Νόμος 4002/11 - Άρθρο 18

Άρθρο 18: Ρυθμίσεις φορολογικών θεμάτων


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. α) Υπόχρεοι φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δήλωση ή έχουν υποβάλει ανακριβή δήλωση για την καταβολή ή μη φόρων, τελών ή εισφορών υπέρ του Δημοσίου μπορούν μέχρι 30-12-2011 να υποβάλουν αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις για εισοδήματα που αποκτήθηκαν μέχρι και το οικονομικό έτος 2010, χωρίς την επιβολή πρόσθετου φόρου ή προστίμου.

 

Επίσης δεν επιβάλλεται πρόστιμο της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του νόμου 2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α/1997), εφόσον υποβληθούν μέχρι την ίδια ως άνω προθεσμία αρχικές ή συμπληρωματικές καταστάσεις και ισοζύγια του άρθρου 20 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (προεδρικό διάταγμα 186/1992 (ΦΕΚ 84/Α/1992)).

 

β) Κατά την υποβολή των ανωτέρω δηλώσεων δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του νόμου 2523/1997, προκειμένου για τις αιτήσεις που υποβάλλονται για την έκδοση των οικείων πιστοποιητικών κατά το χρόνο ισχύος των διατάξεων αυτού του άρθρου.

 

γ) Επίσης, μέχρι 30-09-2011 παρέχεται η δυνατότητα υποβολής δηλώσεων, με τους ευνοϊκούς όρους που αναφέρονται στις παρακάτω παραγράφους, των οποίων η προθεσμία υποβολής έχει λήξει μέχρι την κατάθεση του παρόντος νόμου, για τις κάτωθι φορολογίες:

 

α)α) Φόρου προστιθέμενης αξίας (νόμος 2859/2000(ΦΕΚ 248/Α/2000)), όσον αφορά:

 

αρχικές ή τροποποιητικές, περιοδικές, έκτακτες ή εκκαθαριστικές δηλώσεις Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και δηλώσεις αποθεμάτων, ανεξαρτήτως εάν προκύπτει ή όχι ποσό φόρου για καταβολή,
έκτακτες δηλώσεις για επιστροφή στο Δημόσιο ποσών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας που έχουν επιστραφεί αδικαιολόγητα σε αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, για τις οποίες ο πρόσθετος φόρος υπολογίζεται από την επομένη της επιστροφής που διενεργήθηκε από τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία,
ανακεφαλαιωτικούς πίνακες ενδοκοινοτικών αποκτήσεων ή λήψεων υπηρεσιών και παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών,
δηλώσεις Intrastat.

 

β)β) Αυτοτελούς φορολογίας εισοδημάτων των άρθρων 11, 12, 13 και 14 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

 

γ)γ) Φόρου υπεραξίας από την αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων με βάση τις διατάξεις των άρθρων 20 έως και 27 του νόμου 2065/1992 (ΦΕΚ 113/Α/1992).

 

δ)δ) Φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων του άρθρου 29 του νόμου 3492/2006 (ΦΕΚ 210/Α/2006), τέλος συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας και τέλος καρτοκινητής τηλεφωνίας του άρθρου 12 του νόμου 2579/1998 (ΦΕΚ 31/Α/1998).

 

ε)ε) Τελών χαρτοσήμου, εκτός από τις συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή.

 

στ)στ) Φόρων που παρακρατούνται ή προκαταβάλλονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από τις κάθε είδους αμοιβές, αποδοχές και αποζημιώσεις.

 

ζ)ζ) Εισφοράς υπέρ Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων του άρθρου 31 του νόμου 2040/1992 (ΦΕΚ 70/Α/1992), εισφοράς υπέρ δακοκτονίας του αναγκαστικού νόμου [Ν] 112/1967 (ΦΕΚ 147/Α/1967) και του νόμου [Ν] 1402/1983 (ΦΕΚ 167/Α/1983).

 

η)η) Φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων και ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών του νόμου [Ν] 1676/1986 (ΦΕΚ 204/Α/1986).

