Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 557/93

ΣτΕ 557/1993


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 557/1993

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό την 23-11-1992 με την εξής σύνθεση: Ι. Τζεβελεκάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Δεληγιάννης, Κ. Μενουδάκος, Σύμβουλοι, Αθανάσιος Ράντος, Δ. Αλεξανδρής, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μαντζουράνης.

 

Δια να δικάσει την από 18-03-1992 αίτηση:

 

της __________, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Μαραγιάννη (αριθμός μητρώου 4825), που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Ηλία Παπαδόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες ζητεί να ακυρωθεί η παράλειψη της Διοικήσεως προς ανάκληση του από [ΠΔ] 22-02-1974 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 88/Δ/1974) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Αθανάσιου Ράντου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσης, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη,

 

Είδε τα σχετικά έγγραφα και

 

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή, δια την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα κατά νόμο τέλη και το παράβολο (γραμμάτια υπ' αριθμόν 9705882, 9705883 έτους 1992 της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και ειδικά έντυπα παραβόλου υπ' αριθμόν 1049882 και 4499351, σειρά Α, του αυτού έτους).

 

2. Επειδή, η αιτούσα, φερομένη, κατά τα υπάρχοντα στον φάκελο στοιχεία, ως κυρία ακινήτου κειμένου επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου 21, παρά το οικοδομικό τετράγωνο 140 του ρυμοτομικού σχεδίου Ραφήνας Αττικής, τμήμα του οποίου καταλαμβάνεται από χώρο χαρακτηρισθέντα ως πάρκο με το από [ΠΔ] 22-02-1974 προεδρικό διάταγμα περί επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Ραφήνας Αττικής (ΦΕΚ 88/Δ/1974), ζητεί την ακύρωση της αρνήσεως της διοικήσεως να άρει την ως άνω απαλλοτρίωση. Η άρνηση αυτή εκδηλώθηκε με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την επίδοση, στις 17-12-1991, στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και στον Νομάρχη Ανατολικής Αττικής αιτήσεως προς άρση της απαλλοτριώσεως, προσβάλλεται σε παραδεκτώς με την κρινομένη αίτηση, η οποία ασκήθηκε την 31-03-1992.

 

3. Επειδή, κατά τον νόμο (άρθρα 3 και 70 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, άρθρου 7 του νόμου 1337/1983), τα ρυμοτομικά σχέδια εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται κατά ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της σχετική πράξεως από την αρμόδια διοικητική αρχή. Η σημασία της πράξεως αυτής και οι επιπτώσεις της τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον όσο και στο συμφέρον των πληττομένων ιδιοκτητών επιβάλλουν, συμφώνως άλλωστε και προς γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, την έκδοση αντίθετης πράξεως από την ίδια αρχή σε περίπτωση συνδρομής λόγων που δικαιολογούν ή επιβάλλουν την ανάκληση ή την άρση της (προς Ολομέλεια 2181/1992). Ειδικότερα, στην περίπτωση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, αν δεν έχει εκδοθεί παρόμοια αντίθετη πράξη από την αρμόδια πολεοδομική αρχή δεν επέρχεται αυτομάτως η άρση της με μόνη την συνδρομή λόγων που θεωρούνται από το Σύνταγμα ή τον νόμο ότι επιφέρουν την αυτοδίκαια ανάκλησή της (παράβαλε ΣτΕ 3730/1992).

 

4. Επειδή, το νομοθετικό διάταγμα 797/1971 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων (ΦΕΚ 1/Α/1971) προέβλεψε, για τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται υπό το κράτος ισχύος του, ότι αυτές ανακαλούνται αυτοδικαίως εφ' όσον δεν καθορισθεί εντός οκταετίας από της κηρύξεώς των η σχετική αποζημίωση (άρθρο 11 παράγραφος 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 212/1975) και ότι, στην περίπτωση αυτή της αυτοδίκαιας ανακλήσεως, η αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση υποχρεούται να εκδώσει εντός διμήνου σχετική βεβαιωτική πράξη. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, τότε κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το Εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου κείται το ακίνητο, την έκδοση δικαστικής αποφάσεως με την οποία βεβαιώνεται η ανάκληση (παράγραφος 4 του αυτού άρθρου 11 και άρθρα 19 έως 22 του ως άνω νομοθετικού διατάγματος 797/1971).

