Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 4/77

ΑΕΔ 4/1977


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 4/1977

 

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

 

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

Συγκείμενο εκ των Δικαστών Σπυρίδωνος Γάγγα, Προέδρου Αρείου Πάγου ως Προέδρου, Νικολάου Μπουροπούλου, Αντιπρόεδρου Συμβουλίου της Επικρατείας (κωλυομένου του Προέδρου αυτού), Γεωργίου Κουνουπιώτη, Προέδρου Ελεγκτικού Συνεδρίου, Α. Σταυροπούλου, Παναγιώτου Μακροπούλου, Κωνσταντίνου Κούκουρη, Συμβούλων της Επικρατείας, Γεωργίου Παπανικολάου, Κωνσταντίνου Μουνουγέρη, Νικολάου Χριστούλα, Αρεοπαγιτών, Δημητρίου Βαίζη, Εισηγητού, Συμβούλου της Επικρατείας, Ορέστου Νικοπούλου, Αρεοπαγίτου, Αριστοβούλου Μάνεση, τακτικού Καθηγητού των νομικών μαθημάτων της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (κωλυομένου του τακτικού μέλους Αναστασίου Χριστοφιλοπούλου, τακτικού καθηγητού των νομικών μαθημάτων της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών) και Κωνσταντίνου Κεραμέως, τακτικού καθηγητού των νομικών μαθημάτων της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

Συνεδρίασαν δημοσία εν τω ακροατηρίου του Καταστήματος αυτού, την 19-05-1977, παρουσία και της Γραμματέως Σωτηρίας Παπαδοπούλου, ίνα αποφανθεί επί της εξής υποθέσεως: μεταξύ των Δήμου Ιωαννιτών νομίμως εκπροσωπουμένου υπό του Δημάρχου αυτού, κατοικοεδρεύοντος στα Ιωάννινα, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Αθανασίου Λιούμα, δυνάμει του υπ' αριθμόν 47588/1977 πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Παναγιώτου Νικολάου Ευθυμιάδου.

 

Και των 1) Θεοφάνους Σακαβίτση, 2) Βασιλείου Κλιτσινάρη, 3) Χρυσούλας Ραμματά, 4) Χρήστου Σακαβίτση και 5) Χρήστου Παπανικολάου κατοίκων απάντων Ιωαννίνων μη παραστάντων.

 

Επί της από 01-10-1973 αιτήσεως αναιρέσεως του Δήμου Ιωαννιτών κατά των ως άνω Θεοφάνους Σακαβίτση και λοιπών και των υπ' αριθμών 52/1972 και 36/1973 αποφάσεων του Εφετείου Ιωαννίνων, εξεδόθη η υπ' αριθμόν 383/1977 απόφασις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δι' ης παραπέμφθηκε, προς άρση εις το Ανώτατον Ειδικό Δικαστήριον, αμφισβήτησις περί της έννοιας του άρθρου 6 του νόμου 5269/1931.

 

Με την τήρηση της νομίμου προδικασίας εισήχθη η προκειμένη υπόθεσις προς συζήτησιν ενώπιον του Δικαστηρίου, τούτου κατά την εν αρχή της παρούσης σημειούμενη συνεδρίαση καθ' ην:

 

Άκουσε του τε Εισηγητού Συμβούλου της Επικρατείας Δημητρίου Παίζη, αναγνόντος, την επί του προκειμένου συνταχθείσα έκθεση του και του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δήμου Ιωαννίνων, αναπτύξαντος και προφορικώς την στο κατατεθειμένο υπόμνημα εκτιθέμενη άποψη του περί της έννοιας της διατάξεως του άρθρου 6 παράγραφος 3 εδάφιο α' του νόμου 5269/1931.

 

Και σκέφτηκε κατά τον Νόμο

 

Επειδή δια της υπ' αριθμόν 383/1977 αποφάσεως του Αρείου Πάγου σε Ολομέλεια, εκδοθείσης επί αιτήσεως αναιρέσεως του Δήμου Ιωαννίνων κατά των Θεοφανούς Σακαβίτση και λοιπών και των υπ' αριθμών 52/1972 και 36/1977 αποφάσεων του Εφετείου Ιωαννίνων, παραπέμφθηκε προς άρση εις το Δικαστήριο τούτο, κατά το άρθρο 48 παράγραφο 2 και 3 του νόμου [Ν] 345/1976, αμφισβήτησις προκύψασα εκ της αποδόσεως δια της αποφάσεως ταύτης εις την διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 3 εδάφιον πρώτον του νόμου 5269/1931 έννοιας διαφόρου της αποδοθείσης αυτή δι' αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Κοινοποιηθείσης δε νομοτύπως και εκπροθέσμως, ως προκύπτει εκ των εν τη δικογραφία εκθέσεων επιδόσεως της παραπεμπτικής αποφάσεως μετά της πράξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου περί ορισμού δικασίμου εις τους εν τη δίκη, εφ' ης η απόφασις αυτή, διαδίκους και τους στο άρθρο 49 παράγραφος 2 και 50 παράγραφος 2 του νόμου [Ν] 345/1976 αναφερομένου και δημοσιευθείσης εμπροθέσμως της αυτής πράξεως μετά μνείας της αμφισβητήσεως δια δύο ημερησίων εφημερίδων της Πρωτευούσης, ως προκύπτει εκ των εν τη δικογραφία φύλλων των εφημερίδων ΤΟ ΒΗΜΑ και Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, νομίμως εισάγεται προς εκδίκαση η γενομένη παραπομπή.