 

θ)θ) Φόρου μεταβίβασης ακινήτων, φόρου αυτομάτου υπερτιμήματος, τέλους συναλλαγής ακινήτων, φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών ή προικών, ειδικού φόρου επί των ακινήτων, ενιαίου τέλους ακινήτων νομικών προσώπων και φόρου ακίνητης περιουσίας νομικών προσώπων, όσον αφορά αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις. Αν οι δηλώσεις αφορούν ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου, στις οποίες εφαρμόζεται κατά την πιο πάνω ημερομηνία το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας τους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του νόμου 1249/1982, οι υπόχρεοι δηλώνουν υποχρεωτικά ως φορολογητέα αξία εκείνη που προκύπτει αντικειμενικά με την πρώτη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων στην περιοχή, εφόσον η φορολογική ενοχή γεννήθηκε πριν από την ημερομηνία της πρώτης εφαρμογής. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας υποβάλλεται από τον υπόχρεο στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η οικεία φορολογική δήλωση, στην οποία επισυνάπτονται και τα αντίστοιχα φύλλα υπολογισμού της αξίας των ακινήτων. Με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του νόμου 1249/1982 επέρχεται εξώδικη λύση της διαφοράς, υπό τον όρο ότι όλα τα προβλεπόμενα στοιχεία στο φύλλο υπολογισμού της αξίας του ακινήτου είναι ειλικρινή. Αν διαπιστωθεί ανακρίβεια των στοιχείων αυτών, για τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου διενεργείται έλεγχος και επιβάλλονται οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις.

 

ι)ι) Οποιουδήποτε άλλου φόρου, τέλους, εισφοράς ή κράτησης υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων που δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις α' έως και θ', με εξαίρεση τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.

 

δ) Για τις δηλώσεις της προηγούμενης περίπτωσης υπολογίζεται πρόσθετος φόρος δέκα τοις εκατό (10%), για τις περιπτώσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και τις 31-12-2009 και τρία τοις εκατό (3%) για τις περιπτώσεις που η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 01-01-2010 και η προθεσμία υποβολής της δήλωσης έχει λήξει μέχρι την κατάθεση του παρόντος νόμου, εφόσον ο φόρος καταβληθεί σε δόσεις. Στην περίπτωση που ο φόρος καταβληθεί εφάπαξ δεν υπολογίζεται πρόσθετος φόρος.

 

Στην περίπτωση που με τις ανωτέρω δηλώσεις δεν προκύπτει φόρος για καταβολή δεν επιβάλλεται πρόστιμο.

 

ε) Η καταβολή του φόρου γίνεται ως εξής:

 

α)α) Ο φόρος εισοδήματος καταβάλλεται:

 

(i) από τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σε τρεις (3) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες δύο (2), μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα των δύο (2) επόμενων μηνών αντίστοιχα,

 

(ii) από τα φυσικά πρόσωπα μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση.

 

β)β) Ο συνολικός φόρος που οφείλεται με βάση τις υποβαλλόμενες δηλώσεις της περίπτωσης γ' της παρούσας παραγράφου, καταβάλλεται είτε εφάπαξ με την υποβολή των δηλώσεων είτε σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται ταυτόχρονα με την υποβολή των δηλώσεων και καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών. Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της τελευταίας.

 

στ) Οι διατάξεις των προηγούμενων υποπαραγράφων της παρούσας παραγράφου δεν έχουν εφαρμογή:

 

α)α) Στις περιπτώσεις όπου μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος έχουν εκδοθεί και καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία μεταγραφής οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις.

β)β) Στις υποθέσεις φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας και δήλωσης στοιχείων ακινήτων (Ε9).

γ)γ) Στις φορολογικές δηλώσεις που υποβάλλονται με επιφύλαξη.

δ)δ) Στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος με τις οποίες δηλώνεται ζημία.

ε)ε) Στις υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης και κοινοποίησης καταλογιστικών πράξεων μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, εφόσον για αυτές τα βιβλία και στοιχεία των επιτηδευματιών που προβλέπονται από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων έχουν κριθεί ανεπαρκή ή ανακριβή από τις επιτροπές της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του προεδρικού διατάγματος 186/1992 ή εφόσον παρήλθε άπρακτη η προβλεπόμενη από τις ίδιες διατάξεις προθεσμία προσφυγής ενώπιον των Επιτροπών αυτών. Στις υποθέσεις της περίπτωσης αυτής εμπίπτουν και εκείνες που εκκρεμούν ενώπιον των ανωτέρω Επιτροπών.

 

ζ) Κατ' εξαίρεση, οι υπόχρεοι οι οποίοι κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού έχουν ήδη επιλεγεί για προσωρινό ή τακτικό έλεγχο και στους οποίους επιδίδεται επί αποδείξει σχετική έγγραφη πρόσκληση της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής, μπορούν να υποβάλουν τις δηλώσεις των περιπτώσεων α' και γ' της παραγράφου αυτής εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση της ως άνω πρόσκλησης και όχι αργότερα από το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος.

