απαιτούνται για την ίδρυση και λειτουργία φαρμακείων - όπως είναι τα πληθυσμιακά κριτήρια, η απόσταση από άλλα ήδη λειτουργούντα φαρμακεία, το εμβαδόν, που πρέπει να έχει κατάστημα, για να στεγασθεί σε αυτό φαρμακείο. Εν όψει των ανωτέρω, η αφαίρεση των αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου λόγω συμπληρώσεως του ανωτέρω ορίου ηλικίας από τον δικαιούχο φαρμακοποιό δεν συνιστά στέρηση ιδιοκτησίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά ρύθμιση της χρήσεως αγαθών, η οποία εξετάζεται υπό το πρίσμα της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου (βλέπε ΣτΕ 1306/2012, 1313/2012).

 

Περαιτέρω, η εν λόγω αφαίρεση προβλέπεται ρητώς από την μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 4 του νόμου 1963/1991 και δικαιολογείται από τους εκτεθέντες ανωτέρω στην πέμπτη σκέψη λόγους δημοσίου συμφέροντος, χωρίς να αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όπως έχει κριθεί και με τις μνημονευθείσες στην ίδια σκέψη αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Με τα δεδομένα αυτά η ως άνω αφαίρεση των αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 2 του προαναφερθέντος Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (παράβαλε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 08-04-2008, Megadat.com Srl κατά Μολδαβίας, σκέψη 63-66, της 10-07-2007, Bimer S.A. κατά Μολδαβίας, σκέψεις 49-52, της 07-07-1989, Tre Trakterer Αktiebolag κατά Σουηδίας, σκέψεις 53-62, της 26-06-1986, Van Marle και λοιποί κατά Κάτω Χωρών, σκέψεις 41-43, κ.ά.). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με το κύριο και το πρόσθετο δικόγραφο λόγος ακυρώσεως ότι η προβλέπουσα την εν λόγω αφαίρεση διάταξη του εδαφίου β' της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του νόμου 1963/1991 αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

Εξ άλλου, δεν ασκεί καμία επιρροή από της εξεταζόμενης απόψεως το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών δεν χρησιμοποίησε την δυνατότητα, που του παρεχόταν με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 12 παράγραφος 6 του νόμου [Ν] 5607/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ίδιου ως άνω νόμου 1963/1991, να επιτύχει, πριν συμπληρώσει το προαναφερθέν όριο ηλικίας, τη συστέγαση του φαρμακείου του με φαρμακείο, είτε υπό ίδρυση είτε ήδη λειτουργούν, άλλου φαρμακοποιού, εφ' όσον, άλλωστε, από την δημοσίευση του νόμου 2955/2001 (02-11-2001), με το άρθρο 11 παράγραφος Θ.3 του οποίου θεσπίσθηκε το όριο αυτό, έως την εκ μέρους του συμπλήρωση του εν λόγω ορίου (22-04-2008, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και δεν αμφισβητεί ο αιτών) παρήλθε χρονικό διάστημα έξι ετών και πέντε περίπου μηνών. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι ο αιτών δικαιολογημένα δεν προέβη σε καμία τέτοια συστέγαση ή σε κατ' άλλον τρόπο μεταβίβαση των συνιστώντων την επιχείρησή του περιουσιακών στοιχείων έως την εκ μέρους του συμπλήρωση του επιμάχου ορίου ηλικίας και ότι είχε δημιουργηθεί σε αυτόν πεποίθηση, άξια έννομης προστασίας, ότι η ανωτέρω διάταξη δεν επρόκειτο τελικώς να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, εν όψει του ότι με τις υπ' αριθμούς 474/1989 και 475/1989 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου είχε κριθεί ότι αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη επαγγελματική ελευθερία η διάταξη του άρθρου 11 παράγραφος 5 του νόμου [Ν] 5607/1932, όπως τελικώς διατυπώθηκε με το άρθρο 24, Β, παράγραφος 4 του νόμου 1579/1985 (ΦΕΚ 217/Α/1985), με το οποίο είχε εισαχθεί, με σκοπό την αποσυμφόρηση του επαγγέλματος προς όφελος των νέων φαρμακοποιών, ρύθμιση παρόμοια με την επίμαχη, προβλέπουσα την υποχρεωτική αποχώρηση από το επάγγελμα των φαρμακοποιών που συμπλήρωναν το 65ο έτος της ηλικίας τους, τριακονταπενταετή άσκηση του επαγγέλματος και τις προϋποθέσεις για πλήρη συνταξιοδότηση. Και τούτο διότι ο αιτών δεν είχε νόμιμη προσδοκία για ορισμένη, θετική για τα συμφέροντά του, κρίση του Δικαστηρίου ως προς την συνταγματικότητα της νεώτερης διατάξεως, η οποία α) θεσπίσθηκε μετά την πάροδο 16 περίπου ετών, εν όψει των κοινωνικών, οικονομικών και λοιπών συνθηκών, που είχαν διαμορφωθεί κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, β) προέβλεψε αρκετά υψηλότερο όριο ηλικίας (70ο έτος αντί του 65ου) και γ) απέβλεψε όχι μόνον στην διευκόλυνση της προσβάσεως στο επάγγελμα του φαρμακοποιού των νέων φαρμακοποιών, αλλά και στην προστασία της δημοσίας υγείας. Εξ ου και η νεώτερη διάταξη κρίθηκε, με τις προαναφερθείσες υπ' αριθμούς 2204/2010, 2224/2010 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, ως σύμφωνη με το Σύνταγμα.

 

Περαιτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκαν υπέρ του αιτούντος ιδιαίτερα δικαιώματα που χρήζουν προστασίας από το γεγονός ότι στις 05-09-2008, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση του επιμάχου ορίου ηλικίας, συνέστησε με τον υιό του (τεχνικό αναλυτή) ετερόρρυθμη εταιρεία, διάρκειας 35 ετών, για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως του φαρμακείου (βλέπε το υπ' αριθμόν 10845/2008 συμβόλαιο συστάσεως της εταιρείας, το οποίο καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Καβάλας στις 23-09-2008). Εν όψει των ανωτέρω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι συντρέχει στην περίπτωσή του παράβαση των διατάξεων του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, εφ' όσον μετά την ανάκληση της αδείας ιδρύσεως του φαρμακείου του με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να μεταβιβάσει την επιχείρηση του φαρμακείου σε πρόσωπο της επιλογής του δια της συστεγάσεως του με άλλον φαρμακοποιό. Εξ άλλου, εφ' όσον η αφαίρεση της αδείας ιδρύσεως φαρμακείου λόγω της συμπληρώσεως από τον δικαιούχο φαρμακοποιό του 70ου έτους της ηλικίας του δεν συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, αφαίρεση ιδιοκτησίας, αλλά ρύθμιση της χρήσεως αγαθών, η οποία δεν του στερεί την δυνατότητα να μεταβιβάσει τα περιουσιακά στοιχεία της επιχειρήσεώς του, δεν απαιτείται για την αφαίρεση αυτή η καταβολή αποζημιώσεως. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αιτούντος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

8. Επειδή, εφ' όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.

 

Επιβάλλει στον αιτούντα την δικαστική δαπάνη της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δράμας - Καβάλας - Ξάνθης, η οποία ανέρχεται σε 460 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 01-12-2010 και την 05-04-2012.

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

Ο Γραμματέας

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29-05-2012.

 

Ο Πρόεδρος του Δ' Τμήματος

Η Γραμματέας του Δ' Τμήματος

 

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

 

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.