Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3244/13

ΣτΕ 3244/2013


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3244/2013

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα ΣΤ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 04-03-2013, με την εξής σύνθεση: Α. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ' Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Μ. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Μ.Ε. Παπαδημήτρη, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα, Γραμματέας του Στ' Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 12-09-2005 αίτηση:

 

των: Αναδόχων μελετητών (συμπραττόντων κατά το νόμο 716/1977 άρθρο 2 παράγραφος 5) της μελέτης Αναπαλαίωση Διατηρητέου Κτιρίου Δημαρχιακού Καταστήματος του Δήμου Αρταίων:

 

1. __________, κατοίκου Αθηνών (__________),

2. __________, κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (__________) και

3. __________, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (__________),

 

οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Πάνο Χασάπη (Αριθμός Μητρώου 10489), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

 

κατά των: 1) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Σταύρο Σπυρόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Δήμου Αρταίων, ο οποίος δεν παρέστη.

 

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 63/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Καραμανώφ.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμόν 1556361/2005 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της 63/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων μελετητών, στη σύμπραξη των οποίων έχει ανατεθεί η εκπόνηση της μελέτης Αναπαλαίωση διατηρητέου κτιρίου δημαρχιακού καταστήματος του Δήμου Αρταίων, επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκπόνηση της μελέτης αυτής και, ειδικότερα, από τη διόρθωση, εκ μέρους του κυρίου του έργου, του υποβληθέντος από τους αναιρεσείοντες προϋπολογισμού του έργου και τις γενόμενες περικοπές στα πινάκια αμοιβής αυτών.

 

2. Επειδή, εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής:

 

Οι αναιρεσείοντες, με την από 31-05-2000 σύμβαση που υπέγραψαν με το Δήμαρχο Αρταίων, ανέλαβαν, για λογαριασμό του Δήμου Αρταίων, την εκπόνηση της μελέτης Αναπαλαίωση διατηρητέου κτιρίου δημαρχιακού καταστήματος. Η ως άνω μελέτη προβλέφθηκε να εκπονηθεί κατά στάδια. Στο άρθρο 8.2 της παραπάνω σύμβασης ορίστηκε ότι οι εργασίες των μελετητών θα αμειφθούν με βάση τις ισχύουσες διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 696/1974 και την παράγραφο 7 του άρθρου 11 του νόμου 716/1977. Μετά την έγκριση της Α' και Β' φάσης της προμελέτης οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Αρταίων (Διευθύνουσα Υπηρεσία) την 3η εντολή πληρωμής και τα πινάκια αμοιβής.

 

Όμως, με τα 4557/2001 και 4879/2001 έγγραφα της ως άνω υπηρεσίας, επιστράφηκαν σ' αυτούς ο προϋπολογισμός και τα πινάκια συμβατικής αμοιβής με πράξεις διορθώσεων και περικοπών. Συγκεκριμένα, έγιναν διορθώσεις στις εργασίες και ποσότητες διαφόρων άρθρων του προϋπολογισμού αρχιτεκτονικών εργασιών, όσον αφορά δε τον προϋπολογισμό στατικών εργασιών, ύψους 60.000.000 δραχμών, η Υπηρεσία θεώρησε αυτόν ως ενδεικτικό και προέβη σε διόρθωση των τιμών που αναγράφονταν σ' αυτόν, με αποτέλεσμα το ύψος αυτού να περιοριστεί στο ποσό των 20.000.000 δραχμών. Επιπλέον, η Υπηρεσία μηδένισε τον προϋπολογισμό των φωτιστικών και περιέκοψε την αναγραφόμενη στο πινάκιο αμοιβής Η/Μ εγκαταστάσεων προσαύξηση αυτής κατά 50%.