 

η) Εξαιρούνται από τις διατάξεις της παραγράφου 1, η υποβολή περιοδικών δηλώσεων Φόρου Προστιθέμενης Αξίας που αναφέρονται σε φορολογικές περιόδους από 01-01-2011 και μετά, καθώς και υποθέσεις των επιχειρήσεων για τον έλεγχο των οποίων έχουν συγκροτηθεί Ειδικά Συνεργεία Ελέγχου του άρθρου 39 του νόμου 1914/1990 (ΦΕΚ 178/Α/1990).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 1 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 της από 31-12-2011 πράξης νομοθετικού περιεχομένου (ΦΕΚ 268/Α/2011).

 

2. Η προθεσμία παραγραφής που λήγει στις 31-12-2011, ημερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, παρατείνεται μέχρι 31-12-2012.

 

3. α) Οι διατάξεις του άρθρου 4 του νόμου 3610/2007 (ΦΕΚ 258/Α/2007) καταργούνται από 01-09-2011.

 

β) Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως κυρώθηκε με το νόμου 2859/2000 και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

 

{γ) Οι ανταποδοτικές εισφορές που επιβάλλουν οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων - (Ειδικοί Οργανισμοί, Γενικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων, Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων) στα μέλη τους για την παροχή αρδευτικού ύδατος και οι λοιπές παροχές που συνδέονται άμεσα με τις πράξεις αυτές.}

 

4. Σε περίπτωση που ύστερα από τον έλεγχο από το γραφείο του φακέλου της υπόθεσης του επιτηδευματία προκύπτει ότι δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις των διατάξεων του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 3888/2010 (ΦΕΚ 175/Α/2010), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εξαιρέσεις των περιπτώσεων δ', στ' και θ' του ίδιου άρθρου και με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και 31-12-2009, η επίλυση των φορολογικών διαφορών μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή των άρθρων 1 έως 13 του νόμου [Ν] 3888/2010.

 

Για τον υπολογισμό του φόρου του άρθρου 6 του ως άνω νόμου στην περίπτωση των γεωργικών συνεταιρισμών λαμβάνεται υπόψη το 20% των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων και στις λοιπές περιπτώσεις τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα αφαιρουμένων των εσόδων από πώληση και επαναμίσθωση του ίδιου πάγιου εξοπλισμού. Η παραπάνω ρύθμιση καταλαμβάνει και τους ήδη υπαχθέντες Γεωργικούς Συνεταιρισμούς με συμψηφισμό τυχόν επιστρεπτέων ποσών φόρου προς άλλες φορολογικές τους υποχρεώσεις.

 

Δεν υπάγεται στις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων κάθε υπόθεση ή ανέλεγκτη χρήση με ακαθάριστα έσοδα μεγαλύτερα του ποσού των σαράντα εκατομμυρίων ευρώ ή του αντίστοιχου ποσού σε δραχμές και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις. Η κατά τα προηγούμενα εδάφια επίλυση των διαφορών ενεργείται πριν από την έναρξη του ελέγχου με την αποδοχή από τον υπόχρεο του Εκκαθαριστικού Σημειώματος του άρθρου 9 του ως άνω νόμου και τις αποφάσεις Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ/1137/11-10-2010 (ΦΕΚ 1631/Β/2010) και ΠΟΛ/1156/15-11-2010 (ΦΕΚ 1795/Β/2010) εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την κοινοποίησή του.

 

Το ίδιο εκκαθαριστικό σημείωμα ή ειδικό σημείωμα μπορεί να υποβάλει και μόνος του ο φορολογούμενος μέχρι 31-10-2011. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του νόμου [Ν] 3888/2010 μπορεί να ρυθμίζεται η διαδικασία βεβαίωσης οφειλών, ο τρόπος καταβολής, καθώς και κάθε θέμα που αφορά τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 3 του νόμου 4038/2012 (ΦΕΚ 14/Α/2012).