 

Περαιτέρω, με το άρθρο 36 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983 τροποποιήθηκε η ως άνω παράγραφος 2 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 και ορίσθηκε ότι οι ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις δεν υπάγονται στον κανόνα της αυτοδίκαιας ανακλήσεως μετά άπρακτη πάροδο οκταετίας από τη κηρύξεώς των, η ρύθμιση όμως αυτή δεν καταλαμβάνει, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 36 του νόμου 1337/1983, τις απαλλοτριώσεις που είχαν αυτοδικαίως ανακληθεί μέχρι της ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού (14-03-1983). Και για τις απαλλοτριώσεις πάντως αυτές απαιτείται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η έκδοση από την αρμόδια αρχή ανακλητικής πράξεως. Αν δε, μέχρι του χρονικού αυτού σημείου (14-03-1983), δεν είχε κινηθεί η κατά τα ανωτέρω διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, τότε παύει πλέον υφισταμένη η σχετική αρμοδιότης του δικαστηρίου αυτού, θεωρούμενη ως καταργηθείσα, κατά το μέρος αυτό, με τις ως άνω διατάξεις του νόμου 1337/1983 μαζί με την κατάργηση της αντίστοιχης ουσιαστικής ρυθμίσεως του άρθρου 11 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 για την μετά άπρακτη πάροδο οκταετίας αυτοδίκαια ανάκληση της απαλλοτριώσεως, ο δε ενδιαφερόμενος δικαιούται πλέον, μη προβλεπομένου άλλου ενδίκου μέσου, να ασκήσει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακυρώσεως κατά της αρνήσεως της διοικήσεως να εκδώσει πράξη με την οποία να βεβαιώνεται η αυτοδίκαια ανάκληση της απαλλοτριώσεως και να επέρχεται η προσήκουσα ρυμοτομική τροποποίηση.

 

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η επίδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση κηρύχθηκε το 1974, από του χρονικού δε αυτού σημείου παρήλθε οκταετές χρονικό διάστημα, το οποίο συμπληρώθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 36 του νόμου 1337/1983, χωρίς η διοίκηση να προβεί σε συντέλεσή της, ούτε, μετά ταύτα, να την ανακαλέσει δεν ζητήθηκε δε από το Εφετείο η έκδοση αποφάσεως βεβαιώσεως την ανάκληση. Υπό τα δεδομένα αυτά, και εν όψει των ήδη εκτεθέντων, μη νομίμως η διοίκηση αρνήθηκε εν προκειμένω την έκδοση πράξεως που βεβαιώνει την αυτοδικαίως επελθούσα ανάκληση της επιβληθείσης με το από [ΠΔ] 22-02-1974 προεδρικό διάταγμα ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως επί του ευρισκομένου στην Ραφήνα Αττικής ακινήτου της αιτούσης, η δε άρνηση αυτή πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινομένη αίτηση, να ακυρωθεί. Κατόπιν τούτου, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ακυρούμενης δε της προσβαλλομένης αρνήσεως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στην Διοίκηση με σκοπό να άρει, δια τροποποιήσεως του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, την κατά τα ανωτέρω απαλλοτρίωση.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την κρινομένη αίτηση.

 

Ακυρώνει την, δια της παρόδου απράκτου τριμήνου από της καταθέσεως, την 17-12-1991, αιτήσεως προς την Διοίκηση, εκδηλωθείσα άρνησή της να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση που έχει επιβληθεί με το από [ΠΔ] 22-02-1974 προεδρικό διάταγμα στο ακίνητο της αιτούσης.

 

Αναπέμπει την υπόθεση στην Διοίκηση, προκειμένου να προβεί στην κατά το σκεπτικό νόμιμη ενέργεια.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου την δικαστική δαπάνη της αιτούσης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 28.000 δραχμών.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23-11-1992 και 19-01-1993 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23-04-1993.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.