 

Επειδή δια του άρθρου 6 του νόμου 5269/1931 περί αδειών οικοδομής κ.λ.π. επί των ρυμοτομούμενων ακινήτων καθορίζονται οι υπόχρεοι εις καταβολή, αποζημιώσεως δια τα απαλλοτριούμενα αναγκαστικώς λόγω ρυμοτομίας ακίνητα, ήτοι τα καταλαμβανόμενα υπό των δια του σχεδίου πόλεως προβλεπομένων κοινοχρήστων χώρων.

 

Εν δε την παράγραφο 3 εδάφιον πρώτον του αυτού άρθρου ορίζεται ότι δι' αυτό τούτο το απαλλοτριωτέο οικόπεδον, συνυπόχρεοι καθίστανται ο τε δήμος ή η κοινότης και οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες, θεωρουμένων ως τοιούτων των ιδιοκτητών ακινήτων ων τα οικόπεδα έχουν ή δύνανται να αποκτήσουν δια προσκυρώσεων ή τακτοποιήσεων πρόσωπον επί του εν ω περιλαμβάνεται το απαλλοτριωτέο ακίνητο κοινοχρήστου χώρου. Δια της παραπεμπτικής αποφάσεως εκρίθη ότι, κατά την έννοια της διατάξεως ταύτης, μη ποιούμενης διάκριση, και ο ιδιοκτήτης οικοπέδου μη αρτίου και εν γένει οικοδομικά εκμεταλλεύσιμου, εφ' όσον τούτο έχει πρόσωπον επί του οικείου κοινοχρήστου χώρου, θεωρείται ως ωφελούμενος παρόδιος ιδιοκτήτης και συνεπώς υποχρεούται εις καταβολή αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, τούτο δε ισχύει και εις την περίπτωσιν καθ' ην επί του οικοπέδου τούτου υφίσταται οικοδομή, ότε αποκλείεται η προσκύρωσις αυτού. Επί του ζητήματος τούτου έκρινε αντιθέτως το Συμβούλιο της Επικρατείας δια των εις ας αναφέρεται η παραπεμπτική απόφασις, υπ' αριθμών 2033/1971 και 573/1974 αποφάσεων, ήτοι ότι, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ο ιδιοκτήτης τοιούτου οικοπέδου δεν θεωρείται ως ωφελούμενος παρόδιος ιδιοκτήτης, και συνεπώς δεν υποχρεούται εις καταβολή αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας έστω και αν επ' αυτού υφίσταται οικοδομή, ως εκ της οποίας αποκλείεται η προσκύρωσις αυτού.

 

Επειδή, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 3 εδάφιον πρώτον του νόμου 5269/1931, ως ωφελούμενος παρόδιος ιδιοκτήτης και εκ του λόγου τούτου υπόχρεος εις καταβολή αποζημιώσεως δια το απαλλοτριούμενο λόγω ρυμοτομίας οικόπεδο θεωρείται ο ιδιοκτήτης οικοπέδου έχοντος ή δυναμένου να αποκτήσει δια προσκυρώσεως ή τακτοποιήσεως πρόσωπον επί του οικείου κοινοχρήστου χώρου, ως οικόπεδον δε δυνάμενο να αποκτήσει δια προσκυρώσεως πρόσωπον επί του χώρου τούτου νοείται το οικόπεδον εις ο θέλει προσκυρωθεί άλλο, έχον πρόσωπον επί του κοινοχρήστου χώρου, οικόπεδον, κατά τις περί προσκυρώσεως διατάξεις των άρθρων 43, 44 και 45 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων, ως τα άρθρα ταύτα αντικαταστάθηκαν δια του άρθρου 4 του αφορώντος εις το σχέδιον πόλεως Θεσσαλονίκης από 27-02-1926 νομοθετικού διατάγματος επεκταθέντος καθ' άπαν το Κράτος δια του από 18-03-1926 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 99/Α/1926) και κυρωθέντος και τροποποιηθέντος δια του από [Ν] 02-08-1927 νομοθετικού διατάγματος εξ ων διατάξεων και υπό τους περιορισμούς του άρθρου 3 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948, προκύπτει ότι προσκυρωτέο οικόπεδον είναι το στερούμενο του οριζομένου ελαχίστου εμβαδού ή το έχον μεν τούτο, στερούμενο όμως των απαιτουμένων ελαχίστων διαστάσεων, μη δυνάμενο δε εις την περίπτωσιν ταύτη να τακτοποιηθεί.