 

5. α) Χρέη προς το Δημόσιο των πρωτοβάθμιων και των δευτεροβάθμιων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων και των επιχειρήσεων που ανήκουν σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και των συνδέσμων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης βεβαιωμένα μέχρι 31-12-2010, στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες ή στα Τελωνεία του Κράτους, καθώς και χρέη που έχουν βεβαιωθεί μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου και ανάγονται σε χρόνο μέχρι και 31-12-2010 ρυθμίζονται ως ακολούθως:

 

i) με την εφάπαξ καταβολή όλου του ρυθμιζόμενου ποσού στα πλαίσια ισχύος της πρώτης δόσης παρέχεται το ευεργέτημα έκπτωσης κατά ποσοστό 100% από τους πάσης φύσεως πρόσθετους φόρους, προσαυξήσεις φόρου και φορολογικά πρόστιμα που έχουν συμβεβαιωθεί με την κύρια οφειλή ή έχουν βεβαιωθεί αυτοτελώς και αφορούν στην κύρια οφειλή, καθώς και απαλλαγής σε ποσοστό 100% από τις κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής,

 

ii) με την καταβολή του ρυθμιζόμενου ποσού σε συνεχείς μηνιαίες δόσεις, μέχρι 48, παρέχεται το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά ποσοστό 100% από τις κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.

 

Η αίτηση του οφειλέτη για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να κατατεθεί μέχρι και τις 31-10-2011 στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή Τελωνείο, όπου είναι βεβαιωμένα τα χρέη. Η καταβολή της πρώτης δόσης γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου από το μήνα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη ειδοποίηση του οφειλέτη.

 

Το συνολικό ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των χιλίων (1.000) ευρώ.

 

β) Στις ρυθμίσεις της υποπαραγράφου α) υπάγονται όλες οι ανωτέρω οφειλές που είναι βεβαιωμένες, στην υπηρεσία όπου υποβάλλεται η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση, χωρίς δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει την εξαίρεση μέρους αυτών.

 

Στις ίδιες ρυθμίσεις υπάγονται, μόνο αν ζητηθεί από τον οφειλέτη:

 

α)α) οι οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης,

β)β) οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 21 του νόμου 2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α/1998) όπως ισχύουν, καθώς και οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε άλλη νομοθετική ρύθμιση, των οποίων οι όροι τηρούνται κατά την υποβολή του αιτήματος.

 

Στη ρύθμιση της υποπαραγράφου α) και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις μπορούν να υπάγονται και τα χρέη προς το Δημόσιο της παραπάνω κατηγορίας οφειλετών που θα βεβαιώνονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καθώς και μετά από φορολογικούς ελέγχους ή αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων και θα αφορούν οφειλές που ανάγονται σε χρόνο ή φορολογική περίοδο μέχρι και 31-12-2010, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους, καθώς και οφειλές της ως άνω περιόδου των οποίων έληξε η αναστολή είσπραξης. Για την υπαγωγή των χρεών αυτών στις ρυθμίσεις της προηγούμενης υποπαραγράφου απαιτείται αίτηση του οφειλέτη στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή Τελωνείο μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη βεβαίωση των οφειλών αυτών ή της λήξης της αναστολής αυτών. Η καταβολή της πρώτης δόσης γίνεται την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Η δεύτερη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και οι επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη ειδοποίηση του οφειλέτη.

 

γ) Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης στους οφειλέτες που είναι συνεπείς σε αυτή:

 

α)α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας, στους υπόχρεους, μηνιαίας διάρκειας, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του νόμου 1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/1990), όπως ισχύει.

β)β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη σε βάρος των υπευθύνων κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/1990) όπως ισχύει σήμερα και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε ή εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της διακόπτεται.

γ)γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης. Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

 

δ) Οι διατάξεις του άρθρου 20 του νόμου 2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α/1998), όπως ισχύουν, πλην της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και για τα χρέη που υπάγονται στις ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου.

 

ε) Η παραγραφή των χρεών, για τα οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση υπαγωγής τους στις ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου, αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αυτής και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.

 

στ) Μέτρα που έχουν επιβληθεί για τη διασφάλιση του Ελληνικού Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 του νόμου 2523/1997 ή παρεπόμενες ποινές ή άλλες δυσμενείς συνέπειες, που συνεπάγονται οι παραπάνω οφειλές ή η ταμειακή βεβαίωσή τους, αίρονται ή η ισχύς τους αναστέλλεται αυτοδικαίως και δεν επιβάλλονται νέα, εφόσον ο οφειλέτης τηρεί την υποχρέωση καταβολής των ως άνω δόσεων.

 

ζ) Πρόσωπα που ευθύνονται, μαζί με τους πρωτοβάθμιους και τους δευτεροβάθμιους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις αυτών, καθώς και τους συνδέσμους Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης για την καταβολή μέρους της οφειλής τους δεν δικαιούνται να ρυθμίσουν μόνο το μέρος αυτό της οφειλής, αλλά το σύνολο αυτής, με τις παρούσες διατάξεις.