 

Οι αναιρεσείοντες, με την από 20-06-2001 ένστασή τους που υπέβαλαν ενώπιον της Προϊσταμένης Αρχής (Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αρταίων), αμφισβήτησαν τις διορθώσεις και περικοπές αυτές. Η ως άνω Αρχή, με την 181/2001 απόφασή της (πρακτικό 14 της συνεδρίασης της 02-07-2001), δέχθηκε την ως άνω ένσταση μόνον ως προς τις αμφισβητούμενες μ' αυτήν διορθώσεις και περικοπές που έγιναν για τις εργασίες ορισμένων άρθρων, την απέρριψε δε κατά τα λοιπά. Κατά της απόφασης αυτής οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου την από 02-10-2001 αίτηση θεραπείας, η οποία όμως απορρίφθηκε με τις υπ' αριθμούς 12510/2001 και 12510/2001 (ορθή επανάληψη) αποφάσεις αυτού. Προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά των αποφάσεων αυτών απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

3. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 33, 144, 145, 147, 148, 151 και 159 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 2717/1999 (ΦΕΚ 97/Α/1999), προκύπτει ότι ο διάδικος υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζονται οι ισχυρισμοί του, διαφορετικά αυτοί απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Το δικαστήριο εκτιμά κυριαρχικά την αποδεικτική αξία των στοιχείων που προσκομίζουν οι διάδικοι και, εν όψει της εξουσίας του αυτής, δεν υποχρεούται να θεωρήσει ως αποδεδειγμένους τους ισχυρισμούς του ενός διαδίκου εκ μόνου του γεγονότος ότι αυτός επικαλέστηκε κάποιο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 147 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αποδεικτικά μέσα χωρίς ο αντίδικός του να προβεί σε ανταπόδειξη. Για το λόγο δε αυτό η τυχόν ρητή ή σιωπηρή απόρριψη των ισχυρισμών του διαδίκου αυτού δεν συνιστά παράβαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων, δεδομένου ότι η αρχή αυτή συνδέεται με τη δυνατότητα των διαδίκων να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία και όχι με τον τρόπο που εκτιμώνται αυτά από το δικαστήριο.

 

Εξάλλου, ναι μεν με το άρθρο 33 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διαγορεύεται ως αρχή η αναζήτηση και ανεύρεση από το δικαστήριο της αντικειμενικής αλήθειας, πλην, κατά την έννοια του άρθρου 151 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της ουσίας πάντως ανήκει η ανέλεγκτη κατ' αναίρεση εξουσία να αποφασίσει, αν θα διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων και να καθορίσει τα, κατά την κρίση του, πρόσφορα αποδεικτικά μέσα, με τα οποία θα διεξαχθεί η απόδειξη (βλέπε ΣτΕ 2776/2010, 964/2010, κ.ά.), στο πλαίσιο δε αυτό το δικαστήριο ευχέρεια έχει και όχι υποχρέωση να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (ΣτΕ 3595/2012, 1843/2010, 1243/2010).

 

4. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους κανόνες περί απόδειξης του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας καθώς και την αρχή της ισότητας των διαδίκων, εφόσον έκανε δεκτούς δογματικά, ήτοι χωρίς ειδική αιτιολογία και χωρίς να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, ως όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 33 του ανωτέρω Κώδικα, τους ισχυρισμούς της Υπηρεσίας, παρά το γεγονός ότι η Υπηρεσία δεν επικαλέστηκε ανταποδεικτικώς κανένα στοιχείο για να αντικρούσει το περιεχόμενο των ένορκων μαρτυρικών βεβαιώσεων ειδικών επιστημόνων που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες, το δε εφετείο δεν μπορούσε να σχηματίσει δική του αντίληψη για τα επίμαχα ζητήματα (προμετρήσεις κτιριακού έργου), αφού η επίλυσή τους απαιτεί ειδικές τεχνικές γνώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν εφετείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε ελευθέρως, σύμφωνα με το άρθρο 168 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, τόσο την από 22-03-2004 ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου αρχιτέκτονος μηχανικού όσο και την από 22-03-2004 ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου πολιτικού μηχανικού, με τις οποίες οι ως άνω μηχανικοί βεβαίωσαν όσα ισχυρίστηκαν με την προσφυγή τους οι αναιρεσείοντες.