 

Εκ τούτων συνάγεται ότι κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 6 του νόμου 5269/1931 επί οικοπέδου, το οποίον έχει μεν πρόσωπον επί του οικείου κοινοχρήστου χώρου, στερείται όμως του απαιτουμένου ελαχίστου εμβαδού ή των απαιτουμένων ελαχίστων διαστάσεων και είναι εκ του λόγου προσκυρωτέο, ωφελούμενος παρόδιος ιδιοκτήτης και συνεπώς, υπόχρεος εις καταβολή αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας είναι ουχί ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου τούτου αλλά ο ιδιοκτήτης του εις ο θέλει προσκυρωθεί το οικόπεδον τούτο οικοπέδου, υποχρεούμενης, ούτω, της Διοικήσεως όπως, κατά την σύνταξιν της πράξεως αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, προβαίνει εις την προσκύρωση των προσκυρωτέων οικοπέδων και εν συνεχεία χωρεί εις τον αναλογισμό της αποζημιώσεως.

 

Εις την περίπτωσιν όμως καθ' ην επί του έχοντος πρόσωπον επί του κοινοχρήστου χώρου αλλά στερουμένου του απαιτουμένου ελαχίστου, εμβαδού ή των απαιτουμένων ελαχίστων διαστάσεων οικοπέδου υφίσταται οικοδομή, ότε, κατά την διάταξη της παραγράφου 2 των αυτών ως άνω άρθρων 43, 44 και 45, αποκλείεται η προσκύρωσις του οικοπέδου τούτου, ο ιδιοκτήτης, αυτού θεωρείται ως ωφελούμενος παρόδιος ιδιοκτήτης και, συνεπώς υποχρεούται εις καταβολή αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, διότι το οικόπεδον του, μη ον προσκυρωτέο, έχει πρόσωπον επί του κοινοχρήστου χώρου.

 

Επί τη αντιθέτω, άλλως τε, εκδοχή, επί τοιούτου οικοπέδου θα καθίστατο αδύνατος η εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου, διότι ουδείς θα ήταν υπόχρεος εις καταβολή της αντιστοιχούσης εις το οικόπεδον τούτο αποζημιώσεως, δοθέντος ότι, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 εδάφιον δεύτερον του νόμου 5269/1931 ο οικείο Δήμος ή κοινότης υποχρεούται εις καταβολή αποζημιώσεως, δια το πέραν της εικοσάμετρης λωρίδας, δι' ην υπόχρεοι εις αποζημίωση είναι οι παρόδιοι ιδιοκτήτες, τμήμα της ρυμοτομούμενης εκτάσεως, μόνον δε εις την υπό της διατάξεως του τελευταίου εδαφίου της αυτής παραγράφου υποχρεούται εις καταβολή αποζημιώσεως δια τμήμα της ρυμοτομούμενης εκτάσεως εμπίπτον εις την εικοσάμετρη λωρίδα. Όθεν, το Δικαστήριον, αίρει την ανακύψασα αμφισβήτηση, δέον όπως αποφανθεί ότι η διάταξις του άρθρου 6 παράγραφος 3 εδάφιον πρώτον του νόμου 5269/1931 έχει την κατά τα ανωτέρω έννοια. Αν και κατά την γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου, και επί μη αρτίου οικοπέδου, ούτινος αποκλείεται η προσκύρωσις λόγω της υπάρξεως επ' αυτού οικοδομής, ο ιδιοκτήτης αυτού δεν υποχρεούται εις καταβολή αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, διότι κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, δεν δύναται να θεωρηθεί ως ωφελούμενος εκ της ρυμοτομίας ο ιδιοκτήτης τοιούτου οικοπέδου, καθόσον τούτο δεν τυγχάνει οικοδομικά εκμεταλλεύσιμο, ως απαγορευόμενης, κατ' άλλες διατάξεις, παντελώς της επ' αυτού δομήσεως.