 

η) Τα νέα πρόσωπα (νέοι δήμοι - νέες περιφέρειες), που συνιστώνται με τις διατάξεις του άρθρου 283 του νόμου 3852/2010 (ΦΕΚ 87/Α/2010), όπως ισχύει, από 01-01-2011, ως καθολικοί διάδοχοι των παλαιών δήμων, νομαρχιών, περιφερειών ευθύνονται για την καταβολή των οφειλών τους και δύνανται να ρυθμίσουν τα χρέη αυτών με τις ως άνω διατάξεις.

 

θ) Οι οφειλές που θα υπαχθούν στη ρύθμιση δεν επιβαρύνονται περαιτέρω με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μέχρι την εξόφλησή τους. Η καθυστέρηση πληρωμής μιας δόσης επιβαρύνεται με τις κατά μήνα προβλεπόμενες, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.

 

ι) Η μη καταβολή τριών (3) συνεχών μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης, καθώς και η μη καταβολή της προτελευταίας ή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης, εφόσον παρέλθει αντίστοιχο χρονικό διάστημα έχει ως συνέπεια για το υπόλοιπο της οφειλής:

 

α)α) την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης,

β)β) την καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης και

γ)γ) την επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα.

 

ι)α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορούν να παρατείνονται οι προθεσμίες υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση και να καθορίζεται κάθε άλλο ειδικότερο θέμα εφαρμογής της. Η παρούσα διάταξη έχει αναδρομική ισχύ από 22-08-2011.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 5 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 3 του νόμου 4038/2012 (ΦΕΚ 14/Α/2012).

 

6. Όταν από τα στοιχεία που διαθέτει το Υπουργείο Οικονομικών, προκύπτει το ακριβές ποσό της φορολογητέας ύλης, μπορεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών να βεβαιώνεται οίκοθεν, μέσω της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, ο αναλογούν φόρος και οι πρόσθετοι φόροι και να καθορίζεται ο τρόπος καταβολής, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια η οποία απαιτείται για τη βεβαίωση και είσπραξη αυτών.

 

Για τον υπολογισμό του φόρου και των πρόσθετων φόρων, εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, το οποίο αποστέλλεται στον υπόχρεο. Κατά του εκκαθαριστικού σημειώματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της οικείας φορολογίας, ο φορολογούμενος μπορεί να προτείνει διοικητική επίλυση της διαφοράς σε περίπτωση αποδεδειγμένης ολικής ή μερικής ανυπαρξίας της φορολογικής οφειλής ή να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.

 

Τα ποσά που βεβαιώνονται καταβάλλονται σε τρεις (3) ίσες μηνιαίες δόσεις, οι οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερες των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της τελευταίας, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και καθεμία από τις επόμενες την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του δεύτερου και τρίτου μήνα από τη βεβαίωση. Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής οι πρόσθετοι φόροι μειώνονται κατά σαράντα τοις εκατό (40%).

 

7. α) Η παράγραφος 4 του άρθρου 34 του νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α/2010) αντικαθίσταται ως εξής:

 

{4. Ο υπόχρεος λαμβάνει γνώση της περιουσιακής του κατάστασης και της φορολογητέας αξίας της με το εκκαθαριστικό σημείωμα του φόρου ακίνητης περιουσίας, το οποίο επέχει και θέση δήλωσης φόρου ακίνητης περιουσίας του οικείου έτους.

 

Ο υπόχρεος για τον οποίο δεν προκύπτει φόρος για καταβολή, λαμβάνει γνώση της περιουσιακής του κατάστασης και της φορολογητέας αξίας της ακίνητης περιουσίας του μόνο ηλεκτρονικά, μέσω ειδικής διαδικτυακής εφαρμογής της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών το μήνα Σεπτέμβριο του οικείου έτους και τα εκκαθαριστικά σημειώματα της εφαρμογής αυτής, τα οποία επέχουν και θέση δήλωσης φόρου ακίνητης περιουσίας του οικείου έτους, τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Τα εκκαθαριστικά σημειώματα της περίπτωσης αυτής εκτυπώνονται αποκλειστικά και μόνο από τον υπόχρεο, από την ειδική διαδικτυακή εφαρμογή.