 

Ακολούθως το δικαστήριο, αφού εξέθεσε σε κάθε μία από τις ειδικότερες περιπτώσεις (των διορθώσεων και περικοπών του υποβληθέντος προϋπολογισμού και των πινακίων αμοιβής) την αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων και τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, απέρριψε τις αιτιάσεις αυτών, υιοθετώντας, κατά το πλείστον, όπως προκύπτει από τη διατύπωση των σκέψεών του, τις πραγματικές κρίσεις και τεχνικές αξιολογήσεις της διευθύνουσας υπηρεσίας. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω ως προς τις εξουσίες που έχει το δικαστήριο της ουσίας κατά την εκτίμηση των ισχυρισμών των διαδίκων και των αποδεικτικών μέσων που αυτοί επικαλούνται, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον το εφετείο έλαβε υπόψη του όσα επικαλέστηκαν ενώπιόν του οι διάδικοι και δεν προκύπτει ότι απέτυχε να σχηματίσει από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και τα προσκομισθέντα στοιχεία πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση ως προς τα κρίσιμα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, ενώ εξάλλου δεν απαιτείτο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να διαλάβει ειδικότερες σκέψεις για την εκτίμηση της αξίας του προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού (παράβαλε ΣτΕ 4109/2010 κ.ά.). Κατόπιν τούτου, ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το μέρος δε που πλήττεται η πρόσδοση από το δικαστήριο της ουσίας μείζονος αποδεικτικής βαρύτητας στα έγγραφα του διοικητικού φακέλου και στις απόψεις της Διοίκησης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (παράβαλε ΣτΕ 3921/2012, 1566/2002).

 

5. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι είναι νόμιμη η περικοπή από το πινάκιο αμοιβής των Η/Μ εργασιών της προσαύξησης αυτής κατά 50% με το σκεπτικό ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει η προϋπόθεση του νόμου περί διαρρύθμισης ή μεταρρύθμισης, αφού τα δίκτυα των Η/Μ εγκαταστάσεων δεν υπήρχαν στο παλαιό κτίριο αλλά κατασκευάζονται εξ αρχής. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε πλημμελώς τη σχετική διάταξη του άρθρου 88 του προεδρικού διατάγματος 696/1974, κατά το αληθές νόημα της οποίας ο μελετητής δικαιούται την εν λόγω προσαύξηση όταν η μελέτη αναφέρεται σε διαρρύθμιση ή μεταρρύθμιση υφισταμένου κτιρίου, ανεξαρτήτως της φύσης των επιμέρους εργασιών (ως εργασιών επί νέων ή υφισταμένων εγκαταστάσεων / δικτύων).

 

6. Επειδή στην παράγραφο 1 του άρθρου 88 του προεδρικού διατάγματος 696/1974 Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξιν μελετών ... (ΦΕΚ 301/Α/1974), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 45 του προεδρικού διατάγματος 515/1989 (ΦΕΚ 219/Α/1989), ορίζονται τα εξής:

 

{1. Η αμοιβή εκάστης μελέτης κτιριακού έργου (Αρχιτεκτονική μελέτη, στατική μελέτη, στατική μελέτη, εκάστη μελέτη εγκαταστάσεων), που αφορά προσθήκη, επέκταση ή επισκευή σε υφιστάμενο κτιριακό έργο, προσαυξάνεται κατά 30%. Ομοίως η αμοιβή εκάστης μελέτης που αφορά διαρρύθμιση ή μεταρρύθμιση υφισταμένου κτιριακού έργου, προσαυξάνεται κατά 50%.}

 

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν η μελέτη αφορά σε εργασίες επί υφισταμένου κτιρίου, ο μελετητής δικαιούται της προσαύξησης της αμοιβής του κατά 50%, ανεξαρτήτως αν οι εργασίες θα εκτελεσθούν επί νέων ή υφισταμένων εγκαταστάσεων, για το λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει κατά το μέρος τούτο, να αναιρεθεί. Αν και, κατά τη γνώμη του Προέδρου Αθανάσιου Ράντου και της Παρέδρου Μ. Παπαδημήτρη, κρίσιμο για την προσαύξηση της αμοιβής του μελετητή κατά 50% προκειμένου περί εργασιών επί υφισταμένου κτιρίου είναι το ζήτημα, αν οι εργασίες θα συντελεσθούν εξ αρχής ή, αντιθέτως, επί υφισταμένων εγκαταστάσεων.

 

Εν όψει, όμως, της σπουδαιότητας του ζητήματος, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατά τα λοιπά, να παραπεμφθεί ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως αυτού.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την αίτηση εν μέρει, κατά το αιτιολογικό.

 

Παραπέμπει την υπόθεση κατά τα λοιπά ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος.

 

Ορίζει δικάσιμο την 04-11-2013 και εισηγητή την Σύμβουλο Μ. Καραμανώφ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12-03-2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23-09-2013.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.