 

Επειδή οι διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφοι 2 και 3 του νόμου [Ν] 345/1976, καθ' ας τα έξοδα της αυτεπαγγέλτως υπό του Δικαστηρίου διεξαγόμενης διαδικασίας και η δικαστική δαπάνη επιβάλλονται δια της εκδιδομένης αποφάσεως, εις τον ηττηθέντα διάδικο, έχουν εφαρμογή, του νόμου μη διακρίνοντος, και επί δίκης ανοιγόμενης κατόπιν παραπεμπτικής κατά το άρθρο 48 παράγραφος 2 του αυτού νόμου, αποφάσεως, εν η δίκη, κατά το άρθρο 49 παράγραφος 1 του αυτού νόμου, διάδικοι είναι οι εν τη δίκη εφ' ης εξεδόθη η παραπεμπτική απόφασις διάδικοι.

 

Όθεν, τα έξοδα της αυτεπαγγέλτως υπό του Δικαστηρίου διεξαχθείσας εν προκειμένω διαδικασίας ανερχόμενα, κατά την σχετική εκκαθάριση του εισηγητού, εις το ποσόν των 1710 δραχμών δέον όπως επιβληθούν εις τους εκ των εν τη προκειμένη δίκη διαδίκων ηττηθέντος, ήτοι τους αναιρεσίβλητους εν τη δίκη εφ' ης εξεδόθη η παραπεμπτική απόφασις, καθόσον η αποδιδομένη έννοια εις την περί ης η ανακύψασα αμφισβήτησις διάταξη είναι αντίθετη προς την υπ' αυτών υποστηριζόμενη εν όψει όμως των συντρεχουσών συνθηκών δέον όπως απαλλαγούν αυτοί της δικαστικής δαπάνης (άρθρο 22 παράγραφος 3 του νόμου [Ν] 345/1976). Αν και κατά την γνώμη εξ μελών του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 3 του νόμου [Ν] 345/1976 έχουν εφαρμογήν μόνον επί δίκης ανοιγόμενης κατόπιν ασκήσεως προβλεπομένης υπό του νόμου τούτου αιτήσεως ουχί δε και επί δίκης κατόπιν παραπομπής, κατά το άρθρο 48 παράγραφος 2 του αυτού νόμου, διότι εν τη περιπτώσει ταύτη η δίκη προκαλείται υπό του παραπέμπτοντος δικαστηρίου χάριν του γενικότερου σκοπού της άρσεως αμφισβητήσεως μεταξύ ανωτάτων δικαστηρίων περί της συνταγματικότητας τυπικού νόμου ή της έννοιας αυτού, και συνεπώς εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωσις επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως υπό του Δικαστηρίου διεξαχθείσας διαδικασίας και της δικαστικής δαπάνης.

 

Δια ταύτα

 

Αίρει την αμφισβήτηση.

 

Αποφαίνεται ότι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 παράγραφος 3 εδάφιον πρώτον του νόμου 5269/1931, επί οικοπέδου το οποίον έχει με πρόσωπον επί του προβλεπομένου υπό του ρυμοτομικού σχεδίου κοινοχρήστου χώρου, αλλά στερείται του απαιτουμένου ελαχίστου εμβαδού ή των απαιτουμένων ελαχίστων διαστάσεων και είναι εκ του λόγου τούτου προσκυρωτέο ωφελούμενος παρόδιος ιδιοκτήτης και συνεπώς, υπόχρεος εις καταβολή αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας είναι ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου εις ο θέλει προσκυρωθεί το οικόπεδον τούτο, εκτός εάν επί τούτου υφίσταται οικοδομή, ως εκ της οποίας αποκλείεται η προσκύρωσις του, ότε ωφελούμενος παρόδιος ιδιοκτήτης και, συνεπώς, υπόχρεος εις αποζημίωση είναι ο ιδιοκτήτης αυτού.

 

Επιβάλλει εις βάρος των ηττηθέντων ήτοι των εν τη δίκη, εφ' ης εξεδόθη η παραπεμπτική απόφασις, αναιρεσιβλήτων Θεοφάνους Σακαβίτση, Βασιλείου Κλιτσινάρη, Χρυσούλας Ραμματά, Χρήστου Σακαβίτση και Χρήστου Παπανικολάου, τα έξοδα της αυτεπαγγέλτως, υπό του Δικαστηρίου διεξαχθείσας διαδικασίας εκ δραχμών 1.710 και

 

Απαλλάσσει τούτους της δικαστικής δαπάνης.

 

Εκρίθη αποφασίστηκε εν Αθήναις τη 19-05-1977 και δημοσιεύθηκε αυτόθι σε δημοσία συνεδρίαση τη 10-06-1977.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.