 

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα για τη διαδικασία και τη λειτουργία της ειδικής διαδικτυακής εφαρμογής, την ημερομηνία ανάρτησης αυτής και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.}

 

β) Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 01-01-2010.

 

8. α) Στην παράγραφο 5 του άρθρου 85 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται περιπτώσεις ι)γ' και ι)δ' ως εξής:

 

{ι)γ) η χορήγηση στοιχείων σε δημόσιες υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων για επαλήθευση του περιεχομένου δικαιολογητικών που προσκομίζουν οι φορολογούμενοι.

 

ι)δ) η χορήγηση στοιχείων σε αναδόχους του Υπουργείου Οικονομικών ή όσους εκτελούν βάσει συμβάσεως συγκεκριμένο έργο προς όφελος του Δημοσίου.}

 

β) Στην παράγραφο 3 του άρθρου 46 του νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α/2010) προστίθεται περίπτωση στ' ως εξής:

 

{στ) Η χορήγηση στοιχείων σε αναδόχους του Υπουργείου Οικονομικών ή όσους εκτελούν βάσει συμβάσεως συγκεκριμένο έργο προς όφελος του Δημοσίου.}

 

γ) Μετά την περίπτωση ε' της παραγράφου 7 του άρθρου 51 του νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α/2010) προστίθεται περίπτωση στ' ως εξής:

 

{στ) Η χορήγηση στοιχείων σε αναδόχους του Υπουργείου Οικονομικών ή όσους εκτελούν βάσει συμβάσεως συγκεκριμένο έργο προς όφελος του Δημοσίου.}

 

9. Στο τέλος του άρθρου 9 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 (ΦΕΚ 90/Α/1974) Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων προστίθενται εδάφια ως εξής:

 

{Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί, προκειμένου να εντοπιστούν περιουσιακά στοιχεία των υπόχρεων ή συνυπόχρεων προσώπων και να διασφαλιστεί η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, να ανατίθεται η έρευνα σε ελεγκτικές εταιρείες ή δικηγόρους ή δικηγορικά γραφεία ή κοινοπραξίες αυτών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία της ανάθεσης, ο τρόπος της αμοιβής, που μπορεί να συνδέεται με το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας ή της είσπραξης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.}

 

10. Στην παράγραφο 3 της υπ' αριθμόν 2084358/2116/0049 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 1096/Β/1997) προστίθεται από τότε που ίσχυσε, εδάφιο ως εξής:

 

{Όταν συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος και ειδικότερα λόγοι σχετικοί με τη συστημική ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, το Υπουργείο Οικονομικών, σε συνεννόηση με την Τράπεζα της Ελλάδος και ανάλογα με την κατάσταση και τις πρακτικές της διατραπεζικής αγοράς, μπορεί να τοποθετεί για τον αναγκαίο χρόνο τα διαθέσιμα κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και τα στρατηγικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα του Δημοσίου.}

 

11. Το εδάφιο β' της παραγράφου 6 του άρθρου 14 του νόμου 2971/2001 (ΦΕΚ 285/Α/2001) αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Οι υπόχρεοι προς καταβολή ανταλλάγματος που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο καταβάλλουν ετησίως αποζημίωση (μίσθωμα), που καθορίζεται με την ίδια υπουργική απόφαση και αναπροσαρμόζεται ανά πενταετία. Για το ύψος του μισθώματος λαμβάνεται υπόψη προηγούμενη εισήγηση επί του θέματος της αρμόδιας κατά τόπο Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων, αφού αυτή εξετάσει συγκριτικά μισθωτικά στοιχεία της περιοχής, που θα της προσκομίσει ο Προϊστάμενος της αρμόδιας κατά τόπο Κτηματικής Υπηρεσίας ο οποίος μετέχει σε αυτήν ως εισηγητής. Τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις, στις οποίες δεν έχει καθοριστεί η ετήσια αποζημίωση (μίσθωμα) σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο ή με τις διατάξεις της παραγράφου 21 του άρθρου 6 του νόμου 2160/1993 (ΦΕΚ 118/Α/1993), ρυθμίζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών αφού προηγηθεί εισήγηση της αρμόδιας κατά τόπο Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο. Η Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών αφού καταγράψει όσες περιπτώσεις εκκρεμούν, αποστέλλει αυτές στις κατά τόπο αρμόδιες Κτηματικές Υπηρεσίες, προκειμένου να τις επεξεργαστούν και να τις εισαγάγουν εν συνεχεία στην Επιτροπή Δημοσίων Κτημάτων.}

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.